Κυριακή 28 Ιουνίου 2020

~16~ κεφάλαια 51 ως 55(τέλος)


Κεφάλαιο 51.

Το 2015 τους βρήκε όλους στη Σάμο. Σε μια απόφαση της τελευταίας στιγμής, μάζεψαν τα πράγματα τους και μπήκαν στο πρώτο πλοίο για το νησί, ακολουθούμενοι από τον Μάιλο που έδειχνε ενθουσιασμένος για την εκδρομή. Οι γονείς της Εύας τρελάθηκαν από τη χαρά τους όταν τους είδαν να κατηφορίζουν στο μονοπάτι προς το σπίτι τους. Η Ελπίδα ξέφυγε από τον Άγγελο και έτρεξε στον παππού της, που του είχε τρομερή αδυναμία και σκαρφάλωσε στην αγκαλιά του, φωνάζοντας με όλη της τη δύναμη πως τον αγαπάει.
«Τι έκπληξη είναι αυτή;» Η κυρά Μίνα σκούπισε συγκινημένη τα μάτια της και έριξε μια ματιά στο πρόσωπο της κόρης της. Το χαμόγελο της έσβησε αλλά η Εύα σχεδόν την παρακάλεσε να μην πει κουβέντα. Ανέκαθεν η μάνα της τη γνώριζε τόσο καλά που δεν χρειαζόταν να ακούσει κουβέντα από το παιδί της. Ήξερε από πριν τι είχε. «Πάμε μέσα, έχουμε πολλά να πούμε», σχολίασε καλοσυνάτα μόνο και τους έδειξε τον δρόμο. 


Πανικός επικρατούσε στο σπίτι. Ο Μάιλο έτρεχε στην αυλή χαρούμενος και η Ελπίδα καθόταν στο πάτωμα στο σαλόνι μπροστά από το χριστουγεννιάτικο δέντρο με τον παππού της και τον παρακαλούσε να της πει τι δώρο θα της έφερνε ο Αϊ Βασίλης. Η Εύα έκανε νόημα στον Άγγελο πως θα ακολουθούσε τη μητέρα της και πήγε στη κουζίνα όπου βάλθηκαν μαζί να φτιάχνουν το πρωινό καφέ τους. Η μέρα μόλις έσκαγε έξω και η ελπίδα για μια όμορφη νέα χρονιά, πλημμύρησε την Εύα. Θα ήταν η χρονιά τους. Το ένιωθε βαθιά μέσα της. Δεν θα άφηνε τίποτα να χαλάσει αυτό το μαγικό συναίσθημα που είχε κατακλύσει τη καρδιά της και το σώμα της.
«Λοιπόν, σε ακούω. Τώρα είμαστε οι δυο μας, πες μου τι έχεις».
Ο τόνος της φωνής της μάνας τη φανέρωνε πως δε θα μπορούσε να της ξεφύγει, οπότε σκέφτηκε να της πει την αλήθεια. Έτσι κι αλλιώς, δε θα της ξέφευγε για πολύ.
«Εδώ και πολλούς μήνες ο Άγγελος κι εγώ προσπαθούμε να κάνουμε κι άλλο παιδί». Το πρόσωπο της Μίνας άστραψε από ευτυχία. «Προσπαθούμε, συχνά αλλά δεν γίνεται τίποτα. Πήγαμε σε γιατρούς και είμαστε και οι δύο υγιέστατοι αλλά, δεν μπορώ να μείνω έγκυος».
«Επειδή το σκέφτεσαι όλη την ώρα», απάντησε σοφά η μητέρα της.
«Είναι κάπως δύσκολο το να μη το σκέφτομαι».
«Ναι, αλλά αγχώνεις τον εαυτό σου περισσότερο και ποιο είναι το αποτέλεσμα;»
«Δεν υπάρχει αποτέλεσμα», μούτρωσε εκείνη.
«Δεν υπάρχει αποτέλεσμα», επανέλαβε η κυρά Μίνα και γέμισε τα πρώτα φλιτζάνια με καφέ. «Χαλάρωσε. Να ευχαριστηθείς τον άντρα σου και θα γίνει τη κατάλληλη στιγμή, θα το δεις».
«Λες ε;»
«Άκου με που σου λέω, ξέρω καλά», χαμογέλασε η μητέρα της πάνω που έμπαινε στη κουζίνα ο Άγγελος. Αγκάλιασε την Εύα και φίλησε το μάγουλο της τρυφερά. «Εγώ ένα πράγμα θέλω να πω. Ευτυχώς που αποκατασταθήκατε. Ήσασταν ικανοί να μην είχατε παντρευτεί ακόμα. Ευτυχώς που τούτος εδώ είχε μυαλό και κανόνισε το γάμο σας μαζί με τη βάφτιση της μικρής». Κοιτάχτηκαν κάνοντας την ίδια γκριμάτσα απόγνωσης ταυτόχρονα μα σοβάρεψαν όταν τους αγριοκοίταξε η Μίνα. «Το λέω για τη μικρή κυρίως. Τώρα έχει και στα χαρτιά μητέρα και πατέρα και είναι κατοχυρωμένη πλήρως».
«Τι είναι ρε μάνα το παιδί και κατοχυρώθηκε;» γέλασε η Εύα, μα η μητέρα της έμεινε σοβαρή και κοίταξε σχεδόν ικετευτικά τον Άγγελο που έσμιξε τα μάτια του προβληματισμένος.
«Δεν θέλω να σας βάλω ψύλλους στ’ αυτιά, αλλά έχετε σκεφτεί τι μπορεί να γίνει αν αποφασίσει η προκομμένη να γυρίσει;»
«Καλά θα κάνει να μείνει εκεί που είναι», πετάχτηκε θυμωμένη η Εύα και κοίταξε προς το σαλόνι για να βεβαιωθεί πως η Ελπίδα ήταν απασχολημένη. «Η Ελπίδα έχει μάνα. Δεν θ’ αφήσω καμία Νάντια να μας πλησιάσει», δήλωσε και κοίταξε έντονα τον Άγγελο. «Το έχουμε συζητήσει. Ο Γεράσιμος μας διαβεβαίωσε πως με το τεστ DNA που έκανε ο Άγγελος, είμαστε εντάξει και πως κανένα δικαστήριο δεν θα έδινε σε αυτή τη γυναίκα το παιδί, σωστά; Θα πρέπει να είναι τρελός ο δικαστής για να μας τη πάρει και να τη δώσει σε μια τρελή που την εγκατέλειψε γιατί της ήταν εμπόδιο, σωστά;»
«Σωστά,» χαμογέλασε εκείνος τρυφερά. «Λίγη υπομονή χρειάζεται και σύντομα θα γίνουν όλα. Η Ελπίδα είναι ευτυχισμένη και εμείς, θέλουμε κι άλλο παιδί. Μόλις άνοιξα το γραφείο μου και ήδη έχουμε αρκετή δουλειά. Μόλις στρώσει, το πρώτο πράγμα που θα κάνουμε είναι να χαλαρώσουμε και οι δύο κι όλα θα είναι διαφορετικά. Αρκετά έχουμε ταλαιπωρηθεί». Άφησε ένα γλυκό φιλί στα χείλια της και την έκλεισε σφιχτά στην αγκαλιά του. Η Μίνα χαμογέλασε και κράτησε τη ματιά της που ήταν γεμάτη λατρεία, πάνω στα πρόσωπα των παιδιών της. Έλαμπαν. Είχαν περάσει τόσα πολλά. Είχαν μείνει χώρια τόσο πολύ κι άδικα και πονούσε η ψυχή της κάθε φορά που σκεφτόταν πως υπήρχε περίπτωση αυτή η ευτυχία να χαθεί. Γύρισε τη πλάτη της στο ζευγάρι κι έκανε τον σταυρό της και μια προσευχή για τη κόρη της. Κάτι της έλεγε πως το νέο έτος δεν θα ήταν τόσο χαλαρό και ότι το κορίτσι της θα χρειαζόταν δύναμη.
Το βράδυ της παραμονής του νέου έτους, φάγανε παρέα στο σπίτι κι ανταλλάξανε δώρα. Η Ελπίδα δεν έφευγε από την αγκαλιά της Εύας και μονίμως κρεμόταν από το λαιμό της εκφράζοντας την απεριόριστη αγάπη της.
«Σπόρε, ώρα για ύπνο», χασμουρήθηκε λίγο πριν την αλλαγή ο Άγγελος.
«Μπαμπά, θέλω να μείνω μ’ εσένα και τη μαμά».
«Όχι, ο Αϊ Βασίλης δεν έρχεται σε σπίτια που τα παιδάκια μένουν ξύπνια τόσο αργά».
«Αφού ο Αϊ Βασίλης είσαι εσύ», διαμαρτυρήθηκε η μικρή ενώ τη ξεκολλούσε από την αγκαλιά της Εύας.
«Τώρα με είπε χοντρό και γέρο;» γκρίνιαξε εκείνος κι έκανε νόημα στη κόρη του να καληνυχτίσει τους πάντες. Εκείνη μούτρωσε και κάρφωσε τα μάτια της σ’ εκείνα της Εύας.
«Μαμά, θα έρθεις κι εσύ;» γκρίνιαξε νυσταγμένη. Δεν μπόρεσε να της αντισταθεί και σύντομα οι τρεις τους ανέβηκαν στο δωμάτιο της και την έβαλαν στο κρεβάτι της. Τους κοίταξε με τα τεράστια μπλε μάτια της που ήταν τόσο ίδια με του πατέρα της και τινάχτηκε όρθια. Πέρασε τα χέρια της γύρω από το λαιμό της Εύας και τράβηξε και τον Άγγελο κοντά τους. Φίλησε τα μάγουλά τους. «Πείτε μου ξανά την ιστορία για τότε που παντρευτήκατε» ικέτευσε. Της άρεσε να την ακούει, την προτιμούσε από κάθε άλλο παραμύθι που μπορούσαν να της πουν.
«Ήμασταν στη Σάμο, όπως και τώρα, είχαμε έρθει για τη βάπτισή σου όταν ο πατέρας σου ήρθε και μου είπε, “ώρα να σε κάνω γυναίκα μου”» ξεκίνησε η Εύα και μιμήθηκε τον Άγγελο με πομπώδες ύφος.
«Δεν είπα έτσι», τη διόρθωσε εκείνος σηκώνοντας τα μάτια ψηλά. Η Ελπίδα χαχάνισε γιατί κάθε φορά, τον ίδιο καυγά είχαν. «Της είπα πως ήταν καιρός να ενώσουμε τις ψυχές μας. Εκείνη άρχισε να φωνάζει πως θα γινόταν κ αυτό κάποτε, πως δεν είχε χρόνο να ασχοληθεί με γάμους και τέτοια...»
«Μ’ έπιασες εξαπίνης με τους γάμους» γκρίνιαξε η Εύα.
«Όταν της είπα πως ο γάμος θα γινόταν πριν τη βάπτισή σου, σοκαρίστηκε. Τα είχα ετοιμάσει όλα μόνος μου, με τη βοήθεια του νονού σου. Δεν μπορούσε να μου ξεφύγει πλέον».
«Όχι πως ήθελα να σου ξεφύγω», απάντησε εκείνη τρυφερά κι αναζήτησε το φιλί του.
«Θα μου τραγουδήσετε;» ζήτησε ικετευτικά η Ελπίδα. Οι δυο τους κοιτάχτηκαν και την ανάγκασαν να μπει κάτω από τα σκεπάσματα.
«Έλα κοντά, μη κάνεις πίσω, το χέρι κράτα μου στα σκοτεινά», ξεκίνησε ο Άγγελος κι άφησε ένα φιλί στο κούτελο της.
«Έλα κοντά, να σου μιλήσω, γι’ αυτά που μέσα δε χωράνε πια», συνέχισε η Εύα και σύντομα τα μάτια της μικρής τους είχαν κλείσει. Προχώρησαν προς τη πόρτα προσεχτικά να μη την ξυπνήσουν και ο Άγγελος φυλάκισε στην αγκαλιά του την Εύα πριν καταφέρει να φτάσει στη σκάλα.
«Σ’ αγαπώ τόσο πολύ», ψιθύρισε στ’ αυτί της κι εκείνη αφέθηκε ολοκληρωτικά στα χέρια του. Χαμογέλασε και γαντζώθηκε πάνω του. Είχε όσα ήθελε, της αρκούσε η αγάπη του και η αγάπη της Ελπίδας. Καιρός ήταν να σταματήσει να σκέφτεται και να την απολαύσει στο έπακρο.
