«Είσαι
καλά;»
Είχαν
μείνει για ώρα σιωπηλοί, ο καθένας
χαμένος στις δικές του σκέψεις. Το μόνο
που είχαν μοιραστεί ήταν μερικές
ντροπαλές, κοφτές ματιές, με την άκρη
του ματιού τους. Ο δυνατός αέρας δεν
έδειχνε να είναι ικανός να τους διώξει.
Έδειχναν κι οι δύο την ίδια ανάγκη για
απομόνωση κι ας είχαν παρέα ο ένας τον
άλλον. Κι όμως, αυτή η ερώτηση βγήκε
ταυτόχρονα από τα στόματα και των δύο,
όταν πλέον είχαν χορτάσει σιωπή και
ήθελαν λίγη παρέα.
Γέλασαν
απαλά καθώς κοιτούσαν ο ένας τον άλλον
με την ίδια έντονη απορία για το τι
έκρυβαν, τι τους βασάνιζε, μα και τι
όνειρα και σκέψεις τους κρατούσαν
ξύπνιους τα βράδια. Για τον Άγγελο,
μπορεί να αποτελούσε έναν αντιπερισπασμό
από τη μίζερη ζωή του η γνωριμία μαζί
της, αλλά δεν έπαυε να αισθάνεται παράξενα
κοντά της. Σαν να τον μαγνήτιζε, κάτι
που δεν είχε αισθανθεί ποτέ του.
«Άγγελος
Πριοβόλου», συστήθηκε και της έδωσε το
χέρι του.
«Το
ξέρω», έκανε εκείνη χωρίς ν’ ανταποδώσει
τη χειραψία. Το φρύδι του σηκώθηκε ψηλά
και το αυτάρεσκο χαμόγελο του έκανε την
εμφάνισή του άμεσα. Η Εύα γέλασε γιατί
κατά βάθος το περίμενε πως κάπως έτσι
θα αντιδρούσε. Της φάνηκε πως το έκανε
περισσότερο για να καλύψει το γεγονός
πως η αυτοπεποίθησή του δεν ήταν σε τόσο
μεγάλα επίπεδα όπως προσπαθούσε να
πείσει τους πάντες. Δεν έπεφτε έξω για
κανέναν, ήταν η μαγική της δύναμη το να
διαβάζει τα πρόσωπα και τα μάτια
οποιουδήποτε είχε απέναντί της και
σίγουρα ο Άγγελος Πριοβόλου απείχε πολύ
από την εικόνα του κακού παιδιού.
«Ρώτησες
για μένα;» την πείραξε μ’ ευχαρίστηση.
«Μου
είπαν για σένα με το έτσι θέλω», τον διόρθωσε εκείνη. «Έχεις κάνει ήδη
εντύπωση, βλέπεις», συνέχισε μα τα μάτια
της παρέμειναν πάνω στις μελανιές στο
πρόσωπό του. «Την επόμενη φορά που θα
πλακωθείς με κάποιον, να βάλεις πάγο
στα χτυπήματα. Μοιάζεις με χαλασμένη
μπριζόλα».
Το
γέλιο του ακούστηκε πάνω κι από το
τραγούδι του ανέμου. Η καρδιά της
αναπήδησε λιγάκι από ευχαρίστηση γιατί
όλο του το πρόσωπο έλαμψε ενώ της φάνηκε
λες και άκουγε την ομορφότερη μελωδία.
Της άρεσε πώς
έριχνε πίσω το κεφάλι όταν
γελούσε μέσα από την καρδιά του. Όταν
την ξανακοίταξε όμως, τα μάτια του είχαν
βουρκώσει, κάτι που την έπιασε εξαπίνης
και έκανε το χαμόγελο στα χείλη της να
σβήσει.
«Είπα
κάτι που δεν έπρεπε;»
«Όχι,
καμία σχέση», τη διαβεβαίωσε, ελπίζοντας
να μην την είχε τρομάξει η απότομη αλλαγή
της διάθεσής του. «Λοιπόν, θα μου πεις
τι έχεις;» Δεν του άρεσε να μιλάει για
εκείνον αλλά ήθελε πολύ ν’ ακούσει την
Εύα να μιλάει για τον εαυτό της. Ίσως
έτσι να έσβηνε για λίγο από το μυαλό του
όλες τις στεναχώριες που είχαν μαζευτεί,
πριν υπερφορτωνόταν με αποτέλεσμα να
αποτρελαθεί.
Η
Εύα ένιωσε μεγάλη ανάγκη να μιλήσει για
την απογοήτευση που είχε πάρει αλλά
φοβόταν πως θα φαινόταν αχάριστη. Δεν
ήξερε τι να πει χωρίς να φανεί πως ζητούσε
τον κόσμο όλο όταν μπορούσαν να της
προσφέρουν μόνο ένα μικρό κομμάτι του.
Όμως ήθελε να τα βγάλει όλα από μέσα
της, να τα πει σε κάποιον που δεν την
ήξερε. Ίσως εκείνος να την καταλάβαινε
περισσότερο από τον καθένα.
«Πέρασα
Αθήνα, στη σχολή που ήθελα. Ήταν το όνειρό
μου κυρίως γιατί θέλω να φύγω από το
νησί. Παρότι το αγαπώ, έχει μετατραπεί
σε μια φυλακή που δεν ανέχομαι πια».
«Σε
νιώθω, είναι κάπως παράξενα να ζεις σε
νησί, πόσο μάλλον τόσα χρόνια. Νιώθω
λιγάκι εγκλωβισμένος από τη στιγμή που
ήρθα», παραδέχτηκε εκείνος.
«Δεν
πίστευα πως θα έβρισκα κάποιον να με
καταλάβει», κάγχασε έκπληκτη εκείνη.
Άκουγε πάντα τον κόσμο να λέει πως ήταν
τυχερή που ζούσε στο νησί γιατί η ζωή
ήταν όμορφη εκεί, με το γαλάζιο του
ουρανού και της θάλασσας να αγκαλιάζονται
και το πράσινο να υπερισχύει. Κανείς
δεν ήξερε τις δυσκολίες του, όμως. Το
πόση απομόνωση έπρεπε να υποστεί, ειδικά
το χειμώνα.
«Γιατί
δεν χαίρεσαι όμως που πέρασες; Θα έπρεπε
να το γλεντάς, όχι να κατσουφιάζεις»,
έκανε εκείνος. Άναψε τσιγάρο για εκείνον
κι έκανε την κίνηση να της δώσει ένα
αλλά η Εύα το αρνήθηκε. Μισούσε το
κάπνισμα, δεν άντεχε τον καπνό αλλά δεν
ήθελε να του το πει. Θα έκανε υπομονή
ώσπου να το τελείωνε.
«Γιατί
δεν θα πάω στη σχολή», του εξήγησε.
Ακούμπησε πάλι το πηγούνι της στα γόνατά
της και πήρε μία βαθιά ανάσα. Ο καθαρός
αέρας υπερίσχυε του καπνού από το τσιγάρο
και μύριζε θάλασσα και θυμάρι. Την
ηρέμησε αμέσως. «Οι γονείς μου δυσκολεύονται
οικονομικά οπότε θα πρέπει να μείνω στη
φυλακή μου για λίγο καιρό ακόμα».
Ο
Άγγελος δεν μίλησε. Την καταλάβαινε.
Άλλωστε, ένας λόγος που η μητέρα του δεν
έπαιρνε την απόφαση ν’ αφήσει τον
τύραννό της, ήταν το γεγονός πως δεν
είχε απολύτως τίποτα. Οι γονείς της
είχαν φύγει από τη ζωή προ πολλού. Ο
Ταγματάρχης την ανάγκασε να πουλήσει
όποια περιουσία είχε και τελικά είχε
καταλήξει να μην έχει τίποτα γιατί της
τα έφαγε όλα. Έπαιξε καλά το παιχνίδι
του. Ήξερε πώς
να τους κρατήσει στη δική του
αυτοσχέδια φυλακή ώστε να μην μπορούν
να κάνουν βήμα χωρίς αυτόν. Είχαν την
ανάγκη του, αυτό ήταν το μεγαλύτερο
πρόβλημά τους κι ο λόγος που η μητέρα
του δεν έπαιρνε την απόφαση να τρέξουν
μαζί ως την ελευθερία.
«Καταλαβαίνω.
Πρέπει όμως να φύγεις αν δεν μπορείς να
είσαι εδώ. Αν μείνεις θα καταλήξεις να
μισείς το νησί, τους γονείς σου, μα κυρίως
τον εαυτό σου, ειδικά αν δεν προσπαθήσεις».
Η φωνή του βγήκε με δυσκολία. Έριξε μία
ματιά προς το μέρος της. Τον κοιτούσε
μ’ ενδιαφέρον σαν να προσπαθούσε να
διαβάσει πίσω από τις λέξεις. Πίστεψε
πως τον είχε καταλάβει, πως ήξερε πόσο
δυστυχισμένος ήταν και ένιωσε ολόγυμνος
μπροστά της. Αυτά τα ερευνητικά καστανά
μάτια είχαν δει μέσα του με μεγάλη
ευκολία, αλλά η ίδια προτίμησε να μη
βγάλει άχνα, από διακριτικότητα. Την
εκτίμησε γι’ αυτό όσο δεν είχε εκτιμήσει
άλλον άνθρωπο.
«Τους
γονείς μου σκέφτομαι, το πόσο απογοητευμένοι
θα νιώσουν που δεν μπορούν να με
σπουδάσουν», την άκουσε να λέει. Ήταν
σπάνιο πλάσμα. Φαινόταν ξεκάθαρα πως
αγαπούσε τους γονείς της υπερβολικά,
τόσο ώστε να σκέφτεται τη δική τους
στεναχώρια και να ξεχνάει τη δική της.
«Απλά
μην τους δείξεις πόσο σε πειράζει», της
πρότεινε. «Βρες μια δουλειά, μάζεψε
λεφτά και βοήθησέ τους όσο μπορείς».
«Τόσο
απλά;»
«Τίποτα
δεν είναι δύσκολο. Μόνοι μας τα κάνουμε
όλα τραγικά», γέλασε απαλά. Δεν ήταν
ψέμα αυτό που έλεγε. Οι αποφάσεις τους
ήταν εκείνες που καθόριζαν τις ζωές
τους, αυτή ήταν η σκληρή πραγματικότητα.
«Πάμε μια βόλτα στην πόλη. Αν δεν σε
πειράζει να σε δουν μαζί μου».
Την
προβλημάτισε πολύ ο τόνος του. Υποβάθμιζε
τον εαυτό του, διακριτικά, όμως εκείνη
το έβλεπε ξεκάθαρα. Κάτι έκρυβε και δεν
θα ηρεμούσε ώσπου να μάθει τι ήταν αυτό.
«Γιατί
να με πειράξει;»
«Ξέρω
΄γω;» ανασήκωσε εκείνος τους ώμους. «Δεν
ξέρω τι μπορεί να πουν αν σε δουν με ένα
ατημέλητο τύπο με μελανιές, που καπνίζει
σαν φουγάρο και που κάθε βράδυ μεθάει
και τσακώνεται σε μπαρ». Μειδίασε ενώ
στράφηκε ελαφρώς προς το μέρος της.
«Είμαι, βλέπεις, κακό παιδί», συνέχισε
χαμηλόφωνα λες και μοιραζόταν μυστικό
μαζί της.
«Ουδείς
κακός μέχρι αποδείξεως του αντιθέτου.
Κι εξάλλου, αν
με ήξερες καλά, θα γνώριζες πως
ποτέ μου δεν μ’ ένοιαξε τι θα πουν για
μένα», βόγκηξε ενώ σηκωνόταν από το
έδαφος. «Έλα, κακό παιδί, πάμε να δώσουμε
τροφή για κουτσομπολιά», τον πείραξε
γελώντας. Τη μιμήθηκε και σηκώθηκε χωρίς
να τραβήξει στιγμή τα μάτια του από πάνω
της. Μπορεί γενικότερα να έπεφτε έξω σε
πολλά πράγματα, μα για ένα δεν είχε κάνει
λάθος. Η Εύα Καραμολέγκου ήταν διαφορετική,
ήταν ένα υπέροχο πλάσμα. Για μία φορά η
τύχη λειτούργησε υπέρ του όταν την
έστελνε στο δρόμο του και σκόπευε να
κάνει ό, τι περνούσε από το χέρι του ώστε
να παραμείνει εκεί όσο περισσότερο
γινόταν.
Περπάτησαν
νωχελικά στα στενά του Πυθαγορείου
μιλώντας περί ανέμων και υδάτων. Εκείνος
ήταν περισσότερο περίεργος να μάθει
για τη ζωή στο νησί το χειμώνα ενώ η Εύα
ήθελε να μάθει τα πάντα για την Αθήνα.
Προσπάθησαν να μη μιλήσουν για τους
εαυτούς τους. Δεν βιάζονταν να γνωρίσουν
ο ένας τον άλλον. Κάτι τους έλεγε πως θα
είχαν πολύ καιρό γι’ αυτό. Φυσικά η
σκέψη τους χαροποιούσε και τους δύο το
ίδιο. Η Εύα δεν είχε καταλάβει ακόμα τι
ήταν εκείνο που την έκανε να θέλει να
στέκεται διπλά του αλλά δεν την ένοιαζε
κιόλας. Σπάνια έπεφτε έξω για τους
ανθρώπους που γνώριζε κι ήταν σίγουρη
πως με τον Άγγελο Πριοβόλου δεν είχε να
φοβηθεί και πολλά.
«Σήμερα
ξεκινάω δουλειά σ’ ένα μαγαζί με
τουριστικά. Θες να ρωτήσω αν έχει θέση
και για σένα;» της πρότεινε καθώς
περπατούσαν στο λιμάνι που ήταν γεμάτο
κόσμο. Επιτέλους ο καιρός έδειχνε να
μαλακώνει. Η θάλασσα δεν έδειχνε τόσο
απειλητική όσο το πρωί. Ο πατέρας της
θα μπορούσε να βγει και πάλι για δουλειά
κι ίσως η στεναχώρια του να καταλάγιαζε
για λίγο.
«Ευχαριστώ
αλλά νομίζω βρήκα δουλειά», απάντησε.
Σταμάτησε μπροστά από το μοναδικό
βιβλιοπωλείο στο Πυθαγόρειο και του
έδειξε την ταμπέλα που έλεγε πως ζητούσαν
υπάλληλο. Χωρίς να χάσει χρόνο, πέρασε
στο εσωτερικό κάνοντάς του νόημα να την
περιμένει. Ο Άγγελος γέλασε με το τσαγανό
της. Στάθηκε εκεί με κρατημένη την ανάσα
παρακαλώντας να πάρει τη δουλειά. Το
μαγαζί στο οποίο θα εργαζόταν ήταν
ακριβώς δίπλα. Είχε ανάγκη από ένα φιλικό
πρόσωπο και σίγουρα η Εύα θα βοηθούσε
να περάσει ο χρόνος ευκολότερα.
«Λοιπόν;»
τη ρώτησε μόλις βγήκε έξω. Ήταν σοβαρή,
δεν μπορούσε να αποκωδικοποιήσει την
έκφρασή της. Άρχισε να απογοητεύεται
αλλά το λαμπερό χαμόγελο που έκανε την
εμφάνισή του, χάρισε μία ζεστασιά στην
καρδιά του.
«Εύκολο
ήταν. Ξεκινάω το απόγευμα».
«Εδώ
δίπλα δουλεύω κι εγώ», της εξήγησε. «Θες
δεν θες, θα με φας στη μάπα, Καραμολέγκου»,
αναστέναξε δραματικά.
«Και
ποιος σου είπε πως δεν θέλω;» απάντησε
εκείνη ενώ οπισθοχωρούσε. Ξαφνιάστηκε
με το ύφος της. Δεν μπορούσε να καταλάβει
αν τον πείραζε, τον φλέρταρε ή μιλούσε
απόλυτα σοβαρά. Όπως και να είχε η καρδιά
του αναπήδησε μερικές φορές κι αυτή τη
φορά όχι από φόβο. «Πάω να βρω τους γονείς
μου. Θα σε δω το απόγευμα».
«Θα
σε περιμένω», ψιθύρισε αφού δεν έμεινε
να ακούσει την απάντηση του. Του γύρισε
την πλάτη κι άρχισε να τρέχει μακριά
του. Και για μία στιγμή ένιωσε σαν να
πάγωνε, λες και κάποιος είχε σβήσει τον
ήλιο.
Η
Εύα πήρε μία βαθιά ανάσα καθώς πλησίαζε
στο σπίτι της. Ήξερε πολύ καλά πως οι
γονείς της θα έφερναν αντίρρηση με την
απόφασή της να καθυστερήσει τις σπουδές
της αλλά δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς.
Είχε πάρει τη σωστή απόφαση. Αυτό ήταν
το μόνο σίγουρο αφού αισθανόταν πολύ
όμορφα με τον εαυτό της. Έστριψε σ’ ένα
στενό μουρμουρώντας ό, τι ήθελε να τους
πει, κάνοντας την πρόβα της πριν την
τελική παράσταση, όταν άκουσε τη Ρένα
να τη φωνάζει.
«Πονηρή,
σε είδα με τον καινούριο πριν λίγο. Τον
γνώρισες; Είναι καλός; Είναι ελεύθερος;
Άραγε να του αρέσω;»
Η
μια ερώτηση ερχόταν μετά την άλλη και
η Εύα ζαλίστηκε αφού δεν προλάβαινε να
δώσει απάντηση. Η Ρένα ήθελε για μία
ακόμη φορά να βρίσκεται στο επίκεντρο.
Αν δεν είχαν μεγαλώσει μαζί, αν δεν την
αγαπούσε τόσο, θα της έλεγε να σηκωθεί
να φύγει.
«Δεν
τον ξέρω, τυχαία τον συνάντησα, Ρένα»,
της είπε αυστηρά ελπίζοντας να σταματούσε
την κουβέντα εκεί.
«Τέλεια,
την επόμενη φορά να του πεις για μένα.
Είναι τόσο όμορφος!» μούγκρισε η Ρένα.
Έφυγε πριν η Εύα της εξηγήσει πως δεν
θα έκανε προξενιό στον Άγγελο. Ξεφύσησε
νευριασμένη και συνέχισε την πορεία
της με αποφασιστικότητα. Είχε σοβαρότερα
θέματα με τα οποία έπρεπε ν’ ασχοληθεί.
Βρήκε
τους γονείς της στην κουζίνα να ετοιμάζουν
μεσημεριανό. Ήταν και οι δύο χαμένοι
στις σκέψεις του ενώ τα πρόσωπά τους
ήταν σκυθρωπά. Αμέσως χαμογέλασαν μόλις
την πήραν είδηση αλλά κανενός τα μάτια
δεν έλαμψαν. Το στομάχι της σφίχτηκε,
μισούσε το γεγονός πως ήταν θλιμμένοι
εξαιτίας της.
«Πρέπει
να μιλήσουμε», τους είπε με απόλυτη
σοβαρότητα.
«Κι
εμείς θέλουμε να σου μιλήσουμε...»
«Ξέρω
πως μάθατε ότι πέρασα στη σχολή που
ήθελα. Αποφάσισα, όμως, να μην πάω τώρα
στην Αθήνα», διέκοψε τον πατέρα της. «Θα
καθυστερήσω τις σπουδές μου για λίγο.
Βρήκα δουλειά στο βιβλιοπωλείο. Θα
μαζέψω χρήματα για να μπορέσω να περάσω
τουλάχιστον ένα εξάμηνο στην Αθήνα
μέχρι να τακτοποιηθώ και να βρω μια
δουλειά εκεί».
«Εύα,
δεν...»
«Δεν
πρόκειται να σε αφήσω να πουλήσεις το
καΐκι», τον διέκοψε για μία ακόμη φορά.
«Δεν θα είμαι ο λόγος που θα αποχωριστείς
κάτι που αγαπάς. Η Αθήνα και η σχολή θα
είναι εκεί, δεν θα πάνε πουθενά. Έχω
πάρει την απόφασή μου και δεν θ’ ακούσω
τίποτα», συνέχισε έντονα, χωρίς να τους
δώσει ευκαιρία να πουν το παραμικρό. Οι
γονείς της αντάλλαξαν μία ματιά όσο
εκείνη έφερνε το ψωμί στο τραπέζι.
Έκρυβαν έκπληξη αλλά και περηφάνια τα
βλέμματά τους. Η Εύα ήξερε πως είχε κάνει
το σωστό όταν είδε το κέφι του πατέρα
της να επιστρέφει. Μιλούσε για τις
καλοκαιρίες που έρχονταν και για τα
τριήμερα ταξίδια για ψάρεμα που ετοίμαζε,
με τόση χαρά, που η Εύα δεν μπορούσε να
σταματήσει να χαμογελάει. Τον αγκάλιασε
σφιχτά κι άφησε ένα φιλί στην κορυφή
του κεφαλιού του.
«Σας
αγαπώ πολύ», δήλωσε και κάθισε στη θέση
της. «Πεινάω όμως και το απόγευμα ξεκινάω
δουλειά, που σημαίνει πως πρέπει να φάω
καλά».
«Όπως
διατάξατε», την πείραξε η μητέρα της
που άρχισε να σερβίρει το φαγητό με ένα
γλυκό μειδίαμα αγάπης για την κόρη της
Είπα να περιμένω να ανέβουν μερικά κεφάλαια και μετά να ξεκινήσω την ανάγνωση αλλά δεν τα πήγα και πολύ καλά... λυγισα😂😂😂 Δεν φαντάζεσαι πόσο χαρούμενη είμαι που το ξαναδιαβάζω μετά από τόσο καιρό...
ΑπάντησηΔιαγραφήΠΑΡΑ ΠΟΛΥ ΩΡΑΙΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΣΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΑ ΜΟΥ!!!!!!!!!!!!!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή