Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2019

Άτιτλο project 2

Μία από τις πολλές ιδέες που βασανίζουν το μυαλό μου, ξεκινάει κάπως έτσι... 
©Νεκταρία Μαρκάκη 2019 
All rights reserved
********


Ήταν δεκατεσάρων όταν άλλαξε εντελώς η ζωή του. Μικρο, αμούστακο παιδί ήταν με όνειρα κι όρεξη, που του τα απαγόρευαν για να του επιβάλλουν μια άλλη ζωή που δεν ήθελε. Ένας ήταν ο σκοπός του από τότε που γεννήθηκε, κατά τον πάτερα του, να είναι η βοήθεια του. Το δεξί του χέρι. Μα κανείς δεν τον ρώτησε αν ήθελε να μυρίζει κοπριά ή να σκαλίζει χώματα όλη μέρα . Με το ζόρι πήγε σχολείο κι αυτό γιατί το έσκαγε από το κρεββάτι του για να είναι ο πρώτος στην αυλή του δημοτικού, πριν χτυπήσει το κουδούνι. Ο πατέρας του τον έπαιρνε σηκωτό από εκεί κι η τιμωρία του ήταν πάντα επίπονη και μεγάλη. Τα σημάδια από τη ζώνη που έπεφτε με δύναμη στην κοκαλιάρικη πλάτη του, δεν έλεγαν να φύγουν. Έμεναν εκεί ζωντανά να του θυμίζουν πως κοντά σ’ αυτόν τον άνθρωπο, δεν θα είχε ποτέ μέλλον. Πως δεν θα έπαυε ποτέ να φοβάται σε σημείο τα βράδια να κατουριέται πάνω του.
Ήταν θαύμα το γεγονός ότι μια μέρα του είπε πως μπορούσε να πηγαίνει σχολείο με την προϋπόθεση πως θα επέστρεφε απευθείας σπίτι για να τον βοηθάει με τα ζώα. Η χαρά του ήταν απερίγραπτη. Μπορεί να του στερούσε τις χαρές της παιδικής του ηλικίας αλλά τουλάχιστον δεν του έκοβε το όνειρο εντελώς. Ίσως κατάφερνε να βγάλει και το λύκειο, να έφευγε κοντά από εκείνον. Τον τύραννο του. Τον μεγαλύτερο του φόβο. Μεγάλωνε τρέμοντας μονίμως μην κάνει κάτι που μπορούσε να τον εξωθήσει στα άκρα. Έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του να είναι υπάκουος και να δουλεύει σκληρά για να μην τον πάρει μακριά από το σχολείο που είχε γίνει πλέον η μόνη του απόδραση από τη ζωή που τόσο πολύ μισούσε.