Το νέο έτος τους βρήκε αγκαλιά σ’ εκείνο το ύψωμα όπου είχαν τη πρώτη τους συζήτηση. Η Εύα θυμόταν ακόμα και την ημερομηνία, ήταν 13 Σεπτέμβρη του 1999 όταν μπήκε άτσαλα στη ζωή της.
«Φέτος κλείνουμε 16 χρόνια», τον άκουσε να μουρμουράει.
«Πώς πέρασε ο καιρός έτσι. Σαν χθες ήταν που στεκόμουν εδώ και αναθεμάτιζα την ώρα και τη στιγμή που έπεσες πάνω μου», γέλασε.
«Κι εγώ, στεκόμουν σ’ εκείνο το σοκάκι με την αναπνοή μου σταματημένη, να σκέφτομαι αν ήσουν αληθινή ή οπτασία που δημιούργησε το μεθύσι μου.» Έκλεισε το πρόσωπο της στα χέρια του και τη κοίταξε σιωπηλός για λίγο. «Μετανιώνω για τόσα πολλά ρε Εύα, κυρίως που όταν σε ξαναβρήκα, δεν έκανα ό, τι περνούσε από το χέρι μου για να είμαστε εγώ κι εσύ μόνο. Σου πέταγα το μπαλάκι γιατί δεν είχα το θράσος να κάνω αυτό που ήθελα. Κι εξαιτίας αυτού, χάσαμε τόσα χρόνια».
«Κοίτα μας όμως», του χαμογέλασε τρυφερά. «Πιστεύεις πως αν δεν είχαμε περάσει όσα περάσαμε, θα ήμασταν τόσο δεμένοι και αγαπημένοι;» τον ξάφνιασε με τα λόγια της και χαμογέλασε στραβά. «Εγώ δεν μετανιώνω για τίποτα. Μάθαμε τόσα πολλά για τους εαυτούς μας, Άγγελε, μέσα από τις αναποδιές που επιβάλαμε στον εαυτό μας. Και εγώ έμαθα πως σε αγαπώ με τα καλά και τα στραβά σου. Κι εσένα και κάθε κομμάτι σου, μη μετανιώνεις για το παρελθόν. Εξαιτίας του ζούμε ένα υπέροχο παρόν και ονειρευόμαστε ένα κοινό μέλλον».
Τα βεγγαλικά από το Πυθαγόρειο τους τράβηξαν τη προσοχή. Μόλις είχε μπει το νέο έτος. Ένα φιλί από τον Άγγελο ήταν ο πιο γλυκός τρόπος να το υποδεχτεί. 16 χρόνια περίπου… 16 χρόνια απόλυτης αγάπης της είχε χαρίσει και διψούσε για άλλα τόσα.
Οι πρώτοι μήνες της χρονιάς πέρασαν γρήγορα και ήταν γεμάτοι χαρές και επιτυχίες για την εταιρεία του Άγγελου που απασχολούσε τέσσερα άτομα ακόμα κι έκανε αποκλειστικό συμβόλαιο με τον εκδοτικό του Φοίβου. Η Εύα πήρε προαγωγή και από απλή επιμελήτρια κειμένων της δόθηκε η ευκαιρία να ορίζει τη τύχη των γραπτών που έπεφταν στα χέρια της. Ο Φοίβος την εμπιστευόταν τόσο πολύ, που την έκανε λογοτεχνικό πράκτορα και άφησε στα χέρια της νέους συγγραφείς. Δουλειά της ήταν να διαβάζει τα κείμενα και να κρίνει αν θα μπορούσαν να αποφέρουν κοινό, να βοηθάει στη διόρθωση και στη προώθηση και να στέκεται στο πλάι των συγγραφέων της. Αυτό σήμαινε πολλές ώρες δουλειάς, μα και μεγαλύτερο μισθό, κάτι που χρειαζόντουσαν αφού πια η Ελπίδα ως υπερκινητικό παιδί ασχολούταν με πολλά πράγματα ταυτόχρονα και όλο διψούσε για μάθηση.
Τη μέρα των γενεθλίων της στήθηκε ένα μεγάλο πάρτι στο σπίτι τους το πρωί, με καλεσμένους φίλους της από το σχολείο και το νονό της με την Άννα και τον γιό τους το Ντίνο, φυσικά, αλλά και τον Φοίβο που είχε μαγευτεί από την Ελπίδα. Επικρατούσε πανικός στο σπίτι- η μουσική έπαιζε δυνατά και οι τσιρίδες ακούγονταν ακόμα δυνατότερα ενώ οι γονείς μάταια προσπαθούσαν να γευτούν μερικές στιγμές χωρίς τα παιδιά τους. Η Εύα δε νοιαζόταν καθόλου για τον χαμό. Το γεγονός πως η Ελπίδα περνούσε καλά, της έφτανε. Ο Άγγελος τη κοιτούσε περήφανος και δεχόταν αστεία και πειράγματα από τον Πάνο. Εκείνη αναστέναζε κάθε τρεις και λίγο από ευτυχία. Ξάφνου το κουδούνι ακούστηκε και μία από τις μαμάδες έτρεξε ν’ ανοίξει γιατί η Εύα ήταν φορτωμένη με πιάτα και ο Άγγελος απασχολημένος να τον κυνηγάνε τα πιτσιρίκια.
«Εύα;» άκουσε τη γυναίκα να τη φωνάζει μετά από λίγο, κοιτώντας σχεδόν σοκαρισμένη προς το μέρος της.
«Τι έγινε;» ζήτησε να μάθει ανήσυχη.
«Είναι εδώ κάποια να σε δει, λέει πως είναι η μητέρα της Ελπίδας».
Τα χέρια της Εύα άρχισαν να τρέμουν και της έπεσαν από τα χέρια ενώ ο Άγγελος τιναζόταν όρθιος από το πάτωμα, πάνω που η Νάντια έκανε διστακτικά την εμφάνιση της. Τα μάτια της Ελπίδας που είχε ακούσει τη κουβέντα, ταξίδεψαν από την Εύα στη Νάντια και μετά στον πατέρα της.
«Καλησπέρα», είπε ευγενικά η Νάντια κι αυτομάτως η Εύα στάθηκε μπροστά από τη μικρή ενώ ο Άγγελος με μεγάλο βήμα πλησίαζε απειλητικά τη Νάντια.
Ξάφνου, είχαν έρθει τα πάνω κάτω μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα…
Κεφάλαιο 52.

Το κεφάλι του Άγγελου πήγε να σπάσει μόλις την είδε να μπαίνει μες το σπίτι του. Να κοιτάζει το παιδί του. Να στέκεται εκεί λες και δεν είχαν περάσει τόσα χρόνια. Πριν το σκεφτεί καλά, σηκώθηκε από το πάτωμα και άρπαξε το μπράτσο της με δύναμη. Την άκουσε να βογκάει από τον πόνο μα δε τον ένοιαξε καθόλου. Τη πέταξε σχεδόν έξω από το σπίτι κι έκλεισε πίσω του τη πόρτα. Μ’ ένα κοφτό τίναγμα του κεφαλιού, τη διέταξε να τον ακολουθήσει κι εκείνη υπάκουσε χωρίς να φέρει αντίρρηση. Μόλις κατέβηκαν στο δρόμο, σχεδόν έδωσε μπουνιά στον τοίχο και τη κοίταξε με τόσο μίσος που η Νάντια αναγκάστηκε να οπισθοχωρήσει μερικά μέτρα. Της έριξε μια ματιά γεμάτη απαξίωση και κούνησε το κεφάλι του απογοητευμένος. Είχε γυρίσει μετά από τόσο καιρό, με τα ακριβά της ρούχα, τα παπούτσια που κόστιζαν σχεδόν όσο το ενοίκιο του και του χαμογελούσε αχνά λες και είχαν τίποτα να πούνε.
«Μείνει μακριά μας!» τη προειδοποίησε.
«Δεν ήρθα για να δημιουργήσω πρόβλημα, Άγγελε».
«Ε, λοιπόν, δημιουργείς. Εξαφανίσου!»
«Ήθελα να δω λίγο το πρόσωπο της…»
Την αγριοκοίταξε και στάθηκε τόσο πολύ κοντά της, που η Νάντια βρέθηκε με τη πλάτη στο τοίχο. Κλαψούρισε φοβισμένη μα δεν μίλησε ενώ τα μάτια της γέμιζαν με δάκρυα. «Να δεις τι; Το πρόσωπο της; Το θυμάσαι το πρόσωπο της τη μέρα που τη παράτησες; Αυτό να θυμάσαι, Νάντια, την Ελπίδα να κλαίει υστερικά γιατί την απέρριψε η μάνα της», της φώναξε και σύντομα εκείνη ξέσπασε σε κλάματα.
«Χρόνια βασανίζομαι από τύψεις. Μόλις συνειδητοποίησα τι είχα κάνει, είχε περάσει καιρός και δεν ήξερα πώς να αντιδράσω. Πέρασα χρόνια στη ψυχανάλυση και τώρα βρήκα το κουράγιο να έρθω να σας βρω… ρώτησα για εσάς… μέρες σας παρακολουθώ και…»
«Τι είπες;» τη διέκοψε έντρομος. «Μας παρακολουθείς;»
«Συγγνώμη, ήθελα να τη δω από μακριά πρώτα…»
«Νάντια», πρόφερε με αηδία τ’ όνομα της. «Σήκω και φύγε, και μη μας ξαναπλησιάσεις ποτέ, γιατί στ’ ορκίζομαι θα σε σκοτώσω. Ξέρεις πολύ καλά για το τι είμαι ικανός».
«Θέλω το παιδί μου, πρέπει να μάθει για τη μητέρα της».
«Έχει μητέρα κι αυτή δεν είσαι εσύ», φώναξε έξαλλος. «Έχει μια μάνα που δεν την άφησε ούτε δευτερόλεπτο κι ας μη την είχε γεννήσει. Η Εύα ήταν εκεί όταν αρρώσταινε και όταν έβγαζε τα πρώτα της δόντια, εκείνη τη κράτησε στη ζωή και τη μεγάλωσε και την Εύα ξέρει ως μάνα της… κι αν κάνεις κάτι να διαταράξεις την ηρεμία μας, θα το πληρώσεις ακριβά».
Δεν στάθηκε άλλο εκεί. Μόλις είπε ό, τι είχε να πει, ανέβηκε στο σπίτι του κι έκανε νόημα στον Πάνο και την Άννα να έχουν το νου τους τριγύρω, καθώς τραβούσε την Εύα στο δωμάτιο τους. Εκείνη έμοιαζε τρελαμένη κι έτρεμε ολόκληρη. Τοποθέτησε τα χέρια του στους ώμους της και τη κοίταξε στα μάτια βαθιά, καθησυχάζοντας τη λίγο μ’ ένα αχνό χαμόγελο.
«Θα είμαστε καλά».
«Θα μου τη πάρει;» Μόνο εκείνη τη στιγμή συνειδητοποιούσε η Εύα πως αυτό το παιδί μπορεί να μην είχε βγει από μέσα της, αλλά ήταν κι ένα δικό της κομμάτι, όχι μόνο του Άγγελου. Ήταν δική της και δική του και τώρα υπήρχε φόβος να τη χάσει.
«Μη το ξαναπείς αυτό», την παρακάλεσε ο Άγγελος, φανερά αγχωμένος. «Θα πάρω τηλέφωνο το απόγευμα τον Γεράσιμο να τον ρωτήσω τι μπορούμε να κάνουμε. Δεν θα τολμήσει να κάνει τίποτα τρελό η Νάντια. Μόλις μου είπε πως πήγαινε σε ψυχολόγο. Θα είναι άσχημο από μέρους μας, αλλά μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε εναντίων της».
«Δεν θέλω να πέσουμε τόσο χαμηλά, ρε Άγγελε».
«Για να σώσω αυτή την οικογένεια, είμαι προετοιμασμένος να κάνω τα πάντα», τη διαβεβαίωσε και άφησε ένα τρυφερό φιλί στο μέτωπο της.
Γύρισαν στο πάρτι προσπαθώντας να φαίνονται όσο πιο ήρεμοι γινόταν. Χαμογελούσαν μα κάθε μυς στο πρόσωπο τους πονούσε. Έπρεπε όμως να μη ανησυχήσουν την Ελπίδα. Δεν ξέρανε πώς θα χειριζόντουσαν τη κατάσταση, αλλά δεν ήταν και η κατάλληλη στιγμή να το σκεφτούν. Ο Φοίβος με τον Πάνο είχαν καθαρίσει τον χαμό που είχε δημιουργήσει η Εύα με τα σπασμένα πιάτα και την κοιτούσαν με φανερή ανησυχία στο βλέμμα να καθησυχάζει τις μαμάδες που τη ρωτούσαν αν όλα ήταν καλά.
«Λες να τους κάνει κακό;» ρώτησε ο Φοίβος και ο Πάνος έσφιξε τις γροθιές του.
«Δεν έχω σκοπό να την αφήσω». Ο τόνος του ήταν τόσο απότομος που ο Φοίβος ανατρίχιασε κι έμεινε ακίνητος να παρακολουθεί τις κινήσεις όλων τους από απόσταση, ψάχνοντας να βρει έναν τρόπο να κρατήσει το κακό μακριά τους.
Τα μάτια της Εύας έκαιγαν και είχε αρχίσει να εκνευρίζεται με τη φασαρία στο σπίτι. Μπήκε στη κουζίνα ψάχνοντας για μία στιγμή ηρεμίας μα ήρθε αντιμέτωπη μ’ ένα σμήνος από μαμάδες που κουτσομπόλευαν το σκηνικό στο οποίο ήταν παρούσες πριν λίγο. Η μία που την είδε να μπαίνει, σκούντηξε τη διπλανή της που μιλούσε και χαμογέλασε στην Εύα που τις κοιτούσε με απέχθεια.
«Είπαμε να καθαρίσουμε λίγο…»
«Αν κάποια από εσάς διανοηθεί να μιλήσει για το θέμα αυτό ξανά, θα το πληρώσει ακριβά. Η κόρη μου έχει μάνα, εμένα, και δε θα έπρεπε να σας νοιάζει τίποτα περισσότερο».
«Απλά μας έκανε…»
«Να μη σας κάνει τίποτα! Το πάρτι σε μισή ώρα τελειώνει», αποφάσισε και τράβηξε τη τούρτα της Ελπίδας από το ψυγείο.
«Έχει δίκιο,» άκουσε τη γυναίκα που είχε ανοίξει τη πόρτα στη Νάντια, να λέει. «Δεν είναι δική μας δουλειά, γι’ αυτό η συζήτηση τελειώνει εδώ. Εύα, είμαι εδώ για σένα. Η αδερφή μου είναι κοινωνική λειτουργός, μπορεί να σε βοηθήσει. Πάμε μέσα», είπε στις υπόλοιπες κι έκλεισε καθησυχαστικά το μάτι στην Εύα που σχημάτισε τη λέξη ευχαριστώ, άηχα.
Μόλις άδειασε το σπίτι η Εύα έπεσε στο καναπέ και έκρυψε το πρόσωπο της στα χέρια της. Ο Φοίβος πήρε την Ελπίδα και τον Ντίνο για μια βόλτα κι άφησε τον Άγγελο με τον Πάνο, την Άννα και την Εύα μόνους να συζητήσουν.
«Δεν θέλω να το πω, αλλά το σκέφτομαι έντονα και φοβάμαι μη τελικά ήρθε η στιγμή να μιλήσουμε στην Ελπίδα», άρχισε να λέει ο Πάνος, μα πρόλαβε να σταματήσει κάθε διαμαρτυρία που παραλίγο να βγει από το στόμα της Εύας. «Πιστέψτε με, καλύτερα να το μάθει από εσάς παρά από τη Νάντια. Έχω την εντύπωση πως δε θα σταματήσει αν δεν γνωρίσει την Ελπίδα. Είναι ξεροκέφαλη και πάντα παίρνει αυτό που θέλει», επέμεινε.
«Φοβάμαι πως έχει δίκιο,» μουρμούρισε κουρασμένα ο Άγγελος.
«Η Ελπίδα είναι μεγάλη πια κι έξυπνη αρκετά έτσι ώστε να καταλάβει. Μιλήστε της και προετοιμάστε τη πριν βρεθείτε όλοι προ εκπλήξεων», συνέχισε ο Πάνος φανερά εκνευρισμένος. «Είναι τρελή η γυναίκα».
Η μόνη που δεν μίλησε ήταν η Εύα. Αναρωτιόταν αν όντως θα καταλάβαινε η Ελπίδα. Αν τη μισούσε; Αν ήθελε να πάει με τη μάνα της; Τι θα έκανε μετά; Έτριβε τα χέρια της στο τζίν που φορούσε ανήμπορη να κρύψει τη νευρικότητα της και συγκράτησε ένα λυγμό. Ο Άγγελος την αγκάλιασε σφιχτά και φίλησε το κρόταφό της.
«Μη φοβάσαι ματάκια μου», την παρακάλεσε.
«Απορώ πώς μένεις τόσο ήρεμος».
«Πλάκα μου κάνεις; Τρέμω… αλλά τι να κάνω; Δε γίνεται να χάσουμε τη ψυχραιμία μας αυτή τη στιγμή. Προέχει να μιλήσουμε στην Ελπίδα και να της εξηγήσουμε την κατάσταση».
«Κι αν θέλει να τη γνωρίσει; Αν θελήσει να τη βάλει στη ζωή της;»
«Δεν μπορούμε να της στο στερήσουμε». Έτριψε τα μάτια του κουρασμένος από την συναισθηματική φόρτιση. «Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Αχ ρε Νάντια, με το να εκδικείται εμάς, βάζει στη μέση ένα παιδί που θα το σημαδέψει για πάντα», ψιθύρισε φοβισμένος.
«Μείνετε ψύχραιμοι, μη τα χάσετε τώρα πριν προλάβετε να…»
Η Άννα δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη σκέψη της. Η πόρτα άνοιξε και η Ελπίδα μπήκε μέσα με φόρα. Έτρεξε στο δωμάτιο της πριν καταλάβουν τι είχε συμβεί. Το απολογητικό βλέμμα του Φοίβου τους τρόμαξε. «Χίλια συγνώμη, δεν ήξερα ποια ήταν όταν μας πλησίασε».
Αμέσως ο Άγγελος τινάχτηκε πάνω τρέμοντας από τα νεύρα του. «Της μίλησε;»
«Ναι, της είπε πως είναι η γυναίκα που τη γέννησε και σκάλωσα κι εγώ ο μαλάκας. Κατάφερα να βρω την αυτοκυριαρχία μου και τη πήρα μακριά τη μικρή. Με ρωτούσε στο δρόμο αν έλεγε αλήθεια η κυρία εκείνη αλλά δεν ήξερα τι να της πω. Λυπάμαι ρε παιδιά, δεν ήθελα…»
«Δεν φταις εσύ,» πετάχτηκε η Εύα και κινήθηκε γρήγορα προς το δωμάτιο της Ελπίδας. Μισούσε τη Νάντια θανάσιμα, τόσο που τρόμαξε τον εαυτό της. Πώς μπόρεσε να το κάνει αυτό στο αγγελούδι τους; Πώς της ήταν τόσο εύκολα να ταράξει τη ζωή της στα ξαφνικά και να αναποδογυρίσει τον κόσμο της όλο;
Έσπρωξε τη πόρτα απαλά και βρήκε τη κόρη της ξαπλωμένη μπρούμυτα, με το πρόσωπο κρυμμένο μέσα  στο μαξιλάρι. Κάθισε στο κρεβάτι δίπλα της και ακούμπησε διστακτικά τη πλάτη της.
«Ελπιδάκι μου… κοίταξε με…» την παρακάλεσε και δε μπόρεσε να κρατήσει τη φωνή της σταθερή, κάνοντας τη μικρή να τη κοιτάξει αμέσως, ανήσυχη που άκουγε πρώτη φορά την Εύα τόσο ευάλωτη. «Ματάκια μου, λυπάμαι τόσο πολύ»,
«Αλήθεια έλεγε;» ζήτησε να μάθει εκείνη.
«Ναι, η αλήθεια είναι πως η Νάντια σ’ έφερε στο κόσμο. Έμεινε έγκυος από τον μπαμπά σου πριν εγώ κι εκείνος αποφασίσουμε να είμαστε μαζί. Δεν γνωρίζαμε για σένα. Μια μέρα ήρθε και μας βρήκε και αποφάσισε να σε αφήσει». Την κοίταξε στα μάτια και σκούπισε τα δάκρυα της μικρής. «Ήταν η πιο τρομαχτική μέρα της ζωής μου. Αλλά έγινε η αγαπημένη μου μέρα μέσα σε λίγο καιρό. Σε λάτρεψα από τη πρώτη στιγμή που σε πήρα στην αγκαλιά μου και ήσουν το ομορφότερο δώρο που μου έχει κάνει κανείς». Ξέσπασε σε λυγμούς όταν σκαρφάλωσε πάνω της  η Ελπίδα και τύλιξε τα χέρια της γύρω από το λαιμό της, κρατώντας τη τόσο γερά που της κόπηκε η ανάσα. «Σ’ αγαπώ Ελπίδα μου».
«Κι εγώ μαμά,» είπε αμέσως η μικρή και η Εύα αναστέναξε ανακουφισμένη που η πρώτη μάχη με τη Νάντια είχε κερδηθεί.
Μόλις άδειασε το σπίτι, ο Άγγελος πήγε να τις βρει και ξάπλωσε κι εκείνος πάνω στο κρεβάτι της. Βάλανε την Ελπίδα στη μέση και την αγκάλιασαν και οι δύο με αγάπη. Εκείνη χαμογελούσε μα ο Άγγελος καταλάβαινε πως τα νέα δεδομένα την ενοχλούσαν.
«Δεν αλλάζει τίποτα μεταξύ μας, Ελπίδα μου. Είμαστε ακόμα μια οικογένεια,» της είπε τρυφερά, κι εκείνη ένεψε καταφατικά.
«Αυτή η κυρία… μπορώ να της ξαναμιλήσω;»
«Τι εννοείς;» ρώτησε έντρομος ο Άγγελος.
«Να έρθει εδώ να της μιλήσω. Μπορεί; Επιτρέπεται;» ρώτησε και γύρισε προς την Εύα που δεν είχε λογαριάσει την περιέργεια της κόρης της. «Μαμά, μπορεί να έρθει;»
«Αν το θες τόσο πολύ», απάντησε εκείνη ηττημένη και είδε στα μάτια του Άγγελου θυμό, που δεν μπόρεσαν να τη κρατήσουν μακριά από τη κόρη τους.
«Και θέλω και δε θέλω». Η παραδοχή της Ελπίδας την πόνεσε. Δεν έπρεπε μια ψυχούλα σαν εκείνη να είναι τόσο μπερδεμένη σε αυτή την ηλικία. «Μάλλον θέλω», συνέχισε η Ελπίδα απολογητικά. «Αύριο, μετά το σχολείο», αποφάσισε. Κοιτάχτηκαν φοβισμένοι αλλά ταυτόχρονα συμφώνησαν πως δεν μπορούσαν να της πουν όχι. Δεν γινόταν να πάνε κόντρα στα θέλω της αυτή τη φορά. Το μόνο που χρειαζόταν η Εύα να προσέξει, ήταν να μη της πάρει κανείς μέσα από τα χέρια την ευτυχία της.
Κεφάλαιο 53

Η πρώτη τους συνάντηση έγινε εκτός σπιτιού, την επόμενη κιόλας μέρα. Συναντήθηκαν στο κέντρο της Αθήνας και κάθισαν σε μια ήσυχη καφετέρια στο Μοναστηράκι, με θέα την Ακρόπολη. Ήταν μεσημέρι και ο κόσμος έτρεχε σαν τρελός για να τελειώσει τις δουλειές της ημέρας, αλλά ο χρόνος έμοιαζε να έχει σταματήσει για τους τέσσερις τους. Κοίταζαν ο ένας τον άλλον σιωπηλοί, ενώ η Ελπίδα είχε ζαρώσει στη θέση της ανάμεσα στην Εύα και τον Άγγελο. Δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια της πάνω από τη κοκκινομάλλα γυναίκα που της χαμογελούσε καλοσυνάτα και δε κατανοούσε τι ήταν αυτό το συναίσθημα που έκανε το στέρνο της να πονάει.
«Σας ευχαριστώ γι’ αυτή την ευκαιρία», έσπασε τη σιωπή η Νάντια πρώτη.
«Να είσαι σίγουρη πως αν δεν μας το ζητούσε η Ελπίδα, δεν θα ήμασταν εδώ, ιδιαίτερα μετά από αυτό που έκανες χθες», πετάχτηκε ο Άγγελος εκνευρισμένος.
«Λυπάμαι, αλλά φοβόμουν πως δεν θα της μιλούσατε και δεν θα με αφήνατε να τη δω».
«Και μας αδικείς;»
«Είναι δικαίωμα μου!»
«Έχασες κάθε σου δικαίωμα τη μέρα που την παράτησες».
Η Ελπίδα κοίταξε ικετευτικά την Εύα που παρακολουθούσε αμίλητη τη συζήτηση και μόνο τότε πήρε μπρος. «Μπορείτε να χαμηλώσετε τον τόνο σας;» παρακάλεσε με τέτοια ηρεμία που προβλημάτισε τον Άγγελο. Δε χρειαζόταν καν να τη κοιτάξει για να καταλάβει πως πάλευε να συγκρατηθεί και να μη πιάσει από το λαιμό τη Νάντια. «Τρομάζετε τη μικρή. Δεν ήρθαμε εδώ για ν’ ανοίξουμε άλλο μέτωπο. Μπορούμε να φερθούμε λίγο πολιτισμένα;»
«Ναι, συγγνώμη ματάκια μου», χαμογέλασε στην Ελπίδα ο Άγγελος και φίλησε τη κορυφή του κεφαλιού της.
«Συμφωνώ, απλά να τη γνωρίσω θέλω. Δεν έχω κανέναν περίεργο σκοπό».
«Και καλά κάνεις», τη διέκοψε η Εύα απότομα. «Αυτό εδώ, είναι ήδη δύσκολο για όλους μας. Κι αυτό θα πάρεις μόνο… η Ελπίδα είναι δική μας».
Τα χέρια της Νάντιας σηκώθηκαν σε απόδειξη παράδοσης. «Ορκίζομαι πως είμαι εδώ με φιλικές βλέψεις μόνο. Θέλω να προσφέρω σε σας και την Ελπίδα, μα όχι να τη πάρω μακριά σας. Δεν γίνεται να της στερήσω όσα της δώσατε τόσα χρόνια αλλά έχω μετανιώσει οικτρά και το μόνο που ζητάω είναι να τη γνωρίσω λίγο».
«Γιατί δε με ήθελες;» πετάχτηκε η μικρή, η φωνή της τόσο χαμηλή που με το ζόρι ακούστηκε πάνω από τη φασαρία του μαγαζιού.
«Γιατί ήμουν σε πολύ άσχημη ψυχολογική κατάσταση. Ήθελα να κάνω κακό στον εαυτό μου και φοβόμουν πως θα έκανα και κακό σε σένα. Μου πρόσφεραν δουλειά στην Αμερική, σε μια καλή εταιρεία και πίστεψα πως το καλύτερο που θα μπορούσα να κάνω για σένα, ήταν να σε αφήσω στον Άγγελο και την Εύα».
Το γεγονός πως η Νάντια μιλούσε με ειλικρίνεια στην Ελπίδα και μάλιστα σε τέτοιο τόνο λες και είχε έναν ενήλικα απέναντί της, ξάφνιασε θετικά την Εύα. Περίμενε πως η γυναίκα θα ξεφούρνιζε ένα σωρό ψέματα, αλλά εκείνη κρατούσε σταθερά τα μάτια της πάνω στο παιδί και της απαντούσε χωρίς δισταγμό. Τόσο πολύ ήθελε να εξιλεωθεί; Από τη μία τη φόβισε η ειλικρίνεια κι από την άλλη τη σεβάστηκε γιατί έδειχνε καθαρά πως δεν είχε σκοπό να πληγώσει άλλο την Ελπίδα.
«Γιατί ήθελες να κάνεις κακό στον εαυτό σου;»
«Γιατί ήμουν λίγο τρελή», παραδέχτηκε η Νάντια. «Εγωίστρια. Η ζωή μου δεν πήγαινε όπως την είχα φανταστεί και ήμουν θυμωμένη».
«Και γιατί ήρθες πίσω;»
«Γύρισα γιατί η εταιρεία στην οποία δουλεύω μου πρόσφερε δουλειά εδώ. Όσο ήμουν στην Αμερική, πήγα σε γιατρό για το πρόβλημα μου…»
«Και είσαι καλά τώρα;» η διέκοψε η μικρή, διστακτικά.
«Ναι, αλλά ακόμα ζητάω βοήθεια από άλλη γιατρό, εδώ στην Ελλάδα», προσπάθησε να της εξηγήσει. «Για να γίνω εντελώς καλά, για σένα. Αν το θέλεις, μπορούμε να γίνουμε φίλες. Δεν σου ζητάω να με θεωρήσεις μητέρα σου…»
«Έχω μαμά», μουρμούρισε η μικρή και κόλλησε πάνω στην Εύα που πλημμύρισε από αγάπη για τη θετή κόρη της. Φίλησε το κούτελό της και πάλεψε πολύ για να συγκρατήσει τα ανεξέλεγκτα συναισθήματά της. «Και μπαμπά», συμπλήρωσε η Ελπίδα και τράβηξε τον Άγγελο προς το μέρος της. «Έχω οικογένεια», πείσμωσε και δεν ξανάπε κουβέντα για την επόμενη ώρα.
Οι βδομάδες κύλησαν γρήγορα. Στην αρχή η Ελπίδα δεν ήθελε τη Νάντια με τίποτα και οι συναντήσεις τους μόνο ευχάριστες δεν ήταν, αλλά όσο περνούσε ο καιρός, το κορίτσι την αναζητούσε όλο και περισσότερο. Η Νάντια σύντομα έγινε μέρος της ζωής τους, αφού σχεδόν κάθε μέρα βρισκόντουσαν για να περνάει χρόνο με την μικρή που είχε αρχίσει να χαλαρώνει κοντά της. Πάντα οι συναντήσεις λάμβαναν μέρος με τον Άγγελο και την Εύα εκεί, εκτός από τις μέρες που εκείνη αναγκαζόταν να δουλεύει πολύ. Ο εκδοτικός είχε ξεκινήσει να βγάζει νέα βιβλία που σήμαινε πως δούλευαν πυρετωδώς για την προώθηση τους. Το βιβλιοπωλείο του Πάνου είχε πάρει τα πάνω του αφού πολλές από τις παρουσιάσεις βιβλίων έπαιρναν μέρος εκεί, και ήδη οι δουλειές όλων τους είχαν πάρει την ανιούσα. Όμως εκείνες τις μέρες που η Εύα δεν ήταν μαζί τους, την έτρωγε σαν σαράκι η ανησυχία και ο προβληματισμός αφού γυρνούσε σπίτι κι έβρισκε την Ελπίδα ενθουσιασμένη με όλα όσα έκαναν οι τρεις τους. Η μικρή της, μιλούσε με τις ώρες για το πόσο όμορφα περνούσε με τον πατέρα της και τη Νάντια κι εκείνη γελούσε αν και μέσα της την έτρωγε η ζήλια. Δεν της άρεσε η εικόνα. Μπορεί η Νάντια να προσπαθούσε να πλησιάσει το παιδί που παράτησε σαν βάρος που την ενοχλούσε πριν χρόνια, μα την Εύα την έτρωγε η σκέψη πως δεν ήταν μόνο αυτό που προσπαθούσε να κάνει. Είχε δει πως μιλούσε στον Άγγελο. Είχε παρατηρήσει πως τον άγγιζε και πως έριχνε το κεφάλι πίσω όταν γελούσε με τα αστεία του. Δεν ήταν τρελή, τον φλέρταρε με ό, τι είχε και δεν είχε κι αυτός δεν είχε καταλάβει το παραμικρό.
«Ώστε στο Αττικό πάρκο ε;» ρώτησε αδιάφορα τον Άγγελο ενώ εκείνος έκανε ντους. Σκούπισε το πρόσωπο της σε μια πετσέτα και τράβηξε τη κουρτίνα για του ρίξει μια ματιά. «Είχαμε πει να την πάμε μαζί», διαμαρτυρήθηκε στεναχωρημένη που η έκπληξη της είχε χαλάσει. Ήξερε πως η Νάντια το είχε κάνει επίτηδες αφού της είχε ξεφύγει μπροστά της πως ήθελε να πάει τη μικρή εκεί.
«Το ξέρω ρε αγάπη μου. Τι να της έλεγα όμως εκείνη τη στιγμή που το ξεφούρνισε η Νάντια;» απολογήθηκε. «Η Ελπίδα τσίριζε χαρούμενη, να της στερούσα τη χαρά; Είναι άσχημη κατάσταση. Δεν μου αρέσει καθόλου να είμαι τόσες ώρες μ’ εκείνη και να κάνω πράγματα που ήθελα να κάνω με τη γυναίκα μου. Δεν το διασκεδάζω, για την Ελπίδα το κάνω!»
«Το ξέρω ρε Άγγελε, αλλά ένα μήνα τώρα, το μόνο που ακούω από το στόμα της είναι η Νάντια αυτό, η Νάντια εκείνο… νιώθω πως τη χάνω».
Ο Άγγελος έκλεισε το νερό και τη κοίταξε απορημένος. «Πώς μπορείς να το λες αυτό, η Ελπίδα σε λατρεύει».
«Το ξέρω, μα δεν αντέχω να τη βλέπω συνέχεια μπροστά μου. Σου την πέφτει, το ‘χεις καταλάβει;»
«Ζηλεύεις ρε ματάκια μου;» τη πείραξε και αυτομάτως η Εύα κοκκίνισε. Την τράβηξε μες τη ντουζιέρα μαζί του και την αγκάλιασε αγνοώντας τις διαμαρτυρίες της επειδή ήταν ντυμένη. Την έκανε μούσκεμα αφού έσταζε ολόκληρος και της έκλεισε το στόμα μ’ ένα παθιασμένο φιλί, πριν ανοίξει τη βρύση κι αφήσει το νερό να πέσει με φόρα πάνω τους. Η Εύα έπνιξε μια στριγκλιά αφού δεν περίμενε το παγωμένο νερό και γέλασε σαν παιδί με τα παιχνίδια του Άγγελου. Της είχε λείψει τρομερά αφού πάλι το τελευταίο καιρό η Ελπίδα περνούσε πολλά βράδια στο κρεβάτι τους. Η μικρή τους από τη μέρα που έκανε την εμφάνιση της η Νάντια, άρχισε να δείχνει σημάδια φόβου για εγκατάλειψη και αυτό και μόνο θύμωνε ακόμα περισσότερο την Εύα για την επιστροφή της. Τον άφησε να την γδύσει εντελώς και να τη φυλακίσει ανάμεσα στο σώμα του και τον τοίχο. Λάτρευε το γεγονός πως είχε βάλει μερικά κιλά ακόμα πάνω του και φαινόταν δυνατός σαν υπέρ-ήρωας. Έτσι τον έβλεπε πάντα, στα μάτια της ο Άγγελος ήταν ένας ήρωας αφού στεκόταν ακόμα στα πόδια του μετά από τόσες τρικλοποδιές. Του το είχε πει πολλές φορές μα εκείνος κουνούσε το κεφάλι του αρνητικά και τη φιλούσε στο πρόσωπο με λατρεία. Εσύ είσαι η δύναμη μου! της έλεγε κάθε φορά.
Τον άφησε να τη σηκώσει ελαφρά και να τύλιξε τα πόδια της γύρω του, δαγκώνοντας τα χείλια της με πάθος γιατί της είχε λείψει φοβερά η επαφή μαζί του. «Νομίζω πως οι διακοπές τέλειωσαν», ψιθύρισε στο αυτί της ερωτικά και δάγκωσε απαλά τον λαιμό της. «Καιρός να ξαναπιάσουμε δουλειά, μανούλα», χαχάνισε και την κουβάλησε ως το κρεβάτι τους, που ευτυχώς ήταν άδειο μιας και η μικρή ήταν στους νονούς της. Έκαναν έρωτα λες και ήταν η πρώτη τους φορά. Η Εύα δε μπορούσε να σταματήσει να χαμογελάει από ευτυχία μα όταν ο Άγγελος αποκοιμήθηκε στο πλευρό της, αγκάλιασε τα γόνατά της και κάρφωσε τα μάτια της στον τοίχο, στις σκιές του μυαλού της που τη βασάνιζαν και της υπενθύμιζαν πως τα πάντα γύρω της ήταν εύθραυστα.
