Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2020

~16~ Κεφάλαιο 3


Μπορούσε ν’ ακούσει την καρδιά της να χτυπά σαν τρελή ενώ πλησίαζε το κτήριο όπου στεγαζόταν το λύκειο στο οποίο φοίτησε. Αν την χαρακτήριζε κάτι ήταν η αποφασιστικότητα αλλά και η δυναμικότητά της. Ήταν πολύ λίγες οι στιγμές που ένιωθε χαμένη κι αυτή ήταν σίγουρα μία από αυτές. Της πήρε πάνω από δύο ώρες ώσπου να πάρει την απόφαση. Έκανε βόλτες μέσα στην μικρή πόλη ώσπου έφτασε ως το λιμάνι, ενώ μετά βρέθηκε σε μία από τις παραλίες να δροσίζει τα πόδια της στην ανταριασμένη θάλασσα. Θυμήθηκε τα λόγια του πατέρα της προτού φύγει από το σπίτι. “Δεν θα είναι το τέλος του κόσμου αν δεν περάσεις”, της είχε πει. Έπρεπε να βρει έναν τρόπο να πείσει τον εαυτό της πως είχε δίκιο. Δεν ήταν το καλύτερο το να περάσει τις πύλες του λυκείου με τέτοια ηττοπάθεια. Αν δεν είχε περάσει, είχε έναν ολόκληρο χειμώνα να διαβάσει για να ξαναγράψει και την επόμενη φορά θα τα πήγαινε καλύτερα. Θα έκανε το όνειρό της πραγματικότητα με το έτσι θέλω γιατί το άξιζε.
Με αυτή τη σκέψη πέρασε στην αυλή του σχολείου και κατευθύνθηκε με αργό βήμα προς τον τοίχο όπου στέκονταν μπροστά, ήδη αρκετοί συμμαθητές της. Ανακουφίστηκε όταν είδε τη Ρένα και τον Φίλιππο, τους δύο μοναδικούς φίλους που είχε στο νησί, να είναι εκεί και να την περιμένουν. Έτρεξε προς το μέρος τους με κρατημένη ανάσα από το άγχος που δεν έλεγε να καταλαγιάσει.


«Απορώ γιατί σηκώθηκα τόσο νωρίς», διαμαρτυρήθηκε η Ρένα. Τα μαλλιά της έμοιαζαν κατάξανθα ενάντια στον ήλιο παρότι είχαν ένα πανέμορφο χρώμα σαν το μέλι στην κερήθρα. Τα μάτια της είχαν πάρει μια γλυκιά απόχρωση του πράσινου έτσι όπως τα είχε στενέψει για να τα φυλάξει από το έντονο φως. Δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένη που ήταν εκεί αφού ήξερε από την πρώτη στιγμή πως ήταν άδικος κόπος το να δώσει εξετάσεις. Την είχαν βάλει με το ζόρι οι γονείς της μήπως περνούσε κάπου και την ξεφορτωνόντουσαν, όπως έλεγε η ίδια, αλλά η Ρένα δεν είχε όνειρα σαν τα δικά της. Της αρκούσε που ήταν η όμορφη του Πυθαγορείου, το γεγονός πως είχε δουλειά για μια ζωή στην ταβέρνα του πατέρα της και πως ο ανδρικός πληθυσμός που επισκεπτόταν το νησί, δεν έμενε ασυγκίνητος από τα κάλλη της.
«Έχεις έρθει για συμπαράσταση, σταμάτα πια να γκρινιάζεις», παραπονέθηκε ο Φίλιππος. Εκείνος αν και ήταν ψηλός και άγγιζε σχεδόν το 1.90, έδειχνε πραγματικά μικρός εκείνη τη στιγμή. Είχε ζαρώσει από το φόβο. Το στρογγυλό πρόσωπό του και τα κόκκινα μάγουλά του τον έκαναν να μοιάζει τουλάχιστον πέντε χρόνια νεότερος. Γέλασε με τον εαυτό της γιατί ξάφνου είχε την έντονη ανάγκη να τον αγκαλιάσει για να τον παρηγορήσει. Δεν το τόλμησε, από τότε που προσπάθησε να τον φιλήσει πριν τρία χρόνια όταν συνειδητοποίησε πως είχε αισθήματα για τον κολλητό της, κρατούσε μια ασφαλή απόσταση από εκείνον για να είναι σίγουρη πως δεν θα έκανε το παραμικρό που θα έβαζε σε κίνδυνο τη φιλία τους. Με τα χρόνια ο ενθουσιασμός πέρασε και πλέον τα αισθήματά της για τον Φίλιππο ήταν μόνο φιλικά. Μα και πάλι, δεν μπορούσε να βρίσκεται πολύ κοντά του. Έτσι απλά, χωρίς να μπορεί να το εξηγήσει.
«Ωραία, μήπως να ρίχναμε μια ματιά να τελειώνουμε;» πρότεινε εκείνη αλλά δεν πρόλαβε να κάνει βήμα γιατί το χέρι της Ρένας τυλίχτηκε γύρω από τον καρπό της. Την αντίκρισε σοκαρισμένη από το γεγονός πως την έσφιγγε τόσο πολύ που της έκοβε την κυκλοφορία του αίματος. Τα μάτια της κοπέλας είχαν ανοίξει διάπλατα καθώς τα είχε αφημένα κάπου στην αυλή. Παραξενεύτηκε τόσο που αναγκάστηκε να ψάξει με τη ματιά της τι ήταν αυτό που είχε τραβήξει την προσοχή της φίλης της. Όταν είδε τον νεαρό από το πρωί να στέκεται ενάντια σ’ έναν κορμό ενός δέντρου και να ανάβει τσιγάρο, κατάλαβε αμέσως.
«Ώστε είναι αλήθεια;» μουρμούρισε η Ρένα μα εκείνη δεν κατάλαβε τι εννοούσε. «Μου είπαν πως ήρθε νέο αίμα στο νησί, μου είπαν πως είναι όμορφος αλλά δεν μου είπαν πόσο...»
«Τι λες πάλι, μωρέ Ρένα;» αναστέναξε ο Φίλιππος που προσπάθησε να ελευθερώσει το χέρι της από τη λαβή της κοπέλας.
«Άγγελος Πριοβόλου. Ετών δέκα-εννέα. Γιος στρατιωτικού, μόλις μετακόμισε στο νησί γιατί ο Ταγματάρχης πατέρας του πήρε μετάθεση. Να πάω, λες, να συστηθώ;»
Ώστε δεν ήταν τουρίστας. Αυτό ήταν το πρώτο πράγμα που πέρασε από το μυαλό της. Οι ματιές τους διασταυρώθηκαν και ορκίστηκε πως είδε ένα μειδίαμα να σχηματίζεται στο όμορφο στόμα του. Δεν της ξέφυγε το γεγονός πως είχε αλλάξει. Είχε πλυθεί και τα αίματα από την κλωτσιά που του είχε δώσει, είχαν εξαφανιστεί, όχι όμως και οι μελανιές. Ένιωσε λιγάκι άσχημα και τράβηξε τα μάτια της από πάνω του αμέσως γιατί έμοιαζε να την προκαλεί με τον τρόπο του. Έπρεπε να συγκεντρωθεί και αυτός ήταν σίγουρα ένας μεγάλος αντιπερισπασμός.
«Εύα, είσαι καλά;» άκουσε τον Φίλιππο να ρωτάει. Τότε μόνο συνειδητοποίησε πως είχε κρατήσει κλειστά τα μάτια της για λίγη περισσότερη ώρα απ’ όσο θα ήθελε. Η μορφή του νεαρού είχε αποτυπωθεί για καλά πίσω από τα βλέφαρά της. Δεν της άρεσε καθόλου αυτό. Πήρε μία βαθιά ανάσα και κοίταξε τον φίλο της που έδειχνε να ανησυχεί για εκείνη, ενώ προσπάθησε ταυτόχρονα να του χαμογελάσει καθησυχαστικά.
«Πάμε να δούμε τα αποτελέσματα. Δεν μπορώ να ζω με αυτό το άγχος», γκρίνιαξε. Αγνόησε τη Ρένα που μιλούσε ακόμα για τον γιο του Ταγματάρχη και χώθηκε ανάμεσα από σώματα για να μπορέσει να κοιτάξει τον πίνακα ανακοινώσεων. Έψαξε για το όνομά της με κρατημένη την ανάσα. Όταν το είδε, πάγωσε. Ξάφνου δεν μπορούσε να κοιτάξει δίπλα τα μόρια που είχε πιάσει. Άρχισε να τρέμει όταν ένιωσε το χέρι του Φίλιππου στον ώμο της. Το άγγιγμά του έκανε το θαύμα του και σύντομα είχε ηρεμήσει.
«Συγχαρητήρια Εύα μου, τα κατάφερες», της είπε χαρούμενος αν και στη φωνή του διέκρινε και λίγη απογοήτευση. «Τέλεια. Εγώ πρέπει να περάσω μία ακόμα χρονιά στο νησί με τη Ρένα». Κοίταξε ξανά τον πίνακα για να βεβαιωθεί και τσίριξε από ενθουσιασμό. Σίγουρα με αυτά τα μόρια περνούσε στην φιλοσοφική Αθηνών. Να που τελικά είχε βρει το εισιτήριο μακριά από έναν κόσμο που δεν αγαπούσε και που την έπνιγε.
«Λυπάμαι Φίλιππε. Θα τα καταφέρεις του χρόνου. Θα σε περιμένω στην Αθήνα», είπε τελικά ανήμπορη να κρύψει τη χαρά και την ανακούφισή της.
«Να, γι’ αυτό εγώ δεν νοιαζόμουν, κόντεψε να σας πεθάνει το άγχος και τι καταλάβατε;» πετάχτηκε η Ρένα που δεν έλεγε να πάρει τα μάτια της πάνω από τον νεαρό.
«Πάμε να σας κεράσω έναν καφέ της παρηγοριάς;» γκρίνιαξε πάλι ο Φίλιππος.
«Λυπάμαι, πάω στους γονείς μου».
Δεν έβλεπε την ώρα να τους πει τα νέα. Ήταν επιτακτική ανάγκη να μοιραστεί μαζί τους τη χαρά της. Λυπόταν που θα έφευγε, δεν είχε αφήσει ποτέ τους γονείς της αλλά ήταν ώρα να ζήσει τη ζωή της, να σπουδάσει κάτι που θα αγαπούσε και να χτίσει ένα μέλλον. Στο νησί υπήρχαν περιορισμοί. Στην Αθήνα, όχι. Άνοιξε το βήμα της ενώ περνούσε δίπλα από το νεαρό που την κοίταξε μ’ έντονο ενδιαφέρον. Άθελά της στράφηκε προς το μέρος του για να τον κοιτάξει. Δεν μπόρεσε να καταλάβει γιατί δεν μπορούσε να συγκρατηθεί. Νευρίασε με τον εαυτό της, ειδικά όταν εκείνος πετάχτηκε ξάφνου μπροστά της για να της κόψει το δρόμο. Σάστισε μα σκέφτηκε καθαρά και προσπάθησε να του ξεφύγει. Ήταν όμως γρήγορος και σύντομα είχε βρεθεί πάλι μπροστά της.
«Μου χρωστάς μία συγγνώμη», της είπε επιτακτικά και η Εύα κάγχασε διαφωνώντας μαζί του.
«Μάλλον εσύ μου χρωστάς μία συγγνώμη».
«Δεν σου άνοιξα εγώ τη μύτη», επέμεινε εκείνος. Την ακολούθησε λες και ήταν σκιά της ώσπου η Εύα δεν άντεξε. Στράφηκε προς το μέρος του εκνευρισμένη, μα το αφοπλιστικό ύφος του τη σταμάτησε από το να του κάνει οποιαδήποτε επίθεση. Είχε κάτι παράξενο το ύφος του, σαν να μην ήθελε να μείνει μόνος. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι τον προβλημάτιζε αλλά δεν μπόρεσε να του πει να φύγει. Έφτανε στον σπίτι της, εκεί θα χώριζαν οι δρόμοι τους αλλά ως τότε, θα τον άφηνε να περπατήσει στο πλευρό της.
«Σου ζητώ συγγνώμη που σου άνοιξα τη μύτη...»
«Χαίρομαι που παραδέχεσαι πως έκανες λάθος», τη διέκοψε περήφανος με τον εαυτό του.
«Αλλά», έκανε εκείνη, σβήνοντας το αυτάρεσκο χαμόγελο από τα χείλη του. «Με τρόμαξες. Μύριζες αλκοόλ και με άρπαξες χωρίς τη συγκατάθεσή μου. Καταλαβαίνεις πως το ότι τη γλίτωσες με μία απλή κλωτσιά στη μύτη, ήταν ευχή Θεού, σωστά;»
«Όπως είπες, είχα πιει. Το ότι βρέθηκε ξαπλωμένη πάνω μου μία όμορφη γυναίκα σαν εσένα, ήταν το κερασάκι στην τούρτα», την πείραξε χαχανίζοντας.
«Α, ναι; Νόμιζα το ότι έπαιξες ξύλο ήταν η κορυφή της βραδιάς σου», είπε εκείνη αδιάφορα. Δεν της ξέφυγε το γεγονός πως σήκωσε το χέρι του στο πρόσωπό του σαν να ήθελε να βεβαιωθεί πως του έλεγε την αλήθεια.
«Αυτό το είχα ξεχάσει. Ομολογώ πως ήταν ενδιαφέρουσα βραδιά, αν θες να μάθεις...»
«Δεν θέλω», τον διαβεβαίωσε με τόση καλοσύνη, που μάλλον τον τρόμαξε λιγάκι. «Με συγχωρείς τώρα, πρέπει να πάω σπίτι μου».
«Χάρηκα πολύ που σε γνώρισα, Εύα Καραμολέγκου». Έκανε μία μικρή υπόκλιση χωρίς να πάρει τα μάτια του από τα δικά της.
«Πού ξέρεις...»
«Όποιος θέλει, μαθαίνει», τη διέκοψε. Το στραβό του χαμόγελο έκανε το στομάχι της να σφιχτεί λιγάκι, με τον πιο γλυκό τρόπο που μπορούσε να φανταστεί. Στάθηκε στο ίδιο σημείο για λίγο να τον παρακολουθεί όσο απομακρυνόταν σαν μαγεμένη από τις κινήσεις του. Περπατούσε λες και του ανήκε ο κόσμος όλος μα κάτι της έλεγε πως ο Άγγελος Πριοβόλου ένιωθε σαν να μην ανήκε εκεί. Μπορούσε να το δει ξεκάθαρα στα φωτεινά μάτια του που τα σκοτείνιαζε συχνά μία έντονη μελαγχολία.
Ξεκόλλησε τα πόδια της από το έδαφος με δυσκολία για να συνεχίσει ως το σπίτι της. Δεν έπρεπε να κάνει έναν άγνωστο και τη συμπεριφορά του, δικό της πρόβλημα. Έτρεξε ως την εξώπορτα και άνοιξε με το κλειδί που βρήκε στη γλάστρα. Οι γονείς της ήταν σπίτι, μπορούσε ν’ ακούσει τις φωνές τους που έρχονταν από την κουζίνα, όμως κάτι δεν πήγαινε καλά. Υπήρχε μία ένταση στον τόνο τους που δεν της άρεσε. Δεν τους άκουγε να τσακώνονται συχνά, μάλιστα οι καυγάδες τους ήταν τόσο σπάνιοι που πίστευε πως τσακώνονταν μόνο όταν κοιμόταν για να μην την ενοχλούν. Η καρδιά της έχασε μερικούς χτύπους ενώ πλησίαζε στην κουζίνα. Το ένστικτό της φώναζε πως κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά και επιβεβαιώθηκε όταν πλησίασε τόσο όσο χρειαζόταν για να τους ακούσει ξεκάθαρα.
«Πρέπει να βρούμε μία λύση. Δεν τα βγάζουμε πέρα», άκουσε τη μητέρα της να λέει με έναν πνιχτό λυγμό.
«Δεν ξέρω τι άλλο να κάνω. Βλέπεις, με τον παλιόκαιρο έχω να βγω στη θάλασσα τρεις μέρες. Τι άλλο να κάνω;» απάντησε ο πατέρας της.
«Ζήτησα να δουλεύω οχτάωρο αλλά δεν μπορεί η Γεωργία, δεν βγαίνει οικονομικά», συνέχισε η μητέρα της. «Το παιδί πέρασε Αθήνα. Ξέρεις πόσο το θέλει να πάει. Πρέπει να βρούμε τρόπο να τη στείλουμε, Νίκο».
«Αν ζητήσουμε βοήθεια από τον Γιώργο;»
«Δουλεύει σαν το σκυλί για να μη μας επιβαρύνει. Δεν μπορούμε να του ζητήσουμε κάτι τέτοιο».
«Το ξέρω... ίσως ήρθε η ώρα να πουλήσω το καΐκι».
Τα μάτια της γέμισαν με δάκρυα όταν άκουσε τον πατέρα της να προτείνει κάτι τέτοιο. Αυτό το καΐκι ήταν μέλος της οικογένειας, το αγαπούσε όσο αγαπούσε την ίδια και τον αδερφό της που σπούδαζε στο Λονδίνο. Με το ζόρι κατάφερναν να τον συντηρήσουν αλλά ο Γιώργος ήταν από εκείνους που δεν βολευόταν με τα λίγα. Ήθελε Λονδίνο για το μεταπτυχιακό του στις πολιτικές επιστήμες και πήρε αυτό που ήθελε. Μπορεί δύο χρόνια μετά να δούλευε για να συντηρήσει τον εαυτό του αλλά τα έξοδα των σπουδών του ήταν πολλά και το κακό είχε γίνει.
Ένιωσε συγκλονισμένη. Γύρισε την πλάτη της και κατευθύνθηκε με αργό βήμα προς την πόρτα χωρίς πει στους γονείς της πως άκουσε την κουβέντα τους. Περιπλανήθηκε χωρίς σκοπό για λίγη ώρα, με ένα πράγμα μόνο στο μυαλό της. Έπρεπε να βρει έναν τρόπο να τους βοηθήσει αλλά και να μπορέσει να φύγει για σπουδές. Δεν σκόπευε ν’ αφήσει το όνειρό της να βουλιάξει, αλλά δεν θα άφηνε και τον πατέρα της να πουλήσει την περιουσία του εξαιτίας της. Ήξερε πως μπορούσε να αναβάλλει την εγγραφή της για δύο εξάμηνα, ίσως να έμενε στο νησί για να δουλέψει ένα χρόνο ώστε να μπορέσει να φύγει επιτέλους. Ένιωσε τα δάκρυα να κυλάνε στα μάγουλά της. Ήταν τόσο άδικο, όχι μόνο για εκείνη αλλά και τους γονείς της.
Τα πόδια της την έφεραν στον λόφο της, στο σημείο που πάντα πήγαινε όταν ήθελε να ηρεμήσει. Ο αέρας που φυσούσε κατάφερε να πάρει μακριά το κάψιμο από το πρόσωπό της. Ένιωσε το μυαλό της να καθαρίζει λιγάκι αλλά, όταν καθάρισε και η ματιά της, συνειδητοποίησε πως το αγαπημένο της σημείο δεν ήταν άδειο. Μία μορφή καθισμένη στο έδαφος ήταν ήδη εκεί, με το βλέμμα καρφωμένο στον ορίζοντα. Ακόμα δεν είχε φτάσει καν μεσημέρι και ο Άγγελος Πριοβόλου είχε εμφανιστεί τρεις φορές μπροστά της λες και το έκανε επίτηδες να βρίσκεται παρών σε κάθε σημαντική στιγμή. Άφησε την ανάσα της να βγει αργά. Σκόπευε να φύγει, να βρει ένα σημείο όπου να μπορούσε να μείνει μόνη αλλά τελευταία στιγμή το μετάνιωσε. Χωρίς να το σκεφτεί κάθισε δίπλα του, λύγισε τα γόνατα και έφερε το πηγούνι της εκεί. Μείνανε αμίλητοι και ακούνητοι, χαμένοι στις σκέψεις τους κι όμως, στην Εύα φάνηκε πως έκαναν την ωραιότερη κουβέντα.


10 σχόλια:

  1. Είπα να κάνω υπομονή να ανεβάσεις πιο πολλά κεφάλαια και μετά να ξεκινήσω αλλααα τόσο ήταν η αντοχή μου χάχαχα!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Δεν το πιστεύω πως ξανά διαβάζω το 16! Κι ας είναι τροποπο

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Για άλλη μία φορά Νεκταρία μου απολαμβάνω μία ιστορία σου!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Πολύ όμορφη ιστορία 💕💕Μαρεσει 💕💕

    ΑπάντησηΔιαγραφή