Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2019

Του Έρωτα και του Πολέμου


Το αγαπημένο μου ζευγάρι...
Το ομορφότερο βιβλίο που έχω γράψει ως τώρα...
Ελπίζω να μπορέσω να το μοιραστώ κάποτε μαζί σας...

*******************

{...} Πάγωσε όταν είδε τον Άρη να στέκεται στην πόρτα. Ήταν τρομαγμένος, έτοιμος να βάλει τα κλάματα, ενώ μόλις την αντίκρισε άφησε την ανάσα του να βγει αργά, φανερά ανακουφισμένος. Η Ερατώ θυμήθηκε πως δεν είχε ντυθεί και αυτόματα σήκωσε την πετσέτα που κρατούσε στα χέρια της, μπροστά της, με την ελπίδα πως μπορούσε να καλύψει το σώμα της που ήταν γεμάτο με ατέλειες. Είδε τα μάτια του να ταξιδεύουν πάνω της και ανατρίχιασε. Για μία στιγμή ήθελε να του βάλει τις φωνές για να φύγει από εκεί, αλλά δεν κατάφερε στιγμή να βγάλει άχνα. Δεν κουνήθηκε καν όταν την πλησίασε με γρήγορο βήμα. Δεν αντέδρασε όταν την αγκάλιασε σφιχτά. Της φάνηκε πως έκλαιγε βουβά γι’ αυτό τον άφησε να την κρατήσει όσο χρειαζόταν, παρότι η ακανόνιστη αναπνοή του στο αυτί της, την έκανε ν’ ανατριχιάσει.


«Με συγχωρείς, δεν ξέρω τι στο καλό πέρασε από το μυαλό μου και σε άφησα», είπε ψιθυριστά. Ευχήθηκε να μην το έκανε αυτό γιατί την ανάγκαζε να ρίξει τους τοίχους που είχε υψώσει τα προηγούμενα χρόνια, τον έναν μετά τον άλλον. Γιατί αυτή η τόσο απλή κίνηση και αυτή η συγγνώμη, είχαν αξία. Χαμογέλασε αχνά στην σκέψη πως είχε τρομάξει τόσο ώστε να βγει να την ψάξει. Ήθελε να του πει πως κι εκείνη τρόμαξε που δεν τον βρήκε σπίτι, αλλά πάλι τα λόγια δεν έλεγαν να βγουν από τα χείλη της. Τραβήχτηκε μακριά του απαλά κι εκείνος καθάρισε το λαιμό του. Φαινόταν ανίκανος να πάρει τα μάτια του από πάνω της.
Η Ερατώ κοκκίνισε και φόρεσε ένα μακρύ πουλόβερ για να νιώσει πιο βολικά. «Σ’ ευχαριστώ που βγήκες να με ψάξεις», μουρμούρισε εκείνη.
«Δεν είμαι κάφρος, Ερατώ, σου ορκίζομαι πως δεν κάνω τέτοια πράγματα».
«Για κάποιον λόγο, σε πιστεύω», του είπε, αποφεύγοντας να του αναφέρει τα λόγια της Έλενας. «Κοίτα, λυπάμαι για την αντίδρασή μου. Έχεις δικαίωμα να κάνεις ό, τι θες. Δεν είμαι κηδεμόνας σου να σε μαλώνω για πράγματα στα οποία δεν συμφωνώ».
«Δεν είχες άδικο», έσπευσε να απαντήσει. Χαμήλωσε το κεφάλι του ντροπιασμένος. «Μερικές φορές ξεπερνάω τα όρια χωρίς να το θέλω. Είχες δίκιο, ήταν ασεβές εκ μέρους μου».
«Ωραία, τώρα που ξεκαθάρισαν τα πάντα, μπορώ να ντυθώ;» χαχάνισε λιγάκι νευρικά.