Κάπως έτσι πέρασαν και οι μήνες του καλοκαιριού για την Εύα, να χάνει σημαντικές στιγμές στη ζωή της Ελπίδας εξαιτίας της καλοκαιρινής καμπάνιας του εκδοτικού. Τα νεύρα της χτυπούσαν κόκκινο και οι απότομες αλλαγές της διάθεσης της είχαν προβληματίσει τον Φοίβο στη δουλειά, μα και τον Άγγελο στο σπίτι. Πρώτη φορά είχε ακούσει την Εύα να μιλάει απότομα στην Ελπίδα όταν εκείνη άρχισε να μιλάει ακατάπαυστα για τη Νάντια. Η μικρή είχε τρομοκρατηθεί από τις φωνές της και είχε κλειστεί στο δωμάτιο της, αναγκάζοντας τον Άγγελο να ζητήσει εξηγήσεις από την Εύα για τη παράνοια της.
«Βαρέθηκα!» φώναξε εκείνη με μίσος. «Βαρέθηκα να ακούω για την τέλεια Νάντια που εξαγοράζει την αγάπη του παιδιού μου κι εσύ την αφήνεις».
«Ηρέμησε σε παρακαλώ πολύ. Η Νάντια προσπαθεί να κάνει κάτι καλό, δεν εξαγοράζει τίποτα».
«Μπα, παίρνεις και το μέρος της τώρα;» σάρκασε με δάκρυα στα μάτια. «Νομίζεις δεν ξέρω τι προσπαθεί να κάνει; Σας βλέπω τους τρεις σας, έχετε φτιάξει μια τέλεια οικογένεια κι εγώ δε χωράω πουθενά»,  φώναξε μέσα από τους λυγμούς της. «Ήρθε και με παραγκώνισε εντελώς κι εσύ την αφήνεις. Πήρε την Ελπίδα και στο τέλος θα πάρει κι εσένα».
Τα λόγια της σόκαραν εντελώς τον Άγγελο. Προσπάθησε να την αγκαλιάσει μα η Εύα αντιστάθηκε, όμως ήταν πιο δυνατός και σύντομα βρέθηκαν να κάθονται ένα κουβάρι στο πάτωμα.
«Πώς μπορείς να σκέφτεσαι έτσι;» ψιθύρισε, και δάκρυσε. «Κανείς δεν θα μας πάρει από σένα.  Εύα, κοίταξε με». Την ανάγκασε να καρφώσει τα κόκκινα μάτια της στα δικά του και σκούπισε τα δάκρυα της. «Σ’ αγαπώ, ρε κορίτσι μου», μουρμούρισε και τη φίλησε. «Σ’ αγαπώ τόσο πολύ». Τη σήκωσε στα χέρια του, τόσο μικρή κι εύθραυστη που φοβήθηκε μη σπάσει σαν πορσελάνινη κούκλα. Την ακούμπησε στο κρεβάτι τους και την έκλεισε στην αγκαλιά του, πάνω που έμπαινε και η Ελπίδα στο δωμάτιο. Η μικρή σκαρφάλωσε στο κρεβάτι τους και μιμήθηκε σιωπηλή τον πατέρα της. Ήταν η τελευταία φορά εκείνη τη μέρα που ανέφερε τη Νάντια μπροστά στην Εύα. 
Το κεφάλι της κόντευε να σπάσει και αναστέναξε ανακουφισμένη όταν η Άννα της έδωσε ένα ποτήρι νερό κι ένα χάπι για τον πονοκέφαλο. Είχε μπει ο Σεπτέμβρης και τώρα ξεκινούσε νέος κύκλος υστερίας στον εκδοτικό, που προετοιμαζόταν για νέες κυκλοφορίες τα Χριστούγεννα. Ξάφνου της έλειπε η δουλειά της σαν επιμελήτρια αφού τότε είχε άπλετο χρόνο στη διάθεση της να ευχαριστηθεί την οικογένεια της.
«Αισθάνεσαι καλύτερα;» ρώτησε η φίλη της μόλις κατέβασε όλο το ποτήρι με το νερό.
«Τι να σου πω… ότι κι αν πω θα είναι ψέμα».
«Ώστε κατέρρευσες εντελώς ε;»
«Άσε, τον φρίκαρα εντελώς τον κακομοίρη τον Άγγελο». Η Άννα τη κοίταξε με κατανόηση μα δεν μίλησε. «Είμαι τρελή που αισθάνομαι λες και η Νάντια έχει κάνει εισβολή κανονική στη ζωή μας;»
«Δεν θα το έλεγα. Κι εγώ έτσι θα αισθανόμουν».
«Έχουν παιδί μαζί. Περνάνε τόσες ώρες παρέα και μοιάζουν έτοιμη οικογένεια οι τρεις τους. Τρελαίνομαι εντελώς».
«Έλα βρε κορίτσι μου. Μη σκέφτεσαι έτσι απαισιόδοξα. Ο Άγγελος σε λατρεύει και το ίδιο και η μικρή. Θα της φύγει ο ενθουσιασμός σύντομα. Είναι κάτι καινούριο αυτό που ζει μα δεν σημαίνει τίποτα απολύτως».
«Δεν ξέρω. Έχω την αίσθηση πως θα τους χάσω και φταίω εγώ, δεν είναι τυχαίο πως προσπαθώ τόσο καιρό να μείνω έγκυος και δεν μπορώ».
«Εύα, θα σε χαστουκίσω», πετάχτηκε η Άννα εκνευρισμένη. «Ακούς τι λες; Γι’ αυτό πιστεύεις πως είναι μαζί σου ο Άγγελος;»
«Πονάω τόσο πολύ που δε μπορώ να μείνω έγκυος».
«Ίσως να σου λέει το σώμα σου πως δεν είναι ακόμα ώρα».
«Μπορεί και να μου λέει το σύμπαν πως πληρώνω για τα λάθη μου. Το θέμα είναι πως ο Άγγελος θέλει ακόμα ένα παιδί κι εγώ δεν είμαι ικανή να του το δώσω. Τι θα γίνει αν κουραστεί να περιμένει; Αν αποφασίσει πως ίσως δεν είμαι…»
«Είσαι απαράδεκτη που πιστεύεις τέτοιο πράγμα για τον Άγγελο», τη διέκοψε η Άννα. «Σύνελθε, Εύα. Σταμάτα να κάνεις κακό στον εαυτό σου. Πάρε μια βαθιά ανάσα και σκέψου λογικά. Αν συνεχίσεις έτσι, τότε να είσαι σίγουρη πως θα τους χάσεις και τους δύο. Σύνελθε», τη διέταξε η φίλη της και η Εύα κατάπιε με δυσκολία γιατί αν είχε μάθει κάτι τόσα χρόνια με τον Άγγελο, ήταν πως κάθε χωρισμός του προερχόταν από εκείνη… και το ξανάκανε, άφηνε τις αμφιβολίες της και τη χαμηλή της αυτοεκτίμηση να τους απομακρύνει. Η Άννα είχε δίκιο. Ήταν απαράδεκτη κι έπρεπε ν’ αλλάξει δρόμο και συμπεριφορά σύντομα πριν έκανε και πάλι κακό στη σχέση της με τον άντρα που αγαπούσε.
Κεφάλαιο 54.

Προσπάθησε πολύ να ηρεμήσει τις επόμενες μέρες αλλά το ότι, όπου κι αν πήγαινε, έβρισκε μπροστά της τη Νάντια, δεν τη βοηθούσε καθόλου. Κάθε φορά που κανόνιζαν σαν οικογένεια να πάνε κάπου, κατέληγαν μ’ εκείνη στη παρέα τους χωρίς να το καταλάβουν. Κι ενώ η Νάντια με τ’ αστεία της και τον αλέγκρο χαρακτήρα της προκαλούσε γέλια και ευφορία σε όλους, η Εύα όλο κι έπεφτε πιο βαθιά σε απόγνωση γιατί ο Άγγελος και η Ελπίδα την είχαν δεχτεί τόσο εύκολα στη ζωή τους. Γιατί όχι, σκέφτηκε. Δεν έδειχνε να είχε σκοπό να τους πειράξει. Δεν είχε ζητήσει την Ελπίδα και της έφτανε ο χρόνος που περνούσε μαζί της. Δεν τους ενοχλούσε όταν δεν ήταν μαζί τους και φερόταν όμορφα, σαν κανονική κυρία. Χαμογελούσε συνέχεια, πειραζόταν με τον Άγγελο και ανεχόταν οτιδήποτε της έκανε η Ελπίδα χωρίς να γκρινιάξει. Ακόμη και η Άννα που τη γνώρισε τυχαία μια μέρα, έδειξε να τη συμπαθεί. Μόνο στο πρόσωπο του Πάνου είχε βρει έναν σύμμαχο κι αυτό γιατί εκείνος είχε δει την αληθινή φύση της Νάντιας.
«Είμαι στο πλάι σου, Ευάκι. Μη στεναχωριέσαι. Θα έρθει η ώρα και η στιγμή που η Νάντια θα κάνει το λάθος και θα δείξει το πραγματικό της πρόσωπο και πάλι».
«Ναι ρε Πάνο, αλλά όχι με αποτέλεσμα να πληγωθεί το παιδί», του έλεγε κάθε φορά ενθυμούμενη πόση λατρεία έδειχνε για το πρόσωπο της, η Ελπίδα.
Το ποτήρι ξεχείλισε όταν μία Παρασκευή έφυγε νωρίς από τη δουλειά για να περάσει λίγο χρόνο με την Ελπίδα και βρήκε τη Νάντια σπίτι να μαγειρεύει παρέα με τον Άγγελο. Η μικρή ζωγράφιζε καθισμένη στη θέση της στο τραπέζι και τους έριχνε κοφτές ματιές συνέχεια. Κανείς δεν είχε αντιληφθεί πως είχε καταφτάσει η Εύα σπίτι. Το κεφάλι της άρχισε να σφυροκοπά όταν είδε τη Νάντια ν’ ακουμπά το μπράτσο του Άγγελου και να φλερτάρει ξεδιάντροπα μαζί του. Η καρδιά της σφίχτηκε όταν εκείνος γέλασε ξέφρενα μ’ ένα αστείο της. Και οι δύο έκαναν μια επίθεση αγάπης στην Ελπίδα όταν τους πλησίασε και ορκίστηκε πως άκουσε τη καρδιά της να σπάει σε χίλια κομμάτια.
Γύρισε να φύγει όταν άκουσε τη Νάντια να τη καλεί. «Γύρισες νωρίς και μας χάλασες την έκπληξη», διαμαρτυρήθηκε σκερτσόζικα. «Σου ετοιμάζαμε σούπερ μεσημεριανό- ριζότο με μανιτάρια- μου είπε ο Άγγελος ότι είναι το αγαπημένο σου».
«Μου κόπηκε η όρεξη», δήλωσε απότομα και στραβοκοίταξε τον Άγγελο που είχε ένα ενοχικό ύφος που δε της άρεσε. «Πάω να ξαπλώσω…»
«Εύα περίμενε», την παρακάλεσε η Νάντια και τη πλησίασε διστακτικά. «Το ξέρω πως σου είναι δύσκολο που είμαι εδώ, ανάμεσα σας συνέχεια». Δεν έχεις ιδέα τι μου κάνεις... σκέφτηκε η Εύα κρατώντας τα μάτια της πάνω στη γυναίκα απέναντί της. «Να το συζητήσουμε, να βρούμε μια λύση, ίσως να μένει μαζί μου η Ελπίδα μερικά βράδια για να τη χορταίνω…»
«Αποκλείεται!» φώναξε η Εύα και ζήτησε βοήθεια με τα μάτια από τον Άγγελο που χαμήλωσε το βλέμμα του.
«Το συζητήσαμε μεταξύ μας», συνέχισε η Νάντια κι έδειξε προς την Ελπίδα και τον Άγγελο. «Θα έχεις και χρόνο να περνάς με τον άντρα σου».
Η Εύα δεν έμεινε ν’ ακούσει άλλη λέξη από το στόμα της. Κλείστηκε στο μπάνιο και ένιωσε ν’ ανακατεύεται. Σύντομα είχε γονατίσει μπροστά από τη λεκάνη κι άδειαζε το στομάχι της. Τινάχτηκε όταν ένιωσε το χέρι του Άγγελου στη πλάτη της και τον έσπρωξε μακριά της, θυμωμένη.
«Τι σου συμβαίνει;» τη ρώτησε φανερά στεναχωρημένος από την αντίδραση της. Έριξε νερό στο πρόσωπο της κι έφυγε από το μπάνιο ενοχλημένη με την ερώτηση του. «Ρε Ευάκι…» την παρακάλεσε μόλις την ακολούθησε στο δωμάτιο τους.
«Δεν βλέπεις τι κάνει;» του επιτέθηκε. «Μπαίνει ανάμεσα μας».
«Γιατί το κάνεις αυτό; Γιατί γίνεσαι ψυχωτική ρε Εύα;» τη μάλωσε. Κράτησε την ανάσα της και δάγκωσε τα χείλια της για να μη φωνάξει από θυμό. «Συγνώμη, μαλακία είπα το ξέρω».
«Θέλω να μείνω μόνη μου. Μπορείς να πάρεις τη Νάντια και τη κόρη σας και να φύγετε αν θέλεις, ή τέλος πάντων, να φύγω εγώ… θα τρελαθώ… με τρελαίνει και εσύ την αφήνεις».
Δεν μπόρεσε να αρθρώσει κουβέντα από το σοκ του. Τη παρακολουθούσε να περπατά μες το δωμάτιο σαν άγριο ζώο και τρόμαξε με τη θλίψη και τον θυμό που είδε να ζωγραφίζεται στα μάτια της.
«Θα τη διώξω», τη διαβεβαίωσε και η Εύα αμέσως σταμάτησε να περπατάει και τον κοίταξε ανακουφισμένη. «Έχεις δίκιο, μπορεί η Νάντια να νοιάζεται για τη μικρή και να θέλει να τη πλησιάσει αλλά δεν γίνεται να είναι μέσα στα πόδια μας συνέχεια», συνέχισε με συγκαταβατικό τόνο που έκανε έξαλλη την Εύα.
«Με θεωρείς τρελή».
«Όχι ρε μάτια μου…»
«Σου έχει ρίξει στάχτη στα μάτια και δεν βλέπεις τι πάει να κάνει. Από τη πρώτη στιγμή θέλησε να μας κάνει κακό κι εσύ την αφήνεις. Θέλει να πάρει τη θέση μου. Σε φλερτάρει κι εσύ το διασκεδάζεις. Έχει κάνει την Ελπίδα να τη λατρέψει και να μου το θυμηθείς πως με τη πρώτη ευκαιρία θα την παρατήσει και πάλι. Είσαι τυφλός, Άγγελε.  Δεν θέλω χάρες. Αν θες να περνάς χρόνο με τη Νάντια, δικαίωμα σου αλλά έτσι με τόσο συγκαταβατικότητα λες και είμαι για ψυχιατρείο, μη μου μιλήσεις ποτέ ξανά».
Έφυγε σαν σίφουνας από το δωμάτιο. Βρήκε την Ελπίδα να ζωγραφίζει παρέα με τη Νάντια και γρύλλισε ενοχλημένη γιατί ήθελε να μιλήσει λίγο στη κόρη της και δεν μπορούσε μ’ εκείνη μπροστά.
«Δώσε μου λίγο χρόνο μαζί της. Δεν έχεις το μονοπώλιο», σάρκασε.
Το μισό χαμόγελο στο πρόσωπο της Νάντιας παραλίγο να τη κάνει να σηκώσει τη γροθιά της στο πρόσωπο της, και να της σπάσει τη μύτη. Έσφιξε τα χέρια της και κράτησε την ανάσα της όταν εκείνη στάθηκε στο πλάι της κι έφερε το πρόσωπο της κοντά στο αυτί της.
«Φοβάσαι Εύα;» ψιθύρισε, σοκάροντας τη. «Είδες πώς είναι να βλέπεις να σου κλέβουν τα πάντα μέσα από τα χέρια σου;» συνέχισε και χαχάνισε ευχαριστημένη πριν βγει από τη κουζίνα. Μόλις είχε επιβεβαιωθεί. Η Νάντια εξαρχής έπαιζε παιχνίδι και είχαν πέσει όλοι στη παγίδα της. Έριξε μια ματιά προς το μέρος της Ελπίδας και ράγισε η καρδιά της. Το μεγαλύτερο θύμα ήταν η μικρή, κανένας άλλος.
«Ελπιδάκι, θα πάω να ψωνίσω θες να έρθεις για βόλτα;» κατάφερε να πει παρότι ένιωσε το λαιμό της ξερό. Έπρεπε να πάρει λίγο αέρα πριν καταλήξει να πιάσει τη Νάντια από τον λαιμό. Θα την έπνιγε ευχαρίστως και χωρίς καθόλου τύψεις. Έδωσε το χέρι της στη μικρή κι εκείνη το έσφιξε πριν βγουν στο σαλόνι. Ο Άγγελος με τη Νάντια μιλούσαν χαμηλόφωνα μπροστά από τη μπαλκονόπορτα μα σταμάτησαν όταν τους είδαν και με ενοχικό ύφος γύρισαν προς το μέρος τους. «Πάμε σούπερ μάρκετ. Θα γυρίσουμε σε μισή ώρα,» τους πληροφόρησε και χωρίς να κοιτάξει προς το μέρος τους ούτε δευτερόλεπτο, κατευθύνθηκε προς την εξώπορτα.
Τα μάτια του Άγγελου καίγανε σαν τρελά από τη στεναχώρια. Μόλις έκλεισε η πόρτα και χάθηκε από το οπτικό του πεδίο η Εύα, ξέσπασε κι έσπασε ένα βάζο από τα νεύρα του. Όλα πήγαιναν πάλι κατά διαόλου. Η ζωή του, η σχέση του  και πάλι εξαιτίας των αποφάσεων του.
«Το ‘ξερα εξαρχής πως ήταν κακή ιδέα να σου δώσω τόση ελευθερία», φώναξε στη Νάντια που τον κοίταξε θιγμένη.
«Εγώ φταίω που η δικιά σου είναι παρανοϊκή;»
«Δεν βοηθάς καθόλου με τη στάση σου», την κατηγόρησε κι έριξε το σώμα του πάνω στον καναπέ. «Ούτε εγώ με το να σου φέρομαι λες και είμαστε κολλητοί για χατίρι της Ελπίδας. Σε σιχαίνομαι. Αν δεν το ήθελε η κόρη μας, δε θα σ’ έβαζα μες το σπίτι μου. Και πρέπει τώρα να ζω το θέατρο του παραλόγου κάθε μέρα και να πληγώνω τον άνθρωπό μου». Ένιωθε ξεθεωμένος. Δεν άντεχε άλλο. Σχεδίαζε τόσο καιρό τη ζωή του με την Εύα κι ήρθε σαν σίφουνας η Νάντια και τα κατεδάφισε όλα. Μα εκείνος έφταιγε που της έδειξε πίστη. Την ένιωσε να κάθεται δίπλα του και την αγριοκοίταξε με την άκρη του ματιού του. «Τόσο πολύ μας μισείς ρε Νάντια;» ρώτησε παραπονιάρικα.
«Δε σε μισώ,  εσένα και τη μικρή δε σας μισώ καθόλου».
«Όμως την Εύα…»
«Δεν την αντέχω. Μου στέρησε τα πάντα».
«Και γι’ αυτό γύρισες; Για να της στερήσεις κι εσύ τα πάντα;»
Απογοήτευση, αυτό ένιωσε μόνο για τον εαυτό του. Για όλα είχε δίκιο η Εύα και δεν την άκουσε. Άφησε για μία ακόμη φορά την αφέλειά του να του κλείσει τα μάτια.
«Είμαι ερωτευμένη μαζί σου, Άγγελε. Σε ξανά ερωτεύτηκα».
«Ακούς τι λες;» της έβαλε τις φωνές εκείνος.
«Περνάμε τέλεια μαζί οι τρεις μας. Είμαστε σχεδόν σαν οικογένεια, δεν μπορείς να το αρνηθείς πως έχουμε έρθει κοντά. Δεν φαντάζεσαι πως μπορεί να ήταν να είμαστε μια οικογένεια, μαζί, με το παιδί μας.  Ίσως να κάναμε κι άλλο ένα…»
Τον πλησίασε και πριν εκείνος προλάβει ν’ αντιδράσει, κόλλησε τα χείλια της στα δικά του. Το φιλί της ήταν απαιτητικό, τόσο που ο Άγγελος ένιωσε αδύναμος κι ανίκανος για οποιαδήποτε αντίδραση. Δεν ανταπέδωσε το φιλί. Έμεινε μαρμαρωμένος για λίγο μέχρι που ξεκίνησαν τα γρανάζια στο μυαλό του να δουλεύουν και πάλι και κατάφερε να τη σπρώξει μακριά του. Σκούπισε το στόμα του σχεδόν αηδιασμένος. Τα χείλια του δεν είχαν φτιαχτεί για να φιλάνε άλλη… μόνο της Εύας το φιλί τον χόρταινε και τον έκανε ευτυχισμένο.
«Έχω οικογένεια», είπε με τρεμάμενη φωνή. «Μια γυναίκα που δε την φτάνεις ούτε στο μικρό της το δαχτυλάκι αφού είναι χίλιες φορές καλύτερος άνθρωπος από σένα και μια κόρη που το τελευταίο πράγμα που θέλω, είναι να πάρει παραδείγματα από έναν σάπιο άνθρωπο σαν εσένα. Σήκω και φύγε, μην τολμήσεις να μας ενοχλήσεις ξανά».
«Να φύγω; Και στην Ελπίδα τι θα πεις;»
«Την αλήθεια», γέλασε ειρωνικά. «Θα της πω την αλήθεια, για να ξέρει τι άνθρωπος είσαι».
«Νομίζεις θα το αφήσω αυτό να περάσει έτσι;» τον απείλησε και ο Άγγελος αντέδρασε αστραπιαία, λες και είδε κόκκινο μπροστά του και θόλωσε. Την άρπαξε από τον λαιμό και την κόλλησε στο τοίχο. Η φλέβα στο κούτελο παλλόταν επικίνδυνα, μέχρι κι εκείνος την ένιωθε να χτυπά σαν τρελή.
«Σήκω και φύγε», επανέλαβε αργά, σφίγγοντας τη όσο χρειαζόταν. «Είμαι τρελός, δεν το ξέρεις; Έχω μοιάσει του πατέρα μου, έχω λίγο από το αίμα και την οργή του και δεν το ‘χω σε τίποτα να βγάλω όλο το μίσος μου πάνω σου. Σήκω και φύγε και μη ξαναενοχλήσεις την οικογένεια μου».
Εκείνη δε χρειάστηκε ν’ ακούσει άλλη κουβέντα. Μόλις την ελευθέρωσε, άρπαξε τη τσάντα της και με δακρυσμένα μάτια, έφυγε τρέχοντας. Κοίταξε τα χέρια του που έτρεμαν και προσπάθησε να ηρεμήσει. Δεν μπορούσε ν’ αναπνεύσει, είχε κάνει το μεγαλύτερο λάθος με το να αμφισβητήσει τα λόγια της Εύας και τώρα θα έπρεπε να διορθώσει το λάθος του άμεσα. Σήκωσε το τηλέφωνο και πήρε τον Γεράσιμο. Του εξήγησε τη κατάσταση και ζήτησε να κάνει ό, τι περνάει από το χέρι του για να μη τους ξαναπλησιάσει η Νάντια. Μόλις εκείνος τον διαβεβαίωσε πως θα ήταν σύντομα ασφαλείς, ο Άγγελος έκανε ακόμα ένα τηλεφώνημα.
«Έλα Πάνο, τα έκανα μαντάρα, γίνεται να πιούμε καφέ το απόγευμα; Κοντεύω να τρελαθώ», ρώτησε τον Πάνο και αφού έκλεισαν το ραντεβού τους, έριξε μια ματιά στο ρολόι του και περίμενε υπομονετικά την Εύα.

Κεφάλαιο 55.

Ο κόσμος της γκρεμίστηκε μόλις έβαλε το κλειδί στη πόρτα και την άνοιξε τόσο όσο χρειαζόταν για να δει τον Άγγελο να φιλά τη Νάντια. Παρότι έπαθε τρομερό σοκ, κράτησε τη ψυχραιμία της και την έκλεισε και πάλι απαλά, προσπαθώντας να μη κάνει θόρυβο. Τα χέρια της έτρεμαν και το μυαλό της είχε σταματήσει μα αυτό που την έκανε να πάρει μπρος ήταν η Ελπίδα που ψιθύρισε το όνομα της.
«Μαμά… Εύα… τι…» ψέλλισε χαμένη η μικρή. «Είσαι καλά;»
«Ναι μωρό μου. Πάμε στο μαγαζί γιατί ξεχάσαμε… ψωμί…»
«Πήραμε από τον φούρνο δύο φρατζόλες», της υπενθύμισε.
«Κάτι άλλο θα χρειαστεί να πάρουμε, πάμε». Την τράβηξε από το χέρι και κατέβηκαν στον δρόμο και πάλι. Δεν ήξερε πώς να το χειριστεί το θέμα, τι να έκανε; Μόλις είδε τον άντρα της ζωής της να φιλιέται με τη γυναίκα που του είχε χαρίσει ένα παιδί και η Ελπίδα τη λάτρευε αυτή τη γυναίκα. Χριστέ μου, τα χάνω όλα. Ήθελε να παλέψει μα ένιωθε τρομερά αδύναμη και δεν άντεχε ούτε τον ίδιο της τον εαυτό. Πονούσε μόνο που ανέπνεε, ίσως να έπαιρνε μια απόφαση για το τι θα έκανε μόλις γυρνούσε σπίτι.
Γύρισαν μετά από μισή ώρα άσκοπης βόλτας. Τρομερές ιδέες περνούσαν από το μυαλό της. Πού μπορεί να οδηγούσε αυτό το φιλί; Σε τι μονοπάτια θα τους πήγαινε; Μετάνιωσε που δεν όρμησε μέσα στο σπίτι αλλά φοβήθηκε την αντίδραση της Ελπίδας. Δεν της έφταιγε σε τίποτα αυτή η ψυχή να εμπλέκεται σε τέτοιες παρανοϊκές καταστάσεις.
Η Νάντια ήταν άφαντη και ο Άγγελος έκανε μπάνιο. Βρήκε την ευκαιρία να βολέψει τα πράγματα και να βάλει στη μικρή της να φάει. Εκείνη, κουρασμένη και ξεθεωμένη ψυχολογικά, αντί να περιμένει εκείνον και να του ζητήσει εξηγήσεις, έπεσε για ύπνο για να μη σκέφτεται. Δεν είχε καταλάβει πόση ώρα λαγοκοιμόταν όταν τον ένιωσε να ξαπλώνει δίπλα της, μα δε κουνήθηκε και δεν έδωσε σημάδι πως είχες ξυπνήσει.
«Ευάκι… θα βγω με τον Πάνο…» τον άκουσε να μουρμουράει. Μούγκρισε τάχα μισοκοιμισμένη και κράτησε την ανάσα της όταν άφησε ένα τρυφερό φιλί στα χείλια της. Τον ήθελε τρελά. Τον αγαπούσε με όλο της το είναι κι εκείνος τη φιλούσε αφού είχε προδώσει το φιλί τους με το να δώσει και στη Νάντια ένα.
Δεν πρόλαβε να κάνει δύο βήματα μακριά από τη πολυκατοικία στην οποία έμενε, και Άγγελος έπεσε πάνω στη Νάντια που τον κοιτούσε ικετευτικά, ενώ μουρμούραγε σαν τρελή καθώς του έκλεινε τον δρόμο. Εκείνος μάταια προσπάθησε να της ξεφύγει ώσπου τελικά, εκνευρισμένος, τη τράβηξε από το χέρι απότομα και τη τραβολόγησε ως το κοντινότερο αστυνομικό τμήμα.
«Πού με πας;»
«Θα σε καταγγείλω για παρενόχληση, είσαι τρελή, παραφυλάς έξω από το σπίτι μου».
«Άκουσε με!»
«Εσύ άκουσε με Νάντια, μια και καλή», της έβαλε τις φωνές κι εκείνη ζάρωσε πάνω στον τοίχο, κλαψουρίζοντας. «Λυπάμαι, δεν σε αγάπησα ποτέ και δεν υπήρχε ποτέ περίπτωση ν’ αφήσω την Εύα για σένα. Σε λυπάμαι. Δεν θέλω να σε αγγίζω. Σε μισώ γιατί έπαιξες με τα αισθήματα της κόρης μου μόνο και μόνο γιατί έχεις εμμονή με το παρελθόν. Ειλικρινά, αν περνούσε από το χέρι μου θα σ’ έκλεινα σε ψυχιατρείο. Μη τολμήσεις να μας πλησιάσεις. Το καλό που σου θέλω».
«Δεν με αγάπησες ποτέ;» Αυτό κράτησε απ’ όσα της είπε και ο Άγγελος έκλεισε τα μάτια απογοητευμένος εντελώς από την γυναίκα απέναντί του.
«Σε αγάπησα τόσο, όσο αγάπησες εσύ τη κόρη μας», της πέταξε θλιμμένα και της γύρισε τη πλάτη. Την άκουσε να ξεσπά σε λυγμούς μα δεν τη λυπήθηκε. Περπάτησε με σταθερό βήμα μακριά της γιατί είχε σοβαρή δουλειά με τον Πάνο.
Μόλις ο φίλος του τον είδε να πλησιάζει, του έκανε νόημα και του έδειξε τη καρέκλα δίπλα του. «Πες μου μωρό μου, πώς τα σκάτωσες αυτή τη φορά;» ρώτησε ειρωνικά, προκαλώντας ένα θεαματικό μούτρωμα στον Άγγελο.
«Μου αρέσει που περνιόμουν και για έξυπνος», σχολίασε πικραμένος εκείνος και εξήγησε στον Πάνο τι έγινε με τη Νάντια. Μόλις τελείωσε, ο φίλος του τον μούντζωσε και κούνησε το κεφάλι του απογοητευμένος. «Τι θα κάνω ρε Πάνο; Παραλίγο να τη βγάλω τρελή την Εύα γιατί θεώρησα πως η Νάντια πραγματικά είχε αλλάξει».
«Άνθρωποι σαν εκείνη δεν αλλάζουν εύκολα και το ξέρεις».
«Έβλεπα τη μικρή τόσο χαρούμενη και πίστεψα πως έκανα καλά που την άφηνα να μας πλησιάζει».
«Έπεσες στην παγίδα της, από την καλή σου την καρδιά. Αυτό σε κάνει εν μέρει βλάκα αλλά και καλή καρδιά. Η Εύα θα καταλάβει».
«Κι αν δεν καταλάβει; Δεν θα την αδικήσω αλλά αν χάλασα το γάμο μου με τη γυναίκα που αγαπώ;»
«Άκου, Άγγελε. Μίλα της ειλικρινά. Πες της ό, τι πραγματικά νιώθεις. Η Εύα σε λατρεύει, μπορεί να της πάρει καιρό να σε συγχωρήσει αλλά θα καταλάβει».
«Πώς τα έκανα έτσι;»
«Ό, τι έγινε, έγινε. Τώρα το μόνο που απομένει είναι αυτή τη φορά, να παλέψετε ο ένας για τον άλλον αντί να το βάλετε στα πόδια».
Η Εύα ζαλίστηκε στη προσπάθεια της να σηκωθεί από το κρεβάτι και βόγκηξε ενοχλημένη όταν χτύπησε το κινητό της. Της φάνηκες λες είχε το Μπιγκ Μπεν μες το αυτί της και ο πονοκέφαλος ήταν αβάσταχτος. Κοίταξε την οθόνη και είδε το χαμογελαστό πρόσωπο του να τη κοιτά.
«Φοίβο…» μουρμούρισε μόλις δέχτηκε τη κλήση.
«Κοιμόσουν;»
«Τι θες;» ρώτησε απότομα, κι εκείνος γνωρίζοντας πόσο κακοδιάθετη ξυπνούσε μετά από τον μεσημεριανό ύπνο, γέλασε τρυφερά.
«Τελικά δεν μου είπες αν θα έρθετε στο πάρτι απόψε. Γιορτάζουμε 20 χρόνια λειτουργίας και δεν πρέπει να λείψεις!»
«Θα έρθω…» απάντησε με σιγουριά αφού το σκέφτηκε στα γρήγορα. Ίσως αν περνούσε λίγο χρόνο μακριά από τον Άγγελο, να καθάριζε λίγο η σκέψη της και να έβρισκε τον τρόπο για να διαχειριστεί ό, τι είχε δει. Σίγουρα δε γινόταν να χάσει τη ψυχραιμία της. Δε μπορούσε να το κάνει αυτό στον εαυτό της.
Έκανε ένα ντους και ετοιμάστηκε ενώ η Ελπίδα τη παρατηρούσε να ντύνεται και να βάφεται μ’ ενδιαφέρον. Η Εύα δεν έχανε στιγμή να της χαμογελάει και να καρφώνει τα μάτια της στο υπέροχο πρόσωπο της. Έμοιαζε σαν αγγελούδι με τα καστανόξανθα μαλλιά της, που είχαν το ίδιο χρώμα με του πατέρα της, και αυτά τα διεισδυτικά μπλε μάτια- κι αυτά κληρονομιά από τον Άγγελο. Την καθησύχαζε το γεγονός πως δεν είχε τίποτα από τη Νάντια πάνω της. Δε θα άντεχε να κοιτάζει αυτό το πλάσμα και να της θυμίζει κάποια τόσο μισητή.
«Μαμά, είσαι θλιμμένη;» τη ρώτησε η μικρή, ξαφνιάζοντας τη με τη σοβαρότητα της. Μερικές φορές η ωριμότητα της Ελπίδας την έπιανε εξαπίνης.
«Ναι μωρό μου», απάντησε ειλικρινά, χωρίς περιστροφές.
«Εξαιτίας μου;»
«Ποτέ», την αντίκρισε και την έσφιξε στα χέρια της. «Εσύ είσαι ο μόνος λόγος που είμαι πάντα χαρούμενη, απλά αυτές τις μέρες είμαι κουρασμένη και στεναχωρημένη που δε σε βλέπω πολύ».
«Με αγαπάς ακόμα δηλαδή;»
«Δεν έπαψα ποτέ να σε αγαπώ, άγγελε μου. Και δεν θα υπάρξει μέρα που δεν θα σε αγαπώ», τη διαβεβαίωσε και πέρασε το πινέλο του ρουζ της πάνω από τη ντελικάτη μύτη της Ελπίδας. Η μικρή γέλασε γαργαριστά και για μια στιγμή, η Εύα ξέχασε τη πίκρα της, μα μόλις άνοιξε η πόρτα και έκανε την εμφάνιση του ο Άγγελος, το στομάχι της ανακατεύτηκε.
«Ευάκι μου είσαι μια κούκλα… πού πας;»
«Σε πάρτι. Μη με περιμένεις, θ’ αργήσω. Όταν γυρίσω πρέπει να μιλήσουμε σοβαρά», απάντησε ψυχρά και κοιτάχτηκε μια τελευταία φορά στον καθρέφτη. Ήταν ντυμένη στα κόκκινα κι ένιωθε καλά, κυρίως με τον τρόπο που τη κοιτούσε ο Άγγελος που έμοιαζε μαγεμένος. Άρπαξε την τσάντα της κι αφού φίλησε την Ελπίδα, έφυγε σχεδόν τρέχοντας χωρίς να του πει κουβέντα.
Τα νεύρα του Άγγελου είχαν γίνει κρόσσια από την απότομη συμπεριφορά της Εύας και ήρθε και το πείσμα της Ελπίδας να τον αποτελειώσει σύντομα. Φόρεσαν πυτζάμες κι ετοιμάστηκαν να δουν ταινία αλλά η μικρή αρνιόταν κατηγορηματικά να του μιλήσει.
«Μπορείς να μου πεις τι σου έχω κάνει;» την ικέτευσε και την ανάγκασε να τον αντικρίσει.
«Σε είδα», του πέταξε θυμωμένη. «Και η Εύα σε είδε. Γιατί τη φιλούσες αυτή; Θα διώξεις την Εύα για εκείνη; Δεν τη θέλω! Η Εύα  είναι η μαμά μου, όχι αυτή! Δε θέλω να τη ξαναδώ. Την Εύα πρέπει ν’ αγαπάς», τσίριξε η μικρή ξαφνιάζοντας τον τόσο, που σταμάτησε ν’ αναπνέει για λίγο. Η Ελπίδα άρχισε να κλαίει και να τον χτυπάει με τις μικροσκοπικές της γροθιές ώσπου εκείνος δεν άντεξε και την έκλεισε στην αγκαλιά του. «Η Εύα είναι η μαμά μου κι εσύ πήγες και φίλησες την άλλη».
«Γι’ αυτό είναι έτσι η Εύα;» αναρωτήθηκε δυνατά. «Είδε…»
«Γιατί τη φίλησες;» ρώτησε παραπονιάρικα η Ελπίδα.
«Σήκω, πρέπει να βρούμε την μάνα σου», είπε εκείνος αντί να απαντήσει στην ερώτηση του και την πέταξε στον ώμο του με αποφασιστικότητα.
«Ποια μάνα μου;» αναρωτήθηκε μπερδεμένη η μικρή.
«Μία μάνα έχεις Ελπίδα, αυτή θα πάμε να βρούμε». Άρπαξε τα κλειδιά του αυτοκινήτου και σχεδόν τρέχοντας, κατέβηκε στο δρόμο πάνω που οι στάλες τις πρώτης Φθινοπωρινής βροχής έκαναν την εμφάνιση τους.
Η Εύα αρνήθηκε το ποτό που της έδωσε ο Φοίβος και στηρίχθηκε στη κολόνα πίσω της αφού άλλο ένα κύμα ζαλάδας της έκανε επίθεση. Η φασαρία την ενοχλούσε φοβερά και ο καπνός από το τσιγάρο την έπνιγε όμως δεν είχε τη δύναμη να γυρίσει σπίτι ακόμα.
«Θες να μου μιλήσεις;» άκουσε την απαλή φωνή του Φοίβου να της χαϊδεύει τα αυτιά.
«Δεν θα έπρεπε να ασχολείσαι με την όμορφη συνοδό σου;» τον πείραξε για να αποφύγει τη συζήτηση.
«Μη φοβάσαι, είναι απασχολημένη», γέλασε εκείνος και κοίταξε προς το μέρος της κοπέλας που είχε μονοπωλήσει το ενδιαφέρον μιας μεγάλης παρέας. Ήταν νέα συγγραφέας που είχε κάνει εντύπωση και που υποσχόταν νέες επιτυχίες. Ήταν λογικό να είχε τραβήξει τα βλέμματα. «Ακούω…»
«Από πού ν’ αρχίσω. Είδα τον Άγγελο να φυλάει τη Νάντια την ημέρα που έμαθα πως περιμένω το παιδί του», είπε δήθεν αδιάφορα και είδε τα μάτια του Φοίβου να ανοίγουν διάπλατα από έκπληξη. «Τώρα για ποιο από τα δύο είσαι σοκαρισμένος;» αστειεύτηκε.
«Και για τα δύο», παραδέχτηκε εκείνος. «Τόσο καιρό το προσπαθούσες, πόσο είσαι;»
«Δε ξέρω, σήμερα το πρωί έκανα ένα τεστ φαρμακείου. Πήγαινα με τόση χαρά να του πω τα νέα και ήταν κι αυτή εκεί να μου κλέβει την οικογένεια».
«Κι εσύ την αφήνεις;» Πιάστηκε εξαπίνης με την απογοήτευση που είδε στα πράσινα μάτια του φίλου της. «Με εκπλήσσεις ρε Εύα. Έχετε χαλάσει γάμους, δεσμούς, τον κόσμο όλο για να είστε μαζί και θα αφήσεις τη Νάντια και την κάθε Νάντια να μπει ανάμεσα σας; Τι στο διάολο σκέφτεσαι;»
«Δεν σκέφτομαι».
 «Προφανώς», ύψωσε τη φωνή του εκείνος. «Είσαι τόσο χαζή ώρες-ώρες, κάθεσαι εδώ να κλαις τη μοίρα σου αντί να παλεύεις για τον άνθρωπό σου. Φύγε και μη τολμήσεις να γυρίσεις αν…»
Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του γιατί έντονοι ψίθυροι του τράβηξαν τη προσοχή. Η μουσική χαμήλωσε και κοίταξε την Εύα σοκαρισμένος όταν άκουσε κάποιον να τη φωνάζει. Εκείνη αναγνώρισε τη φωνή του Άγγελου και κινήθηκε αμέσως προς την έξοδο, φοβισμένη πως κάτι μπορεί να έπαθε η Ελπίδα. Όταν όμως τους είδε με τις πυτζάμες τους και κάλτσες βρεγμένες από τη βροχή, έφερε το χέρι στο στόμα αποκαλώντας τον τρελό.
«Τι στο καλό κάνεις εδώ, έτσι;» του έβαλε τις φωνές.
«Σ’ αγαπώ…»
«Πας καλά; Κι ήρθες εδώ με τη βροχή, με τις πυτζάμες να μου το πεις;» Αγνόησε τα  γέλια γύρω της και κάρφωσε τα μάτια της στα δικά του. Ανατρίχιασε μόλις κλείδωσαν οι ματιές τους γιατί είδε φόβο και πόνο.
«16 χρόνια σε αγαπάω, Εύα. 832 βδομάδες, 141,000 ώρες… όλες μετρημένες μία προς μία. Και κάθε μέρα που περνάει, σ’ αγαπώ ακόμα πιο δυνατά γιατί μ’ έσωσες από τον εαυτό μου. Όταν κατέρρεα, εσύ ήσουν εκεί να με σηκώσεις. Όταν πέθαινα, με ανέστηνες. Εξαιτίας σου είμαι εδώ. Ήσουν, είσαι και θα είσαι η μόνη σταθερά στη ζωή μου κάθε φορά που έχανα τα πάντα. Δεν θα μπορούσα ποτέ να σε αντικαταστήσω, Εύα. Με καμία. Ποια να συγκριθεί με σένα;» Τη πλησίασε διστακτικά και σήκωσε το χέρι του στο πρόσωπο της για να σκουπίσει τα δάκρυα της.
«Φίλησες την Νάντια...»
«Δεν είχε καμία ουσία και σημασία αυτό το φιλί», τη διέκοψε. «Γιατί να θέλω να τη φιλήσω; Δε με νοιάζουν άλλα χείλια, μόνο τα δικά σου».
«Έτσι θα είναι η ζωή μας; Μ’ ένα εμπόδιο να μας βάζει τρικλοποδιά μόλις πάμε να ορθοποδήσουμε;»
«Τα εμπόδια ξεπερνιούνται Ευάκι μου, φτάνει να το θέλουμε και οι δύο».
«Κι εκείνη; Ξεπερνιέται;»
«Η Νάντια είναι παρελθόν. Δεν θα σε ξαναπειράξει, ποτέ». Τον κοίταξε δύσπιστη κι εκείνος της χαμογέλασε στραβά, με το σύνηθες καθησυχαστικό του χαμόγελο που έκανε άλλη μία φορά τη καρδιά της να ηρεμήσει. «Μην έχεις καμία αμφιβολία για την αγάπη μου…»
«Έχουμε αλλάξει και οι δύο πολύ, Άγγελε. Δεν είμαστε τα άτομα που ήμασταν κάποτε».
«Μπορεί, όμως ένα είναι σίγουρο. Πως αυτό που έχουμε, αυτή η αγάπη μας, δεν έχει καταφέρει να την αγγίξει ο χρόνος. Θέλω τα πάντα μαζί σου, Εύα. Γέλια, χαρές, έρωτα, παιδιά, οικογένεια. Όλο το πακέτο. Μαζί σου».
Πήρε το χέρι της και το έβαλε στο μέρος της καρδιάς του που χτυπούσε σε ξέφρενους ρυθμούς. Η Εύα συγκράτησε έναν λυγμό ευτυχίας και τράβηξε το χέρι του προς το μέρος της και το ακούμπησε στη κοιλιά της. Η έκπληξή του ήταν τόση που έμεινε σιωπηλός για λίγο, να τη κοιτάει λες και την ικέτευε να μην του κάνει πλάκα.
«Πείτε κάτι», τους διέταξε μ’ έναν ηχηρό ψίθυρο η Ελπίδα, προκαλώντας γέλιο και ακόμη περισσότερη συγκίνηση στην αίθουσα.
«Συγγνώμη Ευάκι μου…»
«Απλά υποσχέσου μου πως θα πάνε όλα καλά».
«Όλα θα πάνε καλά, ματάκια μου», χαμογέλασε εκείνος και τη  τράβηξε πάνω στο στέρνο του. Εκείνη τύλιξε τα χέρια της γύρω του και αφέθηκε στην αγκαλιά του. Ένιωσε τα χέρια της Ελπίδας γύρω από τα πόδια τους και γέλασε επιτέλους με τη ψυχή της όταν άκουσε κάποιον να φωνάζει πως βρήκε θέμα για το επόμενο βιβλίο του. «Θέαμα γίναμε πάλι» ψιθύρισε και η Εύα ξέσπασε σε δυνατά γέλια.

Περίπου εφτά μήνες μετά

Η κοιλιά της Εύας είχε μεγαλώσει τόσο πολύ που δε μπορούσε να σηκωθεί από το κρεβάτι. Με δυσκολία έσερνε τα πόδια της ως το μπάνιο. Το μόνο πράγμα που δεν είχε πρόβλημα να κάνει, ήταν να τρώει. Για όλα τ’ άλλα χρειαζόταν τη βοήθεια του Άγγελου που χαιρόταν να βλέπει τον σπόρο του να μεγαλώνει μέσα της. Ήταν μια φοβερή εμπειρία και για τους δύο, μία εμπειρία που διψούσαν να ζήσουν μαζί τόσα πολλά χρόνια. Προχώρησε με δυσκολία ως την κουζίνα και βρήκε τον άντρα της και τη κόρη τους να κοιτιούνται έντονα ενώ τρώγανε πρωινό.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε ανήσυχη και φίλησε τα κεφάλια τους.
«Προσπαθώ να τον πείσω να βγάλουμε το μωρό, Ελπίδα», πέταξε η μικρή μουτρωμένη.
«Δεν μπορεί να έχει το όνομά σου το μωρό», τη μάλωσε εκείνος.
«Αν δεν αποφασίσετε μέχρι να γεννηθεί, θα το ονομάσω εγώ το μωρό όπως θέλω», διαμαρτυρήθηκε η Εύα. Ο Άγγελος φίλησε τη κοιλιά της και σύντομα τον μιμήθηκε και η Ελπίδα. «Νιώθω παράξενα σήμερα, πόσο του μήνα έχουμε;» αναρωτήθηκε κι έκανε έναν μορφασμό πόνου.
«Δώδεκα Ιούλη», πετάχτηκε η Ελπίδα.
«Ωχ Χριστέ μου», φώναξε η Εύα και κοίταξε τη κόρη της. «Άγγελε, τέτοια εποχή δεν γνωριστήκαμε;» ρώτησε κι έριξε μια ματιά προς τον Άγγελο που κοιτούσε με τα μάτια ορθάνοιχτα ανήμπορος να καταλάβει γιατί ρωτούσε. «Νομίζω πως έρχεται το δώρο για την επέτειό μας», γέλασε κι εκείνος ένιωσε να χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια του. 
Μερικές ώρες αργότερα κρατούσαν στα χέρια τους την κόρη τους. Το πρόσωπο του Άγγελου  έλαμπε γιατί το μωρό ήταν ολόιδιο η Εύα. Τη πήρε στην αγκαλιά του και κάθισε στο κρεβάτι δίπλα στην γυναίκα του που ξεκουραζόταν. Ο Πάνος με την Άννα μόλις είχαν φύγει, με το ζόρι και η Ελπίδα ήταν ξαπλωμένη δίπλα στη μητέρα της να κοιτάζει την αδερφή που τόσο ήθελε. Την περίμενε ανυπόμονα για μήνες και τώρα δεν ήθελε να την αφήσει στιγμή. Οι μήνες που είχαν περάσει ήταν οι πιο χαρούμενοι που είχαν ζήσει αλλά τίποτα δεν συγκρινόταν με αυτή τη στιγμή.
«Κοίτα το μικρό θαύμα μας», σχολίασε τρυφερά μα εκείνη αντί να κοιτάξει το μωρό, κοίταξε το πρόσωπο του.
«Το κοιτάζω», του είπε και έπιασε το χεράκι της μικρής Αγάπης. Φίλησε το τρυφερό δέρμα της και γέλασε όταν έριξε μια ματιά στο σουφρωμένο στόμα της. «Το κοιτάζω», επανέλαβε και έγειρε στο μαξιλάρι της. Είχε ότι ονειρευόταν στη ζωή της και για πρώτη φορά, ήταν εντελώς ήρεμη… τίποτα δεν τη φόβιζε. Τίποτα δεν θα της στερούσε ότι είχε χτίσει… όλα ήταν καλά… και επιτέλους μπορούσε ν’ αναπνεύσει ελεύθερα…

2 σχόλια: