Πέμπτη 2 Ιανουαρίου 2020

Χριστούγεννα Χωρίς Χάρτη











Σημείωση:




Η μικρή αυτή ιστορία λαμβάνει χώρα πριν τα γεγονότα του βιβλίου Χωρίς Χάρτη. 
Το Χωρίς Χάρτη μπορείτε να το βρείτε διαθέσιμο στην Amazon σε έντυπη μορφή. 
****


Δεν ξέρω τι βρίσκω πιο εκνευριστικό σε αυτή τη ζωή, την σιωπή που βγάζει εκνευρισμό προς τα έξω ή τον ήχο που συνήθως τη διακόπτει. Κάπως έτσι νιώθω αυτή τη στιγμή που προσπαθώ να αποφασίσω τι μου προκαλεί μεγαλύτερη αναστάτωση. Οι γονείς μου είναι αμίλητοι και με κοιτάζουν με μισό μάτι λες και είναι δικό μου φταίξιμο που έμεινα χωρίς δουλειά, ενώ τα κουτάλια που χτυπάνε πάνω στα πιάτα μου προκαλούν νευρικό κλονισμό. Ο πατέρας μου ρουφάει τη σούπα κάνοντας τη μάνα μου να αναστενάζει αγανακτισμένα ανά δευτερόλεπτο ενώ εμένα τα μάτια μου σταματάνε σε κάθε γωνιά του δωματίου που είναι πιο αποστειρωμένο κι από δωμάτιο νοσοκομείου. Οι γονείς μου δεν έχουν πάρει είδηση ακόμα πως σε πέντε μέρες έχουμε Χριστούγεννα κι ενώ προσπαθώ από παιδί να μην κολλήσω τα ελαττώματά τους, αυτό δυστυχώς το πήρα. Ούτε το δικό μου σπίτι είναι διακοσμημένο λες και δεν υπάρχει αυτή η γιορτή. Και τώρα που το σκέφτομαι, θλίβομαι, γιατί πριν χρόνια είχα δώσει υπόσχεση στον εαυτό μου πως όταν θα έφευγα από το σπίτι των γονιών μου, θα έκανα ό,τι περνούσε από το χέρι μου για να γιορτάζω αυτή τη μαγική γιορτή που στερήθηκα μεγαλώνοντας. Και να που ξέχασα την υπόσχεση, όπως πάντα, όπως τόσες που είχα δώσει στον εαυτό μου.
«Αλεξάνδρα, μην καμπουριάζεις».


Η αυστηρή φωνή της μητέρας μου με τραβάει αμέσως από τον λήθαργο στον οποίο έχω πέσει. Κάθομαι με την πλάτη στητή και κατεβάζω άλλη μία κουταλιά από την σούπα μου. Δεν προσέχω όμως και ρίχνω λίγη πάνω στο λευκό μου πουκάμισο που έχω κουμπώσει ως το λαιμό. Εκείνη αναστενάζει σαν να είμαι η μεγαλύτερη απογοήτευση της ζωής της κι εγώ αναστενάζω γιατί έχω κουραστεί τον τόσο καθωσπρεπισμό για μία μέρα.
«Τι σκέφτεσαι να κάνεις τώρα, Αλεξάνδρα;» ζητάει να μάθει ο πατέρας μου, που αποφασίζει να μιλήσει πάνω που τρίβω τον λεκέ στο στήθος μανιωδώς, με την πετσέτα μου. «Θα ψάξεις να βρεις δουλειά άμεσα, ευελπιστώ».
Τον κοιτάζω λιγάκι νευριασμένη. «Μην ανησυχείς πατέρα, δεν θα χρειαστεί να με συντηρήσετε αν ανησυχείτε γι’ αυτό. Έχω κάνει τα κουμάντα μου κι έχω και τον Μανώλη που βοηθάει στο σπίτι. Θα ψάξω για δουλειά με την ηρεμία μου».
«Μας αδικείς» πετάγεται η μάνα μου με μία ξινίλα που λέει ακριβώς το αντίθετο από τα λόγια της. «Και τι μπορεί να σου προσφέρει αυτός ο... Μανώλης... απορώ πως μένεις μαζί του. δεν μπορώ να το πιστέψω πως τον άφησες να μπει στο σπίτι του παππού σου».
«Ο παππούς τον αγαπάει τον Μανώλη».
«Είναι κακή επιρροή» αρχίζει το κρεσέντο γκρίνιας η μητέρα μου κι εγώ σταματάω να τη ακούω πάνω στα δύο λεπτά γιατί μόλις συνειδητοποιώ πως είναι τα πρώτα Χριστούγεννα μου μαζί του και τα δεύτερα στο διαμέρισμα που κάποτε ανήκε στον παππού μου. Αναρωτιέμαι γιατί δεν μου έχει κάνει ακόμα καυγά για την έλλειψη στολισμού αφού είναι τρελός για τα Χριστούγεννα. Θα τον ρωτήσω όταν επιστρέψω σπίτι, φτάνει να τον δω αφού τον τελευταίο καιρό τον βλέπω ελάχιστα. «...και δεν θα έπρεπε να είναι καν στο ίδιο διαμέρισμα με σένα» καταλήγει η μητέρα μου. Την κοιτάζω με το βλέμμα αγελάδας αφού δεν έχω ακούσει τι έλεγε τόση ώρα. Γνέφω καταφατικά, κάτι που την ευχαριστεί πολύ, αφού χαμογελάει ξανά μετά από πολλούς μήνες. «Υπέροχα, μπορείς να του δώσεις ως τη νέα χρονιά για να φύγει. Γονείς έχει, να πάει σε αυτούς, ή στην αδερφή του... φτάνει να μη μένει μαζί σου».
Αφήνω το κουτάλι μου κάτω και σκουπίζω το στόμα μου με την πετσέτα πριν σηκωθώ αργά από τη θέση μου. Και οι δύο ξαφνιάζονται αλλά δεν κάνουν κάποια κίνηση, μόνο με κοιτάζουν περιμένοντας την επόμενη κίνησή μου. «Ο Μανώλης δεν έχει να πάει πουθενά. Εγώ τον θέλω να μένει μαζί μου. Και τώρα με συγχωρείτε, πάω να φτιάξω μία λίστα».
«Δεν έχουμε τελειώσει το φαγητό, τι λίστα πας να φτιάξεις;» ωρύεται ο πατέρας μου που περισσότερο φοβάται να μείνει μόνος με τη γυναίκα του.
«Λίστα Χριστουγέννων» τον ενημερώνω και δείχνω προς το τραπέζι. «Δεν μου αρέσει η σούπα, ποτέ μου δεν αγάπησα το κουνουπίδι» συμπληρώνω και φεύγω με το κεφάλι ψηλά ενώ η καρδιά μου τρέμει γιατί ξέρω πως θα μετανιώσω πικρά αυτή τη φυγή.
Βρίσκω το διαμέρισμα άδειο όταν επιστρέφω και φυσικά, τον χαμό που άφησα το πρωί, να επικρατεί ακόμα. Ξεφυσάω νευριασμένα γιατί ο Μανώλης δεν έχει γιατρειά. Πιο τσαπατσούλη άνθρωπο δεν έχω γνωρίσει στη ζωή μου. Κρεμάω το παλτό μου και αρχίζω να συμμαζεύω τον χαμό του. Έχει πεταμένα δύο ζευγάρια παπούτσια μεταξύ σαλονιού και χολ, μερικά πουλόβερ πάνω στον καναπέ, ενώ δεν έχει πλύνει τα πρωινά πιάτα όπως μου υποσχέθηκε. Κανονικά θα θύμωνα αλλά έχω κουραστεί τόσο πολύ που απλά μαζεύω ενώ παίρνω βαθιές αναπνοές για να κατευνάσω τα νεύρα μου. Όταν τελειώνω έχουν περάσει κοντά δύο ώρες γιατί αποφάσισα να καθαρίσω και το μπάνιο που το είχε αφήσει στο έλεος του κι έμοιαζε σαν να είχε πέσει βόμβα. Κάνω ένα ντους για να μη μυρίζω χλωρίνη κι αφού ντύνομαι ζεστά, φτιάχνω ένα τσάι και κάθομαι στην αγαπημένη μου καρέκλα, κοντά στο τραπέζι της κουζίνας. Μπροστά μου είναι ανοιχτό το σημειωματάριό μου όπου κρατάω όλες τις λίστες μου. Η σελίδα είναι κενή, το στυλό είναι στο χέρι μου, αλλά για πρώτη φορά δεν έχω παραμικρή ιδέα τι να γράψω. Ξεκινάω με τα βασικά, τον τίτλο: Πως να περάσω τα τέλεια Χριστούγεννα. Ωραία... πως μπορεί να περάσει κανείς τα τέλεια Χριστούγεννα;
Μου παίρνει πάνω από μισή ώρα και μια ενδελεχή αναζήτηση στο διαδίκτυο για να ανακαλύψω τον τέλειο τρόπο για να μάθω τι πρέπει να κάνω για να περάσω για πρώτη φορά στη ζωή μου τις τέλειες γιορτές. Υπάρχει ένα κανάλι που παίζει πάνω από είκοσι ταινίες με Χριστουγεννιάτικο θέμα, αποκλείεται να μη βρω εκεί ιδέες. Φτιάχνω μία γαβάθα ποπ κορν και τρέχω στο σαλόνι γιατί τυχαίνει να έχω το κανάλι εκείνο. Βολεύομαι και το βρίσκω πάνω που ξεκινάει μία ταινία. Κρατάω σημειώσεις καθ όλη τη διάρκεια και εντέλει, βλέπω και μία δεύτερη ταινία και μετά μία τρίτη. Η συνταγή είναι απλή. Τα τέλεια Χριστούγεννα πρέπει να έχουν τα εξής συστατικά: Χιόνι, πατινάζ, στόλισμα δέντρου και σπιτιού, σπιτάκια με μπισκότα από τζίντζερ, μπισκοτάκια σε διάφορα χειμωνιάτικα μοτίβα, ζεστή σοκολάτα και φυσικά πολύ γκι.
