“Όχι
γαμώτο αυτό δεν έπρεπε να γίνει… όχι,
όχι, όχι…”
Ο
Άγγελος ακολούθησε τον πατέρα του χωρίς
να φέρει αντίρρηση. Ήλπιζε πως η Εύα θα
άλλαζε γνώμη και θα αρνιόταν την πρόσκλησή
του. Δεν ήθελε να δει τι του έκανε ο
πατέρας του, πόσο αβοήθητος γινόταν
κοντά του. Δεν ήθελε να δει πόσο δειλός
ήταν. Μακάρι να μπορούσε να βρει τρόπο
να την ειδοποιήσει πως για δικό της
καλό, θα έπρεπε να μείνει μακριά του.
Γύρισε το κεφάλι του για να κοιτάξει
προς το μέρος της πάνω από τον ώμο του
και την είδε να στέκεται στο ίδιο σημείο
να τους παρακολουθεί που απομακρύνονταν.
Φαινόταν ξεκάθαρα πως φοβόταν για
εκείνον, ειδικά όταν εκείνη τη στιγμή
το χέρι του Ταγματάρχη ακούμπησε
απειλητικά στο σβέρκο του, σφίγγοντάς
το. Ο Άγγελος ένιωσε το σώμα του να
γίνεται δύσκαμπτο. Ένα πράγμα φοβόταν
μόνο κι αυτό δεν ήταν μην πάθει κάτι
εκείνος. Δεν έπρεπε να γνωρίσει την Εύα
του. Δεν έπρεπε να έρθει σε επαφή μαζί
της και να τη μολύνει κι εκείνη. Όχι την
αθώα
και γλυκιά
νεράιδά
του
που ήταν ικανή μόνο για αγάπη.
«Ώστε
εκεί είναι το μυαλό σου; Σε αυτό το
κορίτσι;» άκουσε τον πατέρα του να
ρωτάει, γελώντας ειρωνικά. «Γι’ αυτό
θα πατώσεις σε αυτό το τρίμηνο; Για να
πηδάς τη νεαρά;»
«Μη…»
τον παρακάλεσε. «Μη μιλάς έτσι για
εκείνη. Είναι διαφορετική».
«Μία
τσουλίτσα είναι όπως όλες με τις οποίες
διαλέγεις να συναναστρέφεσαι».
«Η
Εύα δεν είναι…»
«Σκασμός!»
τον διέταξε και εκείνος υπάκουσε. «Θα
σταματήσεις να τη βλέπεις και θα
συγκεντρωθείς στο σκοπό σου. Θέλω φέτος
να περάσεις τη τάξη γιατί σου ορκίζομαι
πως αν δεν
το κάνεις, θα σου κάνω τη ζωή σου κόλαση».
«Η
ζωή μου είναι ήδη κόλαση, πατέρα». Το
χαστούκι που του έδωσε εκείνος τον
ζάλισε αλλά δεν
του έκανε το χατίρι να του δείξει πόσο
πολύ τον πόνεσε. Στάθηκε προσοχή μπροστά
του και τον κοίταξε στα μάτια αψηφώντας
τον για πρώτη φορά. «Θα κάνω ότι μου
πεις, μόνο μη πειράξεις με οποιονδήποτε
τρόπο την Εύα», υποσχέθηκε και ευχήθηκε
το κορίτσι να άντεχε ένα ολόκληρο βράδυ
με τον σκληρό αυτόν άντρα. Θα τα κατάφερνε,
ήταν σίγουρος, εδώ αυτός είχε καταφέρει
να τον ανεχτεί δεκαεννέα
ολόκληρα χρόνια. Σπάνια σήκωνε χέρι
πάνω του αφού προτιμούσε κυρίως το
λεκτικό είδος κακοποίησης που είχε
καταλάβει πως του έκανε μεγαλύτερη
ζημιά. Ήξερε πολύ καλά που να τον χτυπήσει
με τις λέξεις. Όμως είχε επιβιώσει και
αν μη τι άλλο, η Εύα ήταν πιο δυνατή από
εκείνον.
«Τόσο
σημαντική είναι για σένα;» τον ρώτησε
ο πατέρας του. Πρώτη φορά έδειχνε τόσο
ενδιαφέρον. Για μία στιγμή είδε το
συνήθως σκληρό πρόσωπό του να μαλακώνει.
Του φάνηκε πως νοιαζόταν αλλά την επόμενη
στιγμή, πριν απαντήσει στην ερώτησή
του, ο Ταγματάρχης είχε ξεσπάσει σε
γέλια που έσταζαν ειρωνεία. Κι εκείνη
τη στιγμή τον μίσησε ακόμα περισσότερο.
Η
Εύα
έτρεξε
σπίτι της. Φώναξε
στους γονείς της πως γύρισε
και πέταξε τη τσάντα στο πάτωμα του
δωματίου της,
τρέχοντας σαν τρελή για να μην αργήσει
να επιστρέψει στον Άγγελο. Έβγαλε
τη φόρμα της για να βάλει ένα τζιν και
την αγαπημένη της μπλούζα. Σήκωσε τα
μαλλιά της σε μια κοτσίδα και κατέβηκε
στη κουζίνα όπου βρήκε τους γονείς της
να συζητάνε. Φίλησε τον πατέρα στο
μάγουλο κι αγκάλιασε τη μητέρα της,
χαρούμενη που οι γονείς της ήταν οι
καλύτεροι άνθρωποι που είχε γνωρίσει
ποτέ της. Ήταν
τυχερή γιατί παρότι και οι δύο είχαν
μεγαλώσει σε μία κοινωνία οπισθοδρομική,
εκείνοι δεν είχαν μείνει κολλημένοι
στο παρελθόν.
«Που
πας αγάπη μου;» θέλησε να μάθει η μητέρα
της.
«Στου
Άγγελου».
«Α,
πάλι ο φίλος μας, σαν πολύ χρόνο δε περνάς
μ’ αυτό το αγόρι;» την πείραξε ο πατέρας
της και γέλασε όταν τα λευκά μάγουλα
της άλλαξαν χρώμα και έγιναν κόκκινα
σαν παπαρούνα. Το
πάθαινε τόσο συχνά εξαιτίας του που
πλέον είχε αρχίσει να νιώθει λιγάκι
γελοία που ακόμα και η αναφορά στο όνομά
του την επηρέαζε τόσο πολύ.
«Αυτό
είναι γεγονός, όλο μαζί σας βρίσκω.
Προχθές τους είχε πάρει αγκαλιά ο ύπνος
με τα βιβλία πάνω στις κοιλιές τους»,
πετάχτηκε η μάνα της. «Αλλά κάτι έχει
αυτό το παιδί», αναστέναξε θλιμμένα.
«Σπάνια χαμογελάει, γιατί;»
“Σπάνια
χαμογελάει μπροστά σε άλλους”,
ήθελε ν’ απαντήσει η Εύα αλλά κρατήθηκε.
«Φοβάται», ψιθύρισε, τραβώντας τη προσοχή
των γονιών της. «Νομίζω πως…» δίστασε
και κάρφωσε τα μάτια της στου πατέρα
της. Έπρεπε να πει τις υποψίες της σε
κάποιον και μόνο οι γονείς της ήταν
ικανοί να δώσουν μία λύση. «Νομίζω πως
ο πατέρας του τον κακοποιεί».
«Γιατί
το λες αυτό;» ενδιαφέρθηκε ο πατέρας
της αμέσως.
«Δεν
ξέρω, δεν κοιμάται τα βράδια γιατί κάτι
τον φοβίζει και νομίζω είναι ο πατέρας
του». Η Εύα μιλούσε σταθερά και με
σιγουριά για τα λόγια της. «Πριν που τον
συναντήσαμε τυχαία, έτρεμε σαν το φύλλο
στον άνεμο και με τρόμαξε».
«Τον
κακοποιεί πως; Σηκώνει χέρι πάνω του;»
ζήτησε να μάθει ο πατέρα της, έτοιμος
να σηκωθεί από τη θέση του.
«Νομίζω
ναι, έχω δει μελανιές κατά καιρούς πάνω
του, αλλά τι σχέση έχει το είδος κακοποίησης
μωρέ μπαμπά;»
«Εύα,
θα είσαι ασφαλής σπίτι του;» ρώτησε η
μητέρα της, με τη φωνή της να χαμηλώνει
από
την ανησυχία, όσο
μιλούσε.
«Μπορεί
ο Άγγελος να μην μπορεί να βοηθήσει τον
εαυτό του, αλλά δε θα άφηνε ποτέ κάτι να
συμβεί σε μένα». Χαμογέλασε καθησυχαστικά
και πήρε μια βαθιά ανάσα την οποία άφησε
μετρώντας από μέσα της ως το δέκα. «Φεύγω,
δε θέλω να τον αφήσω για πολύ μόνο του».
«Πρόσεχε!»
φώναξαν ταυτόχρονα οι γονείς της ενώ
έβγαινε από τη πόρτα.
Τα
γόνατα της έτρεμαν, κι όχι από το κρύο.
Της είχε καρφωθεί στο μυαλό το ύφος του
Άγγελου, σαν να την ικέτευε να μη πάει
σπίτι του κι ανατρίχιασε. Όμως δεν είχε
σκοπό να τον αφήσει να περάσει αυτό το
βράδυ μόνος του. Έφτασε δέκα λεπτά
αργότερα, πάνω που ξεκίνησε να ψιχαλίζει,
μα κοκάλωσε όταν άκουσε φασαρία να
έρχεται μέσα από το σπίτι. Σχεδόν έτρεξε
προς τα εκεί και χωρίς να χτυπήσει,
έσπρωξε τη μισάνοιχτη πόρτα και μπήκε
μέσα, ακολουθώντας τις φωνές. Κράτησε
την ανάσα της όταν είδε τον Άγγελο να
στέκεται προσοχή μπροστά από τον πατέρα
του ο ποίος του φώναζε βρισιές και τον
έσπρωχνε με κάθε ευκαιρία που έβρισκε.
Δεν την είχαν δει, έμεινε κρυμμένη για
λίγο να κοιτά αποσβολωμένη την εικόνα
ανήμπορη να μπορεί να κατανοήσει το
μίσος που έτρεφε αυτός ο άνθρωπος για
το γιο του.
«Έχω
βαρεθεί την ανυπακοή σου. Σου έχω δώσει
τα πάντα κι εσύ αχάριστο κωλόπαιδο, δεν
σέβεσαι τίποτα. Όλο το Πυθαγόρειο μιλάει
για σένα, για τις αλητείες σου. Όμως θα
σε φτιάξω εγώ, θα σε κάνω άνθρωπο», έλεγε
και ξανάλεγε ενώ ο Άγγελος, μα και η
μητέρα του, δεν αντιδρούσαν. Εκείνη
έκλαιγε με πνιχτούς λυγμούς ενώ ο Άγγελος
έκλεινε τα μάτια του κάθε φορά που τα
χέρια του πατέρα του, τον άγγιζαν. Πρώτη
φορά ένιωσε θυμό και μίσος για άνθρωπο.
Έπρεπε να κάνει κάτι, γι’ αυτό χωρίς να
το σκεφτεί, εμφανίστηκε στο σαλόνι
ξαφνιάζοντας τους πάντες.
«Καλησπέρα»,
φώναξε χωρίς να κρύψει την ενόχληση της
για τον τρόπο αυτού του άντρα. Στάθηκε
δίπλα στον Άγγελο που χαμήλωσε το βλέμμα
του ντροπιασμένος και τύλιξε το χέρι
της γύρω από τον καρπό του. «Ελπίζω να
μην άργησα. Συνάντησα τον Φίλιππο στο
δρόμο και μου ζήτησε να σε ρωτήσω αν
μπορείς να του κάνεις ιδιαίτερα. Θα σε
πληρώσει, λέει», του χαμογέλασε κι
εκείνος τη κοίταξε απορημένος. “Τι
κάνεις;” σχημάτισε
άηχα κι εκείνη απλά έκλεισε το μάτι της
ενώ ο πατέρας του, γελούσε ειρωνικά.
«Ιδιαίτερα
σε τι να κάνει ο γιος μου; Στο πώς να
είσαι τεμπέλης, μέθυσος και μαλάκας;»
«Ο
Άγγελος είναι πολύ καλός στα μαθηματικά,
τη φυσική και χημεία», απάντησε εκείνη
εκνευρισμένη. Δεν
μπορούσε να πιστέψει πως υποτιμούσε
τόσο πολύ το ίδιο του το αίμα.
Κοίταξε λιγάκι καλύτερα το σκληρό
πρόσωπο του άντρα, με τις έντονες γωνίες
και τα έντονα γκρίζα μάτια. Ήταν τόσο
ψυχρά λες κι ήταν άψυχα. Για μία στιγμή
έχασε τον ειρμό των σκέψεών της σκεπτόμενη
πόσο διαφορετικός ήταν από το γιό του.
Λες και δεν είχαν καμία απολύτως
συγγένεια. «Είναι πανέξυπνος…»
«Ο
γιος μου;» κάγχασε πάλι εκείνος.
«Ναι,
και τώρα καταλαβαίνω πως προφανώς δεν
πήρε από εσάς». Η προσβολή της άφησε τον
άντρα παγωμένο να την κοιτά έκπληκτος
ενώ ο Άγγελος πάλευε να μη χαμογελάσει.
«Και τώρα με συγχωρείτε. Δεν πεινάω, μου
κόπηκε η όρεξη. Άγγελε μπορείς να με πας
σπίτι μου γιατί έχει νυχτώσει;»
«Ναι,
βεβαίως», απάντησε εκείνος και την
έσπρωξε απαλά προς την έξοδο αφού κοίταξε
προς το μέρος του πατέρα του μ’ ένα
ειρωνικό χαμόγελο. Είχε βρει τον δάσκαλό
του. Μπορεί αργότερα να τον τιμωρούσε
γι’ αυτό αλλά δεν τον ένοιαξε καθόλου.
«Είσαι τρελή», δήλωσε αυστηρά μόλις
βγήκαν έξω, γιατί μόλις είχε καταφέρει
να μπει στη μαύρη λίστα του πατέρα του.
«Μπορεί,
μα μ’ έβγαλε από τα ρούχα μου».
«Δυστυχώς
γιατί πάντα
πίστευα πως θα ήμουν εγώ αυτός που θα
το κατάφερνε πρώτος, στην κυριολεξία»,
αστειεύτηκε μα εκείνη δεν
γέλασε. Σταμάτησε λίγα μέτρα πιο πέρα
και τον κοίταξε με απορία που μπορούσε
να κάνει πλάκα μετά από αυτό που βίωσε.
«Μη…» την ικέτευσε. «Μην
το κάνεις αυτό τώρα, Ευάκι».
«Πόσο
καιρό το περνάς αυτό το λούκι μόνος
σου;» επέμεινε εκείνη. Προσπάθησε να
την προσπεράσει αλλά τον σταμάτησε
αρπάζοντας το χέρι του. «Δεν χρειάζεται
να συνεχιστεί αυτό, μπορείς να μιλήσεις
σε μένα, Άγγελε».
Οι
ματιές τους κλείδωσαν και ένιωσε ένα
κενό στο στομάχι σαν να έπεφτε από
αεροπλάνο χωρίς αλεξίπτωτο.
Ο Άγγελος απομακρύνθηκε λίγο από κοντά
της και της έκανε νόημα να τον ακολουθήσει.
Δεν
μπόρεσε να αποκωδικοποιήσει την έκφρασή
του. Πάντα κατάφερνε να μπει στο μυαλό
του όταν κάρφωνε τα μάτια του στα δικά
της μα αυτή τη φορά είχε καταφέρει να
την μπερδέψει για τα καλά. Τον ακολούθησε
στα τυφλά αφού κοντά του δεν είχε να
φοβηθεί το παραμικρό. Το βήμα του ήταν
νευρικό κι ανυπόμονο. Αναγκάστηκε να
τρέξει λιγάκι για να τον προφτάσει ενώ
καλούσε συνέχεια το όνομά του. Την
πήγαινε σπίτι της όπως του είχε ζητήσει
αλλά ήλπιζε πως θα περνούσαν λίγο χρόνο
μαζί πριν αποχωριστούν. Μάλλον εκείνος
είχε άλλη άποψη, κάτι που την απογοήτευσε
αρκετά.
Κόντευαν
να φτάσουν όταν εκείνος την τράβηξε από
το χέρι και την έσπρωξε πάνω στον τοίχο
ενός σπιτιού. Δεν περίμενε τέτοια
αντίδραση από εκείνον. Έπνιξε μία κραυγή
έκπληξης και κράτησε την ανάσα της καθώς
έγερνε αργά προς το μέρος της.
«Άγγελε,
τι κάνεις;» ρώτησε χαμηλόφωνα εκείνη
ενώ σήκωνε τα χέρια του στο πρόσωπο της.
Τη
φίλησε δυνατά, κάνοντας τη να χάσει τον
κόσμο γύρω της. Δεν φανταζόταν πως θα
της άρεσε ένα φιλί που μύριζε καπνό όμως
αυτό
το
λάτρεψε. Αγάπησε την ένταση του και το
γεγονός πως και οι δύο χάθηκαν μέσα του
τόσο εύκολα. Άφησε τα χέρια του να
περιπλανηθούν πάνω στον κορμό της και
τον τράβηξε ακόμα πιο κοντά της γιατί
η ζεστασιά του σώματος του, ήταν η
ομορφότερη αίσθηση που είχε νιώσει ποτέ
της. Δεν ήταν το πρώτο της φιλί, μα σίγουρα
το πάθος του κατάφερε να σβήσει όλα τα
προηγούμενα.
«Σ’
ευχαριστώ», ψιθύρισε εκείνος, ενώ έγλυφε
μ’ ευχαρίστηση τα χείλη του.
Τη
ξαναφίλησε κι εκείνη άφησε έναν
αναστεναγμό ευχαρίστησης ενώ κολλούσε
πάνω του. Ένιωσε τρομερή ανακούφιση που
ανταποκρινόταν κάθε φορά. Δεν θα άντεχε
να τον διώξει, την είχε τόσο ανάγκη που
πονούσε όλο του κορμί όταν δεν ήταν
κοντά της.
«Γιατί
τον αφήνεις να σου φέρεται έτσι;» ρώτησε
η Εύα ανάμεσα από το φιλί τους. «Δεν
αντέδρασες ποτέ σου; Τον αφήνεις τόσο
καιρό να σηκώνει χέρι πάνω σου χωρίς να
κάνει το παραμικρό για να τον σταματήσεις;
Πως μπορείς;»
«Αν
αντιδράσω, φοβάμαι πως θα ελευθερώσω
όλο το θυμό που κρύβω μέσα μου. Μπορεί
να τον σκοτώσω, Εύα. Τόσο πολύ τον μισώ».
«Και
τώρα, σήμερα; Σου έκανα κακό», συνειδητοποίησε
εκείνη κι έκλεισε το πρόσωπο της στις
παλάμες των χεριών της καταλαβαίνοντας
πως ίσως θα έπρεπε να είχε κρατήσει το
στόμα της κλειστό πριν λίγο.
Εκείνος
την ανάγκασε να τον κοιτάξει και της
χαμογέλασε στραβά. «Κοίτα όμως τι καλό
μου έκανες ταυτόχρονα», χάιδεψε τα
μαλλιά της και γέλασε
απαλά
ενώ έσκυβε να τη φιλήσει και πάλι. «Θα
κλειδώσω τη πόρτα μου απόψε», είπε για
να τη καθησυχάσει αφήνοντας
ένα τρυφερό φιλί στα χείλη της.
«’Η,
μπορώ να έρθω να κοιμηθώ μαζί σου».
«Στο
κρεβάτι μου;» δάγκωσε πονηρά τα χείλια
του κι έκλεισε κάθε εκατοστό που τους
χώρισε.
«Εγώ
ναι, εσύ στο πάτωμα».
Ξέσπασε
σε δυνατά γέλια και την έκλεισε στην
αγκαλιά του. «Η μικρή προστάτης μου»,
αναστέναξε αγαπησιάρικα.
«Πάμε
να πάρω τις πυτζάμες μου», γέλασε εκείνη
μα κοκάλωσε, ξαφνιάζοντάς τον. «Ήθελα
καιρό να καταλήξουμε μαζί», παραδέχτηκε
κοκινίζοντας.
«Το
σκεφτόμουν καιρό...»
«Ναι,
κι εγώ», αρκέστηκε να πει εκείνος με
σιγουριά. «Δεν
είναι η εξυπνότερη ιδέα που είχαμε ποτέ,
αλλά δεν μπορώ να τολμήσω να σκεφτώ να
σε αφήσω».
«Τουλάχιστον
τώρα δεν χρειάζεται να περνάς αυτόν τον
Γολγοθά μόνος σου», του είπε κι ακούμπησε
το μέτωπό
της, πάνω στο στέρνο του.
«Δεν
είναι δίκαιο για σένα».
«Ούτε
αυτό που περνάς είναι δίκαιο», τον
διέκοψε θυμωμένη. «Πρέπει
να κάνουμε κάτι. Δεν μπορεί να σου μιλάει
έτσι, δεν γίνεται να τον αφήνεις να σε
πληγώνει. Γιατί δεν φεύγεις. Είσαι
δεκαεννέα πλέον...»
«Το
έχω σκεφτεί άπειρες φορές, Εύα», τη
διέκοψε μελαγχολώντας αμέσως. «Δεν
μπορώ να αφήσω πίσω τη μάνα μου. Θα τη
σκοτώσει και δεν θα το αντέξω».
«Εκείνη
γιατί μένει;»
«Κι
εγώ αυτό αναρωτιέμαι κάθε φορά. Γιατί;
Αλλά δεν έχω απάντηση».
Κοιτάχτηκαν
σιωπηλοί για λίγη ώρα ώσπου εκείνος
έγειρε πάλι προς το μέρος της για να της
χαρίσει ένα ακόμα φιλί.
«Δεν
γίνεται να το μάθει»,
ψιθύρισε εκείνος τρομαγμένος.
«Τι
προτείνεις να κάνουμε, δηλαδή;». Κάρφωσε
τα μάτια της στα δικά του και τον κοίταξε
απορημένη. «Να το κρατήσουμε κρυφό θες»,
συνειδητοποίησε. «Από το τίποτα προτιμώ
αυτό», συμφώνησε τελικά και φίλησε το
μάγουλό του πριν κρεμαστεί πάνω του. Ο
Άγγελος της έσφιξε ενάντια στο σώμα του
και φίλησε τον κρόταφό της ενώ το χαμόγελό
του δεν έλεγε να σβήσει. Κάποτε του είχαν
πει πως ακόμα και στις πιο σκοτεινές
μέρες, το φως θα έβρισκε τρόπο να συρθεί
ανάμεσα από το σκοτάδι και να το διαλύσει.
Το φως του, εκείνος, μόλις το είχε βρει
και τίποτα δεν είχε σημασία πια.
Τι όμορφες στιγμές για τους δύο τους.. Μετα το μαύρο σκοτάδι του πατέρα 💕
ΑπάντησηΔιαγραφή