Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2020

~16~ Κεφάλαιο 5


Δεν ήταν στα σχέδιά του να περάσει ένα ολόκληρο καλοκαίρι να δουλεύει σαν το σκυλί, ιδιαίτερα σ’ ένα μέρος όπου έπρεπε να συναναστρέφεται καθημερινά με ανθρώπους. Δεν ήταν το φόρτε του η επικοινωνία. Είχε μεγαλώσει μοναχικά κι είχε διαλέξει να εμπιστεύεται μόνο τον εαυτό του, μεγαλώνοντας. Κανέναν άλλον. Ούτε καν τη μητέρα του που λάτρευε. Κι αυτό γιατί οι άνθρωποι τον απογοήτευαν συχνά. Φίλοι, γνωστοί, πρώην γκόμενες, όλοι έδειχναν ένα πρόσωπο στην αρχή που τον έκανε να κατεβάζει τοίχους κι άμυνες μέχρι που ξαφνικά από το πουθενά άλλαζαν συμπεριφορά κι έδειχναν ένα άλλο πρόσωπο που τον έκανε να κλείνεται περισσότερο στον εαυτό του. Όχι, ήθελε αυτό το καλοκαίρι να το περάσει αυτοκαταστροφικά. Να πίνει και να καπνίζει όλη μέρα ώσπου το μυαλό να έχανε κάθε ικανότητα σκέψης.


Μα τ’ ότι ο Ταγματάρχης του επέβαλλε να δουλέψει σ’ εκείνο το μαγαζί με τα τουριστικά, ήταν ό, τι καλύτερο του είχε συμβεί εδώ και καιρό. Το αφεντικό του ήταν ένας καλοσυνάτος άντρας που μοιραζόταν ιστορίες από το παρελθόν μαζί του, τον έκανε να γελάει ενώ κάθε φορά που έκανε κάτι σωστά του έλεγε ένα μπράβο που τον έκανε να νιώθει ικανός και πάλι. Ακόμα και στα λάθη του δεν αντιδρούσε. “Θα το κάνεις σωστά την επόμενη φορά”, του έλεγε χτυπώντας τον φιλικά στην πλάτη. Και προσπαθούσε κάθε μέρα και περισσότερο για να τον ευχαριστήσει. Δεν το έκανε επειδή έπρεπε αλλά επειδή το ήθελε. Τις τρεις μέρες που δούλευε ήδη στο μαγαζί του, είχε αισθανθεί λες κι άφηνε πίσω του κάθε υποτιμητική κουβέντα που είχε βγει από το στόμα του πατέρα του τα τελευταία έξι χρόνια. Ένιωθε καλά.
Εν μέρη αυτό είχε να κάνει και με την Εύα, τη μικροσκοπική νέα του φίλη που είχε μπει τόσο αναπάντεχα στη ζωή του. Περνούσαν παρέα εκείνο το τρίωρο που είχαν ελεύθερο κάθε μέρα, τα μεσημέρια. Μία από εκείνες τις μέρες τον κάλεσε και στο σπίτι για μεσημεριανό αλλά εκείνος αρνήθηκε γιατί ντράπηκε τους γονείς της. Παρότι έδειχνε να θέλει να φάει μαζί τους, έμεινε μ’ εκείνον. Άρπαξαν κάτι πρόχειρο από τον φούρνο και πήγαν σε μία παραλία για να απολαύσουν την όμορφη μέρα. Οι στιγμές με την Εύα διέλυαν κάθε ίχνος μελαγχολίας. Ήταν απόλυτα σίγουρος πως όσο ήταν εκείνη στο νησί, θα ήταν ευτυχισμένος. Την ακολουθούσε τυφλά όπου κι αν πήγαιναν.
«Η Ρένα σ’ έχει ερωτευτεί», του είπε ξαφνικά ένα μεσημέρι. Είχαν πάει σε μία μικρή παραλία που αγαπούσε πολύ εκείνη, για να ξεκουραστούν όσο περισσότερο μπορούσαν. Τον ξάφνιασε η δήλωσή της κυρίως γιατί δεν είχε ιδέα ποια ήταν η Ρένα. «Όλο για σένα μιλάει», συνέχισε. Άνοιξε το ένα της μάτι για να κοιτάξει το πρόσωπό του περιμένοντας μία αντίδρασή του, που δεν πήρε ποτέ.
«Ευχαριστώ;» αναρωτήθηκε γελώντας νευρικά. Η Εύα ανασήκωσε τον κορμό της για να μπορέσει να τον κοιτάξει λιγάκι καλύτερα. Τον τρόμαξε το ύφος της. Έδειχνε σαν δασκαλίτσα έτοιμη να τον χτυπήσει με τον χάρακα.
«Να σε ρωτήσω κάτι;»
«Θα το μετανιώσω;»
«Γιατί εμένα;» ρώτησε αγνοώντας τη δική του ερώτηση. «Θα μπορούσες να περνάς το χρόνο σου με όποια ήθελες εδώ πέρα. Έχω δει πώς σε κοιτάνε όλες τους. Αν ήθελες, θα μπορούσες να ρίξεις και τη Ρένα στο κρεβάτι σου για να περάσεις ωραία...»
«Γι’ αυτό», τη διέκοψε. Δεν κατάλαβε τι εννοούσε. Πώς να της εξηγούσε πως ένας από τους λόγους που προτιμούσε να περνάει το χρόνο του μαζί της ήταν γιατί την ενδιέφερε να τον γνωρίσει; Πήρε μία βαθιά ανάσα ενώ ξάπλωνε στη ζεστή άμμο. Η Εύα περίμενε υπομονετικά γιατί η απάντησή του ήταν κάτι που την ενδιέφερε να ακούσει. Τρεις μέρες δεν είχε ξεκολλήσει από κοντά της ενώ προσπαθούσαν πολλοί να του τραβήξουν την προσοχή. «Τα τελευταία χρόνια νιώθω πραγματικά πολύ μόνος...», ξεκίνησε να της λέει διστακτικά. Δεν ήταν συνηθισμένος να ανοίγεται αλλά σ’ εκείνη θα το έκανε. Ήταν το σωστό ειδικά αν ήθελε να συνεχίσει να έχει την παρέα της. «Κανείς δεν στάθηκε λιγάκι στο ποιος είμαι πραγματικά. Τους έδειχνα ένα πρόσωπο και συμβιβάζονταν με αυτό. Μόνο εσύ με κοίταξες κατάματα και ρώτησες να μάθεις ποιος είμαι στ’ αλήθεια. Από την πρώτη στιγμή, ακόμα κι όταν έπεσες πάνω μου εκείνο το πρωινό, με κοιτούσες στα μάτια. Γι’ αυτό προτιμώ να περνάω χρόνο μαζί σου. Για το κοφτερό μυαλό σου και το περίεργο χιούμορ σου, για την προσωπικότητά σου...»
Η Εύα γέλασε λιγάκι πιο δυνατά απ’ όσο ήθελε, κάνοντας τον να σταματήσει να μιλάει. Μούτρωσε γιατί νόμιζε πως δεν τον πήρε στα σοβαρά αλλά εκείνη ξάπλωσε δίπλα του χαμογελώντας του γλυκά.
«Πρώτη φορά μου λέει κάποιος πως τον ιντρίγκαρε το μυαλό μου», παραδέχτηκε. «Συνήθως τα αγόρια της ηλικίας μου με πλησιάζουν για να με χουφτώσουν».
«Βλάκες...» σχολίασε εκείνος αηδιασμένος. «Όχι πως τους αδικώ», συμπλήρωσε πειρακτικά. Ένα ελαφρό κοκκίνισμα απλώθηκε στα μάγουλά της που την έκανε απολαυστική. Δεν μπορούσε να μην παραδεχτεί πως ήταν ό ,τι πιο όμορφο είχε δει στη ζωή του. Οι φακίδες στα μάγουλα και τη μύτη την έκαναν να μοιάζει αθώα. Τα μεγάλα καστανά μάτια τον ζάλιζαν. Αυτά τα χείλη της... είχε πιάσει τον εαυτό του να τα κοιτά κάθε φορά που έστεκαν μισάνοιχτα και να αναρωτιέται πώς θα ήταν να τη φιλάει. Τρεις μέρες την ήξερε κι αυτά τα χείλη της τον στοίχειωναν.
«Μη μου το χαλάς, είναι ωραίο να σε θαυμάζουν για την εξυπνάδα σου», μουρμούρισε ντροπαλά.
«Άσε με να σε θαυμάζω για πολλά διαφορετικά πράγματα», σχεδόν την ικέτευσε και η Εύα απέστρεψε το πρόσωπό της για να μην δει το χαμόγελο που απλωνόταν αργά στα χείλη της. Δεν απάντησε. Της άρεσε τόσο πολύ η παρέα του και οι συζητήσεις τους που ξεκινούσαν από τη μουσική και κατέληγαν στα υπαρξιακά τους, που δεν ήθελε να τα αποχωριστεί. Το μόνο που ήθελε ήταν κάποια στιγμή να της ανοιχτεί και να μιλήσει για εκείνον, την οικογένειά του, τα όνειρά του. Βιαζόταν μα δεν θα έπρεπε αφού είχαν αρκετό καιρό ακόμα μπροστά τους μέχρι εκείνη να έφευγε για την Αθήνα.
Ο Άγγελος μάζεψε τα χρήματα από το ταμείο κι αφού τα μέτρησε, τα φύλαξε στο χρηματοκιβώτιο. Του φαινόταν παράξενο το γεγονός πως το αφεντικό του τον εμπιστευόταν τόσο ώστε να τον αφήσει τόσο σύντομα να κλείνει το μαγαζί. Το αίσθημα ευθύνης μεγάλωνε αλλά δεν τον πείραζε καθόλου. Δεν ήταν ευθυνόφοβος και ήταν ικανός για πολλά. Έστειλε μήνυμα με τις εισπράξεις της ημέρας και έριξε μια ματιά στο ρολόι του. Είχε πάει ήδη δέκα. Πίστευε πως θα αναγκαζόταν να επιστρέψει μόνος στο σπίτι του μα η Εύα τον περίμενε απ’ έξω παρότι είχε σχολάσει περίπου μία ώρα νωρίτερα. Της χαμογέλασε καθώς κλείδωνε και της έδωσε το μπράτσο του ώστε να στηριχθεί πάνω του πριν πάρουν το δρόμο της επιστροφής.
«Νιώθω απέραντη κούραση», διαμαρτυρήθηκε εκείνη, γκρινιάζοντας σαν μικρό παιδί.
«Μετά από μόνο τρεις μέρες δουλειάς; Δεν είσαι συνηθισμένη στα σκληρά, νεράιδά μου».
«Εσύ φταις που με απασχολείς στα κενά μου», τον κατηγόρησε γελώντας μα το γέλιο της πάγωσε μόλις είδε τη Ρένα να πλησιάζει. Κουνούσε τους γοφούς με χάρη. Δεν της ξέφυγε το γεγονός πως ο Άγγελος έδειξε εντυπωσιασμένος από τα κάλλη της. Ήταν λογικό άλλωστε. Η Ρένα ήταν εντυπωσιακή σε σχέση μ’ εκείνη.
«Ευάκι, δεν θα με συστήσεις;» τσίριξε χαρούμενα το κορίτσι.
«Αφού ξέρεις ποιος είναι, εσύ μου μίλησες γι’ αυτόν», απάντησε κάπως επιθετικά.
«Άγγελος», συστήθηκε μόνος του εκείνος. «Υποθέτω, είσαι η κολλητή;»
«Να μην υποθέτεις, εγώ είμαι!»
Το χαχάνισμα της Ρένας την έκανε να βογκήξει νευριασμένα. Άφησε το χέρι του Άγγελου και συνέχισε να περπατάει αφού ήταν απόλυτα σίγουρη πως σύντομα θα την παρατούσαν για να πάνε κάπου μόνοι τους. Έτσι γινόταν πάντα. Προτίμησε να φύγει πριν δει το γνωστό έργο να παίζεται ξανά μπροστά στα μάτια της, μα σύντομα ο Άγγελος βρέθηκε στο πλευρό της. Περπάτησε δίπλα της έχοντας ένα περίεργο μειδίαμα που την έκανε να αναρωτηθεί τι σκεφτόταν.
«Σκεφτόμουν αύριο στο διάλειμμά μας, να γνώριζα τελικά τους γονείς σου», της είπε διστακτικά. «Θέλω να δω το δωμάτιό σου. Υποψιάζομαι πως θα είναι γεμάτο βιβλία».
«Κάνεις λάθος», του είπε εκείνη παθιασμένα αλλά ο τόνος της φώναζε πως έλεγε ψέματα. «Δεν χωράνε όλα στο δωμάτιο μου», μουρμούρισε εντέλει. Του έδειξε προς το σπίτι της και κράτησε λιγάκι την ανάσα της ενώ στεκόταν απέναντί του, αναποφάσιστη για το αν θα έφευγε ή όχι. Η κούρασή της νίκησε. Όσο κι αν ήθελε να περάσει λίγο ακόμα χρόνο μαζί του, προτίμησε να επιστρέψει σπίτι.
«Θα τα πούμε αύριο», του υποσχέθηκε.
«Καληνύχτα μικρή νεράιδα», έκανε εκείνος με περίσσια θεατρικότητα ενώ ταυτόχρονα υποκλινόταν μπροστά της. Μερικά τσουλούφια από τα σχετικά μακριά μαλλιά του, έπεσαν μπροστά στο πρόσωπό του και η Εύα δεν μπόρεσε ν’ αντισταθεί. Σήκωσε το χέρι της στο μέτωπό του για να τα περάσει πίσω από το αυτί. Μετά, στάθηκε στις μύτες των ποδιών της κι άφησε ένα τρυφερό φιλί στο μάγουλό του. Δεν όριζε τις κινήσεις της μα κάτι της έλεγε πως του έλειπε λίγη τρυφερότητα κι εκείνη είχε πολλή να δώσει.
Η πρώτη κίνηση του Άγγελου, μόλις είδε την Εύα να μπαίνει στο σπίτι της, ήταν να σηκώσει το χέρι του στο σημείο όπου τα χείλη της είχαν ακουμπήσει στο δέρμα του. Έκαιγε ακόμα λες και η ανάσα της ήταν εκεί. Η καρδιά του χοροπήδησε σ’ έναν άγνωστο ρυθμό που δεν είχε ακούσει ποτέ του και γέλασε. Γέλασε ευτυχισμένα για πρώτη φορά στη ζωή του. Ήταν μαγικό το πόση ελπίδα κι αισιοδοξία ένιωθε κοντά της. Πήρε το δρόμο της επιστροφής σφυρίζοντας έναν χαρούμενο σκοπό που αντήχησε στη σιγαλιά. Χαμογέλασε σε περαστικούς, έκανε σχέδια για την επόμενη μέρα... ήταν χαρούμενος.
Μα όλη η καλή του διάθεση χάθηκε μόλις στάθηκε έξω από το σπίτι του. Δεν ήθελε να γυρίσει στη φυλακή του. Ο Ταγματάρχης ήταν εκεί. Ένα δυσοίωνο συναίσθημα τον κυρίεψε. Ήθελε να στρέψει το σώμα του μακριά από εκεί και να αρχίσει να τρέχει αλλά δεν το έκανε. Θα ήταν χειρότερο να μην επιστρέψει, τουλάχιστον ίσως να τη γλίτωνε με μια απλή ειρωνεία από μέρος του.
Η τηλεόραση έδειχνε κάποια παλιά ταινία, μπορούσε να ακούει τις φωνές των ηθοποιών ως την εξώπορτα, μα και τον ήχο των πιάτων από την κουζίνα πρόδιδε τη νευρικότητα που επικρατούσε μέσα. Η μητέρα του ξεσπούσε τη θλίψη της στην κουζίνα. Σίγουρα προβλεπόταν να είναι ένα δύσκολο βράδυ. Έσπρωξε τη κλειδί στη κλειδαριά και άνοιξε, ενώ παρακαλούσε τουλάχιστον να είχε καλή διάθεση ο πατέρας του.
«Γύρισα», φώναξε δήθεν χαρούμενος και κίνησε προς το σαλόνι, μα κοκάλωσε όταν εμφανίστηκε εκείνος, ακόμα με τη στρατιωτική στολή κι αυτό το μόνιμο αυστηρό ύφος που του έκοβε τα πόδια. Προσπάθησε να κρύψει την απέχθεια προς το πρόσωπο του και κούνησε ανεπαίσθητα το κεφάλι του σ’ έναν χαιρετισμό.
«Τι είπαμε χθες το βράδυ Άγγελε;» Η φωνή του ήταν ψυχρή και έκανε τις τρίχες στο σβέρκο του να ανασηκώνονται κάθε φορά.
«Πατέρα δεν…»
«Σου ζήτησα να κουρευτείς κι εσύ ακόμα κυκλοφορείς έτσι».
«Δε μπορούμε να συμβιβαστούμε λίγο;»
«Δεν γνωρίζω τη λέξη, Άγγελε. Σου ζήτησα να κάνεις κάτι και περίμενα άμεση αντίδραση αλλά απ’ ότι φαίνεται, μιλούσα σε ντουβάρι».
«Μέχρι να πάω φαντάρος έτσι θέλω τα μαλλιά μου», τόλμησε να ψελλίσει γνωρίζοντας πως η αντίδραση του δεν θα έβγαζε πουθενά. Τον μπελά του θα έβρισκε και πάλι μα δε γινόταν κάθε φορά να χτυπά προσοχή μπροστά του. Γιος του ήταν, όχι ένας από τους φαντάρους του. Πότε θα το καταλάβαινε και θα του συμπεριφερόταν ανάλογα; «Δεν θα κουρευτώ…»
«Σκασμός!» Τινάχτηκε λίγο με τη δύναμη της φωνής του και έκανε ασυναίσθητα ένα βήμα μακριά του όταν προσπάθησε να τον πλησιάσει. «Βαρέθηκα τη ανυπακοή σου», γρύλλισε σαν σκυλί εκείνος. Ο Άγγελος χαμήλωσε το βλέμμα και κάρφωσε τα μάτια του στα χέρια του πατέρα του. Όταν είδε το ψαλίδι που κρατούσε, ήξερε πως δε μπορούσε να κάνει και πολλά. Δεν θα σταματούσε αν δεν περνούσε το δικό του και το πιθανότερο ήταν το τίμημα που θα πλήρωνε αν έτρεχε μακριά, να ήταν μεγάλο. Έκλεισε τα μάτια σφιχτά και κράτησε την ανάσα του ενώ το πηγούνι του έτρεμε από τρόμο.
Τουλάχιστον αυτή τη φορά, θα τη γλίτωνε φτηνά…

4 σχόλια:

  1. Δεν είμαι βίαιος άνθρωπος αλλά αυτός ο ταγματάρχης γκρρρρρ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Λιακαδα μου καλησπερα καλη εβδομαδα και καλο μηνα.Απαισιος πα-Τερας του αγοριου μας.Υπεροχο το βιβλιο σου και αυτο

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Τι απαίσιος πα τέρας ειναιαυτος😠😠😠

    ΑπάντησηΔιαγραφή