Έχει πάει μεσάνυχτα όταν αποφασίζω να κλείσω την τηλεόραση και πάνω στην ώρα ανοίγει η πόρτα για να περάσει μέσα ο Μανώλης, τυλιγμένος με το τεράστιο κασκόλ του και με τον σκούφο κατεβασμένο ως τα φρύδια. Φαίνεται σοκαρισμένος που με βρίσκει ξύπνια αφού συνήθως πάω στο κρεββάτι ακριβώς στις έντεκα. Χαμογελάει δειλά, αφού δεν ξέρει τι να περιμένει, και χωρίς να πει κουβέντα προχωράει ως το δωμάτιό του. σταματάει μπροστά από την πόρτα για να διαβάσει το σημείωμα που του έχω αφήσει: “Την επόμενη φορά όλα τα πράγματά σου αντί για το δωμάτιό σου, θα πάνε στα σκουπίδια”.
«Εκτιμώ το γεγονός πως δεν με άφησες χωρίς βρακιά» φωνάζει χωρίς να στραφεί καν προς το μέρος μου. Χαμογελάω στα κρυφά για να μου του δώσω θάρρος αλλά σοβαρεύω απότομα όταν έρχεται να με βρει, με το σημείωμα στο χέρι. Πηδάει στον καναπέ και βρίσκεται από το πουθενά στην αγκαλιά μου. Τον σπρώχνω μακριά μου εκνευρισμένη. Δεν μπορώ όταν με κοιτάζει με αυτό το αθώο βλέμμα, ξέρω πως θα επακολουθήσει κάτι που θα με φέρει στα όρια εγκεφαλικού γιατί τέτοιος είναι ο Μανώλης. Ο μεγαλύτερός μου πονοκέφαλος. «Πως ήταν η συνάντηση με τον βασιλιά και τη βασίλισσα του πάγου;»
Δεν συμπαθεί τους γονείς μου και δεν το κρύβει. Όχι πως τον αδικώ, βέβαια, αλλά δεν μου κάνει εύκολη τη ζωή με το να μιλάει έτσι γι’ αυτούς. «Μου ζήτησαν να σε πετάξω στο δρόμο αλλά τους είπα πως από τη στιγμή που συμμάζεψα ένα αδέσποτο, θα το φροντίζω μέχρι τέλους».
«Είσαι τόσο γλυκιά» με πειράζει με προσποιητή χαρά αλλά ξέρω πολύ καλά πως κατά βάθος μ’ ευχαριστεί από μέσα του γιατί του άνοιξα την πόρτα μου και τον άφησα να μείνει μαζί μου. «Γιατί δεν κοιμάσαι;»
«Έβλεπα Χριστουγεννιάτικες ρομαντικές ταινίες».
Βάζει τα γέλια λες και του είπα ανέκδοτο. «Εσύ;»
«Εγώ ναι, γιατί σου φαίνεται τόσο τρομερό;»
«Γιατί εκτός του ότι δεν έχεις ένα ρομαντικό κόκαλο πάνω σου, είσαι και η προσωποποίηση του Γκρίντς. Δεν ξέρω αν το έχεις καταλάβει, αλλά σε μερικές μέρες έχουμε Χριστούγεννα και στο σπίτι δεν υπάρχει ούτε ένα στολίδι».
Σηκώνομαι όρθια αγνοώντας τον. Δεν είναι πως έχει άδικο αλλά δεν μπορώ να ασχοληθώ με τον Μανού και τις σαχλαμάρες του αυτή τη στιγμή. Έχω καταστρώσει σχέδιο και από αύριο το πρωί θα φροντίσω να έχω τα ομορφότερα Χριστούγεννα της ζωής μου. Εξάλλου μετά από τρεις ταινίες, ξέρω πως να το πετύχω. Βέβαια με βάση όσων είδα... δεν θα τα καταφέρω μόνη μου, αλλά δεν θα χάσω την ευκαιρία που μου δίνεται!
Χώνομαι κάτω από τα σκεπάσματά μου και παίρνω τρεις βαθιές ανάσες αλλά πριν καλά καλά κλείσω τα μάτια μου, η πόρτα ανοίγει και μπαίνει στο δωμάτιο ο Μανώλης. Ανοίγει το φως και στέκεται μπροστά από το κρεββάτι μου. Ετοιμάζομαι να του βάλω τις φωνές που εισέβαλε στον χώρο μου αλλά καταπίνω τη γλώσσα μου όταν βλέπω πως κρατάει το σημειωματάριό μου στα χέρια του.
«Να αγοράσω δέντρο και στολίδια για το σπίτι» διαβάζει δυνατά με έντονο ενδιαφέρον. «Να πάω στο Σέντραλ Παρκ με το πρώτο χιόνι και να κάνω πατινάζ. Να βρω την τελειότερη συνταγή για Χριστουγεννιάτικα μπισκότα. Να μάθω να φτιάχνω σπίτια με μπισκότα από τζίντζερ». Σηκώνει το βλέμμα του πάνω μου κι αναστενάζει. «Τι είναι αυτό, Μαρκάτου;»
«Λίστα» απαντάω αδιάφορα.
«Το βλέπω, αλλά τι στο καλό γράφεις εδώ πέρα; Πως να περάσεις τέλεια Χριστούγεννα; Ούτε αυτό δεν ξέρεις να κάνεις;»
Με πληγώνουν πολύ τα λόγια του. Ξέρει πως δεν μεγάλωσα σε μία αγαπημένη και ζεστή οικογένεια σαν τη δική του. Πως μπορεί να με κατηγορεί για πράγματα που δεν έχω ζήσει; Κουκουλώνομαι και ξαπλώνω μπρούμυτα για να μην τον βλέπω. Ευελπιστώ πως σύντομα θα βαρεθεί και θα φύγει αλλά λίγες στιγμές μετά, τον νιώθω να κάθεται στο κρεββάτι μου προσεκτικά για να μη με χτυπήσει.
«Δεν έχω όρεξη, Μανώλη» τον προειδοποιώ.
«Το ξέρω. Απλά σοκαρίστηκα ρε Λέξι» παραδέχεται. Τολμάω να βγάλω το κεφάλι μου κάτω από τα σκεπάσματα και βλέπω τη μελαγχολία να ζωγραφίζεται στο πρόσωπό του. «Δεν είχες ποτέ δέντρο;» ρώτησε χωρίς ανάσα.
«Όταν ήμουν μικρή. Μόλις έγινα δέκα σταμάτησαν να στολίζουν και μου είπαν πως ο Άη Βασίλης δεν είναι αληθινός».
Με κοιτάζει τάχα σοκαρισμένος και βάζουμε ταυτόχρονα τα γέλια. «Μου τη δίνει που έχεις στερηθεί ακόμα και τα Χριστούγεννα» σχολιάζει κάπως προβληματισμένος.
«Γι’ αυτό έκανα τη λίστα» γκρινιάζω και αρπάζω το σημειωματάριο από τα χέρια του. «Θέλω να νιώσω όμορφα, θέλω να νιώσω αυτό που νιώθεις εσύ και η Μελ κάθε Χριστούγεννα».
«Η μητέρα μου κάνει πανικό στις γιορτές» γελάει δυνατά.
«Μου αρέσει, μυρίζει χαρά το σπίτι της».
Με κοιτάζει με μισό χαμόγελο και μου δείχνει τη λίστα. Φαίνεται να την αποδέχεται, κάτι που είναι εντελώς τρελό γιατί ο Μανώλης βγάζει σπυριά εξαιτίας τους. «Λοιπόν, θα σου κάνω τη χάρη να ακολουθήσω αυτή τη λίστα για μία φορά στη ζωή μου».
«Δεν σου ζήτησα να ακολουθήσεις τίποτα. Αυτή τη λίστα είναι όλη δική μου!»
«Με χρειάζεσαι Μαρκάτου!»
«Πότε σε ξαναχρειάστηκα για να σε χρειαστώ και τώρα;»
Ανακάθισα στο κρεββάτι απέναντί του έτοιμη για καυγά αλλά δεν φάνηκε να πτοείται. «Ξέρεις που θα βρεις το καλύτερο δέντρο για το διαμέρισμα μαζί με όμορφα και φθηνά στολίδια; Δεν νομίζω... εγώ ξέρω όμως. Όπως ξέρω να κάνω πατινάζ που εσύ δεν έχεις ιδέα πως να βάλεις καν τα ειδικά παπούτσια και το κυριότερο, ξέρω τη μάνα μου που μπορεί να σου μάθει όλα τα μυστικά για τα μπισκοτάκια που θες κι όχι μόνο».
Μουτρώνω γιατί μάλλον έχει δίκιο και τον χρειάζομαι. Δεν θέλω να το παραδεχτώ όμως, δεν γίνεται να του δώσω την ευχαρίστηση. «Όχι όχι, είσαι ικανός να μου χαλάσεις τις γιορτές. Εξάλλου είσαι μονίμως απασχολημένος με τις γυναίκες σου και δεν θέλω καμία να...»
«Σου δίνω όρκο πως δεν θα μπλέξω με καμία ως τις 30/12» με διακόπτει με απόλυτη σοβαρότητα.
«Γιατί ως τότε;»
«Γιατί δεν θα περάσω σαν μαγκούφης την παραμονή πρωτοχρονιάς. Αλλά ως τότε, θα περάσουμε υπέροχα Χριστούγεννα τα δυο μας. Μία λίστα σου βρήκα χρήσιμη Μαρκάτου, μη με κάνεις να το μετανιώσω».
Αφήνω την ανάσα μου να βγει αργά και κουνάω το κεφάλι μου καταφατικά. Έτσι κι αλλιώς ο Μανώλης θα έκανε το δικό του, οπότε καλύτερα να συμφωνήσω από τώρα μαζί του. «Με την πρώτη στραβή όμως...»
«Ναι ναι εντάξει, κοιμήσου τώρα Μαρκάτου» με διακόπτει πάλι και με αναγκάζει να ξαπλώσω. Τραβάει τα σκεπάσματα για να με σκεπάσει και κάνει κάτι που δεν περίμενα ποτέ. Αφήνει ένα τρυφερό φιλί στο μέτωπό μου πριν προχωρήσει προς την πόρτα. Σταματάει πριν βγει έξω και μου ρίχνει μία ματιά μ’ ένα χαμόγελο που φωτίζει τα μάτια του. «Να δεις που θα περάσουμε τέλεια!» τσιρίζει ενθουσιασμένος αλλά δεν είμαι και απόλυτα σίγουρη πως θα ισχύσει αυτό...
***
Ανέκαθεν πίστευα πως ήξερα καλά τον Μανώλη αλλά ο τρόπος που αντιμετώπισε την ανάγκη μου για να ζήσω όμορφα Χριστούγεννα, με άφησε άφωνη. Ήταν πρώτη φορά μετά από έξι μήνες συγκατοίκησης που ξύπνησε πριν από μένα. Έφτιαξε πρωινό και έπλυνε ακόμα και τα πιάτα. Μέχρι και σκούφο του Άη Βασίλη φοράει για να μου φτιάξει το κέφι, όπως μου λέει, και δεν μου κάνει καρδιά να του πω πως φαίνεται λιγάκι γελοίος. Η αλήθεια είναι πως είναι η πρώτη φορά από τη μέρα που ήρθε πίσω στη Νέα Υόρκη που τον βλέπω να χαμογελάει πραγματικά. Ό,τι ήταν αυτό που τον έφερε πίσω, τον κατατρώει και ίσως να θέλησε να ασχοληθεί με τη λίστα μου για να μη σκέφτεται.
Σοκάρομαι όταν βγάζει μία κόλα χαρτί όπου πάνω έχει κάνει ένα ολόκληρο πλάνο για το πως πρέπει να περάσουμε τις μέρες ως τα Χριστούγεννα αλλά και τις επόμενες ως την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Ο Μανώλης έχει κάνει λίστα. Σηκώνω τα μάτια μου πάνω του γιατί δεν τον αναγνωρίζω και ξεσπάει σε δυνατά γέλια εξαιτίας του ύφους μου.
«Να που κατάφερα να σε σοκάρω χωρίς να προσπαθήσω πολύ» σχολιάζει ευχαριστημένος.
«Τι σ’ έπιασε;»
«Σκέφτηκα πως μπορεί να κάψεις πολλά εγκεφαλικά κύτταρα αν τα κάνουμε όλα βάση του πως λειτουργώ» με πειράζει. Υπό άλλες συνθήκες μπορεί να του απαντούσα αλλά έχει δίκιο. Επίσης εκτιμώ το γεγονός πως πραγματικά θέλει να περάσω καλά και δεν κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του για να εκνευρίσει όπως συνήθως. «Πάμε, αν αργήσουμε κι άλλο θα χάσουμε την ευκαιρία να βρούμε το καλύτερο δέντρο».
***
Δεν φανταζόμουν ποτέ πως μέσα στην χαοτική πόλη θα υπήρχε μέρος όπου θα μπορούσε κανείς να αγοράσει αληθινό δέντρο. Κι όμως, ο Μανώλης με πάει σε ένα υπαίθριο χώρο στάθμευσης όπου έχει ενοικιαστεί από τον Τζίμι, όπως με ενημερώνει, ο οποίος εδώ και τριάντα χρόνια φροντίζει η Νέα Υόρκη να μπορεί να βρει το τέλειο Χριστουγεννιάτικο δέντρο. Καταλαβαίνω πως η γνωριμία τους κρατάει χρόνια όταν βρίσκεται στην αγκαλιά του άντρα μόλις βλέπει ο ένας τον άλλον. Στέκομαι σε μικρή απόσταση γιατί νιώθω πως ενοχλώ, αλλά ο Μανώλης με τραβάει από το χέρι για να μου τον συστήσει.
«Ήμουν έξι χρονών όταν πήραμε πρώτη φορά δέντρο από τον Τζίμι. Έκτοτε ερχόμαστε εδώ κάθε χρόνο με την οικογένεια» μου εξηγεί.
«Μανού, δεν ήξερα πως σοβαρεύτηκες επιτέλους. Και τι ωραίο γούστο που έχεις».
«Ευχαριστώ κύριε Τζίμι αλλά ο Μανώλης δεν πρόκειται να σοβαρευτεί ποτέ» σχολιάζω με χαμόγελο.
«Δεν θα μπορούσα να είμαι ποτέ μαζί της» πετάγεται ο Μανού που έχει προχωρήσει γιατί είναι ανίκανος να συγκεντρωθεί και να παραμείνει σε ένα μέρος.
Κατσουφιάζω γιατί το λέει συχνά αυτό. «Μην τον ακούς, μακάρι να έβρισκε ένα κορίτσι σαν εσένα αλλά ο Μανού δεν βλέπει την τύφλα του» μου λέει ο Τζίμι αλλά ξεχνάει έναν σοβαρό παράγοντα. Εμένα με ρωτάει αν θέλω κάποιον σαν τον Μανού;
Τον ευχαριστώ και τρέχω να βρω τον Μανώλη πριν διαλέξει μόνος του το δέντρο μας. Τον βρίσκω να στέκεται μπροστά σε ένα που και να θέλαμε δεν χωράει στο διαμέρισμά μας με τίποτα, εκτός αν δεν μείνουμε εμείς εκεί μέσα.
«Μία μέρα, όταν έχω το δικό μου σπίτι, τέτοιο δέντρο θα πάρω» δηλώνει παθιασμένα.
«Μπορούμε να βρούμε ένα για το σπίτι που μένεις τώρα;»
Με αγριοκοιτάζει που του διακόπτω την ονειροπόληση αλλά δεν λέει κάτι γιατί αυτή τη μέρα την έχει σχεδιάσει για μένα. Που σημαίνει πως θα πρέπει να με ανεχτεί. Που σημαίνει πως θα ακούω πολλούς αναστεναγμούς όλη μέρα.
«Πάμε να βρούμε το τέλειο δέντρο» γρυλίζει μέσα από τα δόντια.
«Πως βρίσκει κανείς το τέλειο δέντρο;»
«Είναι απλό. Πρέπει να σε κάνει χαρούμενη, να σου προκαλεί κάποιο συναίσθημα τέλος πάντων και κυρίως να μυρίζει Χριστούγεννα».
Τον κοιτάζω απορημένη γιατί ένα πράγμα δεν ξέρω... «Πως μυρίζουν τα Χριστούγεννα;»
Το χαμόγελό του σβήνει με μιας. «Μυρίζει πεύκο και κανέλα» λέει απλά ενώ φέρνει το χέρι του στον ώμο μου. «Έλα, πάμε να ρίξεις μία ματιά».
Νιώθω αμήχανα γιατί δεν έχω ιδέα από δέντρα. Δεν ξέρω ποιο μπορεί να είναι κατάλληλο για τα Χριστούγεννά μου. Όλα φαίνονται όμορφα, όλα μυρίζουν υπέροχα αλλά κανένα δεν κερδίζει την προσοχή μου. Ο Μανώλης με κοιτάζει συχνά σαν να προσπαθεί να βεβαιωθεί πως είμαι καλά ενώ εγώ για κάποιον λόγο θέλω να βάλω τα κλάματα. Θυμάμαι εκείνα τα Χριστούγεννα που είχε έρθει ο παππούς Αλέξανδρος με τη γιαγιά κι είχαν φέρει ένα μεγάλο δέντρο που η μητέρα μου δεν τους επέτρεψε ποτέ να βάλουν μέσα στο σπίτι. Δεν ήθελε τις πευκοβελόνες στο σαλόνι της. Για μία στιγμή ήμουν έτοιμη να του πω το ίδιο, πως καλύτερα να παίρναμε ψεύτικο, αλλά τελευταία στιγμή θύμισα στον εαυτό μου πως δεν θέλω να γίνω σαν εκείνη.
Παίρνω μία βαθιά ανάσα και ο ψυχρός αέρας καταφέρνει να με αναζωογονήσει και να πάρει μακριά τη θλίψη για λίγο. Ακόμα δεν ξέρω τι σχήμα και άρωμα έχει το τέλειο δέντρο αλλά κάποια στιγμή το μάτι μου πιάνει τον Τζίμι να τραβάει ένα μακριά από τα άλλα. Ο τρόπος που το κρατάει φανερώνει πως δεν είναι για πούλημα.
«Τι κάνει;»
«Το πετάει» μου λέει με αδιαφορία προς το άμοιρο το δέντρο που δεν θα ντυθεί ποτέ με τα καλά του. Δεν το σκέφτομαι καθόλου. Κυνηγάω τον Τζίμι και εμένα ο Μανώλης που δεν έχει καταλάβει τι πάω να κάνω. Προλαβαίνω τον άντρα πριν ρίξει το δέντρο στα σκουπίδια και τον φωνάζω σπαρακτικά.
«Μη το θέλω!» του λέω ξέπνοη.
«Αυτό;» ρωτάει σοκαρισμένος. Το δέντρο δεν είναι μεγάλο, είναι περίπου στο ύψος του Μανώλη και φαίνεται ταλαιπωρημένο. Μερικά κλαδιά του είναι τσακισμένα και γυμνά αλλά στα μάτια μου φαντάζει τέλειο.
«Αυτό θέλω. Πόσο κάνει;»
Κοιτάζει μία το δέντρο και μία εμένα πριν σκάσει ένα τεράστιο χαμόγελο. Στρέφεται προς τον Μανώλη που κοιτάζει απορημένος και του κάνει νόημα να πλησιάσει. «Τούτη εδώ είναι καλός άνθρωπος. Να την προσέχεις» του λέει και μου δίνει το δέντρο. «Δώρο από μένα. Το έκανες πολύ χαρούμενο». Κλείνει το μάτι και αφού με αγκαλιάζει τρυφερά, φεύγει για να εξυπηρετήσει ένα ζευγάρι. Στρέφομαι ολόκληρη προς τον Μανώλη και χαμογελάω απολογητικά γιατί ξέρω πως δεν είναι το ιδανικό δέντρο αλλά εγώ το αγαπάω.
«Είναι τέλειο» με διαβεβαιώνει προκαλώντας μου χαρά. «Πάμε να βρούμε στολίδια;»
«Πάμε!»
Τσακωνόμαστε περίπου μισή ώρα για το τι είδους στολίδια θα πάρουμε. Εμένα μου αρέσουν κάποια που μοιάζουν γυάλινα κι εκείνου ό,τι έχει σχέση με ξύλο. Στο τέλος, για να γλιτώσουμε το ξύλο μεταξύ μας, αποφασίζουμε πως το ιδιαίτερο δέντρο μας θα πρέπει να στολιστεί ανάλογα το γούστο και των δύο μας, για να μην μείνει κανείς παραπονεμένος. Δεν έχω περάσει πιο όμορφα. Διαλέγω στολίδια με κέφι και ξάφνου έχω ξεχάσει τα πάντα και το μόνο που σκέφτομαι είναι πόσο όμορφο θα γίνει το ασχημούτσικο δεντράκι μας. Κι ανυπομονώ τόσο πολύ για το στόλισμα...
***
Το σπίτι μυρίζει κανέλα και ζάχαρη άχνη από τη ζεστή σοκολάτα που φτιάχνει ο Μανώλης. Μου υποσχέθηκε πως δεν έχω δοκιμάσει καλύτερη και για να του κάνω το χατίρι τον αφήνω να κάνει έναν μικρό χαμό στην κουζίνα. Η αλήθεια είναι πως ο ενθουσιασμός του είναι κολλητικός και μ’ έχει κάνει να ανυπομονώ για το τι μας επιφυλάσσουν οι γιορτές στη συνέχεια. Το δεντράκι μας έχει στηθεί στην ειδική του βάση που θα το κρατάει ενυδατωμένο ώστε να μην πάρουμε φωτιά από τα λαμπάκια. Με πιάνει πανικός στη σκέψη αλλά προσπαθώ να το κρύψω. Αυτό δεν με σταματάει βέβαια από το να φέρω τον πυροσβεστήρα λιγάκι πιο κοντά, σε σημείο που να μπορούμε να αντιδράσουμε άμεσα αν γίνουμε παρανάλωμα του πυρός.
«Τι κάνεις εκεί πέρα παρανοϊκό πλάσμα;» υψώνει τη φωνή του όταν με βλέπει αγκαλιά με τον πυροσβεστήρα. «Άφησε τον κάτω. Χρόνια τώρα δεν έχει πάρει ποτέ δέντρο φωτιά υπό την εποπτεία μου». Μου δίνει την μία κούπα και περιμένει να δοκιμάσω τη σοκολάτα που έχει φτιάξει. Έχει καρφώσει τα μάτια του πάνω μου και μου προκαλεί εκνευρισμό, γι’ αυτό δοκιμάζω στα γρήγορα με αποτέλεσμα να καεί η γλώσσα μου. Όμως είναι τόσο νόστιμη που ξεχνάω αμέσως το κάψιμο και στρέφω το βλέμμα μου πάνω του αναζητώντας εξήγηση για το που έμαθε να φτιάχνει κάτι τόσο νόστιμο. «Η μαμά μου μ’ έμαθε. Η Μέλ δεν ενδιαφερόταν πολύ να μάθει πως να ψήνει μπισκοτάκια ή να φτιάχνει τέλεια σοκολάτα, γι’ αυτό έκανα πάντα το χατίρι στη μάνα μου και τα κάναμε όλα αυτά μαζί» μου εξηγεί κι ενώ προσπαθεί να κρατήσει έναν τόνο αδιαφορίας, δεν τα καταφέρνει καθόλου. «Λοιπόν, άντε να στολίσουμε γιατί δουλεύω βράδυ σήμερα και θέλω να κοιμηθώ λίγο πριν φύγω».
«Ωραία, σκέφτηκα πως πρέπει να βάλουμε τα μεγάλα στολίδια κάτω και να μην είναι κοντά τα ξύλινα μεταξύ τους ή τα γυάλινα μεταξύ τους και...»
«Δεν μπορείς να χαλαρώσεις μία φορά στη ζωή σου;» με διακόπτει νευριασμένος. «Βάλε τα στολίδια όπως να ‘ναι, αυτή είναι η μαγεία των Χριστουγέννων, να νιώσεις σαν παιδί όχι να φτιάξεις κάτι στυλιζαρισμένο λες και είναι σε βιτρίνα καταστήματος».
Κοιτάζω το δέντρο μας και χαμογελάω στραβά γιατί τα έχω όλα τόσο τακτοποιημένα στη ζωή μου που τουλάχιστον αυτό θα το ήθελα λιγάκι άναρχο. «Έχεις δίκιο» ομολογώ και γυρνάω προς το μέρος του. Με κοιτάζει με το στόμα ορθάνοιχτο από το σοκ. Δεν παραδέχομαι συχνά πως έχει δίκιο και δεν έχω συνηθίσει τον Μανώλη να χάνει τόσο συχνά τα λόγια του. Πέφτει με τα μούτρα στο στόλισμα λες και φοβάται πως θα αλλάξω γνώμη. Έχει βάλει Χριστουγεννιάτικα τραγούδια ν’ ακούγονται και η φωνή του Φράνκ Σινάτρα κάνει τα πάντα ομορφότερα. Δεν έχει σταματήσει να με πειράζει, κρεμάει στολίδια στα μαλλιά και τα αυτιά μου και γελάει σαν μωρό παιδί. Κι εκείνη τη στιγμή νιώθω πως δεν αγαπώ άλλον άνθρωπο περισσότερο απ’ όσο αγαπώ τον Μανώλη.
***
Οι μέρες περνάνε ευχάριστα και λίγο πιο γρήγορα απ’ όσο θα ήθελα. Ο Μανώλης δουλεύει αλλά τον ελεύθερο χρόνο του τον αφιερώνει σε μένα. Βλέπουμε ταινίες μαζί, πίνουμε ζεστή σοκολάτα και τρώμε ποπ κορν που με βάζει να φτιάχνω. Μου αγόρασε ένα ζευγάρι γιορτινές κάλτσες που είναι τρομερά ζεστές και με ρωτάει συνέχεια αν περνάω καλά.
«Θα σταματήσεις πια;» του βάζω τις φωνές ενώ γελάω ταυτόχρονα.
«Εγώ φταίω που νοιάζομαι».
«Σ’ ευχαριστώ που νοιάζεσαι» του λέω τρυφερά.
«Μην το συνηθίσεις, είναι για τις γιορτές» με διαβεβαιώνει και στρέφει πάλι το βλέμμα του στην ταινία.
Το επόμενο πρωινό με ξυπνάει για να πάμε στο πατρικό του όπου μας περιμένει η Μπεθ, η μητέρα του, για να φτιάξουμε μπισκοτάκια. Με αναγκάζει να κυκλοφορώ στο δρόμο με μία στέκα με κέρατα ταράνδου που είναι διακοσμημένα με κουδουνάκια που τραγουδάνε με κάθε απότομη κίνηση. Εκείνος φοράει τον σκούφο του Άη Βασίλη και κάθε φορά που φέρνω το χέρι στο κεφάλι, μου το βαράει για να μη βγάλω τη στέκα. Το καλό είναι πως δεν είμαστε οι μόνοι που κυκλοφορούμε έτσι και πως πρώτη φορά βλέπω τους ΝεοΥορκέζους να χαμογελάνε χωρίς έγνοιες.
Η μαμά Χρηστίδη μας υποδέχεται στην πόρτα του σπιτικού της με ένα χαμόγελο ως τα αυτιά. Προσπερνάει τον Μανώλη που πάει να την αγκαλιάσει και με σφίγγει τόσο πολύ που αναγκάζομαι να του ζητήσω βοήθεια την οποία μου αρνείται. Με κοιτάζει με ύφος που λέει πως την χρειάζομαι αυτή την αγκαλιά. Δεν έχει άδικο, πάλι, αφού οι γονείς μου έχουν πάψει να με αγκαλιάζουν πια. Ανταποδίδω γελώντας απαλά και την αφήνω να χαϊδέψει όλο μου το πρόσωπο.
«Καλώς ήρθες αγγελούδι μου. Έλα πάμε μέσα, δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι που θα φτιάξουμε μαζί μπισκοτάκια και σπιτάκια. Η Μελωδία είναι απασχολημένη με τον Πήτερ της και μου λείπει να έχω στο πλευρό μου κάποιον για αυτά τα πράγματα».
«Είμαι κι εγώ εδώ» γκρινιάζει ο Μανώλης γιατί τον ξέχασε.
«Α ναι, εσύ δεν πιάνεσαι. Επίσης δεν έχω αποφασίσει ακόμα αν σου μιλάω».
«Έχουν περάσει έξι μήνες ρε μάνα, πότε θα σου περάσει;»
«Όταν μου πεις γιατί γύρισες και τα παράτησες όλα» τσιρίζει εκείνη και βλέπω τον Μανώλη να ξεφυσάει κουρασμένα.
«Εντάξει, δεν πρόκειται ποτέ να με αφήσει σε ηρεμία» μουρμουράει ενώ παίρνει το παλτό μου.
«Ίσως πρέπει να της πεις τι έγινε».
«Ούτε σε σένα έχω πει αλλά δεν κάνεις έτσι. Βέβαια δεν σε κόφτει κιόλας».
«Κάνεις λάθος» του λέω ξαφνιάζοντάς τον. «Με τρώει η περιέργεια αλλά πιστεύω πως θα έρθει η ώρα που θα μου πεις».
«Σου έχω πει πόσο εκτιμώ που με άφησες να μείνω μαζί σου;»
Μου χαρίζει ένα τρυφερό χαμόγελο κι ένα φιλί στον κρόταφο που με κάνει να κοκκινίσω λιγάκι γιατί δεν με έχει συνηθίσει σε τέτοιες χειρονομίες. Ξέρω πως εκτιμά αυτό που έκανα, γι’ αυτό κι εκείνος με τη σειρά του ανέχεται τις λίστες μου και προσπαθεί να μου προσφέρει τα Χριστούγεννα των ονείρων μου.
Πάμε παρέα στην κουζίνα όπου ο μπαμπάς Χρηστίδης διαβάζει την εφημερίδα του. Του έχω τρομερή αδυναμία, όπως εκείνος σε μένα. Γελάει όταν του χαρίζω μία αγκαλιά όλη δική του και τον φιλάω και στα δύο μάγουλα.
«Καλώς τη. Πως είσαι; Οι γονείς σου;» με ρωτάει. Πάντα με αυτή τη σειρά.
«Καλά είναι, όπως τους θυμάστε».
«Μερικά πράγματα δεν αλλάζουν» σχολιάζει γελώντας πονηρά. «Πως και από εδώ;»
«Ο Μανώλης με βοηθάει να περάσω τα τέλεια Χριστούγεννα και με έφερε εδώ για να φτιάξουμε μπισκοτάκια».
Κοιτάζει τον γιο του ξαφνιασμένος. «Ώστε έτσι, ε;»
«Είχε κάνει λίστα» τον ενημερώνει εκείνος μπουκωμένος. «Ήταν σοβαρό το πρόβλημά της».
«Ναι, βέβαια» μουρμουράει ο μπαμπάς Χρηστίδης κι επιστρέφει στην εφημερίδα του.
Μισή ώρα αργότερα η μαμά Χρηστίδη έχει απλώσει όλα τα υλικά που θα χρειαστούμε για τα μπισκότα, πάνω στους πάγκους. Έχω πλύνει τα χέρια μου πολύ καλά, λες και ετοιμάζομαι για χειρουργήσω και περιμένω υπομονετικά για οδηγίες. Ο Μανώλης παίζει με το αλεύρι μπροστά του και αγνοεί τη μητέρα του που μιλάει.
«Σςςς σταμάτα δεν ακούω!» τον μαλώνω.
«Σπασικλάκι» με πειράζει και μου ρίχνει ρίχνει αλεύρι στο πρόσωπο. Ξαφνιάζομαι και κρατάω την ανάσα μου όσο εκείνος γελάει υστερικά γιατί μ’ έχει κάνει χάλια. Η άγρια ματιά που του ρίχνω δεν τον σταματάει από το να πετάξει κι άλλο αλεύρι πάνω μου. Ανταποδίδω με μιας ξεχνώντας πως δεν βρισκόμαστε στην κουζίνα του διαμερίσματός μας και πως δεν είμαστε μόνοι μας. Γελάω υστερικά, ξεχνάω τον καθωσπρεπισμό που με διακρίνει συνήθως και κυνηγιέμαι με τον Μανώλη γύρω από τραπέζια και καρέκλες ώσπου με αρπάζει από τη μέση και με τραβάει προς το μέρος του. Η ανάσα μου πιάνεται στο στέρνο μου όταν συναντιόνται οι ματιές μας. Δεν μπορώ να σταματήσω να χαμογελάω αλλά ξεχνάω και να ανασάνω γιατί νιώθω σαν να με χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα. «Δεν έχεις ιδέα πόσο όμορφη είσαι όταν χαμογελάς, έτσι;» λέει τόσο χαμηλόφωνα που με το ζόρι τον ακούω.
«Γιατί το λες αυτό;» ψιθυρίζω σαν χαμένη.
«Γιατί αν το ήξερες θα χαμογελούσες συνέχεια» απαντάει και απομακρύνεται αμέσως από κοντά μου.
Μου παίρνει λίγη ώρα για να συνέλθω αφού δεν είμαι συνηθισμένη σε κοπλιμέντα, ειδικά από τον Μανώλη. Με κοιτάζει από την άλλη μεριά του δωματίου ενώ η μητέρα του τον κατσαδιάζει, με ένα χαμόγελο από εκείνα που δεν μπορώ ποτέ να αποκωδικοποιήσω.
«Θα έρθεις να φτιάξουμε μπισκότα ή θα κάθεσαι εκεί σαν το άγαλμα;» μου φωνάζει και γελάει πειρακτικά όταν τινάζομαι σαν να πιάστηκα να κάνω κάτι κακό.
Διασκεδάζω πολύ φτιάχνοντας Χριστουγεννιάτικα σχέδια στη ζύμη που φτιάχνει η μαμά Χριστίδη ενώ μου λέει ιστορίες για τα Χριστούγεννα που περνούσε η οικογένεια όταν ήταν μικρά η Μελ και ο Μανού. Μόλις τα βάζουμε για να ψηθούν, μου δείχνει φωτογραφίες ενώ ο Μανώλης κάθεται απέναντί μας και μας κοιτάζει αμίλητος, βυθισμένος στις σκέψεις του.
«Να έρθεις τα Χριστούγεννα να φάμε μαζί» μου λέει η μαμά Χρηστίδη. «Να νιώσεις Χριστούγεννα για μία φορά. Μη με παρεξηγήσεις αλλά οι γονείς σου δεν ξέρουν να γιορτάζουν».
«Δεν ξέρω αν θα μπορέσω γιατί λογικά θα με καλέσουν για φαγητό».
«Να τους πεις όχι και να έρθεις εδώ» επιμένει.
«Συμφωνώ με τη μάνα μου για μία φορά» σχολιάζει ο Μανώλης πριν προλάβω να αρνηθώ. «Έλα για φαγητό. Η Μελ θα λείπει αλλά θα περάσουμε όμορφα».
Ξέρω πως δεν θα περάσω όμορφα με τους γονείς μου αλλά δεν θέλω να τους αφήσω και μόνους τέτοια μέρα. «Να σας απαντήσω μόλις μιλήσω μαζί τους;»
«Θα το αναλάβω εγώ» λέει η μαμά Χρηστίδη με αποφασιστικότητα και πριν καλά καλά καταλάβω τι κάνει, τηλεφωνεί στους γονείς μου και τους καλεί για φαγητό τα Χριστούγεννα, μόνο και μόνο για να μην χρειαστεί να τα περάσω μόνη μου μαζί τους. Ο Μανώλης κλείνει το μάτι παιχνιδιάρικα κι εμένα η καρδιά μου χορεύει σαν τρελή από χαρά.
Δεν θέλω να τελειώσει η βραδιά αλλά ο Μανώλης πρέπει να πάει για δουλειά και δεν θέλει να φύγει χωρίς να με πάει σπίτι πρώτα. Ώρες ώρες γίνεται τόσο υπερπροστατευτικός που με ξαφνιάζει αλλά μου αρέσει αυτή η πλευρά του. Τα ρούχα μας είναι γεμάτα με αλεύρια από τα παιχνίδια μας όπως και τα μαλλιά μας. Με σταματάει πριν βγούμε στο δρόμο για να με καθαρίσει. Γελάει και η αλήθεια είναι πως το γέλιο του είναι κολλητικό. Σύντομα ξεσπάω κι εγώ σε δυνατά γέλια που προσπαθώ ανεπιτυχώς να πνίξω πριν μας πάρει είδηση η μαμά Χρηστίδη.
«Αυτό σημαίνει πως πέρασες καλά;» θέλει να μάθει ενώ τυλίγει το κασκόλ γύρω από το λαιμό μου.
«Δεν περίμενα πως ο αλευροπόλεμος θα ήταν τόσο διασκεδαστικός».
«Είναι που δεν ξέρεις πως να περνάς καλά» με πειράζει και το χαμόγελό μου σβήνει γιατί δυστυχώς, έχει δίκιο. Στέκεται κοντά μου κι αφήνει έναν μακρύ αναστεναγμό ενώ φέρνει τα χέρια του στο πρόσωπό μου. Βάζει τον δείκτη κάθε χεριού του στις άκρες του στόματός μου και το τραβάει προς τα πάνω σε μία προσπάθεια να με κάνει να χαμογελάσω ξανά. «Είναι μέρες χαράς και αυτές τις μέρες λέμε την αλήθεια. Γι’ αυτό θα σου πω πως εν μέρη σε καταλαβαίνω, Λέξι». Ξαφνιάζομαι με τη σοβαρότητά του αλλά νιώθω και λιγάκι πιο ανάλαφρη που δεν είμαι τόσο δυσνόητη στα μάτια του. «Μεγάλωσες με δύο γονείς που δεν έμαθαν ποτέ να εξωτερικεύουν την αγάπη τους. Το βλέπω πως προσπαθείς και τουλάχιστον με την Μελ το καταφέρνεις σε έναν μικρό βαθμό. Όπως και με τους γονείς μου. Αλλά δεν φτάνει. Είσαι ζεστός άνθρωπος σαν τον ήλιο, άφησε τον εαυτό σου να λάμψει και να ζεστάνει τους πάντες». Μένω σαστισμένη να κοιτάζω τα εκφραστικά του μάτια που είναι γεμάτα ανησυχία για μένα. Χαϊδεύει το μάγουλό μου και γέρνει λιγάκι προς το μέρος μου, στην αρχή διστακτικά και μετά με λίγο περισσότερο θάρρος. Το μυαλό μου κολλάει εντελώς στην σκέψη πως μπορεί να με φιλήσει, γιατί είμαι σίγουρη πως αυτό θέλει να κάνει. Το πρόσωπό του είναι μία ανάσα μακριά από το δικό μου και μπορώ να μυρίσω την ανάσα του.
«Α ευτυχώς δεν φύγατε, αγγελούδι μου δεν πήρες τα μπολ με τα φαγητά που σας έβαλα» ακούγεται η φωνή της Μπεθ που γκρεμίζει τη στιγμή σε μερικά δευτερόλεπτα. Ο Μανώλης με κοιτάζει κάπως σοκαρισμένος ενώ εμένα τα αυτιά μου βουίζουν σαν τρελά γιατί το αίμα στις φλέβες μου βράζει. Η μητέρα του συνεχίζει να μιλάει αλλά δεν την ακούω γιατί ακόμα αναρωτιέμαι τι θα είχε συμβεί αν δεν μας είχε διακόψει.
***
Περνάω τα ομορφότερα Χριστούγεννα της ζωής μου εξαιτίας του Μανώλη και της οικογένειάς του, άσχετα αν επικρατεί μία περίεργη κατάσταση μεταξύ μας από εκείνο το βράδυ στο σπίτι των γονιών του. Παρόλ’ αυτά δεν φεύγει στιγμή από κοντά μου και οι γονείς του λες και θέλουν να δώσουν ένα μάθημα στους δικούς μου, δεν σταματούν να με κανακεύουν και να τους λένε τι υπέροχη κόρη μεγάλωσαν. Αντί να καμαρώνω εγώ, καμαρώνει ο Μανώλης για μένα, κάτι που με προβληματίζει τρομερά, με την καλή έννοια, γιατί δεν τον έχω δει ποτέ να αντιδράει έτσι. Καταφέρνω επιτέλους να μείνω λίγο μόνη μαζί του προς το απόγευμα, όσο η μητέρα του ετοιμάζει το εκμέκ με το παγωτό. Κοιταζόμαστε λιγάκι αμήχανα αλλά εκείνος ξέρει πολύ καλά πως να εξαλείφει τέτοιες στιγμές με τα πειράγματά του.
«Με ξαφνιάζεις» του λέω όταν επιτέλους σταματάω να γελάω με τις χαζομάρες που κάνει. Δείχνει μπερδεμένος αλλά περιμένει να αποτελειώσω τι θέλω να του πω πριν μιλήσει. «Μέχρι πριν λίγες μέρες είχα την εντύπωση πως δεν με άντεχες και τώρα...»
«... πίστεψέ με, τον περισσότερο καιρό δεν σε αντέχω» με διαβεβαιώνει με απόλυτη σοβαρότητα. Γελάει με το κατσούφιασμά μου και χώνει στο στόμα μου ένα μπισκότο. «Είσαι σπαστικιά, δεν ξέρεις να ζεις τη ζωή σου, μου τη δίνουν οι λίστες σου και μα τω Θεώ, αναρωτιέμαι γιατί ντύνεσαι σαν καλόγρια ενώ είσαι τόσο νέα. Κοίτα εκεί, είναι λες κι έχεις ντυθεί για να πας σε συνέντευξη για δουλειά κι όχι σε Χριστουγεννιάτικο τραπέζι» αρχίζει να απαριθμεί όσα τον ενοχλούν σε μένα. «Δεν έχεις χιούμορ, σε ενοχλεί και ο αέρας που αναπνέω και γενικά θεωρώ πως είσαι τόσο ξενέρωτη που ανατριχιάζω».
«Μη σταματάς, πες μου όλα τα ελαττώματά μου!» σαρκάζω.
«Αλλά, αυτές τις μέρες... δεν ξέρω... μου αρέσει που είσαι λιγάκι πιο χαλαρή. Δεν είσαι τόσο σπαστικιά όταν το θες. Αν χαλάρωνες γενικά λιγάκι...»
«Τέλος πάντων, σ’ ευχαριστώ» τον διακόπτω απότομα πριν αποτελειώσει τη φράση του. κατάφερε να με κάνει να νιώσω άσχημα με τον εαυτό μου, με μεγάλη ευκολία. Λες και χρειαζόμουν την δική του επιβεβαίωση πως είμαι για κλάματα. Το ξέρω πως κάτι δεν πάει καλά με μένα, δεν μπορώ όμως να το ακούω από εκείνον. «Ξέρω πως είπες ότι θες να με βοηθήσεις ως την παραμονή πρωτοχρονιάς αλλά σε αποδεσμεύω. Δεν είσαι υποχρεωμένος...»
«Μπορείς να μου πεις τι σ’ έπιασε τώρα;» υψώνει τη φωνή του μπερδεμένος από την ξαφνική αλλαγή της στάσης μου.
«Ξέρεις κάτι, σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ για ό,τι έκανες για μένα αλλά ως εδώ» φωνάζω καθώς τα δάκρυα μαζεύονται στις άκρες των ματιών μου. «Δεν μπορώ να νιώθω πως με συμπαθείς μόνο όταν χαλαρώνω. Δεν χαλαρώνω ποτέ και το ξέρεις. Κι άντε, χαλάρωσα τώρα για μία στιγμή αλλά τι θα γίνει όταν περάσουν οι γιορτές κι επιστρέψω στον παλιό μου εαυτό; Δεν θα θες να με βλέπεις πια;» τσιρίζω σαν υστερική.
«Μη βάζεις λόγια στο στόμα μου!»
«Εγώ βάζω λόγια στο στόμα σου;» λέω και του δίνω μία στο μπράτσο. «Δεν θέλω να μου κάνεις χάρες Μανώλη. Δεν θέλω να νιώθεις υποχρεωμένος επειδή σε άφησα να μείνεις μαζί μου. Λυπάμαι αλλά αυτή είμαι εγώ. Δεν θα αλλάξω...»
«Επειδή δεν προσπαθείς» με διακόπτει εκνευρισμένος. «Δεν προσπαθείς γιατί έχεις πειστεί πως αυτό το άτομο που καταπιέζει τον εαυτό του μονίμως, είσαι πραγματικά εσύ. Δεν είσαι, η αληθινή Λέξι είναι αυτή που είδα τις τελευταίες μέρες αλλά εσύ προτιμάς να είσαι μονίμως μίζερη».
«Χαίρομαι που ξέρω πως με βλέπεις πραγματικά» του λέω ενώ με πνίγει το παράπονο.
Πάμε μαζί ως την τραπεζαρία και σφηνώνουμε στην πόρτα γιατί προσπαθούμε να περάσουμε από εκεί ταυτόχρονα. Όσο προσπαθώ να περάσω, τόσο προσπαθεί κι εκείνος με αποτέλεσμα να μην μπορούμε να κουνηθούμε στο τέλος.
«Α κοιτάχτε, είστε κάτω από το γκι! Φιλί, φιλί!» τσιρίζει η μαμά Χρηστίδη. Κοιτάμε προς τα πάνω έντρομοι και μετά ο ένας τον άλλον.
«Εγώ δεν τον φιλάω» φωνάζω.
«Γιατί, θέλω νομίζεις να σε φιλήσω εγώ;» απαντάει εκείνος θιγμένος.
Τον προσπερνάω κι επιστρέφω στο τραπέζι πασχίζοντας να μην κλάψω. Ο πατέρας του με κοιτάζει σαστισμένος αλλά προτιμάει να μην με ρωτήσει τι είχε συμβεί, ειδικά μετά από το σκηνικό με το γκι. Οι γονείς μου από την άλλη δεν έχουν καταλάβει πως κάτι μου έχει συμβεί και συμπεριφέρονται σαν το βασιλικό ζεύγος μέχρι που τους παίρνω να φύγουμε με το ζόρι. Μέσα σε μια στιγμή, οι τέλειες γιορτές μου, έγιναν καπνός γιατί η γνώμη του Μανώλη για μένα μετράει περισσότερο από κάθε τι στον κόσμο.
***
Αποφεύγουμε ο ένας τον άλλον εδώ και μέρες κι η ατμόσφαιρα στο σπίτι είναι βαριά. Αν ήταν στο χέρι μου θα κατέβαζα τα στολίδια και θα πετούσα το δέντρο αλλά ο Μανώλης θέλει να τα αφήσουμε για μετά των Φώτων ώστε να τιμήσουμε τις Ελληνικές παραδόσεις. Μου έχει χαθεί εντελώς η καλή διάθεση που είχα. Καλύτερα να μην είχα φτιάξει καν αυτή τη λίστα, τουλάχιστον τότε δεν θα είχα περάσει τέλεια μαζί του για να γίνουν όλα κομμάτια μέσα σε μία στιγμή.
Παραμονή Πρωτοχρονιάς ο Μανώλης εξαφανίζεται από το πρωί κι εγώ μένω ολομόναχη στο διαμέρισμα. Λέω στους γονείς μου πως είμαι άρρωστη για να μην χρειαστεί να πάω το βράδυ από εκεί. Ντύνομαι ζεστά κι ανεβαίνω στην ταράτσα της πολυκατοικίας για να υποδεχτώ το νέο έτος έστω και μόνη μου. Είναι από εκείνες τις μέρες που δεν αντέχω το εαυτό μου αλλά του κάνω τη χάρη να μην τον κακοκαρδίσω. Ο αέρας είναι παγωμένος αλλά τα βεγγαλικά που σχίζουν τον ουρανό στα δύο, με κάνει να ξεχάσω το πόσο κρυώνω αλλά και το πόσο απογοητευμένη είμαι.
«Χρόνια πολλά Λέξι» λέω στον εαυτό μου χαμηλόφωνα. «Εύχομαι ολόψυχα να βρεις τον εαυτό σου αυτή τη χρονιά».
Έμεινα εκεί περίπου μία ώρα ώσπου δεν άντεξα άλλο και κατέβηκα στο διαμέρισμα. Ξαφνιάστηκα όταν βρήκα τον Μανώλη να με περιμένει απ’ έξω. Ήξερε πως θα ήμουν εκεί πάνω αλλά δεν ανέβηκε για να με αφήσει λίγο μόνη μου. Μου φαίνεται παράξενο το γεγονός πως μερικές φορές με ξέρει καλύτερα απ’ όσο ξέρω τον εαυτό μου.
«Καλή χρονιά, Λέξι» λέει καθώς με πλησιάζει διστακτικά.
«Καλή χρονιά. Τι κάνεις εδώ; Νόμιζα πως θα ήσουν σε κάνα πάρτι περιτριγυρισμένος από ένα κοπάδι από γυναίκες» σαρκάζω.
«Στους γονείς μου ήμουν» ξεφυσάει γιατί πάλι τον έκρινα λανθασμένα. «Πάμε μία βόλτα;»
«Δεν ξέρω...»
«Κάνε μου τη χάρη. Μία βόλτα, δεν θα πάθεις τίποτα» με προκαλεί. Υπό άλλες συνθήκες θα του έλεγα όχι αλλά το ύφος του λέει πως το έχει ανάγκη, γι’ αυτό τον ακολουθώ χωρίς να μιλάω φοβούμενη πως θα τσακωθούμε πάλι.
«Που πάμε;» τον ρωτάω όταν συνειδητοποιώ πως περπατάμε για αρκετή ώρα.
«Θυμήθηκα τη λίστα σου και δεν κάναμε όλα όσα είχες εκεί μέσα. Αν θυμάμαι καλά, δεν κάναμε πατινάζ».
«Επίσης δεν είδα χιόνι αλλά δεν το έκανα θέμα».
«Σκέφτηκα πως τουλάχιστον θα πρέπει να κάνεις πατινάζ για να μπει το νέο έτος χαρούμενα».
«Δεν ξέρω να κάνω πατινάζ».
«Ξέρω εγώ και θα σε μάθω».
«Γιατί επιμένεις;»
«Γιατί έτσι. Θα μου βγάλεις ξινό;» με μαλώνει.
Αναστενάζω δυνατά γιατί έχει δίκιο. Κάνει κάτι όμορφο για μένα κι εγώ γκρινιάζω. «Σ’ ευχαριστώ» χαμογελάω. Σταματάει μπροστά μου και μου δείχνει προς μία μικρή πλατεία στην απέναντι μεριά. Έχει ένα ρινγκ για πατινάζ που το φωτίζουν τα φώτα της πλατείας. Είναι άδειο και απ’ ότι φαίνεται μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε. Με τραβάει ως εκεί με το ζόρι γιατί μας περιμένει κάποιος άντρας εκεί που απ’ ότι φαίνεται είναι γνωστός του.
«Συγγνώμη που αργήσαμε, μου πήρε ώρα να την πείσω να έρθει μαζί μου» του εξήγησε και ο νεαρός του έδωσε έναν σάκο γελώντας.
«Τέτοιος που είσαι πως να σε εμπιστευτεί;» τον πειράζει και ο Μανώλης σηκώνει το βλέμμα ψηλά. «Σε μία ώρα θα ξανάρθω. Καλά να περάσετε» μας εύχεται και φεύγει σχεδόν τρέχοντας.
«Τι γίνεται εδώ;» θέλω να μάθω γιατί φοβάμαι μη βρούμε μπελά με το να βρισκόμαστε εκεί.
«Ο φίλος μου δουλεύει σε αυτή την εταιρεία που στήνει τέτοια παγοδρόμια σε όλη την πόλη. Του είπα πως θέλω να σου κάνω ένα δώρο και το ενοικίασα για μία ώρα».
Σαστίζω γιατί δεν το περίμενα από εκείνον. «Μανώλη, δεν ήταν ανάγκη!»
«Το ξέρω αλλά το ήθελα. Φέρθηκα σαν μαλάκας τα Χριστούγεννα. Ήμουν απαράδεκτος, μπορεί να νοιάζομαι και να ανησυχώ αλλά δεν έχω δικαίωμα να σου μιλάω έτσι».
Η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή. Ο Μανώλης Χρηστίδης νοιάζεται. Έπρεπε να το φανταστώ πως έτσι ξέρει εκείνος να νοιάζεται, με το να είναι ειλικρινής μέχρι αηδίας. «Σ’ ευχαριστώ, Μανώλη» απαντάω απλά.
«Έλα, φόρα τα πέδιλα, θα σου αρέσει πολύ το πατινάζ τον πάγο».
Είναι κάτι που θέλω πολύ γι’ αυτό δεν διστάζω. Βάζω τα ειδικά παπούτσια και τον αφήνω να με οδηγήσει αργά ως μέσα στο παγωμένο παγοδρόμιο. Δεν μπορώ να κρατήσω την ισορροπία μου, γι’ αυτό τον αφήνω να με κρατάει γερά και να με τσουλάει πάνω στον πάγο. Γελάω σαν παιδί γιατί η αίσθηση είναι τρομερή. Κρατιέμαι από τα κάγκελα ώστε να τον αντικρίσω όταν ξάφνου βλέπω τις πρώτες νιφάδες χιονιού να πέφτουν γύρω μου. Παραξενεύομαι γιατί το δελτίο καιρού δεν μίλησε για χιονόπτωση. Κοιτάζω τριγύρω μου μαγεμένη. Δεν είναι η πρώτη φορά που βλέπω χιόνι αλλά είναι η πρώτη φορά που σταματάω για να το ευχαριστηθώ και να απολαύσω την ομορφιά του.
«Είναι τόσο όμορφο» λέω βραχνά μόλις εκείνος με πλησιάζει.
«Ξέρω πόσο πολύ ήθελες χιόνι κι αφού ο καιρός δεν μας κάνει τη χάρη...»
«Εσύ το κανόνισες;» τον διακόπτω. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποιώ πως ακούγεται ένας συνεχόμενος ήχος από κάποιο μηχάνημα. Βάζω τα γέλια και τα μάτια μου γεμίζουν με δάκρυα χαράς που προσπαθώ να κρύψω. «Δεν ξέρω τι να πω».
«Πες μου μόνο αν είσαι χαρούμενη» με ικετεύει κοιτώντας με κατάματα.
«Είμαι πάρα πολύ».
«Σκεφτόμουν πως ίσως θα πρέπει να το καθιερώσουμε να περνάμε τις γιορτές μαζί από εδώ και πέρα».
«Θα με αντέξεις;» τον πειράζω.
«Εσύ θα με αντέξεις;»
«Χρηστίδη, δεν είσαι και τόσο κακός όσο θέλω να νομίζεις» γελάω πνιχτά.
«Κι εσύ δεν είσαι τόσο εκνευριστική, ρε Μαρκατου. Πέρασα καλά μαζί σου, αλήθεια σου λέω». Βάζει το χέρι του στην τσέπη και βγάζει κάτι από εκεί μέσα που μου το δίνει. Είναι ένα νόμισμα παλιό, Ελληνικό. «Κέρδισα το φλουρί στο σπίτι αλλά έχω την εντύπωση πως εσύ το χρειάζεσαι περισσότερο από μένα». Το παίρνω στο χέρι μου και τον κοιτάζω συγκινημένη. «Εύχομαι ολόψυχα να βρεις αυτό που ψάχνεις, Λέξι. Εύχομαι αυτή η χρονιά να είναι διαφορετική για σένα, να βρεις τον εαυτό σου και έναν λόγο για να είσαι πάντα χαρούμενη».
«Το ίδιο εύχομαι για σένα, Μανώλη».
«Μανού με λένε...»
«’Ο,τι πεις Μανώλη».
«Μανού. Μανού... πες το κι εσύ... Μα-νού!»
«Μανώλης» επιμένω.
Τα γέλια μας ακούγονται πάνω κι από το θόρυβο της μηχανής χιονιού. Περνάμε μία ώρα να παίζουμε σαν παιδιά χωρίς έγνοιες κι όταν επιστρέφουμε στο διαμέρισμά μας, έχω ένα αίσθημα πληρότητας που είχα καιρό να νιώσω. Πάω κοντά στον Μανώλη και τον κρατάω από το γιακά του παλτού του καθώς στέκομαι στις μύτες των ποδιών μου για να τον φτάσω. Για μία στιγμή τα μάτια μου σταματάνε στο υπέροχο στόμα του και σκέφτομαι πως θα ήθελα να τον φιλήσω αλλά τελικά διστάζω. Του χαμογελάω κι αφήνω ένα παρατεταμένο φιλί στο μάγουλό του.
«Ήταν τα ωραιότερα Χριστούγεννα που έχω περάσει ποτέ μου».
«Σου υπόσχομαι πως δεν είναι τα τελευταία» απαντάει και τυλίγει τα χέρια του γύρω μου για να μου χαρίσει μία ζεστή αγκαλιά που θα ήθελα να κρατούσε για πάντα.
***
Έντεκα μήνες μετά.


«Ξύπνα... ξύπνα υπναρού... ήρθαν τα Χριστούγεννα».
Ανοίγω τα μάτια για να έρθω αντιμέτωπη με τον Μανού και το πονηρό χαμόγελό του. Τα μάτια μου μετακινούνται αμέσως προς το ρολόι. Είναι εφτά το πρωί κι ακόμα δεν έχουν έρθει τα Χριστούγεννα. Είμαστε είκοσι μέρες μακριά τους αλλά εκείνος έχει όρεξη για παιχνίδια. Κάνω την κίνηση να αλλάξω πλευρό μα δεν με αφήνει. Αρχίζει να φιλάει το πρόσωπό μου ώσπου τα χείλη του βρίσκουν τα δικά μου. Ακόμα και τώρα, πέντε μήνες μετά από εκείνο το ταξίδι που μας έφερε κοντά, καταφέρνει να με παραλύει με ένα φιλί κι ένα άγγιγμα. Και το ξέρει. Γι’ αυτό εκμεταλλεύεται πάντα την επιρροή που έχει πάνω μου για να πάρει αυτό που θέλει.
«Εντάξει κέρδισες πάλι, Χρηστίδη» γκρινιάζω ενώ τον σπρώχνω μακριά μου. «Για να έχεις ξυπνήσει από τις εφτά κάτι θες».
«Σήμερα θα πάμε να πάρουμε δέντρο» ανακοινώνει όλος χαρά.
«Από τώρα;»
«Για να το χαρούμε, μικρή μου».
«Δεν μπορούμε να πάμε το Σαββατοκύριακο;»
«Αύριο είναι Σάββατο. Θα το πάρουμε σήμερα για να το στολίσουμε αύριο. Έχω μιλήσει ήδη με τον Φίτζ, του είπα πως θα αργήσεις και μας δίνει την ευχή του».
Χαμογελάω γιατί ο Μανού μετά από το ταξίδι μας έχει μάθει να φροντίζει για πάντα, για όλα εκείνα που φροντίζω εγώ να ξεχνάω. Πόσο αλλάξαμε και οι δύο μας μετά από εκείνη την περίοδο. Η ιδέα πως μπορούσα να τον ερωτευτώ μου είχε μπει στο μυαλό από τις προηγούμενες γιορτές αλλά αυτό που δεν είχα συνειδητοποιήσει ήταν πως τον αγαπούσα ήδη από τότε που τον γνώρισα τόσα χρόνια πριν.
Μία ώρα αργότερα έχουμε βγει στο δρόμο και προχωράμε προς το υπαίθριο γκαράζ του Τζίμι. Τον πετυχαίνουμε πάνω που ξεφορτώνει τα πρώτα δέντρα από το φορτηγό του. Αμέσως τρέχει να αγκαλιάσει τον Μανού και μετά στρέφεται προς το μέρος μου. Παρατηρεί πως τα δάχτυλά μου είναι μπλεγμένα μ’ εκείνα του Μανού και βάζει τα γέλια.
«Ευτυχώς το καταλάβατε πως εσείς οι δύο ανήκετε μαζί» σχολιάζει με αγάπη. «Λοιπόν, για δέντρο ήρθατε;»
«Ναι και θέλουμε πάλι το ασχημότερο που έχεις» απαντάει ο Μανού αφού μία από τις παραδόσεις μας είναι να αγοράζουμε πάντα εκείνο το δέντρο που δεν θα πάρει κανείς. Και ο Τζίμι, λες και μας περίμενε, έχει ήδη ένα έτοιμο για εμάς.
«Να πάρουμε και στολίδια νέα» λέω μέσα στον ενθουσιασμό αλλά ο Μανού με σταματάει πριν ζητήσω από τον Τζίμι να δούμε τη νέα του συλλογή.
«Έχω φροντίσει γι’ αυτό» μου λέει και δαγκώνει τα χείλη του. «Τζίμι, τα έφερες;»
«Εδώ τα έχω» φωνάζει εκείνος κι έρχεται κρατώντας ένα ξύλινο κουτί στα χέρι. Μου το δίνει και φεύγει αφού μου κλείνει το μάτι.
«Άνοιξε το» με παροτρύνει ο Μανού με λαχτάρα.
Υπακούω και ανοίγω το καπάκι με προσοχή. Αφήνω ένα βογκητό έκπληξης όταν βρίσκω μέσα δέκα νέα ξύλινα στολίδια φτιαγμένα στο χέρι. Σηκώνω ένα που έχει σχήμα πέδιλων σαν αυτά που είχα φορέσει για να κάνω πατινάζ μαζί του και του το δείχνω.
«Τι είναι αυτό;»
«Θυμάσαι που συζητούσαμε πως είναι κρίμα που τα αληθινά δέντρα καταλήγουν στα σκουπίδια μετά τις γιορτές; Βρήκα έναν τρόπο να το χρησιμοποιούμε και μετά από τα Χριστούγεννα. Έφερα το δέντρο στον Τζίμι και εκείνος έφτιαξε στολίδια με αυτό».
«Μανού, είσαι υπέροχος πραγματικά» ψιθυρίζω και κλείνω το καπάκι του κουτιού. «Είναι η ωραιότερη παράδοση που ξεκινάς».
«Για σένα» μου λέει απαλά. «Για εμάς».
«Σε αγαπώ Μανού Χρηστίδη. Σε αγαπώ μονόκερέ μου...»
«Κι εγώ ποντίκι μου, κι εγώ σε αγαπώ...»

5 σχόλια:

  1. Τώρα κατάλαβα γιατί μου είπες για υπομονή, τώρα που κατάλαβα ότι το είχες ήδη ανεβάσει στο μπλοκ, ώρες ώρες πραγματικά καίω τόσο κάρβουνο που θα μπορούσα να ζεστάνω σπίτι 😂😂😂😂😂😂😂!! Είναι τελειοι αυτοί οι δύο 💖💖💖💖

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Υπέροχο δώρο μας έκανες αγαπημένη ❤️❤️ευχαριστούμε πολυ ❤️ΥΓ. Είναι καιρός να ξαναδιαβάσω ξανά.. Το βιβλίο σου με το αγαπημένο μου ζευγάρι ❤️❤️❤️


    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Αγαπημένο πραγματικά!!!!!
    Κλασικά έφυγε μονορούφι...

    ΑπάντησηΔιαγραφή