Ο Άρης χαμογέλασε στραβά. Της έριξε μια τελευταία ματιά πάνω από τον ώμο του πριν βγει από το δωμάτιο. Εκείνη κάθισε στο κρεββάτι έχοντας την αίσθηση πως τα χέρια του ήταν ακόμα πάνω της. Αισθανόταν τη ζεστασιά τους στα σημεία που την είχαν ακουμπήσει. Έφταιγε το γεγονός πως σπάνια υπήρχε κάποιος που ήθελε να την αγκαλιάσει. Δεν έβαζε στην κατηγορία αυτή τους λιγοστούς φίλους της. Σπάνια έδειχνε κάποιος πέρα από δύο με τρία άτομα στη ζωή της, τόση ανησυχία για εκείνη. Μπορεί να το έκανε γιατί συνειδητοποίησε πόσο άσχημα φέρθηκε, για εξιλεωθεί ίσως, αλλά και πάλι βρήκε συγκινητικό το ενδιαφέρον του. Ειδικά όταν είχε φτάσει στον πάτο και πολλά από τα άτομα που υποτίθεται την αγαπούσαν, εξαφανίστηκαν γιατί δεν άντεχαν άλλο τα δράματα της. Τους εφιάλτες της. Αυτούς που τόσο καιρό πάλευε να σταματήσει. Τις φωνές στο κεφάλι της που φώναζαν σε κάθε ευκαιρία πως δεν άξιζε τίποτα. Δεν ζητούσε πολλά. Μία αγκαλιά σαν αυτή που μόλις της είχε δώσει εκείνος.
Πήρε μία βαθιά ανάσα αποφασισμένη να σταματήσει να σκέφτεται. Φόρεσε ένα παντελόνι φόρμας, ένα ζεστό φούτερ και κατέβηκε στο σαλόνι, αφού στέγνωσε τα μαλλιά της. Κρύωνε πολύ παρότι το τζάκι έκαιγε ήδη. Την περίμενε μία κούπα με ζεστό τσάι πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού. Εκείνος είχε στήσει τη γραφομηχανή του κι έγραφε μανιωδώς. Δεν θέλησε να τον ενοχλήσει, γι’ αυτό άνοιξε τον φορητό υπολογιστή της και το έγγραφο όπου μέσα άδειαζε την ψυχή της. Πήρε μία βαθιά ανάσα και άρχισε να γράφει, μέχρι που ένιωσε τα μάτια της βαριά, να κλείνουν.

Δεν μπορούσε να βγάλει από το νου του την ημίγυμνη μορφή της. Όταν ανέβηκε στο δωμάτιό της δεν περίμενε ποτέ πως θα την πετύχει με τα εσώρουχα και η έκπληξή του ήταν μεγάλη, κυρίως γιατί ένιωσε έναν παράξενο πόθο που δεν του είχε ξυπνήσει άλλη γυναίκα. Δεν ήταν τέλεια. Το δέρμα της ήταν τόσο λευκό που έβλεπε τις γαλάζιες φλέβες της από κάτω του. Είχε αρχίσει να χάνει την ελαστικότητά του. Είχε πεταχτό στομάχι και κοιλιά που όμως πρόσδιδαν μία γλύκα στο σώμα της, ενώ τα πόδια της ήταν ελαφρώς στραβά. Οι γοφοί της ήταν εκείνοι που του προκάλεσαν μία δίψα τόσο άγνωστη που τον τρόμαξε, όπως και το μισάνοιχτο στόμα της που φανέρωνε τη δική της σαστιμάρα που βρέθηκε μπροστά της από το πουθενά. Κι αυτά τα τεράστια μάτια, δύο σκοτεινά πηγάδια γεμάτα μελαγχολία μέσα στα οποία θα πνιγόταν ευχαρίστως. Είχε κάνει σεξ πριν λίγες ώρες με μία πανέμορφη γυναίκα που θα μπορούσε να είναι μοντέλο κι εκείνος ήθελε να ρίξει την Ερατώ στο κρεββάτι, σαν να μην είχε άλλη μέρα να ζήσει.
Δεν καταλάβαινε τι σου συνέβαινε. Άρχισε να γράφει για να απασχολήσει το μυαλό του όσο περισσότερο μπορούσε αποφεύγοντας να κοιτάξει προς το μέρος της. Μόνο όταν σταμάτησε να γράφει στράφηκε προς το μέρος της για να βεβαιωθεί πως ήταν καλά. Είχε γείρει το κεφάλι της στα πλάγια με τον υπολογιστή στα γόνατά της. Σηκώθηκε από τη θέση του αμέσως για να ρίξει κάτι πάνω της ώστε να μην κρυώσει. Είχε τύψεις για τον τρόπο που της είχε φερθεί κι ήθελε να εξιλεωθεί. Οποιοσδήποτε άλλος στη θέση της δεν θα είχε κάνει καν τον κόπο να τον ακούσει αλλά εκείνη αποφάσισε να τον συγχωρέσει. Παράξενο πλάσμα, σκέφτηκε, με μεγάλη καρδιά μάλλον για να ξεχνάει τέτοιες κακές συμπεριφορές μ’ ευκολία. Πήρε το λάπτοπ με προσοχή από τα πόδια της και το άφησε πάνω στο τραπέζι πριν την τραβήξει ελάχιστα ώστε να ξαπλώσει. Έβαλε ένα μαξιλάρι κάτω από το κεφάλι της και έριξε το πάπλωμα πάνω της. Η μυρωδιά της του έκανε επίθεση και τον ζάλισε. Απόρησε πως ήταν δυνατόν να παρατήρησε τόσο έντονα κάτι που δεν παρατηρούσε ποτέ σε άλλη γυναίκα, αλλά είχε κάτι το ιδιαίτερο η μυρωδιά της, που τον εξίταρε.
Έκανε να φύγει γιατί ήδη επιτρέψει στον εαυτό του να μείνει κοντά της περισσότερο απ’ όσο ήθελε, αλλά τελευταία στιγμή, τα μάτια του στράφηκαν στην οθόνη του υπολογιστή της. Από την πρώτη στιγμή ήταν περίεργος να μάθει τι έγραφε με τόση προσήλωση. Για μία στιγμή είχε πειστεί πως ήταν συγγραφέας αλλά είχε διαψευστεί όμως η περιέργειά του μάλλον μεγάλωσε. Περνούσε μία αόρατη γραμμή με το να κρυφοκοιτάξει την οθόνη όμως αν δεν το έκανε θα το σκεφτόταν για καιρό. Την κοίταξε ελάχιστες στιγμές, να κοιμάται ήρεμη, κουρνιασμένη στον καναπέ και η ανάγκη του να μπει στο μυαλό της μεγάλωσε. Γι’ αυτό διάβασε τι έγραφε. Όλες τις σκέψεις της από την αρχή. Κάθε φόβο της και κάθε άσχημη σκέψη για τον εαυτό της που τον έκαναν να κρατήσει την ανάσα του γιατί δεν πίστευε ποτέ του πως θα έβρισκε κάποιον πιο κατεστραμμένο από τον ίδιο του τον εαυτό. Κι όμως, αυτή η γυναίκα που είχε αφεθεί εντελώς, ήταν σε χειρότερη μοίρα από εκείνον. Δεν τη λυπήθηκε, όμως την κατάλαβε όσο δεν την είχε καταλάβει ποτέ κανείς. Άφησε τον υπολογιστή στο τραπέζι και έγειρε κοντά της για να βγάλει μερικές τούφες μαλλιών από το πρόσωπό της. Άφησε ένα απαλό παραπονεμένο μουγκρητό μέσα στον ύπνο της ενώ της χάριζε ένα τρυφερό φιλί στο μέτωπο με την υπόσχεση να σταματήσει να της κάνει τη ζωή δύσκολη.
