Πέμπτη 26 Μαρτίου 2020

~16~ Κεφάλαια 19-20-21


19.

Χάθηκε μέσα σ’ ένα φιλί που τρία χρόνια ονειρευόταν. Διψούσε γι’ αυτό μα δεν χόρταινε. Κόλλησε πάνω στον Άγγελο τυλίγοντας τα χέρια της γύρω από το λαιμό του λες και φοβόταν πως θα την άφηνε. Τα δικά του την έσφιξαν πάνω του με την ίδια ένταση. Δεν διέκοψαν αυτό το φιλί που έμοιαζε με ανάσταση μετά από έναν άδικο θάνατο. Κανείς τους δεν τόλμησε να σκεφτεί πως μπορεί να ήταν ένα λάθος μα καθώς βάθυνε και χάνονταν μέσα τους ολοένα και περισσότερο, η Εύα συνειδητοποιούσε πως αν συνέχιζαν, μπορεί να κατέληγαν να κάνουν ένα τεράστιο λάθος που θα μετάνιωναν κι οι δύο.


Τραβήχτηκε από κοντά του απότομα, σε μια μικρή στιγμή διαύγειας, τρομάζοντάς τον. Άρπαξε την τσάντα της κι άρχισε να τρέχει μακριά του αγνοώντας τον καθώς φώναζε το όνομά της. Είχε υποσχεθεί στον εαυτό της να κρατήσει μια απόσταση από εκείνον αλλά την είχε καταπατήσει για τα καλά. Θύμωσε που ακόμα και τώρα δεν μπορούσε να αφήσει πίσω το παρελθόν. Είχε μία καλή σχέση με το Φίλιππο, εκείνος ήταν με τη Νάντια, δεν θα έπρεπε να ξεχνούσαν τις θέσεις του με τόση ευκολία.
«Εύα, σε παρακαλώ». Ο Άγγελος μπήκε μπροστά της για να τη σταματήσει, εμφανώς ταραγμένος από το φιλί και την αντίδρασή της. Φοβήθηκε πως θα εξαφανιζόταν πάλι εξαιτίας του. Δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί. Έπρεπε αλλά τον βασάνιζε αυτό το “γιατί” τόσο πολύ. Από τη στιγμή που την είδε δεν σκεφτόταν τίποτ’ άλλο. Τρία χρόνια, μόνο αυτή τη σκέψη είχε στο νου, να γευτεί ένα ακόμα φιλί της. «Εύακι, κοίταξε με», ικέτευσε χαμηλόφωνα.
«Δεν έπρεπε να σε φιλήσω».
«Εγώ σε φίλησα», τη διόρθωσε γελώντας νευρικά. «Δεν θα ζητήσω συγγνώμη, γιατί το ήθελα».
Σήκωσε επιτέλους τα μάτια της πάνω του αλλά τα είδε να είναι γεμάτα θλίψη και θυμό. Έτσι ένιωθε κι ο ίδιος. Όλα μέσα του είχαν γίνει ένα κουβάρι.
«Κι εγώ το ήθελα αλλά τι νόημα έχει;» ρώτησε εκείνη με παράπονο.
«Δεν ξέρω...»
«Τι περιμένεις να γίνει, Άγγελε;»
«Δεν έχω ιδέα», παραδέχτηκε αφήνοντας ένα νευρικό, κοφτό γέλιο να βγει μαζί με τις λέξεις. «Μέχρι χθες όλα στη ζωή μου ήταν τακτοποιημένα. Τα πάντα. Όλα σε πρόγραμμα όπως τα ήθελα πάντα, η δουλειά, η σχέση μου, η ζωή μου όλη. Και μετά ήρθες εσύ, Ευάκι, γύρισες ξανά και δεν ξέρω...»
Απομακρύνθηκε πάλι από κοντά του γιατί ήξερε πολύ καλά πως ήταν ευάλωτη κι έτοιμη να κάνει ένα ακόμη λάθος.
«Αγαπώ τον Φίλιππο», του είπε με σθένος κι εκείνος κατάπιε με δυσκολία λες και αντί για λόγια, του έδωσε ένα δυνατό χαστούκι.
«Κι εγώ τη Νάντια», ψιθύρισε με σιγουριά.
«Τι κάνουμε;» γέλασε νευρικά η Εύα. «Τι στο καλό κάνουμε στους εαυτούς μας;»
«Φταίει αυτό το “γιατί”, Ευάκι», αναστέναξε ο Άγγελος. «Με κατάτρωγε τόσα χρόνια».
«Κι εμένα, αλλά δεν μπορούμε να πέσουμε σε λάθη εξαιτίας του». Σταύρωσε τα χέρια της γύρω από το στομάχι. Το στόμα της έγινε μια ευθεία γραμμή, όπως κάθε φορά που πείσμωνε. «Αυτό που είχαμε στο παρελθόν ήταν μοναδικό. Το αγαπούσα όπως αγαπούσα κι εσένα. Αλλά έκτοτε έχουν περάσει χρόνια και εμείς έχουμε αλλάξει. Οι ζωές μας δεν είναι ίδιες πια», άρχισε να του λέει με απόλυτη σοβαρότητα. «Δεν έχεις ιδέα πόσο χαίρομαι που είσαι πάλι εδώ, που έχεις γίνει μέρος της ζωής μου, αλλά δεν θα καταστρέψω ό, τι έχω φτιάξει παίρνοντας ένα ρίσκο που μπορεί να μας βγει σε κακό».
Ο Άγγελος χαμογέλασε λιγάκι μελαγχολικά αλλά δεν μπόρεσε να διαφωνήσει μαζί της. Κι εκείνος το ίδιο σκεφτόταν.
«Έχεις δίκιο. Δεν είμαστε μόνο εγώ κι εσύ», της είπε χαμηλόφωνα.
«Δεν δίκαιο για κανέναν από τους δύο», μονολόγησε. «Ας πούμε πως αυτό το φιλί ήταν μία στιγμή παράνοιας και ας το αφήσουμε πίσω».
«Ευάκι μου, θα κάνω ό, τι μου πεις το ξέρεις αυτό». Έκανε μία παύση γιατί αυτός ο κόμπος στο λαιμό δεν έλεγε να διαλυθεί. «Πάμε να φάμε, να θυμηθούμε λιγάκι τα παλιά κρατώντας τις απαραίτητες αποστάσεις», αστειεύτηκε ενώ την έσπρωχνε απαλά μακριά του.
Η Εύα ξέσπασε σε δυνατά γέλια και άρχισε να περπατάει προς το τραπέζι τους καθώς εκείνος έμενε πίσω να προσπαθεί να βρει το κουράγιο να την ακολουθήσει. Για μία στιγμή του ήταν τόσο εύκολο να τα διαλύσει όλα για χάρη της. Όμως εκείνη είχε δίκιο και γι’ αυτό θα έθαβε κάθε συναίσθημα που του ξυπνούσε η παρουσία της, έστω κι αν αυτό κάποια στιγμή τον έπνιγε.
Κάθισε απέναντί της και χαμογέλασε τρυφερά ενώ εκείνη κατέβαζε το πρώτο ποτήρι κρασί, μονορούφι. Χρειαζόταν κι εκείνος αρκετό αλκοόλ για να μπορέσει να βγάλει τη βραδιά, αλλά θυμήθηκε πως οδηγούσε. Το τελευταίο πράγμα που ήθελε ήταν να κάνει κακό στην Εύα. Δεν τράβηξε στιγμή τα μάτια του από πάνω της. Την άκουγε μαγεμένος να μιλάει για τη Σάμο, τους γονείς της που του είχαν λείψει τόσο όσο η ίδια, τη ζωή της με τον Φίλιππο και τη σχολή της. Κι εκείνος της μίλησε για τη Νάντια, για το πώς κατάφερε να του σταθεί χωρίς να ξέρει τι ήταν εκείνο που τον έκανε να μελαγχολεί. Της είπε τα πάντα, για τη μητέρα του και το νέο σύζυγό της αλλά και εκείνες τις στιγμές που κατέβηκε στο λιμάνι, έτοιμος να πάρει το πρώτο καράβι για το νησί.
«Θα κατέβουμε τον Αύγουστο με τον Φίλιππο», είπε διστακτικά εκείνη.
«Τι σύμπτωση, έλεγα να κατέβω κι εγώ τότε», απάντησε με μιας. Δαγκώθηκε για το ψέμα που είπε αλλά ίσως να ήταν καιρός να τολμήσει να γυρίσει στη Σάμο, εκεί όπου βρισκόταν ο άνθρωπος που κατέστρεψε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του. Κυρίως επειδή θα είχε την Εύα στο πλευρό του, δεν ήθελε να τη χάσει, χρειαζόταν περισσότερες στιγμές μαζί της.
«Θα ήταν ωραίο να πηγαίναμε μαζί», μουρμούρισε εκείνη. «Θα τρελαθούν οι γονείς μου μόλις σε δουν».
«Θα το κανονίσουμε», είπε καθαρίζοντας το λαιμό του.
Κανείς τους δεν αγνόησε το γεγονός πως έπεφταν μεγάλες σιωπές μεταξύ τους ή πως υπήρχε μία παράξενη διστακτικότητα σε κάθε τι που έλεγαν ή έκαναν. Ήταν φανερό πως είχαν αλλάξει τα πάντα. Στην Εύα δεν άρεσε καθόλου το γεγονός πως δεν ένιωθε κανείς τους έτοιμος να ανοιχτεί και να αφεθεί ολοκληρωτικά. Πίστευε πως τα πράγματα θα ήταν πολύ διαφορετικά μόλις βρίσκονταν ξανά, πως αυτομάτως θα επέστρεφαν στα παλιά και η σχέση τους θα συνεχιζόταν από εκεί που είχε σταματήσει, μα έκανε λάθος. Θα τους έπαιρνε καιρό να χτίσουν ό, τι είχε γκρεμιστεί τόσο άδοξα.
Επέστρεψαν πίσω λίγο μετά τα μεσάνυχτα μα η Εύα δεν έκανε κίνηση να κατέβει από τη μηχανή για να επιστρέψει στο διαμέρισμά της. Ο Άγγελος στράφηκε προς το μέρος της για να την αντικρίσει, απορημένος με τη συμπεριφορά της. Τράβηξε το κράνος από το κεφάλι της για να τη δει καλύτερα κι εκείνη έκλεισε τα μάτια, μελαγχολώντας για μία ακόμη φορά.
«Τι έπαθες, Ευάκι μου;» ψιθύρισε τρυφερά εκείνος.
Σήκωσε το χέρι της στο πρόσωπό του κι άγγιξε με τα ακροδάχτυλά τις λεπτές ρυτίδες γύρω από τα μάτια του.
«Με θύμωνε τόσο πολύ το γεγονός πως σε ξεχνούσα σιγά. Τώρα θέλω να βεβαιωθώ πως θα θυμάμαι πάντα κάθε γραμμή του προσώπου σου»

«Κι εγώ θα φροντίσω να μη με ξεχάσεις ποτέ ξανά», της υποσχέθηκε κι αφού φίλησε την παλάμη της, ανέβηκε στη μηχανή και χάθηκε σύντομα από το οπτικό της πεδίο. 

20.

Της ήταν δύσκολο να συγκεντρωθεί εκείνη τη μέρα αφού το μυαλό της είχε κολλήσει σ’ εκείνη τη μικρή στιγμή στην Πάχη, σ’ εκείνο το φιλί που έκρυβε μέσα του τρία χρόνια θλίψης, μελαγχολίας, λαχτάρας κι αγάπης. Την καθησύχαζε το γεγονός πως ο Άγγελος είχε την ίδια ανάγκη να μείνει στη ζωή της, όσο ήθελε κι η ίδια να μείνει στη δική του. Θα έπρεπε να μάθει να μην τον αγγίζει, να μην τον φιλάει και να μην περνάει ατέλειωτες ώρες στην αγκαλιά του. Το παρελθόν έπρεπε να μείνει εκεί που ανήκε. Με αυτή τη σκέψη θα προχωρούσε από εκεί κι έπειτα και θα επικεντρωνόταν στη σχέση που είχε χτίσει με τον Φίλιππο. Άξιζε τον κόπο. Την αγαπούσε κι εκείνη είχε αναπτύξει δυνατά αισθήματα που δυνάμωναν όσο περνούσε ο καιρός.
Άφησε την ανάσα της να βγει αργά όταν συνειδητοποίησε πως δεν μπορούσε να του κρατήσει κρυφή την επιστροφή του Άγγελου. Προετοιμάστηκε καθώς επέστρεφε στο σπίτι το βραδύ γιατί ήταν απόλυτα σίγουρη πως η αντίδρασή του θα ήταν έντονη. Βοήθησε τον Πάνο να κλείσουν το βιβλιοπωλείο, μα ξαφνιάστηκε ευχάριστα όταν είδε τον Άγγελο να την περιμένει απ’ έξω.
«Εσύ δεν έφυγες νωρίς το μεσημέρι;»
«Ναι, αλλά μπορεί να ήθελα να σε πάω ως το σπίτι σου για να μην περπατήσεις ως εκεί μόνη», απάντησε τάχα αδιάφορα, αποφεύγοντας να την κοιτάξει. Ο προστάτης της. Έτσι έκανε και στη Σάμο, εμφανιζόταν από το πουθενά για να βεβαιωθεί πως θα ήταν ασφαλής.
«Η κοπέλα σου τι είχε να πει γι’ αυτό;»
«Μήπως την έχω δει σήμερα;» κάγχασε εκείνος. «Κοιμόταν όλη μέρα και μετά πήγε στη δουλειά».
«Διακρίνω μία πικρία». Τον κοίταξε με την άκρη του ματιού της αλλά εκείνος δεν απάντησε. Χαμήλωσε το κεφάλι και η Εύα προσπάθησε να καταλάβει τι περνούσε από το μυαλό του.
«Είναι τόσο ανεξάρτητη που μερικές φορές αναρωτιέμαι τι κάνει σε σχέση», παραδέχτηκε εντέλει.
«Μάλλον σε αγαπάει πολύ», σχολίασε εκείνη.
Αυτόματα στράφηκε προς το μέρος της χαμογελώντας αχνά. «Θέλω να τη γνωρίσεις», είπε με σιγουριά.
«Κι εγώ θέλω να τη γνωρίσω», απάντησε. Δεν ήταν απόλυτα σίγουρη πως θα ήταν η καλύτερη ιδέα αλλά η περιέργεια νικούσε κατά κράτος ενάντια της λογικής που της έλεγε να προσπαθήσει να μείνει όσο πιο μακριά γινόταν από τη Νάντια.
«Σύντομα τότε, να βγούμε οι τέσσερις μας για φαγητό».
Συμφώνησε μ’ ένα νεύμα και συνέχισε να περπατάει δίπλα του αναρωτώμενη αν τελικά ήταν τόσο έτοιμη όσο πίστευε, αν ήταν καλή ιδέα να δει ποια είχε πάρει τη θέση της στο πλευρό του Άγγελου.
Ανέβηκε ως το διαμέρισμά της με γοργό βήμα, αφού τον αποχαιρέτησε πριν φτάσουν καν μπροστά από την πολυκατοικία της. Η πόρτα ήταν ξεκλείδωτη που σήμαινε πως ο Φίλιππος είχε επιστρέψει σπίτι ήδη. Μύρισε τις πατάτες που τηγάνιζε για εκείνη, πριν φτάσει καν στην κουζίνα, ενώ δεν μπόρεσε να συγκρατήσει το γέλιο της όταν τον είδε να χορεύει καθώς μαγείρευε. Μόλις την αντίκρισε, έσκασε ένα τεράστιο χαμόγελο που έκανε την καρδιά της να αναπηδήσει. Η αγάπη που έτρεφε για εκείνη αντικατοπτριζόταν εκεί, όπως και στα μάτια του. Πήγε κοντά της και την σήκωσε στην αγκαλιά του για να μπορέσει να σφραγίσει τα χείλη της με τα δικά του. Τύλιξε τα πόδια της γύρω του και τον άφησε να την καθίσει πάνω στο τραπέζι, αλλά δεν τον άφησε να απομακρυνθεί. Τον φίλησε σχεδόν άγρια, με τόσο πάθος που εκείνος έδειξε να ξαφνιάζεται.
«Γύρισες με ορέξεις;» την πείραξε με ένα πονηρό μειδίαμα που φανέρωνε τις προθέσεις του.
«Μου έλειψες πολύ», του είπε τρυφερά.
«Κι εμένα. Πέρασα απαίσια χθες το βράδυ. Ήθελα να γυρίσω νωρίς αλλά δεν με άφηνε ο Δημήτρης να φύγω».
Ευτυχώς... σκέφτηκε εκείνη γιατί αν είχε επιστρέψει, δεν θα είχε περάσει το βράδυ με τον Άγγελο. Ένιωσε ένα τσίμπημα από τις ενοχές που της δημιούργησαν οι σκέψεις της αλλά κράτησε για πολύ λίγο.
«Ήθελα να σου πω κάτι που έγινε χθες», ξεκίνησε να του λέει διστακτικά. «Δεν θα το πιστέψεις... ούτε εγώ το πιστεύω ακόμα...»
Κοίταξε προς το μέρος της πάνω από τον ώμο του ενώ φρόντιζε να μην καεί το βραδινό τους.
«Μου έχεις τραβήξει το ενδιαφέρον. Τι έγινε;» την προέτρεψε να του πει.
«Συνάντησα κάποιον...»
«Ρε Εύα», τη μάλωσε για τις συνεχόμενες, μεγάλες παύσεις της. «Ποιον συνάντησες μάτια μου;»
«Θυμάσαι τον Άγγελο από τη Σάμο;»
Η κουτάλα που κρατούσε έπεσε από το χέρι του και χτύπησε σ’ ένα πιάτο μέσα στο νεροχύτη. Ο θόρυβος ήταν εκκωφαντικός στην απόλυτη σιωπή που είχε πέσει στο δωμάτιο. Δεν ακουγόταν τίποτα παρά μόνο το λάδι πάνω στη φωτιά που έκαιγε.
«Την πρώτη σου αγάπη; Αυτόν τον Άγγελο;» μονολόγησε εκείνος, σαν χαμένος.
«Αυτόν. Τον βρήκα», του είπε αλλά μετάνιωσε αμέσως τη λέξη που διάλεξα. Δεν ήθελε να πιστέψει ο Φίλιππος πως δεν είχε πάψει ποτέ να τον ψάχνει. Όχι πως ήταν ψέματα, αλλά δεν ήταν δίκαιο για εκείνον. «Εννοώ, τον συνάντησα τυχαία», συνέχισε γελώντας νευρικά. «Έχει ένα μικρό γραφείο δίπλα από το βιβλιοπωλείο που έπιασα δουλειά». Καμία απάντηση. Άρχισε να ιδρώνει από το άγχος που της προκαλούσε η σιωπή του. «Είναι μια χαρά, ξεκινάει τη δική του δουλειά... έχει σπουδάσει γραφιστική», του εξήγησε αλλά ο Φίλιππος προτίμησε να ασχοληθεί με το φαγητό αντί να της δώσει την παραμικρή σημασία. «Φίλιππε, δεν θα πεις κάτι;» τόλμησε να ρωτήσει.
«Τι θες να σου πω, Εύα;» Ο τόνος του ήταν κοφτός κι απότομος. Την τρόμαξε γιατί δεν τον είχε δει ποτέ έτσι. Έμοιαζε τρομαγμένος και θυμωμένος ταυτόχρονα. «Συγχαρητήρια που ξαναβρήκες τον άνθρωπο που σου έκανε την καρδιά χίλια κομμάτια; Να σου υπενθυμίσω πως σε άφησε και έριξε πίσω του μαύρη πέτρα;»
Την απογοήτευσε λίγο η αντίδρασή του αλλά δεν μπόρεσε να του κρατήσει θυμό για πολύ. Καταλάβαινε το φόβο της. Ήταν εκείνος που στάθηκε στο πλευρό της όταν κατέρρεε εξαιτίας της εξαφάνισης του Άγγελου, ήξερε από πρώτο χέρι τι είχε περάσει και ήταν λογικό να τον κάνει έξαλλο η ξαφνική επιστροφή του.
«Δεν με άφησε, ούτε έριξε μαύρη πέτρα πίσω του», προσπάθησε να του εξηγήσει ήρεμα, αλλά τα έκανε χειρότερα. Τη κεραυνοβόλησε με ένα βλέμμα που την έκοψε τα γόνατα και την έκανε να σταματήσει να μιλάει.
«Ακόμα δεν τον βρήκες και του συγχωρείς τα πάντα», διαπίστωσε εκείνος ανήμπορος να μπορεί να κρύψει την πικρία του.
«Φίλιππε, μην κάνεις έτσι», τον παρακάλεσε. Κατέβηκε από το τραπέζι και προσπάθησε να τον αγγίξει αλλά δεν την άφησε. «Άκουσε με. Το γεγονός πως ο Άγγελος επέστρεψε δεν αλλάζει τίποτα».
«Εύα, τον αγαπούσες με όλη σου την καρδιά», της υπενθύμισε.
«Τον αγαπούσα. Δεν τον αγαπάω πια». Ένιωσε την καρδιά της να σπάει ελάχιστα με αυτή της τη δήλωση αλλά και όλο της το είναι να φωνάζει πως ήταν μια ψεύτρα. Ανατρίχιασε σύγκορμη. «Δεν μ’ ενδιαφέρει πια ο Άγγελος, όχι όπως παλιά», συνέχισε να χώνει το μαχαίρι βαθύτερα στην πληγή λες κι ήθελε να κόψει κάθε δεσμό. «Ο Άγγελος ανήκει στο παρελθόν», συμπλήρωσε. Πόσες φορές θα τον αρνηθείς, Εύα; άκουσε τον εαυτό της να ρωτάει. Συγκλονίστηκε γιατί προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της πως αυτή η τυχαία συνάντηση δεν ξύπνησε κανένα θαμμένο συναίσθημα όταν στην πραγματικότητα, όλα είχαν αναδυθεί στο φως. Κράτησε για μερικές στιγμές την ανάσα της ώσπου να μπορέσει να συγκροτήσει τις σκέψεις της. «Κι εκείνος είναι σε μια ευτυχισμένη σχέση, όπως εγώ», είπε χαμηλόφωνα. Ο Φίλιππος επιτέλους τόλμησε να την κοιτάξει σαν να προσπαθούσε να καταλάβει αν του έλεγε αλήθεια. «Τη λένε Νάντια και θέλει να μας τη γνωρίσει».
«Του είπες για μένα;»
«Περίμενες πως θα κρατούσα τη σχέση μας κρυφή;» ρώτησε πληγωμένη. «Πιστεύεις πως δεν εκτιμώ αυτό που έχουμε;» Να ‘ξερες πόσο το εκτιμώ, σκέφτηκε, τόσο όσο να μην κάνω κάποια τρέλα που θα τίναζε τα πάντα στον αέρα. Τύλιξε τα χέρια της γύρω από τον κορμό του κι ακούμπησε το αυτί της στο στέρνο του. Ο χτύπος της καρδιάς του την ηρέμησε λιγάκι, παρότι χτυπούσε ξέφρενα.
«Δεν ήθελα να σε στεναχωρήσω», μουρμούρισε εκείνος κι άφησε ένα φιλί την κορυφή του κεφαλιού της. «Απλά, ο Άγγελος ήταν ο πιο σημαντικός άνθρωπος για σένα κάποτε και η εξαφάνισή του ήταν ό, τι χειρότερο είχες ζήσει. Δεν θέλω να νιώσεις ξανά τέτοια απογοήτευση».
«Δεν θα απογοητευτώ ποτέ ξανά, όχι όσο είσαι στο πλευρό μου», τον διαβεβαίωσε. «Σ’ αγαπώ, Φίλιππε».
Ήταν η πρώτη φορά που του το έλεγε. Προσπαθούσε να του το δείχνει με πράξεις αλλά μάλλον οι συγκεκριμένες λέξεις είχαν μία τεράστια δύναμη αφού ο Φίλιππος την κοίταξε έκπληκτος, ανήμπορος να πιστέψει πως τις άκουγε. Γέλασε κοφτά κι εκείνη στάθηκε στις μύτες των ποδιών της για να τον φιλήσει απαλά.
«Δεν ξέρεις πόσο καιρό περίμενα να το ακούσω αυτό».
«Συγγνώμη που δεν στο είχα πει ξανά», ψιθύρισε.
«Χαίρομαι που το ακούω, έστω για πρώτη φορά».
«Και βέβαια σ’ αγαπώ. Φίλιππε. Ήσουν εκεί όταν πάλευα με τη μοναξιά μου. Με σήκωνες κάθε φορά που έπεφτα. Πώς να μη σε αγαπάω; Έγινες το στήριγμά μου και μερικές φορές νιώθω πως δεν σου έχω δώσει τόσα όσα έχεις δώσει εσύ σε μένα».
«Μου δίνεις ό, τι χρειάζομαι, ματάκια μου», απάντησε εκείνος. «Με συγχωρείς για την αντίδρασή μου. Χαίρομαι που βρέθηκες με τον Άγγελο, αλήθεια σου λέω». Γέλασε με τη γκριμάτσα της που έλεγε πως δεν τον πίστευε. «Πώς έγινε και χαθήκατε; Τι σου είπε;»
«Απλά σταμάτησα να λαμβάνω γράμματά του κι εκείνος σταμάτησε να λαμβάνει δικά μου».
«Πως γίνεται αυτό;»
«Δεν έχω ιδέα. Έλεγα να ρωτούσαμε τον μπαμπά σου όταν κατεβούμε στο νησί. Ίσως εκείνος να έχει κάποια εξήγηση».
«Μπορεί...», μονολόγησε προβληματισμένος. «Λυπάμαι που ήρθαν έτσι τα πράγματα», συνέχισε ενώ έστρωνε τραπέζι και η Εύα τον κοίταξε με σηκωμένο το φρύδι, προκαλώντας του εκνευρισμό. «Έλα ρε Εύα, αλήθεια λυπάμαι», γέλασε δυνατά. «Εντάξει, όλο αυτό μπορεί να μου βγήκε σε καλό αφού επιτέλους κέρδισα το κορίτσι των ονείρων μου, αλλά δεν ήθελα να περάσεις τέτοιο λούκι».
«Όλα αυτά είναι στο παρελθόν. Τώρα επικεντρωνόμαστε στο παρόν και το μέλλον που ελπίζω να είναι λαμπρά», σχολίασε εκείνη χαρούμενη. Κάθισε στη θέση της και πέρασε τα επόμενα λεπτά να παρακολουθεί τις κινήσεις του Φίλιππου που ήταν γεμάτες χάρη, ενώ ετοίμαζε το βραδινό τους. Το μυαλό της ξεστράτισε και πάλι, ταξίδεψε ως τον Άγγελο και το χαμόγελό του ενώ την αποχαιρετούσε πριν αρκετή ώρα. Πόσο της είχε λείψει. Μερικές φορές δεν μπορούσε να μετρήσει τον πόνο που της προκαλούσε η απουσία του μα και η παρουσία του τώρα, της δημιουργούσε ένα νέο διαφορετικό κύμα πόνου, που δεν ήξερε πως να αντιμετωπίσει. Ήταν στο χέρι της να μην πονάει και θα έκανε ό, τι μπορούσε για να το πετύχει.
Έκανε έρωτα εκείνο το βράδυ με το Φίλιππο αλλά κάθε φορά που έκλεινε τα μάτια της, η μορφή του Άγγελου έπαιρνε τη θέση του. Έβλεπε καθαρά τα γκριζογάλανα μάτια του να λάμπουν από αγάπη, τις άκρες των χειλιών του να ανασηκώνονται αργά σ’ ένα χαμόγελο απόλαυσης και ένιωθε τα χέρια του να αγγίζουν κάθε εκατοστό του σώματός της. Οι άκρες των ματιών της είχαν γεμίσει με δάκρυα που καταπίεσε ενώ όσο κι αν ήθελε να νιώσει ενοχές, δεν μπορούσε. Ο Φίλιππος δεν θα μάθαινε ποτέ πως όταν την έκανε δική του εκείνη ονειρευόταν πως δινόταν στον Άγγελο, μα ούτε εκείνος θα το μάθαινε ποτέ. Ήταν καταδικασμένη να ζει στο παρελθόν γιατί τελικά, εκείνη την αγάπη, δεν την είχε χορτάσει καθόλου και η πείνα της ολοένα και μεγάλωνε.

21.

Η δυσκολότερη στιγμή που έπρεπε να ζήσει η Εύα ήταν η γνωριμία της με τη Νάντια. Είχε απέναντί της τον λόγο που ο Άγγελος έδειχνε ευτυχισμένος. Δεν μπόρεσε να την συμπαθήσει όσο κι αν προσπάθησε κυρίως γιατί κι η ίδια έδειχνε την απέχθειά της χωρίς ντροπή. Το γεγονός πως ο Φίλιππος είχε τρελαθεί μαζί της δεν βοηθούσε καθόλου, παρόλ’ αυτά, έκανε μεγάλη προσπάθεια να είναι ευγενική για χατίρι του Άγγελου. Έκανε ό, τι περνούσε από το χέρι της για να κρατήσει μια απόσταση από την κοπέλα, κάθε φορά που τη συναντούσε καθώς προετοιμαζόταν για εκείνο το ταξίδι που θα έκαναν οι τέσσερις τους στη Σάμο. Ο Άγγελος έδειχνε χαρούμενος, δεν ήθελε να κάνει το παραμικρό που να τάραζε αυτή την ευτυχία του παρότι ζήλεψε τις συγχρονισμένες κινήσεις τους, τον τρόπου που κοίταζαν ο ένας τον άλλον, τα φιλιά τους... ήταν τόσο ταιριαστοί που της προκαλούσε πόνο η εικόνα που αντίκριζε. Έψαχνε να βρει τρόπους για να απομακρυνθεί μα ο Άγγελος δεν την άφηνε, ενώ κάθε φορά που της μιλούσε για τη Νάντια, ένιωθε σαν να έμπηγε το μαχαίρι βαθύτερα στην ήδη ανοιχτή πληγή της.
Ο καιρός περνούσε γρήγορα μ’ εκείνη να χάνεται μέσα σε βιβλία αφού η εξεταστική είχε ξεκινήσει, βρίσκοντας επιτέλους ένας λόγο για να μένει μακριά από τον Άγγελο. Δεν πήγαινε συχνά στο βιβλιοπωλείο και γελούσε κάθε φορά με τη γκρίνια του Πάνου που φώναζε με πάθος πως δεν τα έβγαζε πέρα χωρίς εκείνη. Της έκανε καλό, όμως, να μην τον βλέπει καθημερινά. Μπορεί να της έλειπε ο Άγγελος αλλά η απόσταση τη βοήθησε περισσότερο απ’ όσο φανταζόταν. Κατάφερε να βάλει τις σκέψεις της σε μια σειρά αλλά και να χαλιναγωγήσει τα συναισθήματά της προτού κάνει κάτι που θα της έβγαινε σε κακό. Άρχισε να βρίσκει τον εαυτό της και πάλι, αλλά και να έρχεται πιο κοντά με τον Φίλιππο. Όλα πήγαιναν κατ’ ευχήν, σκεφτόταν, όμως όποτε έφερνε στο νου το ταξίδι στη Σάμο, το στομάχι της σφιγγόταν.
«Εύα, σου μιλάω». Η αυστηρή φωνή του Πάνου την επανέφερε στην πραγματικότητα. Διαπίστωσε πως στεκόταν για ώρα πάνω σε μία σκάλα με ένα παιδικό, καλοκαιρινό βιβλίο στο χέρι, χωρίς να κάνει το παραμικρό. «Είσαι καλά;» τη ρώτησε ενώ τη βοηθούσε να κατέβει.
«Ναι, με συγχωρείς, δεν ξέρω τι έπαθα», κάγχασε. Ένιωθε περίεργα πάλι και το αίσθημα χειροτέρεψε όταν έκανε την εμφάνισή της από το πουθενά, η Νάντια. Της χάρισε ένα ψεύτικο χαμόγελο χωρίς να περάσει μέσα στο βιβλιοπωλείο και πήγε απευθείας στο γραφείο του Άγγελου.
«Βλέπω τη συμπαθείς πολύ», σχολίασε ο Πάνος γελώντας.
«Τόσο όσο με συμπαθεί εκείνη», απάντησε ψυχρά.
«Εντάξει, δεδομένου του παρελθόντος σου με τον άντρα που αγαπά, δεν θα έλεγα πως έχει άδικο».
«Ευχαριστώ πολύ», σάρκασε εκείνη. Τα νεύρα της είχαν αρχίσει να τεντώνονται πάλι. Επέστρεφε ξανά στον εαυτό που είχε καταφέρει να αφήσει πίσω πριν μερικούς μήνες.
«Μην εκνευρίζεσαι, λογικό είναι να σε φοβάται», απολογήθηκε ο Πάνος.
«Δεν είναι γιατί δεν έχει ιδέα για το παρελθόν μου με τον Άγγελο», του εξήγησε αγανακτισμένη. «Δεν έχει την παραμικρή ιδέα για το τι περάσαμε μαζί».
«Μπορεί, αλλά γυναίκα είναι, εσείς τα μυρίζεστε αυτά», επέμεινε εκείνος. «Εξάλλου, κάθε φορά που είστε στο ίδιο δωμάτιο, κοιτάζεστε σαν ερωτευμένα κουτάβια. Έχετε κάτι δυνατό. Όσο κι αν προσπαθείτε, δεν κρύβεται».
Τα λόγια του Πάνου την ευχαρίστησαν αλλά ταυτόχρονα της δημιούργησαν επιπλέον άγχος. Μήπως αν εκείνη βρισκόταν στη θέση της Νάντιας, θα αντιδρούσε διαφορετικά; Ήταν σίγουρη πως θα έκανε χειρότερα. Ίσως θα έπρεπε να αλλάξει στάση απέναντί της, ειδικά από τη στιγμή που σύντομα θα πήγαιναν μαζί διακοπές. Χαμογέλασε στο νέο της φίλο και συνέχισε να φτιάχνει τη βιτρίνα με τη Σάμο στο μυαλό. Ήλπιζε πως αυτό το ταξίδι θα τους έβγαινε σε καλό, από πολλές απόψεις, γιατί δεν μπορούσε να ξεχάσει πως στο νησί βρισκόταν ο λόγος που ο Άγγελος υπέφερε ακόμα και τώρα.
Σύντομα έφτασε η ώρα για το ταξίδι τους. Η Εύα δεν έβλεπε την ώρα να αγκαλιάσει τους γονείς της που της είχαν λείψει πολύ. Ετοίμασε τα πράγματά της το βράδυ πριν φύγουν και πέρασε αρκετή ώρα στο μπαλκόνι με τον Φίλιππο, σε μια προσπάθεια να δροσιστούν, αφού η ζέστη ήταν αβάσταχτη.
«Δεν βλέπω την ώρα να φύγουμε», γκρίνιαξε εκείνος μέσα στην αγανάκτηση ενώ ακουμπούσε το παγωμένο μπουκάλι μπύρας, στο λαιμό του.
«Σου έχει πει κάτι η Νάντια για μένα;» τον ρώτησε η Εύα, ξαφνιάζοντάς τον.
«Σαν τι;»
«Δεν ξέρω. Ίσως τον λόγο που με μισεί;»
Ο Φίλιππος προσπάθησε να βρει κάτι να πει αλλά τελικά έβαλε τα γέλια, ενώ την αντίκριζε απολογητικά για το ξέσπασμά του.
«Δεν σε μισεί βρε αγάπη μου», είπε χωρίς να την πείσει. «Εντάξει, μου είπε πως δεν της αρέσει η εξάρτηση του Άγγελου με σένα. Αυτό είναι μόνο. Ούτε εμένα μου αρέσει, αν σε βοηθάει αυτό».
«Ναι αλλά εσύ δεν συμπεριφέρεσαι όπως εκείνη».
«Γιατί σ’ αγαπώ τόσο πολύ που δεν θέλω να σε στεναχωρώ», απάντησε με απόλυτη σοβαρότητα. «Μην τυραννάς το μυαλουδάκι σου με τέτοια πράγματα. Η Νάντια φοβάται γιατί δεν ξέρει τι ακριβώς πέρασε ο Άγγελος, βρίσκεται στο σκοτάδι και δεν ξέρει πώς να κινηθεί». Έγειρε προς το μέρος της χαμογελώντας γλυκά και αμέσως ένιωσε λιγάκι καλύτερα.
«Φίλιππε, σ’ αγαπώ».
«Δεν ξέρεις πόσο μου αρέσει να μου το λες».
«Σ’ αγαπώ. Είσαι καλός άνθρωπος και σ’ αγαπώ». Φίλησε τα χείλη του και σηκώθηκε από τη θέση της για να πάει να κάνει ένα ντους. Ήθελε να βγάλει από πάνω της το καυσαέριο και τον ιδρώτα ενώ ξάφνου, δεν έβλεπε την ώρα για αυτό το ταξίδι στη Σάμο.
Συναντήθηκαν το επόμενο πρωινό στο λιμάνι με τον Άγγελο και τη Νάντια. Θα έπαιρναν το ένα αμάξι, αυτό του Φίλιππου που ήταν πιο κατάλληλο για το νησί και θ’ άφηναν της Νάντιας στο λιμάνι. Για μία ακόμη φορά η συμπεριφορά της κοπέλας ήταν τυπική μόνο που η Εύα επέλεξε να μη δώσει σημασία. Το μυαλό της ήταν στον Άγγελο που κοιτούσε κάθε τρεις και λίγο το κενό και χανόταν στις σκέψεις του. Ήξερε πολύ καλά τι σκεφτόταν γι’ αυτό με τη πρώτη ευκαιρία που βγήκε για τσιγάρο τον ακολούθησε αγνοώντας τη δολοφονική ματιά που της έριξε η Νάντια.
Τον βρήκε να καπνίζει με τα χέρια ακουμπισμένα στα κάγκελα του καραβιού. Μπορεί να είχε καλοκαιρία αλλά ο αέρας έφερνε σταγόνες της θάλασσας προς το μέρος τους κι ανάγκαζε τον Άγγελο να μισοκλείνει τα μάτια για να προστατευτεί. Το πλοίο ήταν γεμάτο, παντού υπήρχαν παρέες που είχαν στρώσει υπνόσακους στο κατάστρωμα. Η φασαρία δεν έλεγε να κοπάσει αλλά η ατμόσφαιρα ήταν χαρούμενη, κάτι που κατάφερε να βάλει ένα μελαγχολικό χαμόγελο στα χείλη της. Η Εύα θυμήθηκε εκείνο το βράδυ που αποφάσισε με τον Άγγελο να κοιμηθούν στη ταράτσα, στον υπνόσακό του γιατί είχε βροχή αστεριών και θέλανε να δούνε αυτό το θαύμα. Μείνανε όλο το βράδυ ξύπνιοι να κάνουν ευχές και να μοιράζονται όνειρα και σκέψεις. Ήταν ίσως η πιο αγαπημένη της θύμηση με τον Άγγελο από τότε. Διψούσε να φτιάξει νέες αναμνήσεις που όμως δεν θα καταστρέφονταν από τη μανία ενός ανθρώπου τυφλού από μίσος, σαν τον πατέρα του.
Στάθηκε δίπλα του και τον έσπρωξε λίγο με τον ώμο της ώστε να του τραβήξει την προσοχή. «Η κοπέλα σου με μισεί», του εκμυστηρεύτηκε. Ο Άγγελος ξαφνιάστηκε αρχικά μα σύντομα οι άκρες των χειλιών του άρχισαν να ανασηκώνονται, δημιουργώντας ένα λαχταριστό, πονηρό χαμόγελο, που δεν έφτασε όμως ως τα μάτια του.
«Δεν πειράζει, σε αγαπώ εγώ αρκετά και για τους δύο μας».
«Κόψε τις χαζομάρες και πες μου τι στο διάολο κλέβει το φως από τα μάτια σου, όταν χάνεσαι στις σκέψεις σου».
«Έχεις παραμείνει μεγάλη γλωσσού, τελικά». Προσπάθησε να την φιλήσει στο μάγουλο αλλά εκείνη τον απώθησε και τον κοίταξε αυστηρά, χωρίς να του δώσει άλλη επιλογή απ’ το να της πει τι τον προβλημάτιζε. «Δεν είχα σκοπό να έρθω στο νησί. Ψέματα σου είπα εκείνη τη μέρα, απλά ήθελα να περάσουμε όσο χρόνο περισσότερο γινόταν μαζί και…»
«Τι χαζομάρα πήγες κι έκανες ρε Άγγελε», τον μάλωσε, έκπληκτη που έβαζε τον εαυτό του σε τέτοιους μπελάδες. «Αφού δεν ήσουν έτοιμος».
«Δεν θα είμαι ποτέ έτοιμος ρε Ευάκι», διαμαρτυρήθηκε εκείνος. «Ποτέ, μια ζωή μες στο φόβο θα ζω. Ίσως αν τον αντιμετωπίσω να μπορέσω να τον ξεπεράσω, δε ξέρω».
«Όχι, ξέρεις καλά πως δε θα το ξεπεράσεις». Έκρυψε το πρόσωπο της στις παλάμες της και πέταξε μια βρισιά. «Πώς μπόρεσες να το κάνεις αυτό στον εαυτό σου; Αν τον δεις, θα καταρρεύσεις αφού ακόμα και τώρα σε τρομάζει». Τον έσπρωξε θυμωμένη που έβαλε τον εαυτό του σε αυτή τη διαδικασία, μα περισσότερο είχε θυμώσει που εξαιτίας της θα βασάνιζε και πάλι τη ψυχή του. Ήταν πεπεισμένη πως θα ζούσε μια βδομάδα μες στο φόβο, κοιτώντας πάνω από τον ώμο του για σημάδια ζωής από τον Ταγματάρχη. «Θα πηγαίνουμε ολοήμερες εκδρομές στο νησί. Δε θα μείνουμε στο Πυθαγόρειο καθόλου. Οι πιθανότητες να τον συναντήσεις θα είναι λιγοστές, έτσι;»
«Σ’ αγαπώ τόσο πολύ, Εύα», μουρμούρισε ο Άγγελος, ξαφνιάζοντας τη. Το μυαλό της σταμάτησε να λειτουργεί. Ο λαιμός της έκλεισε γιατί ήθελε τόσο πολύ να του πει κι εκείνη πως τον αγαπούσε, αλλά επέβαλλε στον εαυτό της να καταπιεί τις λέξεις. «Ακόμα και τώρα ψάχνεις τρόπους να με προστατεύεις», συνέχισε σηκώνοντας το χέρι του στα μαλλιά της.
«Δεν έχω σκοπό ν’ αφήσω κανέναν να σου κάνει περισσότερη ζημιά, Άγγελε», χαμογέλασε εκείνη μα σοβάρεψε απότομα και τον χτύπησε στο μπράτσο θυμωμένα. «Και μη μου ξαναπείς γλυκόλογα, θα σου κόψω τη γλώσσα».
«Μάλλον εγώ θα πρέπει να κόψω τη δική σου, γλωσσού.»
Την αγκάλιασε μα η Εύα τραβήχτηκε μακριά του γρήγορα όταν είδε τη Νάντια να πλησιάζει. «Ξέρεις, κάνεις πολύ άσχημα που δεν της μιλάς», είπε χαμηλόφωνα κι εκείνος έριξε μια γρήγορη ματιά προς τη κοπέλα του που έμοιαζε να διστάζει να πάει κοντά τους.
«Η Νάντια δεν αντιμετωπίζει τις καταστάσεις όπως εσύ. Είναι της φουλ επίθεσης. Δεν μπορώ την αγριάδα της και γνωρίζοντάς την, ξέρω πως θα επιμείνει πως πρέπει να επιτεθώ αντί ν’ αμυνθώ. Φοβάμαι την επίθεση και το ξέρεις».
«Ναι, μα είναι ο άνθρωπος σου».
«Εσύ είσαι», τη διέκοψε χαμηλόφωνα αλλά η Εύα δε μπόρεσε ν’ αντιδράσει γιατί η κοπέλα έφτασε και στάθηκε δίπλα στον Άγγελο, ο οποίος τύλιξε το χέρι του γύρω της και τη φίλησε τρυφερά.
«Διακόπτω;» ρώτησε ρίχνοντας μία εχθρική ματιά προς το μέρος της Εύας.
«Όχι, εδώ έλεγα στην Εύα πόσο που έλειψε το νησί».
«Χμ, φαντάζομαι», του χαμογέλασε ερωτικά και τον φίλησε λες και τον διεκδικούσε.
Η καρδιά της Εύας κομματιάστηκε ενώ το στομάχι της ανακατεύτηκε. Έφυγε γιατί δεν άντεχε αυτές τις επιδείξεις αγάπης μπροστά της. Τη βοηθούσαν να διαγράψει το παρελθόν αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι δεν την πονούσαν. Γύρισε στον Φίλιππο που είχε αποκοιμηθεί στη θέση του και παρατήρησε τα ήρεμα χαρακτηριστικά του. Για εκείνον θα έπρεπε να κάνει μια προσπάθεια να αφήσει πίσω της όσα ένιωθε για τον Άγγελο. Του άξιζε κάποια που θα τον αγαπούσε ολοκληρωτικά κι ήθελε πολύ να είναι εκείνη.
Χαμογέλασε όταν τον είδε να ανοίγει αργά τα μάτια του. «Είναι εντάξει ο Άγγελος;» ρώτησε ανήσυχος, ακόμα νυσταγμένος. Χώθηκε στην αγκαλιά του. Μπορεί ακόμα να μην ένιωθε πως άνηκε εκεί, αλλά είχε κάνει ένα μεγάλο βήμα και θεωρούσε πως ήταν προς τη σωστή κατεύθυνση.
«Θα είναι μια χαρά», απάντησε χαμηλόφωνα. «Θα είμαστε μια χαρά», συμπλήρωσε με τα μάτια της καρφωμένα στον Άγγελο και τη Νάντια που πλησίαζαν αγκαλιασμένοι προς το μέρος τους.
Είχε βραδιάσει όταν πια έπιασαν λιμάνι στη Σάμο. Κατέβηκαν στο Βαθύ και οδήγησαν ως το Πυθαγόρειο. Μπορεί ο Άγγελος να γελούσε με τ’ αστεία του Φίλιππου που δεν έλεγε ν’ αφήσει την Εύα στην ησυχία της, αλλά εκείνη μπορούσε να δει στον καθρέφτη του αυτοκινήτου την ανησυχία του. Είχε μάθει να ξεχωρίζει κάθε του χαμόγελο από το πόσο έλαμπαν τα μάτια του και τώρα, προσποιούταν πως περνούσε καλά. Φοβόταν. Κανείς δεν το έβλεπε εκτός από εκείνη, αλλά έτρεμε. Μίσησε τον εαυτό της γιατί εξαιτίας της μπήκε σε αυτή τη διαδικασία κι ευχήθηκε να πάνε όλα καλά πριν χάσει εντελώς το μυαλό του.
Κατά τις έντεκα έφτασαν επιτέλους έξω από το σπίτι της Εύας. Θα έμεναν όλοι εκεί, στο σπίτι όπου είχε μεγαλώσει και είχε περάσει τις καλύτερες και τις χειρότερες στιγμές της. Στους γονείς της είχε πει πως θα έφερνε μαζί της δύο φίλους αλλά δεν αποκάλυψε ποτέ πως ο Άγγελος θα ήταν ο ένας από αυτούς. Δεν τους είχε πει καν ακόμα πως τον είχε ξαναβρεί. Λίγοι το ήξεραν, σαν να ήθελε να σιγουρευτεί πως κανείς δε θα το γρουσουζέψει.
«Κοιμούνται λες;» τη ρώτησε εκείνος, φανερά αγχωμένος πως θα ενοχλούσαν.
«Αποκλείεται», απάντησε εκείνη πάνω που άνοιξε η πόρτα κι έκανε την εμφάνιση του ο πατέρας της. Έτρεξε κοντά του και πήδηξε στην αγκαλιά του γελώντας. «Πάχυνες», τον μάλωσε και χάιδεψε τη κοιλιά του που είχε φουσκώσει ενώ εκείνος την κοιτούσε με καμάρι.
«Η μάνα σου φταίει που αποφάσισε στα γεράματα να μάθει νέες μαγειρικές».
«Γέρος είσαι και φαίνεσαι», φώναξε η μητέρα της ενώ έβγαινε έξω και μαρμάρωσε στο σκαλοπάτι όταν τα μάτια της έπεσαν πάνω στη φιγούρα του ψηλού νεαρού που προχωρούσε προς το μέρος της, συγκινημένος. «Θεέ μου, έχω παραισθήσεις;» έκλαψε η γυναίκα. Τράβηξε στην αγκαλιά της τον Άγγελο που αμέσως έκρυψε το πρόσωπο του στο λαιμό της. «Αγοράκι μου γλυκό, παιδί μου καλό, πού χάθηκες;» έλεγε ξανά και ξανά ενώ ο πατέρας της Εύας την κοιτούσε σοκαρισμένος, απαιτώντας εξηγήσεις.
«Θα σου εξηγήσω μετά», τον διαβεβαίωσε η κόρη του κι εκείνος δε περίμενε άλλο. Έκλεισε στην αγκαλιά του τον Άγγελο, ενώ η γυναίκα του αρνιόταν να τον αφήσει και τράβηξε και την Εύα κοντά.
Οι τέσσερις τους γίνανε ένα κουβάρι γεμάτο αγάπη και ο Άγγελος δεν άντεξε. Αφέθηκε εντελώς και ελευθέρωσε την αγάπη του για τους δύο ανθρώπους που του είχαν σταθεί σαν γονείς του, κρατώντας τους τόσο σφιχτά πάνω του λες και φοβόταν πως ήταν ψέμα τ’ ότι τους είχε και πάλι στη ζωή του.

2 σχόλια:

  1. αχ τι αγαπη ειναι αυτη και μαλλον ο Φιλιππος ειναι φταιχτης που τα γραμματα ποτε δεν φτασαν στους παραληπτες τους αφου ο πατερας του ηταν ταχυδρομος

    ΑπάντησηΔιαγραφή

  2. 😥😥😥😥κλαιω 😥😥😥Αυτή είναι πραγματική ανιδιοτελή αγάπη 😥😥Οι γονείς τον αγαπούν και του το εδειξαν💕💕💕Κάτι μου λέει ότι ο Φίλιππος έχει βάλει το χεράκι του στα γράμματα 😠😠Έχει συμφέρον.. Και δεν μαρεσε η αντίδραση του όταν έμαθε ότι βρεθηκαν🤔🤔🤔

    ΑπάντησηΔιαγραφή