Είχαν περάσει χρόνια από τότε που ξεκίνησε το δημοτικό κι είχε πάει στο γυμνάσιο, εκεί που όλα άλλαζαν. Τα ξεσπάσματα του πάτερα του ήταν το λιγότερο που μπορούσε να πει, τρομερά. Πράγματα έσπαγαν μέσα στο σπίτι, το χέρι του προκαλούσε καταστροφές όχι μόνο σε έπιπλα αλλά και στα σώματα τους. Μόνο τη μικρή του αδερφή δεν πείραζε. Ήταν η αδυναμία του. Η μικρή Καλλιόπη ήταν τέσσερα χρόνια μικρότερη του, ένα αγγελούδι που δεν θύμιζε σε τίποτα εκείνον, λες και δεν ήταν παιδί του. Τον κοιτούσε στα μάτια παραξενεμένη πάντα από την οργή που τον χαρακτήριζε αλλά ποτέ της δεν τον πλησίαζε, ούτε καν όταν εκείνος την παρακαλούσε να καθίσει στα πόδια του ή να του δώσει ένα φιλί στο μάγουλο. Η μικρή κρυβόταν πίσω από τον αδερφό της αμίλητη. Δεν θυμόταν την τελευταία φορά που η αδερφή του είχε πει κάποια κουβέντα. Τα βράδια χωνόταν κάτω από τα σκεπάσματα, δίπλα του και κολλούσε το κορμάκι της πάνω στο δικό του, φοβισμένη. Ειδικά εκείνα τα βράδια που ο πατέρας τους βασάνιζε τη μητέρα τους, τα πράγματα ήταν δυσκολότερα. Είχε κουραστεί να φοβάται. Ονειρευόταν τη μέρα που θα ξέφευγε από όλα και που θα σωζόταν από την τυραννία αυτή.
Τους τελευταίους μήνες η μοναδική του συντροφιά ήταν ένα σκυλί που είχε βρει στο δρόμο και που τον είχε ακολουθήσει. Φίλους δεν είχε καταφέρει να κάνει εκτός από τον διπλανό του στην τάξη, γι' αυτό ήταν καλοδεχούμενη η παρουσία του σκυλιού στη ζωή του. Μαζί πηγαίνανε παντού, μόνο το βράδυ χωρίζανε αφού απαγορευόταν να μπει μέσα στο σπίτι όσο ήταν εκεί ο πατέρας του. Του έδινε το μισό φαγητό του γιατί δεν τον άφηναν να του αγοράσει τροφή κι εκείνο ήταν τόσο ευγνώμων για την περιποίηση που λάβαινε, που κλαψούριζε ικετευτικά στα πόδια του για να το εγκαταλείψει. Το είχε αγαπήσει αυτό το σκυλί. Το έκανε μπάνιο για να είναι καθαρό και του έφτιαξε μία φωλιά στο στάβλο για να κοιμάται εκεί τα βράδια ώστε να μην μένει στο κρύο. Η μόνη του χαρά ήταν οι ώρες που κυνηγούσαν ο ένας τον άλλον και θυμόταν πως στα δέκα-τέσσερα του ήταν ακόμη παιδί.
Οι μέρες περνούσαν βασανιστικά αργά ειδικά όταν άρχιζαν να γίνονται μεγαλύτερες. Ο πατέρας του δεν τον άφηνε να διαβάζει παρότι ξεκινούσαν οι εξετάσεις στο σχολείο και τον τραβολογούσε με το ζόρι μαζί του στα βοσκοτόπια. Όλοι στο γυμνάσιο προσπαθούσαν να του μιλήσουν για το μέλλον του γιου του, για το πόσο έξυπνος κι ικανός ήταν, αλλά εκείνος δεν ήθελε ν’ ακούσει κουβέντα. Συνήθως έλεγε πως ούτε εκείνος είχε πάει σχολείο και τα είχε καταφέρει μια χαρά. Μόνο που δεν ήταν έτσι. Ήταν τόσο απογοητευμένος από τη ζωή του που είχε γίνει ένας βάναυσος μέθυσος που κακοποιούσε ψυχές και σώματα και ο Μάνος δεν ήθελε να γίνει σαν αυτόν.
Δεν θα ξεχνούσε ποτέ εκείνη τη μέρα, εκείνου του καλοκαιριού. Ήταν 20 Ιούνη του 2003. η ζέστη ήταν αφόρητη γι’ αυτό είχε ξεκλέψει λίγο χρόνο να πάει με τον σκύλο του στο ποτάμι πιο κάτω για να ρίξει μία βουτιά στα παγωμένα νερά. Από την ώρα που είχε ξυπνήσει το στομάχι του τον βασάνιζε. Ήταν το ένστικτο του που του έλεγε πως κάτι κακό ερχόταν προς το μέρος του. Προσπαθούσε να είναι τυπικός και ευγενικός, όπως και να κάνει ό,τι του έλεγε ο πατέρας του, για να μην προκαλέσει την οργή του. Όμως το μεσημέρι δεν άντεξε να συνεχίσει κάτω από το λιοπύρι. Θα μετάνιωνε οικτρά την απόφασή του να φύγει χωρίς να του πει κουβέντα. Πήρε το δρόμο της επιστροφής προς το σπίτι με βήμα βαρύ. Ο σκύλος στο πλευρό του χοροπηδούσε γύρω του και έκλαιγε σαν να ήθελε να τον προειδοποιήσει για κάτι. Τον αγνόησε γιατί φαντάστηκε πως θα ήθελε να παίξει λιγάκι ακόμα στο νερό. Ίσως θα έπρεπε να τον είχε ακούσει, τα πράγματα μπορεί να είχαν εξελιχθεί διαφορετικά και η ζωή του να μην είχε πάρει αυτή την τροπή.
Είδε από μακριά τη μάνα του να κλαίει βουβά και την αδερφή του κουλουριασμένη κοντά της. Πρώτη φορά που έβλεπε την Καλλιόπη χτυπημένη, τα χείλια της σχισμένα και το προσωπάκι της να γεμίζει με μώλωπες. Τρελάθηκε από τον θυμό.
«Που ήσουνα;» τον ρώτησε τρέμοντας η μητέρα του.
«Στο ποτάμι, πήγα να βουτήξω λίγο. Τι έγινε εδώ; Γιατί έδειρε την μικρή;»
«Εσύ φταις» έφτυσε εκείνη και τον έσπρωξε από κοντά της.
Γιατί έφταιγε; Δεν μπορούσε να καταλάβει. Δεν του άξιζε ένα διάλειμμα δέκα λεπτών; Κοίταξε την αδερφή του που ρουφούσε τη μύτη της. Εκείνη δεν φαινόταν να του ρίχνει το φταίξιμο αλλά και πάλι, δεν έβγαλε άχνα. Τι του έφταιγε αυτό το αγγελούδι;
«Εδώ είσαι; Τσακίσου κι έλα κοντά» τον άκουσε να φωνάζει και η καρδιά του σφίχτηκε. «Κωλόπαιδι, σου δίνω τα πάντα κι εσένα ο νους είναι να τριγυρνάς με τον κόπρο σου. Με άφησες κι έκανα όλη τη δουλειά μόνος μου, αλλά δεις τι θα πάθεις. Δεν θα έχεις ξανά λόγο να κάνεις του κεφαλιού σου» τον απείλησε και μπήκε μέσα στο στάβλο για να βγει μερικές στιγμές μετά με το κυνηγετικό του όπλο το χέρι. Ο Μάνος πάγωσε. Τι ετοιμαζόταν να κάνει; Στην αρχή έστρεψε το όπλο προς το μέρος του και σκέφτηκε πως ίσως να του έκανε χάρη αν τον σκότωνε. Γιατί μία ζωή κοντά του ήταν ένας μαρτυρικός θάνατος. Όμως αμέσως μετά, το όπλο στράφηκε αλλού και η ανάσα του Μάνου κόπηκε. Τινάχτηκε όταν άκουσε το όπλο να εκπυρσοκροτεί. Η Καλλιόπη ούρλιαξε μα στα δικά του τα αυτιά μόνο το λυπητερό, όλο απορία, ουρλιαχτό του σκύλου του έμεινε. Στράφηκε προς το μέρος του και τον είδε πεσμένο στο έδαφος να αιμορραγεί.
«Όχι» ψιθύρισε κι έτρεξε κοντά του. Το σκυλί είχε ξεψυχήσει ήδη πριν το αγγίξει. Η λύπη του ξεχείλισε και δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια του.
«Θα σε σκοτώσω» είπε μέσα από τα δόντια του και μετά στράφηκε προς τον πατέρα του που γελούσε ειρωνικά. «Θα σε σκοτώσω, μ’ ακούς; Θα σε σκοτώσω!» ούρλιαξε με όλη του τη δύναμη. Εκείνος άφησε κάτω το όπλο και με δύο δρασκελιές βρέθηκε κοντά του. Τον άρπαξε από τον γιακά και τον σήκωσε από το έδαφος, κοιτώντας τον απειλητικά.
«Είσαι ανίκανος, πάρ’ το χαμπάρι» του είπε βραχνά και τον πέταξε πάλι κάτω στο χώμα. Σύντομα κρατούσε τη ζώνη στα χέρια του. Την έφερε πολλές φορές πάνω στο σώμα του Μάνου, χωρίς να υπολογίζει που τον χτυπούσε. Είχε μία μανία η τιμωρία του που δεν είχε νιώσει άλλη φορά. Όταν σταμάτησε, δεν υπήρχε σημείο στο σώμα του Μάνου που να μην είχε κοκκινίσει. Από κάποιες πληγές έτρεχε κι αίμα. Δεν τον λυπήθηκε, στάθηκε από πάνω του για να εκτιμήσει την κατάσταση. «Προχώρα, έχουμε δουλειά» έβαλε τις φωνές. Κλώτσησε το κουφάρι του σκυλιού ενώ περνούσε από κοντά του, μία κίνηση που έκανε τον Μάνο να θολώσει ακόμα περισσότερο. Σηκώθηκε με δυσκολία αλλά έτρεξε ως το σημείο που είχε αφήσει ο πατέρας του την καραμπίνα και την όπλισε, όπως του είχε δείξει κάποτε. Την έστρεψε πάνω του και χωρίς να το σκεφτεί, πάτησε τη σκανδάλη, με αποφασιστικότητα που δεν περίμενε ούτε ο ίδιος πως είχε. Ο πυροβολισμός έφερε έξω από το σπίτι τη μάνα του που είχε πάει τη μικρή μέσα για να την προστατέψει μετά τη δολοφονία του σκύλου. Ούρλιαξε όταν είδε τον γιο της να κρατάει το όπλο και τον άντρα της να χάνει το βήμα του. Μία μεγάλη κηλίδα αίματος απλωνόταν στην πλάτη του που πότιζε το πουκάμισό του. Έπεσε νεκρός στο έδαφος την επόμενη στιγμή ενώ εκείνη ούρλιαζε ξανά και ξανά το όνομά του.
Δεν λυπήθηκε ούτε εκείνον αλλά ούτε τη μάνα του. Άφησε το όπλο κάτω και μηχανικά, άρχισε να περπατάει προς την πλατεία του χωριού όπου βρισκόταν το αστυνομικό τμήμα. Οι συγχωριανοί του τον κοιτούσαν έκπληκτοι να ματώνει και να σέρνει το βήμα του, εξουθενωμένος. Εκείνος δεν τόλμησε να κοιτάξει κανέναν τους. Μάζεψε όλο το κουράγιο που είχε και άνοιξε την πόρτα του τμήματος, όπου βρισκόταν ο ένας από τους δύο αστυνόμους του χωριού εκείνη την ώρα. Ο άντρας που δεν ήταν μεγαλύτερος από τριάντα ετών, τον κοίταξε σοκαρισμένος.
«Μανωλιό, τι έπαθες;» τον ρώτησε κι έτρεξε προς το μέρος του.
«Αστυνόμε ήρθα να παραδοθώ» απάντησε εκείνος με τόση απάθεια που έκανε τον άντρα να αναριγήσει. «Σκότωσα τον πατέρα μου» ψιθύρισε και σήκωσε τα χέρια του μπροστά, κάνοντάς του νόημα να του περάσει χειροπέδες.
«Μανωλιό, είσαι σίγουρος γι’ αυτό που λες;»
«Τον σκότωσα. Δολοφόνησε το σκύλο μου και με έδειρε με τη ζώνη του. Δεν άντεξα άλλο. Πήρα το όπλο του και τον σκότωσα. Θα βρείτε το πτώμα του κοντά στο στάβλο» του εξήγησε και την επόμενη στιγμή, έχασε τις αισθήσεις του στα χέρια του νεαρού αστυνόμου.

5 σχόλια:

  1. Πραγματικά ανυπομονώ για την συνέχεια!!! Είναι πολύ καλό, συνέχισε το πιστεύω ότι αξίζει!!! ��

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Σ' ευχαριστω θερμα! Σιγουρα θα το συνεχισω, ειναι στα μελλοντικα μου εκδοτικα βηματα!

      Διαγραφή
  2. Απαντήσεις
    1. όχι, είπα να μπω σε πρόγραμμα και να γράφω ένα ένα τα βιβλία μου ανάλογα με τις ορέξεις μου... αυτό θα το πιάσω όταν ολοκληρώσω το Αράντια κι αυτό που ανεβαίνει στο wattpad!

      Διαγραφή