Ένα ακόμα πρωινό τον βρήκε ακουμπισμένο στο γραφείο, να κοιμάται σε άβολη θέση, με το πάπλωμά της πάνω του, που προφανώς του είχε ρίξει εκείνη, κάποια στιγμή. Έπρεπε να σταματήσει να κοιμάται έτσι. Ξυπνούσε νιώθοντας σαν να τον είχαν αποσυναρμολογήσει στον ύπνο του. Τεντώθηκε για να μπορέσει να επανέλθει και άκουσε ένα σωρό κόκαλα να επιστρέφουν στη θέση του. Ήταν πολύ νωρίς ακόμα. Δεν είχε πάει καν οχτώ αλλά ήξερε πως δύσκολα θα κοιμόταν ξανά. Σηκώθηκε από το θέση του αργά κι έσυρε το βήμα του προς τον καναπέ για να ρίξει μία ματιά στην Ερατώ. Κοιμόταν ακόμα τυλιγμένη στην ζακέτα της την οποία κρατούσε πάνω της λες και την βοηθούσε να μείνει εν ζωή. Έβλεπε όνειρο γιατί τα μάτια της χόρευαν σαν τρελά κάτω από τα βλέφαρά της. Χαμογέλασε λιγάκι μελαγχολικά καθώς αποτραβιόταν από κοντά της ενώ δεν μπορούσε να μην αναρωτηθεί τι όνειρο έβλεπε που την έκανε να χαμογελάσει στον ύπνο της. Δεν θα το μάθαινε ποτέ γιατί δεν θα τολμούσε να τη ρωτήσει.  
Έκανε ένα γρήγορο ντους για να ξυπνήσουν οι αισθήσεις του και κατέβηκε πάλι στο σαλόνι. Πίστευε πως η Ερατώ θα κοιμόταν ακόμα, αλλά ξαφνιάστηκε όταν την βρήκε όρθια, με δύο κούπες καφέ στο χέρι. Φόρεσε την μπλούζα του που κρατούσε ακόμα ενώ κράτησε τα μάτια του στα δικά της, λες και περίμενε κάποια αντίδρασή της. Εκτός από ένα ελαφρύ κοκκίνισμα στα μάγουλά της, δεν είδε τιποτ’ άλλο. Ούτε χαμόγελο, ούτε την παραμικρή έκφραση ενδιαφέροντος. Ήταν δύσκολος άνθρωπος, μπορούσε να το δει ξακάθαρα, αλλά μάλλον γι’ αυτόν το λόγο του άρεσε τόσο πολύ.
«Καλημέρα», του είπε. Του φάνηκε πως ο τόνος της ήταν λιγάκι πιο αυστηρός από κάθε άλλο πρωινό. Να σκεφτόταν ακόμα το προηγούμενο βράδυ; Στεναχωρήθηκε στη σκέψη. «Πρέπει να φροντίζεις να κοιμάσαι στο κρεββάτι σου. Δεν μπορείς να βγάζεις τα βράδια σου στην καρέκλα».
Νοιαζόταν. Συγκράτησε με το ζόρι το χαμόγελό του. «Σ’ ευχαριστώ, θα το κάνω». Κούνησε ελαφρώς το κεφάλι και προχώρησε προς το μπαλκόνι, όταν εκείνος αποφάσισε να σταθεί μπροστά της και να της κλείσει το δρόμο. Τον αντίκρισε σοκαρισμένη γιατί δεν περίμενε τέτοια αντίδραση. «Που πας;» τη ρώτησε νευρικά. Δεν ήταν αυτό που ήθελε να της πει αλλά δεν κατάφερε να βρει τον τρόπο να της μιλήσει για όσα είχε διαβάσει στο έγγραφό της.
«Την καθιερωμένη πρωινή μου βόλτα».
«Σε πειράζει να έρθω μαζί σου;»
Στένεψε τα μάτια της μπερδεμένη με την ξαφνική αλλαγή της συμπεριφορά του. Επί τέσσερις μέρες την αγνοούσε και της φερόταν σαν να ήταν βάρος στην καμπούρα του και ξαφνικά, ήθελε βόλτες μαζί της. Λογικό ήταν να αντιδρούσε τόσο επιφυλακτικά. Έβλεπε στο βλέμμα της πως θα προτιμούσε να κάνει τη βόλτα μόνη της, χαμένοι στις σκέψεις της, αλλά του είχε γίνει επιτακτική ανάγκη να πάει μαζί της για να την κάνει να ξεχάσει, έστω για λίγο. Περίμενε ανυπόμονα την απάντησή της. Όταν του έκανε νόημα να την ακολουθήσει και ο Άρης έτρεξε να φορέσει παπούτσια και να αρπάξει το παλτό του, μιας και η ψύχρα ήταν αισθητή και τρυπούσε το κόκαλο. Εκείνη ήταν τυλιγμένη με την αιώνια αγαπημένη της ζακέτα που με το ζόρι έβγαζε από πάνω της. Ήθελε να μάθει γιατί είχε τόση αγάπη μαζί της. Τι το ιδιαίτερο μπορεί να είχε αυτό το ξεφτισμένο ρούχο;
Κατέβηκαν με ζωηρό βήμα ως την άμμο. Ο ήλιος έκαιγε μετά από πολύ καιρό. Του φαινόταν παράξενο το γεγονός πως η άνοιξη αυτή δεν είχε σκοπό να φέρει καλοκαίρι. Το σκηνικό ήταν χειμωνιάτικο και μάλλον δεν θα άλλαζε ακόμα. Σήκωσε το πρόσωπό του ψηλά κι αναρωτήθηκε για πόση ώρα θα κρατούσε αυτή η καλοκαιρία.
«Δεν ξέρω αν μου αρέσει περισσότερο η καταιγίδα ή όλο αυτό το συναίσθημα, μετά», μουρμούρισε αφηρημένα.
«Μάλλον και τα δύο», απάντησε εκείνη. «Νομίζω είναι η απόδειξη πως μετά από την αναταραχή, έρχεται επιτέλους η ηρεμία».
«Πιστεύεις πως έχει έρθει η ηρεμία για σένα;»
Κάρφωσε το βλέμμα της στον ορίζοντα στις βάρκες που δειλά είχαν βγει από νωρίς. Έφερε την κούπα στα χείλη για να γευτεί μία γερή γουλιά καφέ. «Γιατί ρωτάς;» ζήτησε να μάθει χαμηλόφωνα.
«Από περιέργεια», παραδέχτηκε εκείνος. «Θυμάμαι που μου είπες πως ήθελες να μείνεις γιατί είχες ανάγκη τη γαλήνη και αναρωτιέμαι μετά απ’ όσα έχεις περάσει...» Σταμάτησε να μιλάει όταν στράφηκε να τον κοιτάξει έκπληκτη. Φαινόταν έτοιμη να εκραγεί. Δεν καταλάβαινε το γιατί, δεν είχε πει κάτι κακό.
«Που ξέρεις τι έχω περάσει;» απαίτησε να μάθει. «Η Έλενα στα είπε;»
«Όχι, η Έλενα δεν μου είπε τίποτα...»
«Τότε;» ύψωσε τη φωνή της. Το ενοχικό του ύφος την εξαγρίωσε ακόμα περισσότερο. «Διάβασες το ημερολόγιό μου;» ρώτησε τρέμοντας. «Πως μπόρεσες; Ποιος σου έδωσε το δικαίωμα;»
«Δεν το έκανα επίτηδες, ήταν εκεί, ανοιχτό και έπεσε η ματιά μου πάνω του».
«Και θεώρησες λογικό να διαβάσεις τι σκέψεις μου;» του έβαλε τις φωνές. Απομακρύνθηκε από κοντά του λες και της είχε προκαλέσει αηδία. Η καρδιά του βούλιαξε στο στέρνο του και βλαστήμησε την ώρα και τη στιγμή που δεν είχε συγκρατηθεί. «Δεν μπορείς να εισβάλλεις στη ζωή μου έτσι. Και κυρίως δεν θέλω να μου φέρεσαι καλά επειδή με λυπάσαι».
«Δεν ισχύει αυτό που λες, αν με αφήσεις να σου εξηγήσω...»
«Μείνε μακριά μου», του είπε κοφτά. «Δεν θέλω να μου ξαναμιλήσεις. Δεν θέλω να έχω καμία επαφή μαζί σου για όσο μείνω εδώ». {...}



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου