Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2020

~16~ Κεφάλαιο 1


Σάμος καλοκαίρι 1999. 

 Ο αέρας λυσσομανούσε εδώ και μέρες αναγκάζοντας το τεράστιο δέντρο στην αυλή να χορεύει ασταμάτητα στο ρυθμό του. Τα γέρικα κλαδιά του που έφταναν ως τον τοίχο έξω από το δωμάτιό της χτύπησαν ξανά πάνω στο τζάμι του παραθύρου της. Ήταν τόσο δυνατό το χτύπημα λες και προσπαθούσαν να το σπάσουν για να μπουν μέσα στο δωμάτιο. Ανατρίχιασε. Γύρισε πλευρό με δυσκολία για να ρίξει μια ματιά προς τα εκεί. Μπορεί να το αγαπούσε αφού κοντά  του είχε περάσει υπέροχες στιγμές, όμως εκείνη τη στιγμή ήθελε να πάρει ένα πριόνι για να το κόψει. Διέκοπτε τον ήδη ανήσυχο ύπνο της κι είχε τρομερή ανάγκη για ξεκούραση εφόσον είχε μείνει άυπνη περισσότερο από τέσσερις μέρες. Άγχος, στρες και καλή διάθεση είχαν γίνει μέσα της ένα κουβάρι με αποτέλεσμα το μυαλό της να δουλεύει συνέχεια και να μην ξεκουράζεται καθόλου. Ήταν γεμάτο με σκέψεις και όνειρα που αναρωτιόταν αν ποτέ θα τα έβλεπε να παίρνουν σάρκα και οστά. Δεν έτρεφε αυταπάτες, ήξερε πως δεν θα κατάφερνε να πραγματοποιήσει τα περισσότερα αλλά εκείνο, το ένα που θα την έπαιρνε μακριά, ήταν αυτό που τη βασάνιζε  περισσότερο. Προσπάθησε να κλείσει τα μάτια αλλά ήταν μάταιο. Κάθε φορά που το έκανε έβλεπε τον εαυτό της αγκαλιά με μια βαλίτσα να ικανοποιεί τις τάσεις φυγής της κι αυτό της δημιουργούσε μία παράλογη φοβία πως ο διακαής πόθος της... θα έμενε απλά πόθος.


  Κοιτούσε το δέντρο να παλεύει να σταθεί όρθιο για πολλή ώρα ώσπου διαπίστωσε πως δεν θα κοιμόταν, όσο και αν το προσπαθούσε. Ήταν εφτά το πρωί, η μέρα είχε ξεκινήσει γι’ αυτό και αποφάσισε να σταματήσει να προσπαθεί να μπει στον χώρο των ονείρων και να αντιμετωπίσει την πραγματικότητά της. Σύρθηκε έξω από το κρεβάτι και άρχισε να ντύνεται με αργές κινήσεις. Ήθελε να συνεχίσει τη ρουτίνα που ξεκίνησε πριν μία εβδομάδα. Είχε συνειδητοποιήσει πως το τρέξιμο την έκανε να νιώθει ελεύθερη και πως μόνο τότε καθάριζε ολοκληρωτικά το μυαλό της. Μπορεί να μην ήταν φυλακισμένη όμως ήθελε να φύγει, ν’ ανοίξει τα φτερά της και να πετάξει μακριά,  να γνωρίσει νέους ανθρώπους σε νέα μέρη, να διαβάσει ώσπου να γεμίσει το μυαλό της με νέες εικόνες. Ήθελε να ζήσει. Μπορεί η Σάμος να ήταν ένα μεγάλο νησί που δεν του έλειπε τίποτα, δεν έπαυε όμως να είναι νησί. Ήταν εγκλωβισμένη εκεί, έτσι ένιωθε τουλάχιστον, με το απέραντο γαλάζιο να τους περικλείει.
  Αναστέναξε δυνατά γιατί, ενώ ακόμα δεν είχε ξυπνήσει, έκανε περίεργες σκέψεις. Γκρίνια. Σίγουρα δεν θα ήταν καλή η μέρα της. Σήκωσε τα πλούσια μαλλιά της σε μία κοτσίδια και φόρεσε τα αθλητικά παπούτσια της. Έπρεπε επειγόντως να βγει στο δρόμο και να τρέξει ενάντια στον αέρα. Άρπαξε το φορητό disk player με το αγαπημένο της CD που ήταν γεμάτο με μελωδίες που έβαζαν φτερά στα πόδια της και κατέβηκε στην κουζίνα. Ήταν σίγουρη πως θα έβρισκε τον πατέρα της ήδη όρθιο. Είχε μέρες να πάει στη δουλειά εξαιτίας του καιρού αλλά δεν άφηνε τον εαυτό του να ξεκουραστεί περισσότερο από το κανονικό γιατί δεν του άρεσε η οκνηρία, όπως συνήθιζε να λέει. Είχε δίκιο, καθόταν ήδη στην αγαπημένη του θέση με την εφημερίδα ολάνοιχτη μπροστά του, χαμένος πίσω από τις σελίδες της. Άφησε ένα φιλί στην κορυφή του κεφαλιού του πριν πάει κοντά στην μητέρα της που μάλλον αρνιόταν να ξυπνήσει από τόσο νωρίς. 
  «Σας δίνω την άδεια να κόψετε το δέντρο που φυλούσε όλα τα παιδικά μου όνειρα, τα δάκρυα και τα γέλια μου, το πρώτο μου φιλί και τις ατέλειωτες ώρες που καθόμουν με την πλάτη στον κορμό του για να διαβάσω τα αγαπημένα μου βιβλία», του είπε με δραματικότητα που έκανε τη μητέρα της να γελάσει πνιχτά. 
  «Ήταν επίσης υπεύθυνο για τους μπελάδες σου, ένα σπασμένο χέρι, ένα σπασμένο πόδι και ένα τόνο γρατζουνιές», είπε με αδιάφορο τόνο ο πατέρα της. Δεν χρειαζόταν να τον δει για να καταλάβει πως μειδίασε πίσω από την εφημερίδα. Τον ήξερε τόσο καλά που μπορούσε να καταλάβει τις εκφράσεις του από τον τόνο της φωνής του.
  «Καλά, καλά. Κοψ’ το αν θες. Δεν με έχει αφήσει να κοιμηθώ μέρες τώρα», γκρίνιαξε. 
  «Φτάνει να μη μου ζητήσεις να το κολλήσω μετά γιατί, αν κοπεί, δεν έχει “μπαμπά, το μετάνιωσα, φέρε την κόλλα να βάλουμε πίσω τα κλαδιά”», την κορόιδεψε ο πατέρα της. Γέλασε δυνατά αλλά δεν του έδωσε απάντηση. Έτσι κι αλλιώς, είχε δίκιο. Ζούσε ανέκαθεν με τις ενοχές σε ό, τι κι αν έκανε. Ήταν σίγουρο πως κάποια στιγμή θα αποκτούσε αρκετές επειδή τους πρότεινε να το κόψουν. 
  «Πού πας τόσο νωρίς;» ρώτησε η μητέρα της με βραχνή φωνή. Τα μάτια της δεν είχαν καταφέρει ν’ ανοίξουν ακόμα για τα καλά ενώ τα μαλλιά της ήταν ατημέλητα. Δεν είχε προλάβει καν να χτενιστεί για να μπορέσει να φτιάξει τον πρωινό καφέ του άντρα της. Γι’ αυτό αγαπούσε τη σχέση των γονιών της, οι δυο τους πάντα θυσίαζαν μικρά καθημερινές απολαύσεις όπως ο ύπνος, για να μπορέσουν να ευχαριστήσουν ο ένας τον άλλον. 
  «Για τρέξιμο», της εξήγησε. Έβαλε λίγο χυμό σ’ ένα ποτήρι μόνο και μόνο γιατί ήξερε πως θα ξεκινούσε το κήρυγμα η μητέρα της αν έφευγε χωρίς πρωινό. Ήπιε το περιεχόμενο μονορούφι κοιτώντας προς το μέρος του πατέρα της που δεν είχε βγάλει άχνα για ώρα. «Πολύ αργείς να σχολιάσεις και ανησυχώ», του είπε με πειρακτικό ύφος. Κατάφερε να τον κάνει να κατεβάσει την εφημερίδα του για να της ρίξει μία ματιά πάνω από τα γυαλιά με το χοντρό σκελετό που φορούσε. 
  «Απορώ ποιανού παιδί είσαι. Ακούς εκεί τρέξιμο», σχολίασε εκείνος. «Αν δεν μου έμοιαζες θα ανησυχούσα». 
  «Τι ώρα περιμένεις να δεις τα αποτελέσματα των εξετάσεών σου;» τον διέκοψε η μητέρα της, δίνοντας ένα τέλος στα πειράγματα.
  Κι άλλο άγχος, περισσότερη αγωνία, ενώ η καρδιά της άρχισε να χτυπά σαν τρελή. Να γιατί δεν μπορούσε να κοιμηθεί, είχε έρθει η μεγάλη μέρα και δεν το είχε πάρει είδηση. Παραλίγο να της κοπεί η ανάσα όταν σκέφτηκε πως είχε έρθει η στιγμή που θα μάθαινε αν άξιζαν όλες οι θυσίες που είχε κάνει. Τα αποτελέσματα των πανελλαδικών εξετάσεων θα δημοσιεύονταν εκείνη τη μέρα. Το να περάσει στη σχολή που ήθελε ήταν το εισιτήριό της για τη φυγή που ονειρευόταν καιρό. Έτριψε τις ιδρωμένες παλάμες της πάνω στο παντελόνι της φόρμας της για να μην τις δουν οι γονείς της πριν αφήσει το ποτήρι της στο νεροχύτη. 
  «Θα πάω μετά το τρέξιμο να δω», απάντησε ελπίζοντας να μην ακουγόταν στη φωνή της πως έτρεμε ολόκληρη. 
  «Μικρή», τη φώναξε ο πατέρας της πριν βγει από το δωμάτιο. Σταμάτησε για να τον κοιτάξει πάνω από τον ώμο της. Δεν ήταν πολύ καλός με τα λόγια αλλά τα μάτια του τα έλεγαν όλα κι εκείνη τη στιγμή φώναζαν πως ήταν περήφανος για εκείνη. «Αν δεν περάσεις κάπου δεν χάλασε κι ο κόσμος», κατάφερε να πει εντέλει. 
  «Ναι, δεν χάλασε», χαμογέλασε με το ζόρι εκείνη. 
  Δεν ήθελε να του πει πως θα ήταν καταστροφή να μην περάσει. Δεν ήθελε να μείνει για πάντα στο νησί. Ένιωθε πως εκεί δεν είχε μέλλον, πως εκτός από τους γονείς της, δεν είχε κανέναν άλλον λόγο για να μείνει. Έστειλε από ένα φιλί στους γονείς της και βγήκε από το σπίτι με φόρα. Περπάτησε με σκυφτό το κεφάλι μέχρι που βγήκε από την αυλή και μόνο τότε στάθηκε λιγάκι για να σηκώσει το πρόσωπο στον ουρανό που ήταν γεμάτος σύννεφα. Δεν θύμιζε καλοκαιράκι αυτός ο καιρός αλλά τουλάχιστον ο ήλιος, όταν έκανε την εμφάνισή του, ζέσταινε λιγάκι το δέρμα της. Τεντώθηκε νωχελικά, έβαλε τα ακουστικά στα αυτιά της και αφού πάτησε το κουμπί αναπαραγωγής μουσικής, άρχισε να τρέχει. Στην αρχή πήγαινε αργά για να ζεσταθούν οι μύες της. Περνούσε μέσα από πανέμορφα στενά, γεμάτα χρώμα και μυρωδιές που τις θύμιζαν γιατί αγαπούσε το Πυθαγόρειο τόσο πολύ. Λάτρευε τη μυρωδιά του βασιλικού που δεν έπαυε να πλανιέται στον αέρα, χειμώνα- καλοκαίρι. Αγαπούσε τα λευκά σπίτια και τα μπλε παραθυρόφυλλα. Ήταν ένας τόπος αστείρευτης ομορφιάς. Αλλά μετά από κοντά δεκαοχτώ χρόνια, ήταν έτοιμη να δει και κάτι άλλο πέρα από όλα αυτά. 
   Όσο σκεφτόταν, τόσο πιο γρήγορα την πήγαιναν τα πόδια της προς εκείνο το λόφο με θέα προς την Τουρκία. Ήταν το αγαπημένο της σημείο γιατί τις καλές μέρες ένιωθε λες και μπορούσε να σηκώσει το χέρι και να αγγίξει τη γειτονική χώρα. Ως και τους θορύβους της άκουγε. Περνούσε αρκετές ώρες εκεί, απομονωμένη από όλους κι από όλα, γνωρίζοντας πως κανείς δεν θα την ενοχλήσει εκεί. Θα καθόταν εκεί για λίγο μέχρι να βρει το θάρρος να πάει στο λύκειο ώστε να δει τα αποτελέσματα αναρτημένα, ελπίζοντας να άλλαζε η ζωή της μια και καλή. 
   Η ανάσα της είχε αρχίσει ήδη να γίνεται ακανόνιστη όταν έστριψε σε μια γωνία, μερικά μέτρα πριν βγει για το δρόμο που οδηγούσε στο λόφο. Είχε χαθεί στις σκέψεις της και δεν πρόσεξε με αποτέλεσμα να πέσει πάνω σε κάποιον, με δύναμη. Έχασε το βήμα της. Πάνω στον πανικό της προσπάθησε να πιαστεί από κάπου αλλά το μόνο που βρήκε ήταν ο νεαρός που έτεινε τα χέρια του ενστικτωδώς για να την πιάσει. Ένιωσε να μένει μετέωρη για λίγο ώσπου άρχισε να πέφτει προς το έδαφος, μα το σώμα του ανέκοψε την φρενήρη πορεία της και αντί για το έδαφος, έπεσε πάνω του. 
   Η πτώση την εκνεύρισε αφού η άτσαλη ανακοπή της πορείας της την αποσυντόνισε μ’ ευκολία. Ανασηκώθηκε λιγάκι έτοιμη για καυγά αλλά δεν κατάφερε να βγάλει άχνα. Ήρθε αντιμέτωπη με ένα ζευγάρι γκριζογάλανα μάτια, που όμοιά τους δεν είχε ξαναδεί. Έχασε τα λόγια της. Αν ήταν μπροστά ο πατέρας της, σίγουρα θα έδινε συγχαρητήρια στον νεαρό που κατάφερε να την κάνει να καταπιεί τη γλώσσα της για πρώτη φορά στα δεκαοχτώ της χρόνια. 
  «Καλημέρα, νεράιδα», είπε εκείνος, επαναφέροντάς τη στην πραγματικότητα. Η φωνή του είχε μία γλυκιά νωχελικότητα που πρόσδιδε έντονη αυτοπεποίθηση. Παρατήρησε το πρόσωπό του. Ήταν σχεδόν ψεύτικος, τόσο όμορφος με λεπτεπίλεπτα χαρακτηριστικά αλλά γεμάτος μελανιές. Είχε μπλέξει σε καυγά, αυτό ήταν οφθαλμοφανές. Της χάριζε ένα στραβό χαμόγελο που την ανάγκασε να δράσει επιτέλους. Προσπάθησε να απομακρυνθεί από κοντά του μα τα χέρια του τυλίχτηκαν γύρω της αποτρέποντάς την. Πάλεψε αρκετά μέχρι να καταφέρει να απεγκλωβιστεί από τη λαβή του. Εκείνος γέλασε αλλά δεν έκανε τον κόπο να σηκωθεί από το έδαφος. Έζεχνε αλκοόλ. Δεν ήταν δύσκολο να καταλάβει πως ήταν μεθυσμένος. 
   «Τουρίστες», έκανε εκείνη εκνευρισμένη, ενώ έστρωνε τα ρούχα της. «Έρχεστε εδώ και μας κάνετε άνω κάτω», συνέχισε κοιτώντας τον στραβά. Δεν έκανε καμία κίνηση να σηκωθεί. Πέρασε από δίπλα του αλλά εκείνος δεν είχε τελειώσει μαζί της. Το χέρι του τυλίχτηκε γύρω από τον αστράγαλό της σε μια τελευταία προσπάθεια να την κρατήσει εκεί. Δεν μπορούσε να το πιστέψει πως είχε μπλέξει τόσο πρωί με αυτόν τον τύπο. Τίναξε δυνατά το πόδι της για να την αφήσει αλλά δεν υπολόγισε τη δύναμη που έβαλε. Το παπούτσι της τον βρήκε στη μύτη με αποτέλεσμα να του τη ματώσει. Τρόμαξε τόσο πολύ όταν τον άκουσε να αγκομαχά που δεν μπόρεσε να μείνει για να βεβαιωθεί πως ήταν καλά. Άρχισε να τρέχει μακριά του χωρίς να ρίξει ματιά πίσω της παρότι ο όμορφος νεαρός τη φώναζε, ικετεύοντάς της να μη φύγει. 
   Σταμάτησε να τρέχει μόνο όταν έφτασε στο λόφο της. Εκεί πήρε και μια βαθιά ανάσα, με το μυαλό της να ξεστρατίζει σε αυτά τα μεγάλα, μελαγχολικά μάτια. Αυτή η συνάντηση ήταν ό, τι πιο ενδιαφέρον της είχε συμβεί τον τελευταίο καιρό. Αν την άκουγε η καλύτερή της φίλη να το λέει αυτό, θα τη στραβοκοιτούσε και θα ξεκινούσε το κήρυγμα πως αν έβγαινε από το σπίτι συχνότερα, σίγουρα θα είχε κι άλλες ενδιαφέρουσες στιγμές. Αλλά η Ρένα ήταν από εκείνα τα άτομα που απλά δεν αγαπούσε το σπίτι, εν αντιθέσει με εκείνη που εκεί ένιωθε ασφαλής. 
  Ασυναίσθητα έριξε μία ματιά προς το δρόμο λες και περίμενε το νεαρό να φανεί. Γέλασε με τον εαυτό της. Βολεύτηκε στο έδαφος και τύλιξε τα χέρια της γύρω από τα λυγισμένα γόνατά της. Κάρφωσε το βλέμμα στον ανταριασμένο ορίζοντα ενώ προσπαθούσε σκληρά να καθαρίσει το μυαλό της. Δεν τα κατάφερε και πολύ. Ήταν η μέρα που θα άλλαζε η ζωή της και δεν μπορούσε να περιμένει άλλο μέχρι να μάθει αν τα όνειρά της θα γίνονταν πραγματικότητα ή αν θα έπρεπε να περιμένει έναν ακόμα χρόνο μέχρι να βγει από τη φυλακή της. 
   «Ή τώρα ή ποτέ», μουρμούρισε πριν σηκωθεί με δυσκολία από το έδαφος. Εκτός από έναν κακό ύπνο που έφερε κακή διάθεση, είχε αποκτήσει και μερικές γρατζουνιές από την πτώση. Άρχισε να κουτσαίνει αφού ο αστράγαλός της φαινόταν να πρήζεται σιγά-σιγά. Σιχτίρισε την ώρα και τη στιγμή που διάλεξε να στρίψει σ’ εκείνο το στενό και με όση δύναμη της είχε απομείνει, πήρε το δρόμο της επιστροφής προς την πόλη και το σχολείο της.


9 σχόλια:

  1. Πόσο όμορφα γράφεις Νεκταρία μου!!!! Είμαι πολύ χαρούμενη που κατάφερα και μπήκα στην σελίδα σου!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ήρθα να το διαβάσω από εδώ αγαπημένη💕💕

    ΑπάντησηΔιαγραφή