Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου 2019

Άτιτλο για το Wattpad



Όπως υποσχέθηκα, αυτό είναι το πρώτο κεφάλαιο της νέας ιστορίας που θα ανέβει στο wattpad προς το τέλος του Οκτώβρη. Ακόμα δεν έχει διορθωθεί το κεφάλαιο, είναι ένα προσχέδιο το οποίο θα αλλάξει πριν ανέβει. Οι πρωταγωνιστές είναι τρεις, η Κλεοπάτρα, ο Αλέξανδρος και ο Άγγελος και η ιστορία τους θα είναι γεμάτη έρωτα και ρομάντζο(φυσικά). 
Με αγάπη, Νεκταρία


Κεφάλαιο 1. 

Ζητείται νέα ως είκοσι-οχτώ ετών με εμπειρία τουλάχιστον δύο ετών, ευπαρουσίαστη, με ευχέρεια του λόγου, γνώστης του τυφλού συστήματος δαχτυλογράφησης, για να εργαστεί ως βοηθός διευθυντή εταιρείας. Απαιτείται να μην είναι έγγαμη και να μην έχει παιδιά, να έχει απεριόριστο διαθέσιμο χρόνο και να μπορεί να ταξιδεύει.


Τι μπορεί να πάει στραβά με μία τέτοια αγγελία;
Άνοιξε το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο της γνωρίζοντας πολύ καλά πως δεν θα είχε καμία ευκαιρία με αυτή τη δουλειά αλλά τον τελευταίο καιρό είχε πάει σε τόσες πολλές συνεντεύξεις που πλέον απλά έστελνε βιογραφικά για σπάσει πλάκα. Έβαλε την ηλεκτρονική διεύθυνση του διευθυντή εταιρείας με τις τόσες απαιτήσεις, επισύναψε το βιογραφικό της και μία πρόσφατη φωτογραφία και αφού βεβαιώθηκε πως ήταν όλα στην εντέλεια, πάτησε αποστολή. Ένιωσε καλά με τον εαυτό της. Τουλάχιστον είχε κάνει μία προσπάθεια. Από την άλλη, το γεγονός πως είχε κάνει αμέτρητες προσπάθειες και δεν είχε κανένα αποτέλεσμα, την βασάνιζε αφού με την αποτυχία δεν τα πήγαινε καλά. Μάθαινε όμως, προσαρμοζόταν. Στα είκοσι-έξι της έπρεπε να σταθεί μόνη στα πόδια της χωρίς να στηρίζεται πάνω σε κανέναν και ήταν αποφασισμένη να τα καταφέρει... κάποια στιγμή... όταν τα αφεντικά δεν ζητούσαν τον ουρανό με τ’ άστρα.
Η ώρα ήταν εννέα το πρωί κι εκείνη νύσταζε αφού η βραδιά της αποτελούταν από διαταραχές ύπνου αλλά και στομαχικούς πόνους από την ίωση που την είχαν κολλήσει τα παιδιά της αδερφής της. Μετέφερε με δυσκολία το σώμα της από το γραφείο στον καναπέ και τυλίχτηκε με την κουβέρτα της. Άνοιξε την τηλεόραση για να έχει λίγη παρέα και ο ήχος της φωνής της παρουσιάστριας της εκπομπής που ξεκινούσε, αντήχησε στο μικρό διαμέρισμά της. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησε πόσο έντονο πονοκέφαλο είχε. Χαμήλωσε τη φωνή και έκλεισε τα μάτια της. Δεν άργησε να βυθιστεί σ’ έναν άρρωστο ύπνο που διεκόπη από τον ήχο του κινητού της που χτυπούσε σαν τρελό, ασταμάτητα. Έψαξε να το βρει σέρνοντας την κουβέρτα μαζί της. Ο αριθμός στην οθόνη ήταν άγνωστος. Φαντάστηκε πως ήταν κάποια εταιρεία που θα της έκανε κάποια νέα σούπερ προσφορά που δεν θα την σύμφερε, αλλά προτίμησε να απαντήσει αντί να αγνοήσει την κλήση.
«Παρακαλώ;» κατάφερε να πει βραχνά, ρουφώντας τη μύτη της που έτρεχε. Άρπαξε μία χαρτοπετσέτα περιμένοντας το άτομο στην άλλη άκρη της γραμμής να μιλήσει.
«Η δεσποινίς Κλεοπάτρα Εμμανουηλίδου;» ρώτησε αυστηρά ο άντρας στην άλλη άκρη της γραμμής. Ταράχτηκε γιατί ήταν λες και την μάλωνε. Ποιος ήταν; Το μυαλό της άρχισε να δουλεύει γρήγορα. Τους λογαριασμούς της τους είχε πληρώσει, έστω και καθυστερημένα. Το ενοίκιο το είχε δώσει, το ίδιο και τα κοινόχρηστα. Είχε χρησιμοποιήσει όλα τα χρήματά της από το επίδομα ανεργίας και έτρωγε νερόβραστα μακαρόνια εδώ και τέσσερις μέρες. Ποιος την καλούσε με τέτοιο ύφος;
«Φοβάμαι να πω ναι, αλλά τέλος πάντων. Εγώ είμαι» απάντησε με αυθάδεια αφού δεν άντεχε καν να στέκεται όρθια και να μιλάει στο τηλέφωνο.
«Στείλατε ένα βιογραφικό πριν μερικές ώρες για τη θέση βοηθού διευθυντή εταιρείας. Ενδιαφέρεστε ακόμα ή σας διακόπτω από κάτι σημαντικό;» ρώτησε εκείνος και η Κλεοπάτρα κράτησε την ανάσα της. Έβρισε από μέσα της. Δεν περίμενε ποτέ να την καλέσουν από εκείνη τη δουλειά κι επιπλέον, ήταν δύστροπη εξαιτίας του κρυώματος. Αλλά χρειαζόταν επειγόντως εργασία κι ήλπιζε να μην έχασε μία ευκαιρία για συνέντευξη.
«Ναι, με συγχωρείτε, φυσικά κι ενδιαφέρομαι» είπε στα γρήγορα ελπίζοντας να μην της έκλεινε το τηλέφωνο στα μούτρα.
«Σε πόση ώρα θα μπορείτε να είστε εδώ;» απαίτησε ο άντρας να μάθει.
«Τώρα θέλετε να έρθω; Ξέρετε, είμαι άρρωστη, με πυρετό και...»
«Δεσποινίς Εμμανουηλίδου, θέλετε ή όχι τη συνέντευξη; Έχουμε πολλά ικανά άτομα που ενδιαφέρονται να δούμε, ένα λιγότερο δεν θα κάνει τη διαφορά. Ή έρχεστε σήμερα ως τις τρεις ή απλά σας προσπερνάμε».
Εκνευρίστηκε μαζί του όσο δεν είχε εκνευριστεί ποτέ άλλοτε με άλλον άνθρωπο. Φαντάστηκε τον εαυτό της να τον χτυπά στο πρόσωπο με την βάση του φορητού υπολογιστή της και πήρε μία βαθιά ανάσα, πασχίζοντας να αναπνεύσει φυσιολογικά.
«Ωραία, μπορώ να είμαι εκεί κατά τις δύο» του είπε, αφού έριξε μία ματιά στο ρολόι της. Η ώρα ήταν δώδεκα περίπου, έπρεπε να κάνει ένα μπάνιο και να ετοιμαστεί πριν πάει στη συνέντευξη. Θα έπρεπε να περάσει κι από το φαρμακείο να πάρει κάτι για το κρύωμα αν δεν ήθελε να πέσει κάτω από την εξουθένωση.
«Ωραία, στις δύο. Τα γραφεία είναι στον τέταρτο όροφο. Ζητήστε τον κύριο Αντωνίου και μην αργήσετε σας παρακαλώ».
Άκουσε το κλικ του τηλεφώνου που έκλεισε και κάγχασε σοκαρισμένη με το πόσο ανάγωγος ήταν αυτός ο άντρας. Με αυτόν θα χρειαζόταν να συνεργαστεί; Ήταν σίγουρη πως θα σφάζονταν από την συνέντευξη κιόλας αλλά αυτό δεν την εμπόδισε από το να τρέξει να κάνει το μπάνιο της. Θα πήγαινε στο γραφείο του με αποφασιστικότητα και θα του έδινε να καταλάβει πως ο τρόπος του δεν περνούσε σ’ εκείνη.
