Σας έχω συστήσει ξανά τον Επιθεωρητή Ντομένικο Μαρτέλι αλλά θέλω να σας τον συστήσω άλλη μία φορά σε ένα κεφάλαιο από το αστυνομικό μυθιστόρημα που προσπαθώ να γράψω, το Αράντια!
******
Μπήκε τρέχοντας
στο τμήμα παρασέρνοντας τους πάντες
στο διάβα του. Βρήκε την Τζουλιέτ να
γεμίζει την κούπα της με φρέσκο καφέ.
Φαινόταν ξενυχτισμένη αλλά χαρούμενη.
Υπό άλλες συνθήκες θα τη ρωτούσε πως
πήγε η βραδιά της αλλά η φωτογραφία που
έφτασε στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο της
Μαρίας, του είχε ανάψει φωτιές. Τράβηξε
την κούπα από τα χείλη της προκαλώντας
της δυσφορία κι εκείνη τον αγριοκοίταξε
έτοιμη να τον σκοτώσει που δεν την άφησε
να πιει καφέ.
«Τι κάνες εδώ;» τη
ρώτησε εκνευρισμένος.
«Προσπαθώ να
ξυπνήσω, εσύ τι κάνεις εδώ; Δεν συνεχίζεις
τις διακοπές σου; Πίστευα πως μετά την
λύση του χθεσινού μυστηρίου...»
Δεν την άφησε να
αποτελειώσει. Τράβηξε το κινητό του για
να της δείξει τη φωτογραφία που είχε
πάρει από τη δημοσιογράφο. Η Τζουλιέτ
έβηξε σοκαρισμένη ενώ σήκωνε τα μάτια
της στο πρόσωπό του.
«Δεν μπορεί».
«Κι όμως. Δεν έχει
ακουστεί το παραμικρό; Κανείς δεν πήρε
κλαίγοντας υστερικά να αναφέρει κάποιον
φόνο;»
«Όχι, είμαι μισή
ώρα εδώ και όλα είναι ήσυχα» του εξήγησε
η κοπέλα κοιτώντας γύρω της απορημένη
λες και θα έβρισκε τον ένοχο που δεν
τους ειδοποίησε για το έγκλημα. Ο
Ντομένικο τη τράβηξε από το χέρι ως το
γραφείου του αρχηγού. Εκείνος δεν φάνηκε
να χαίρεται για την έφοδο χωρίς να
χτυπήσου αλλά όταν του έδειξαν τη
φωτογραφία, έχασε το χρώμα του. Ο
επιθεωρητής νόμισε πως είδε ένα ψήγμα
αναγνωρισιμότητας το βλέμμα του ενώ
κοιτούσε το θύμα, αλλά ο αρχηγός του
έδωσε πίσω το κινητό, απαιτώντας
εξηγήσεις.
«Τι στο διάολο
είναι αυτό, Μαρτέλι;»
«Αυτή τη φωτογραφία
την έλαβε η Μαρία στο ηλεκτρονικό
ταχυδρομείο της, πριν σαράντα λεπτά».
«Μα...»
«Προφανώς υπάρχει
ένα πτώμα εκεί έξω» τον διέκοψε. «Θα
χρειαστώ άντρες για να γυρίσουμε την
πόλη, πρέπει να το βρούμε πριν το βρει
οποιοσδήποτε άλλος».
«Πως θα γίνει αυτό;
Θα γυρνάμε όλα τα στενά της Ρώμης ώσπου
να βρούμε το σωστό; Θα μας πάρει ώρες,
ακόμα κι αν στείλουμε έξω όλο το τμήμα»
πετάχτηκε η Τζουλιέτ σαστισμένη από
τις ραγδαίες εξελίξεις.
Ο Ντομένικο έριξε
μία ακόμη ματιά στη φωτογραφία κι έφυγε
τρέχοντας από το γραφείο. Τον ακολούθησαν
η Τζουλιέτ και ο αρχηγός για να δουν τι
ήθελε να σκαρώσει. Εκείνος πήγε στο
εργαστήριο για να βρει τον Κάρμαϊν. Μόνο
εκείνον εμπιστευόταν για να κάνει τα
μαγικά του ώστε να του βρει που στο καλό
είχε αφεθεί το πτώμα.
«Τζουλιέτ, μίλα
με τη Μαρία και πες της να ρωτήσει αν
έλαβε κανείς άλλος τη φωτογραφία.
Κάρμαϊν, θέλω να μου βρεις σε ποια περιοχή
βρίσκεται αυτό εδώ» άρχισε να εκτοξεύει
διαταγές. Ο τεχνικός αηδίασε όταν είδε
τη φωτογραφία αλλά άρπαξε με αποφασιστικότητα
το κινητό για να μπορέσει να κάνει τη
δουλειά του. «Πως στο διάολο έγινε αυτό;
Η Ρόζα είναι στη φυλακή, να έχουμε λες
κάποιον μιμητή;» ρώτησε τον αρχηγό που
έδειχνε χαμένος στον κόσμο του. «Σου
μιλάω» του έβαλε τις φωνές, ξυπνώντας
τον από το λήθαργο που είχε πέσει.
«Δεν ξέρω, κάνε
ό,τι μπορείς να βρεις το πτώμα» αρκέστηκε
να πει πριν φύγει με κατεβασμένους τους
ώμους. Ο Ντομένικο παρέμεινε στη θέση
του να τον κοιτάζει να απομακρύνεται.
Είχε ένα δυσοίωνο συναίσθημα που δεν
έλεγε να τον αφήσει, αλλά είχε κι ένα
πτώμα να βρει. Δεν μπορούσε να ασχοληθεί
με τον Τζενάρο όταν έπρεπε να βρει ένα
νέο πτώμα κι έναν δολοφόνο φάντασμα.
«Απ’ ότι φαίνεται
μόνο η Μαρία έλαβε αυτή τη φωτογραφία,
κανείς άλλος» άκουσε την Τζουλιέτ να
του λέει. «Δεν ξέρω αν αυτό είναι καλό
ή κακό, βέβαια».
«Τι εννοείς;»
Η κοπέλα αρκέστηκε
στο να σηκώσει τους ώμους της αδιάφορα.
«Είναι καλό γιατί
δεν έχει μάθει η πόλη για ένα πτώμα που
είναι αφημένο κάπου, στο έλεος του Θεού.
Φαντάζεσαι όλη τη Ρώμη να έχει βγει σε
κυνηγητό ενός πτώματος; Τουλάχιστον
έτσι έχουμε τον έλεγχο της κατάστασης.
Το πολύ πολύ να τον βρουν οι υπάλληλοι
του Δήμου ή κανένας άστεγος».
«Και το κακό ποιο
είναι;»
«Όποια είναι αυτή
που κάνει τους φόνους θέλει τη Μαρία
μπλεγμένη στην υπόθεση» τόλμησε να πει
και η σκέψη της έκανε τον Ντομένικο να
ανατριχιάσει. «Μπορεί να πέφτω έξω αλλά
δεν ξέρω, την πρώτη φωτογραφία την
έστειλε παντού ενώ τη δεύτερη μόνο σ’
εκείνη, γιατί να το κάνει αυτό;»
«Γιατί διάβασε το
άρθρο της» μουρμούρισε ο Ντομένικο
αφηρημένα. «Ήταν η μοναδική που έδωσε
λίγο δίκιο τη Ρόζα».
Έπεσε σιωπή για
λίγο. Δεν του άρεσε η ιδέα να θεωρεί
σύμμαχό της τη Μαρία, όποια ήταν εκείνη
που έκανε ή συνέχιζε τους φόνους. Δάγκωσε
το κάτω χείλος του και στράφηκε στον
Κάρμαϊν που κοιτούσε με προσήλωση την
οθόνη του υπολογιστή του. Δεν μπορούσε
να αποφασίσει ποιο ήταν το επόμενο βήμα
που έπρεπε να κάνει. Ένα κομμάτι του
μυαλού του φώναζε να βρουν πρώτα το
πτώμα ενώ ένα άλλο να τρέξει να μιλήσει
στη Ρόζα. Κάτι του έλεγε πως εκείνη ήξερε
πολλά περισσότερα απ’ ότι τους είχε
πει. Είχε αρχίσει να θυμώνει όταν ο
Κάρμαϊν σήκωσε τις γροθιές του ψηλά,
πανηγυρίζοντας.
«Δεν θα το πιστέψετε,
βρήκα που είναι» φώναξε δύσπιστος κι ο
ίδιος με την επιτυχία του. «Και βρήκα
και ποιος είναι» συμπλήρωσε αμέσως,
καθώς έγραφε σ’ ένα κομμάτι χαρτί τη
διεύθυνση. «Ονομάζεται Αλέξιο Καντέλι
κι είναι... ήταν... ω...» έκανε μαζί με μία
γκριμάτσα δυσαρέσκειας.
«Τι ήτανε;» τον
πίεσε η Τζουλιέτ να πει.
«Παπάς, από τους
πιο αγαπητούς της ενορίας του».
Ο Ντομένικο
αναστέναξε δραματικά κι άρπαξε το χαρτί
με τη διεύθυνση όπου βρισκόταν το θύμα.
Στένεψε τα μάτια καθώς συνειδητοποιούσε
πόσο κοντά στο σπίτι του είχε γίνει ο
φόνος. Πρώτα ένας δικαστής από τους πιο
σεβαστούς του χώρου, τώρα ένας αγαπητός
παπάς. Δεν μπορούσε να καταλάβει τίποτα
πλέον.
«Κάρμαϊν, πάρε την
ομάδα σου, φώναξε τον Πέπε και ραντεβού
στον τόπο του εγκλήματος, άμεσα! Τζουλς,
στείλε μία μονάδα προς τα εκεί, πριν
φύγουμε θέλω να μιλήσουμε με τον Τζενάρο».
Η Τζουλιέτ έγνεψε
καταφατικά κι έφυγε τρέχοντας αλλά ο
Ντομένικο έμεινε λίγο πίσω για να μιλήσει
στον Κάρμαϊν ιδιαιτέρως.
«Σκατοκατάσταση,
ε;» σχολίασε εκείνος ενώ μάζευε τον
εξοπλισμό του.
«Θέλω να ψάξεις
όσο πιο διεξοδικά γίνεται από που μπορεί
να έλαβε η Μαρία το ηλεκτρονικό μήνυμα»
ήταν η απάντησή του. «Την προηγούμενη
φορά μας έστειλε στη Ρόζα αλλά κάτι μου
λέει πως κρύβεται κάτι παράξενο πίσω
από την κοπέλα και θέλω να κάνεις ό,τι
χρειαστεί, Κάρμαϊν».
«Μείνε ήσυχος, θα
βάλω όλη μου την τέχνη» του υποσχέθηκε
εκείνος, χτυπώντας φιλικά τον ώμο του.
Ο Ντομένικο κατάφερε να χαμογελάσει
αχνά ενώ τον προσπερνούσε ο άντρας, αλλά
δεν μπόρεσε να αποδιώξει αυτό το παράξενο
συναίσθημα που τον κατάτρωγε. Ένιωθε
πως μέρα με τη μέρα φορτωνόταν στο ήδη
γεμάτο με φρίκη μυαλό του κι άλλος πόνος,
και δεν ήξερε που θα καταλήξει.
Έφυγε για το γραφείο
του Τζενάρο με μεγάλο βηματισμό. Ο άντρας
έδειχνε να είναι εκτός τόπου και χρόνου
κάνοντας τον Ντομένικο να ρωτήσει κάτι
που κολυμπούσε στο μυαλό του για ώρα.
Είχε μία υποψία, από τη στιγμή που έδειξε
τη φωτογραφία στον αρχηγό του, και ήθελε
να βεβαιωθεί πως είχε δίκιο.
«Τον ήξερες, έτσι
δεν είναι;»
Οι ώμοι του Τζενάρο
κρέμασαν. Δεν χρειαζόταν να του πει κάτι
άλλο.
«Η γυναίκα μου
πήγαινε στην εκκλησία του» απάντησε
άψυχα ο άντρας.
«Αυτό είναι μόνο;»
«Τι υπονοείς,
Μαρτέλι;» ρώτησε αυστηρά ο Τζενάρο που
στάθηκε ευθυτενής μπροστά του, έτοιμος
για καυγά.
«Μου φαίνεται πως
επηρεάστηκες πολύ από το θάνατό του».
«Εσύ πως θ’
αντιδρούσες αν κάποιος που ήξερες, έστω
και φατσικά, βρισκόταν δολοφονημένος
με τέτοιον τρόπο;» αντέδρασε αμέσως ο
άντρας. «Αυτή η πόλη έχει ξεφύγει. Έχει
γίνει μία ζούγκλα και αυτό μ’ ενοχλεί
πάρα πολύ. Έχεις να με ρωτήσεις κάτι
άλλο ή μήπως να πήγαινες να κάνεις τη
δουλειά σου;»
Ο Ντομένικο του
γύρισε την πλάτη αποφασισμένος να βάλει
ένα τέλος στο κρεσέντο των φόνων αλλά
και στους εφιάλτες του. Αλλά αυτό που
τον έκανε να πάρει μπρος και να πεισμώσει
ήταν το πόσο χρειαζόταν άλλη μία γεμάτη
βδομάδα, διακοπών, μακριά από όλους κι
από όλα.
Ήταν πραγματικά
παράξενο που δεν είχε ανακαλύψει κανείς
το πτώμα του παπά σ’ εκείνο το σημείο
όπου το είχε αφήσει η δολοφόνος. Ήταν
ένα στενό δίπλα από τις γνωστότερες
κάβες της πόλης, κοντά σε μία από τις
διασημότερες τρατορίες, πολύ κοντά στο
κέντρο νεότητας όπου εργαζόταν κάποιες
ώρες εκείνος. Κι όμως, το πτώμα παρέμεινε
εκεί για πάνω από δώδεκα ώρες, βάση της
πρώτης ματιάς που του έριξε ο Πέπε.
«Πρέπει να πέθανε
περίπου στις οχτώ το βράδυ» μονολόγησε
ο ιατροδικαστής.
«Συγγνώμη, τον
δολοφόνησε σε ώρα αιχμής και δεν πήρε
κανείς είδηση το παραμικρό;» άρχισε να
ωρύεται ο Κάρμαϊν, κλέβοντας λιγάκι το
ρόλο του Ντομένικο. Εκείνος δεν μπορούσε
να βγάλει άχνα. Οι λεπτομέρειες της
υπόθεσης της Ρόζα άρχισαν να έρχονται
μία προς μία στο μυαλό του και κατά βάθος
ήξερε πως κάπου είχαν κάνει λάθος. Αυτό
που δεν καταλάβαινε ήταν γιατί εκείνη
παραδεχόταν την ενοχή της, γιατί βαθιά
μέσα του κάτι του έλεγε πως δεν ήταν
εκείνη η δολοφόνος. Από την πρώτη στιγμή
το ήξερε κι αυτός ο δεύτερος φόνος ήρθε
να τον επιβεβαιώσει.
«Η Ρώμη είναι
παράξενη πόλη. Οι άνθρωποι της χώνουν
τη μύτη τους εκεί που δεν πρέπει και
αγνοούν τα πράγματα που πρέπει να
προσέχουν» άρχισε να λέει αδιάφορα ο
Πέπε. «Επίσης έχουμε και το ταλέντο να
αγνοούμε καταστάσεις που δεν θα έπρεπε».
«Τζουλς, δεν πας
να μιλήσεις με τα άτομα που δούλευαν
μαζί του στην εκκλησία;» είπε χαμηλόφωνα
ο Ντομένικο στη συνεργάτη του που έδειχνε
έτοιμη να ξεράσει.
«Κι εσύ μπορείς
να φύγεις» πρότεινε ο Πέπε με σιγουριά.
«Δεν έχει κάτι εδώ. Θα μας τα πει όλα ο
ιερωμένος, σε μερικές ώρες» χαμογέλασε
διάπλατα, σαν τον γάτο από το Αλίκη στην
Χώρα των Θαυμάτων.
«Τα έχουμε όλα υπό
έλεγχο» συμφώνησε ο Κάρμαϊν που κοιτούσε
την Τζουλιέτ, ανήσυχος.
«Καλά είμαι» τον
διαβεβαίωσε εκείνη με ένα μισό χαμόγελο
ενώ τα μάγουλά της είχαν πάρει ένα ροζ
χρώμα. Ακολούθησε πειθήνια τον συνεργάτη
της, όμως, αφού δεν μπορούσε να αντέξει
άλλο αίμα. Μπήκε στο αυτοκίνητό της ενώ
εκείνος φορούσε το κράνος και κοιτάχτηκαν
λίγο παραξενεμένοι. «Κάτι δεν μου
κολλάει» δήλωσε με απόλυτη σιγουριά.
«Κι εμένα» έκανε
εκείνος. Τα μάτια του ταξίδεψαν λιγάκι
στο χώρο. Είχε μία περίεργη έκφραση που
την είχε δει ξανά μερικές φορές. «Νιώθω
σαν να με παρακολουθεί κάποιος»
παραδέχτηκε πριν τον ρωτήσει. «Ανασηκώνονται
οι τρίχες στο σβέρκο μου».
«Μπορεί απλά να
σε ανατριχιάζει η υπόθεση».
«Μπορεί» ψιθύρισε
και ξεκίνησε τη μηχανή του.
Βρήκαν την εκκλησία
άδεια όταν έφτασαν αλλά αυτό δεν τους
σταμάτησε από το να κάνουν μία βόλτα το
όμορφο κτήριο. Ο χώρος ήταν ψυχρός και
μουντός ενώ το βαρύ ξύλο και η μυρωδιά
του κεριού, τους χάρισαν μία γλυκιά
ζαλάδα. Ο Ντομένικο, που είχε χρόνια να
πάει στην εκκλησία, βούτηξε τα δάχτυλά
του στον αγιασμό και έκανε το σταυρό
του αλλά η Τζουλιέτ δεν τον μιμήθηκε.
Του φάνηκε παράξενο κυρίως γιατί φορούσε
πάντα έναν σταυρό γύρω από το λαιμό της,
τον οποίο δεν έβγαζε ποτέ.
«Δεν πιστεύεις;»
τη ρώτησε ανήμπορος να κρύψει την απορία
του.
«Εσύ πιστεύεις;»
«Όχι ιδιαίτερα,
από σεβασμό μόνο έκανα το σταυρό μου».
«Εγώ δεν πιστεύω
καθόλου» δήλωσε εκείνη αλλά ταυτόχρονα
έκλεινε το σταυρό που κρεμόταν από το
λαιμό της, στην παλάμη της. «Ήταν της
μητέρας μου, είναι το μοναδικό κειμήλιο
που έχω από εκείνη» του εξήγησε.
«Εννοείς της θετής
σου ή της βιολογικής;»
Η Τζουλιέτ δεν του
είχε κρύψει ποτέ πως ήταν υιοθετημένη
και μάλιστα από την καλύτερη φίλη της
μητέρας της. Εκείνη είχε πεθάνει λίγο
μετά τη γέννα. Για την ακρίβεια είχε
αυτοκτονήσει, γιατί δεν μπορούσε να
νικήσει την κατάθλιψη με την οποία
πάλευε τον τελευταίο χρόνο της ζωής
της. Ένα από τα λίγα πράγματα που είχε
αφήσει στην κόρη της ήταν ο σταυρός και
η Τζουλιέτ δεν τον έβγαζε από πάνω της
στιγμή. Δεν της άρεσε να μιλάει πολύ για
τη μητέρα που δεν γνώρισε, τη λυπούσε
το γεγονός ειδικά γιατί η θετή της μητέρα
δεν σταματούσε ποτέ να της λέει πόσο
υπέροχος άνθρωπος ήταν, όσο καιρό είχε
μείνει μαζί της, πριν καταλήξει στο
ορφανοτροφείο ξανά, κάτω από τα γερακίσια
βλέμματα των καλογριών. Ήθελε πολύ να
την είχε γνωρίσει τη μητέρα της·
ίσως αυτός ήταν κι ένας λόγος που δεν
πίστευε, γιατί ο Θεός- που είχε γεμίσει
το μυαλό της με πόνο και μαυρίλα-, της
είχε στερήσει τη δυνατότητα να μεγαλώσει
μ’ εκείνη στο πλευρό της.
«Παρακαλώ, μπορώ
να σας βοηθήσω;»
Μία γυναικεία φωνή
διέκοψε την Τζουλιέτ πριν απαντήσει
στην ερώτηση του Ντομένικο. Στράφηκαν
προς το μέρος της για να έρθουν πρόσωπο
με πρόσωπο με μία μαυροφορεμένη γυναίκα
γύρω στα σαράντα. Ήταν μία από τις
καλόγριες που προφανώς έδιναν τις
υπηρεσίες τους στην εκκλησία. Έδειχνε
καλοσυνάτη αλλά προκαλούσε εκνευρισμό
στον Ντομένικο που θυμήθηκε τον εαυτό
του σαν παιδί να τρώει ξύλο με χάρακα
στην παλάμη από την καλόγρια στο
κατηχητικό που τον έστελνε με το ζόρι
η μάνα του.
«Είμαι ο επιθεωρητής
Ντομένικο Μαρτέλι, αυτή είναι η συνεργάτιδά
μου, Τζουλιέτ Ρόσι. Είμαστε εδώ για τον
πάτερ Αλέξιο Καντέλι».
«Ο πάτερ δεν έχει
έρθει ακόμα, δεν είναι στον χαρακτήρα
του να αργεί αλλά υποθέτω πως είχε λόγο
και θα έρθει σύντομα, αν θέλετε να τον
περιμένετε».
Ο Ντομένικο έστρεψε
το βλέμμα του στην Τζουλιέτ και την
ικέτευσε με τα μάτια να αναλάβει εκείνη.
Η κοπέλα αναστέναξε μέσα στην αγανάκτηση
αλλά καθάρισε το λαιμό της δυνατά για
να τραβήξει την προσοχή της καλόγριας.
«Ο πάτερ όντως
έχει καλό λόγο που δεν ήρθε- και πολύ
φοβάμαι πως δεν θα έρθει ποτέ- αφού
σήμερα τον βρήκαμε νεκρό μερικά στενά
πιο πέρα».
Μπράβο
Τζουλιέτ...σάρκασε
από μέσα του ο Ντομένικο σηκώνοντας τα
μάτια ψηλά με την αναισθησία της. Η
καλόγρια έπνιξε έναν λυγμό και έκανε
το σταυρό της μαζί με μία προσευχή, πριν
σωριαστεί ήμιλιπόθυμη σε ένα στασίδι
πιο δίπλα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ ωραίο!!!
Το μόνο που δεν μου κολλάει είναι πώς ξέρουν ότι είναι γυναίκα η δολοφόνος; Εκτός αν εξηγείται πιο πριν από το απόσπασμα...
Φυσικα και εξηγειται, το κεφαλαιο αυτο ειναι το εκτο αν θυμαμαι καλα οποτε εχουν προηγηθει κι αλλα πιο πριν ;)
Διαγραφή