Άφησε το ζεστό νερό να πέσει πάνω της για ώρα και σύντομα ένιωσε την αναπνευστική της οδό να ανοίγει λιγάκι. Αμέσως ανακουφίστηκε και το κεφάλι της αφού ο πονοκέφαλος από το προηγούμενο βράδυ, δεν έλεγε να περάσει. Τυλίχτηκε με το μπουρνούζι της και αφού στέγνωσε πρώτα τα μαλλιά της, έτρεξε να βρει κάτι όμορφο κι επαγγελματικό να φορέσει για το ραντεβού της. Τα ρούχα της ήταν προσεγμένα, τουλάχιστον σε αυτό δεν έκανε εκπτώσεις. Ήθελε να είναι πάντα στην τρίχα γι’ αυτό ψώνιζε προσεγμένα. Τράβηξε μία ψηλόμεση γκρι φούστα που έφτανε ως το γόνατο κι ένα λευκό πουκάμισο σιδερωμένο στην εντέλεια. Βρήκε τις μαύρες γόβες της και ντύθηκε κοιτώντας προς το κρεββάτι της όπου είχε αράξει ο χνουδωτός γάτος της, η μοναδική της συντροφιά.
«Σου αρέσω Σέβερους;» τον ρώτησε αφού έκανε μία στροφή γύρω από τον εαυτό της. Δεν φαινόταν να νοιάζεται και πολύ για την εμφάνισή της. Έγλειψε την πατούσα του και άλλαξε πλευρό, αδιαφορώντας με ένα έντονο χασμουρητό. Η Κλεοπάτρα γέλασε με την απάθεια του και έτρεξε στο μπάνιο να βαφτεί όσο καλύτερα μπορούσε. Έπλεξε τα μακριά καστανά μαλλιά της σε μία γαλλική πλεξούδα και έφυγε με γρήγορο βήμα για να μην αργήσει στη συνέντευξή της.
Έκανε μία στάση μόνο στο φαρμακείο της γειτονιάς της πριν μπει στο ταξί που θα την μετέφερε στην Κηφισιά όπου βρισκόταν η εταιρεία. Δεν είχε προλάβει καν να κοιτάξει με τι ασχολούταν γι’ αυτό έβγαλε το κινητό της ώστε να χρησιμοποιήσει τα τελευταία της δεδομένα για να κάνει μία έρευνα. Εκείνη τη στιγμή μόνο συνειδητοποίησε πόσο πολύ χρειαζόταν τη δουλειά. Έπρεπε να συγκεντρωθεί και να τα πάει καλά στη συνέντευξη γιατί τελείωναν τα λεφτά και τα μακαρόνια.
Άφησε την ανάσα της να βγει αργά και έβαλε στην αναζήτηση την ονομασία της εταιρείας. Την είχε ακουστά γιατί ήταν μία από τις μεγαλύτερες στην χώρα που αναλάμβανε εργολαβίες για κατασκευές σπιτιών ως γεφυρών αλλά και για πιο απλές καταστάσεις όπως βάψιμο εσωτερικών και εξωτερικών χώρων, μονώσεις και ό,τι είχε να κάνει με οικοδομές. Έμεινε με το στόμα ανοιχτό κυρίως γιατί δεν είχε την παραμικρή ιδέα για τέτοια θέματα. Διάβασε λίγες πληροφορίες τις οποίες προσπάθησε να αφομοιώσει όμως δεν βρήκε τίποτα για εκείνους που διοικούσαν την εταιρεία. Απογοητεύτηκε που δεν ήξερε τι θα αντιμετωπίσει αλλά κρίνοντας από το τηλεφώνημα, τα πράγματα θα ήταν αρκετά ζόρικα για εκείνη.
Το ταξί σταμάτησε ακριβώς δέκα λεπτά πριν τις δύο έξω από το δεκαόροφο κτήριο που ανήκε εξολοκλήρου στην εταιρεία. Μία τεράστια πινακίδα με την επωνυμία ήταν κρεμασμένη στην ταράτσα που ξεχώριζε και φαινόταν από κάθε σημείο. Η πόρτα μπροστά της ήταν γυάλινη και μισάνοιχτη λες και την περίμενε. Πριν ανέβει τα σκαλιά που οδηγούσαν προς τα εκεί, μία νεαρή κοπέλα βγήκε τρέχοντας από το κτήριο, κλαίγοντας στο τηλέφωνο πως ήταν η χειρότερη συνέντευξη που είχε δώσει ποτέ της. Τρόμαξε μα η περιέργειά της μεγάλωσε ακόμα περισσότερο κι αντί να κάνει μεταβολή και να φύγει, ανέβηκε γρήγορα τα σκαλιά και πέρασε στον χώρο υποδοχής.
«Συγνώμη, πάω στον τέταρτο» είπε στον άντρα πίσω από το γραφείο που φορούσε μία στολή που έγραφε πως ανήκε στην ασφάλεια του κτηρίου.
«Καλή τύχη» αρκέστηκε να απαντήσει εκείνος καθώς της έδινε το ταμπελάκι που έγραφε “επισκέπτης” για να καρφιτσώσει πάνω της. Η Κλεοπάτρα τον κοίταξε λιγάκι αμήχανα αναρωτώμενη αν έκανε όντως καλά που δεν έφευγε. Αναστέναξε και προχώρησε προς τον ανελκυστήρα ελπίζοντας για το καλύτερο. Πέρασε στο εσωτερικό και πάτησε το κουμπί για τον έκτο. Έριξε μία τελευταία ματιά στον εαυτό της στον καθρέφτη πίσω της για να βεβαιωθεί πως δεν φαινόταν τόσο ράκος όσο ένιωθε. Ευτυχώς τα καλλυντικά έκαναν καλή δουλειά και κάλυπταν τους μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια της αλλά όχι και την κοκκινίλα που της δημιουργούσε ο πυρετός. Φύσηξε τη μύτη της πάνω που έφτανε στον προορισμό της.
«Ψυχραιμία Κλεό» μουρμούρισε και φόρεσε το καλύτερό της χαμόγελο επικεντρωμένη στις πόρτες που άνοιγαν. Βγήκε από τον ανελκυστήρα με σίγουρο βήμα αλλά όταν έφτασε στα γραφεία, δεν βρήκε κανέναν εκεί. Αγχώθηκε γιατί δεν ήξερε που να ανακοινώσει την έλευσή της. Που θα έβρισκε τον τύπο για τη συνέντευξη; Ξάφνου ξέχασε και το όνομά του... ποιον είχε πει να ζητήσει; πανικοβλήθηκε ενώ κοιτούσε τριγύρω της για την απάντηση που δεν ερχόταν ποτέ.
Ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα αλλά μία πόρτα που άνοιξε απότομα την έβγαλε από τις σκέψεις της. Στράφηκε προς τα εκεί και κοίταξε τον άντρα που βγήκε από μέσα με μεγάλο ενδιαφέρον. Είχε δει όμορφους άντρες κατά καιρούς αλλά αυτός εκτός από ομορφιά είχε και μία αστείρευτη γοητεία που έκανε τα γόνατά της να λυγίσουν. Δεν την πτόησε το γεγονός πως ήταν αγέλαστος και την κοιτούσε σαν να έβλεπε κάτι που δεν του άρεσε καθόλου.
«Περάστε σας παρακαλώ, δεν έχω χρόνο για χάσιμο» τη μάλωσε. Η Κλεοπάτρα τινάχτηκε λιγάκι φοβισμένη από τον τρόπο του. Εκείνος κράτησε την πόρτα ανοιχτή για να περάσει και την ακολούθησε με μεγάλο βήμα. Τα χέρια του είχαν πάει στο λαιμό του και στη γραβάτα του που φαινόταν να τον ενοχλεί. Την έλυσε με μία απότομη κίνηση και αφού την έβγαλε, την ακούμπησε πάνω στο γραφείο, χωρίς να πάρει τα μάτια του από πάνω της. Τον παρατήρησε λιγάκι. Δεν είχε σκοπό να τον αφήσει να την τρομοκρατήσει. Τα μάτια του ήταν μεγάλα, γκριζοπράσινα και έσταζαν καλοσύνη όσο κι αν πάσχιζε να δείξει αυστηρός. Ένιωσε το σώμα της να χαλαρώνει αμέσως. Το στόμα του ήταν πανέμορφο και καλοσχηματισμένη ενώ το πρόσωπό του πλαισίωναν γένια μερικών ημερών.
«Να υποθέσω πως είστε ο κύριος Αντωνίου;» τον ρώτησε καλοσυνάτα για να ξεκινήσει κουβέντα αφού είχε αρχίσει να νιώθει άβολα κάτω από το έντονο βλέμμα του.
«Ναι, η εταιρεία ήταν του πατέρα μου και πέρασε στα χέρια μου πριν έναν χρόνο. Είμαι πολύ απαιτητικός κι αν δεν αντέχεις την πίεση στη δουλειά, καλό θα είναι να φύγεις τώρα».
Σήκωσε ένα φρύδι αψηφώντας τον τρόπο που της μιλούσε και την ανάγκη του να της επιβληθεί. «Θα μπορούσατε να μου είχατε πει τηλεφωνικώς αυτό, ειδικά από τη στιγμή που σας είπα πως είμαι άρρωστη» απάντησε εκείνη, αδιάφορα.
«Ναι, εκτιμώ το ότι ήρθατε». Μαλάκωσαν λιγάκι τα χαρακτηριστικά του αλλά κράτησε για μία στιγμή μόνο. «Το όνομά σας;»
«Κλεοπάτρα Εμμανουηλίδη».
Έψαξε στα χαρτιά του ώσπου βρήκε το βιογραφικό της. Του έριξε μία ματιά και η Κλεοπάτρα συνειδητοποίησε πως πρέπει να ήταν τρομερά κουρασμένος γιατί έτριβε τα μάτια του συχνά. Τα σήκωσε πάνω της και άνοιξε το στόμα του να πει κάτι, μα δεν πρόλαβε. Η πόρτα του γραφείο άνοιξε και μπήκε μέσα σαν σίφουνας ένας άντρας το άκρως αντίθετο από εκείνον. Έστρεψε τα μάτια της πάνω στον καστανόξανθο άγγελο με τα γκριζογάλανα μάτια και το στραβό χαμόγελο κι ευχήθηκε να μην καρφωνόταν πολύ εκείνη τη στιγμή.
«Τι θες Άγγελε;» ρώτησε μέσα από τα δόντια του ο κύριος Αντωνίου.
«Σου έχω νέα» του εξήγησε και στράφηκε προς την Κλεοπάτρα που δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια της από πάνω του. Έδειξε άμεσο ενδιαφέρον για εκείνη. Μειδίασε μ’ ευχαρίστηση καθώς την τσέκαρε από την κορυφή ως τα νύχια, απροκάλυπτα. «Α ωραία, υποψήφια είσαι; προσλαμβάνεσαι» της είπε χωρίς περιστροφές.
«Αυτό θα το αποφασίσω εγώ, όχι εσύ» πετάχτηκε εκνευρισμένος ο Αντωνίου.
«Ρε Αλέξανδρε, έχεις δει από το πρωί πάνω από είκοσι άτομα και τις έχεις διώξει όλες» τον μάλωσε εκείνος και στράφηκε πάλι προς την Κλεοπάτρα που παρακολουθούσε χωρίς ν’ αφήσει λέξη να πέσει κάτω. «Κορίτσι μου, είσαι είκοσι-οχτώ και κάτω;»
«Μάλιστα, μόλις έκλεισα τα είκοσι-έξι».
«Όμορφη είσαι» διαπίστωσε εκείνος κάνοντάς την να κοκκινίσει και τράβηξε το βιογραφικό από τα χέρια του Αλέξανδρου. «Εμπειρία έχεις, είσαι άγαμη και δεν έχεις παιδιά, έχεις πτυχίο στο μάνατζμεντ... εντυπωσιακό... ξέρεις τυφλό σύστημα, τρεις γλώσσες». Σταμάτησε να απαριθμεί τα προσόντα της και της χάρισε ένα χαμόγελο που παραλίγο να την κάνει να χαχανίσει. «Δεν υπάρχει κάτι άλλο να δούμε. Προσλαμβάνεσαι. Ξεκινάς από Δευτέρα, να είσαι εδώ στις οχτώ και μισή για να σε ξεναγήσω».
Σηκώθηκε από τη θέση της σαστισμένη και στράφηκε προς τον Αλέξανδρο Αντωνίου που δεν έδειχνε πολύ ενθουσιασμένος με το γεγονός πως ο Άγγελος είχε πάρει την απόφαση για εκείνον. «Κύριε Αντώνιου, να έρθω; Γιατί δεν θα ήθελα να μπω στον κόπο και να με διώξετε» του είπε με ειλικρίνεια που τον έπιασε εξαπίνης.
«Είναι τέλεια για τη δουλειά» επέμεινε ο Άγγελος.
«Να ‘ρθείτε δεσποινίς κι αν δεν μου κάνετε, θα φροντίσει ο συνάδελφος μου από εδώ να σου βρει άλλη δουλειά».
Δεν έμεινε άλλο εκεί. Το γραφείο μύριζε μπαρούτι. Πήρε τα πράγματά της και έφυγε σχεδόν τρέχοντας. Άφησε την ανάσα της να βγει μόνο όταν απομακρύνθηκε αρκετά. Γέλασε για το πως είχαν έρθει τα πράγματα και ευχαρίστησε από μέσα της άπειρες φορές τον Άγγελο που ως από μηχανής Θεός, είχε σώσει την κατάσταση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου