Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2019

Στο τραίνο των δώδεκα (μέρος β)

Επιτέλους, το δεύτερο μέρος (και τελευταίο) είναι έτοιμο μετά από καιρό... το ξέρω είμαι απαράδεκτη... ελπίζω όμως να σας αρέσει! 
Με αγάπη, 
Νεκταρία

*****


Ώρα τέταρτη

Η Ζωή κάρφωσε τα μάτια της πάνω του χωρίς ντροπή για να μπορέσει να τον διαβάσει λιγάκι καλύτερα. Της είχε κάνει εντύπωση το γεγονός πως παρότι ήταν οι δυο τους μόνο στο βαγόνι, δεν είχε κάνει καμία κίνηση να της την πέσει... ούτε καν να της μιλήσει. Το είχε εκτιμήσει. Οι άντρες της ηλικίας της αυτή την εποχή ή που δεν θα είχαν ίχνος σεβασμού απέναντι σε μια γυναίκα ή που θα προσπαθούσαν μ’ ευγένεια να την πλάσουν όπως ήθελαν εκείνοι. Τουλάχιστον έτσι ήταν όσοι είχε γνωρίσει όλο αυτόν τον καιρό. Ήταν σπάνιες οι φορές που γνώριζε άτομα σαν τον Πέτρο, ντροπαλά, που κοιτούσαν προς το μέρος της με τόσο δισταγμό από φόβο μην περάσουν κάποιο όριο. Δεν το είχε συνηθίσει αλλά της άρεσε πολύ.


Όμως, η σιωπή του ήταν αβάστακτη και την έφερνε σε δύσκολη θέση. Ήταν νευρικός, σαν να μην ήξερε τι να της πει. Ήταν στο χέρι της να ξεκινήσει κουβέντα και δεν θα άφηνε την ευκαιρία να πάει χαμένη.
«Πας για δουλειά ή διασκέδαση στη Θεσσαλονίκη;» τόλμησε να ρωτήσει. Σήκωσε το κεφάλι του ξαφνιασμένος, σαν να είχε ξεχάσει πως ήταν εκεί, μαζί του. Της χαμογέλασε δειλά, χαρούμενος που του έπιανε κουβέντα από μόνη της.
«Για επίσκεψη στους δικούς μου, για τα Χριστούγεννα σίγουρα κι ίσως μείνω λίγο παραπέρα. Εσύ;»
«Θα μείνω μερικές ώρες σε μία φίλη και το βράδυ θα φύγω» αρκέστηκε να του πει χωρίς να δώσει περισσότερες πληροφορίες. «Έχεις καιρό να γυρίσεις στην πόλη;»
«Ναι, η αλήθεια είναι πως από τότε που κατέβηκα Αθήνα για σπουδές, έχω ανέβει λίγες φορές».
«Δεν σου λείπουν οι δικοί σου;»
«Μου λείπουν αλλά γενικά δεν μου λείπει η κατάσταση στο σπίτι. Ήμασταν εφτά άτομα μαζεμένα σ’ ένα σπίτι που χωρούσε με το ζόρι τρία» γέλασε δυνατά, αλλά η Ζωή μπορούσε να δει καθαρά πως κάτι τον βασάνιζε. «Εσύ; Στους γονείς σου θα πας μετά;»
Κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. «Οι γονείς μου είναι στην Κρήτη. Από εκεί έρχομαι» του είπε ξεφυσώντας. «Θα κάνω καιρό να τους δω» μουρμούρισε αμέσως μετά.
«Γιατί, αν επιτρέπεται;»
Σήκωσε τα μάτια της στα δικά του αλλά του φάνηκε πως δεν τον κοιτούσε στην πραγματικότητα. «Για πολλούς λόγους» ψιθύρισε αφηρημένα.
Η σιωπή ήταν αβάσταχτη και δεν του άρεσε καθόλου. Έκανε τόσο κόπο να βρει το θάρρος να της μιλήσει και τώρα δεν μπορούσε ν’ αρθρώσει κουβέντα ξανά. Δεν του τύχαινε συχνά αυτό. Όμως το κορίτσι απέναντί του τον έκανε να χάνει τον ειρμό των σκέψεών του.
«Είδα πως διαβάζεις αστυνομικά μυθιστορήματα» πέταξε εντέλει. Είδε το χαμόγελό της να φωτίζει τα μάτια της και χάρηκε που βρήκε ένα θέμα για το οποίο μπορούσαν να μιλήσουν και οι δύο.
«Τα λατρεύω. Πάντα προσπαθώ να μπω στο μυαλό του δολοφόνου».
«Και να του δώσεις ελαφρυντικά;» ρώτησε με απολογητικό ύφος. «Γιατί εγώ αυτό κάνω» γέλασε μετανιώνοντας που της είχε πει κάτι τέτοιο.
«Γιατί γελάς;» τον πείραξε χτυπώντας τον με το πόδι της.
«Θα νομίζεις πως είμαι ψυχάκιας που κάνω κάτι τέτοιο».
«Αντιθέτως. Το βρίσκω ενδιαφέρον γιατί κανείς δεν παίρνει καιρό να δει τι υπάρχει μέσα στο μυαλό αυτών των ανθρώπων».
«Σπουδάζω εγκληματολογία και βρίσκω το μυαλό τους συναρπαστικό...»
«... και τρομαχτικό ταυτόχρονα» συμπλήρωσε τη φράση του, τραβώντας την προσοχή του. «Ψυχολογία» αναστέναξε με καμάρι.
«Αγαπημένη κλινική περίπτωση;» την προκάλεσε κι εκείνη έβαλε τα γέλια. Του άρεσε να την ακούει να γελάει γιατί ήταν σαν να άκουγε την ομορφότερη μελωδία. Το πρόσωπό της έλαμπε ενώ του φάνηκε πως ξάφνου το φως στο βαγόνι έγινε δυνατότερο.
«Μα φυσικά ο Τσάρλς Μάνσον» απάντησε όταν επιτέλους βρήκε την ανάσα της. «Ο τύπος ήταν ένας τρελός νάρκισσος που κατάφερε να πείσει τους πάντες γύρω του πως ήταν ιδιοφυΐα».
«Ο Τέντ Μπάντι» είπε εκείνος ανασηκώνοντας τους ώμους του. «Τώρα σίγουρα θα θες να φύγεις τρέχοντας γιατί σου λέω πως με συναρπάζει ένας άντρας που δολοφόνησε ένας Θεός ξέρει πόσες γυναίκες, αλλά θα ήθελα να μάθω γιατί το έκανε...»
«Γιατί του άρεσε να προκαλεί πόνο και να έχει τον απόλυτο έλεγχο» απάντησε εκείνη με σιγουριά. «Ήταν σαδιστής, έτσι ένιωθε υπερδιέγερση».
Τον προβλημάτισε το γεγονός πως το βλέμμα της είχε σκοτεινιάσει και το χαμόγελό της είχε χαθεί. Ήθελε να τη ρωτήσει γιατί. Δεν ήταν εξαιτίας του Τεντ Μπάντι, έκοβε το λαιμό του πως δεν έφταιγε αυτός, αλλά κάτι που προφανώς την έκανε να τρέξει μακριά από τα προβλήματά της. Τώρα μπορούσε να το δει ξεκάθαρα.
«Μήπως ν’ αλλάζαμε θέμα;» αστειεύτηκε κάνοντας τάχα πως είχε ανατριχιάσει.
«Γιατί; Φοβάσαι;» τον πείραξε εκείνη σηκώνοντας το φρύδι προκλητικά.

Ώρα πέμπτη

«Έλα τώρα, ταινία σαν το “Συνήθεις ύποπτοι” δεν έχει ξαναγυριστεί!» ύψωσε τη φωνή της η Ζωή, γελώντας νευρικά. Είχε μετακινηθεί δίπλα του και μοιραζόταν μία σοκολάτα μαζί του. Ένιωθε ασφάλεια κοντά του, πράγμα παράξενο αν φανταστεί κανείς πως περνούσαν την ώρα τους να μιλάνε για δολοφόνους και αποκρουστικά εγκλήματα που άλλους θα τους είχαν κάνει να φύγουν τρέχοντας. Μα αυτό της άρεσε σ’ εκείνον, το γεγονός πως μπορούσε να του μιλήσει για ό,τι ήθελε χωρίς να φοβάται μην την κρίνει. Σε λίγες ώρες δεν θα τον έβλεπε ξανά γιατί ο καθένας θα έπαιρνε το δρόμο του. Κι όμως, ένιωσε την απόλυτη ανάγκη να μην χαθεί και να κρατήσει επαφή όσο κι αν ήξερε πως δεν ήταν σοφή κίνηση αυτή.
«Το Seven, μη μου πεις ότι δεν είχε σοκαριστικό τέλος!» επέμεινε εκείνος.
«Εντάξει το παραδέχομαι, το να ανοίξεις το κουτί και να βρεις το κεφάλι της γυναίκας σου μέσα, είναι πραγματικά ανατριχιαστικό».
«Ήταν απλά ευφυές το πως τους έπαιξε στα δάχτυλα αυτός ο τύπος».
«Και στις δύο ταινίες!» τσίριξε εκείνη. «Τελικά ο Κέβιν Σπέισι είναι κλινική περίπτωση;» αναρωτήθηκε χαχανίζοντας.
«Και ποιος δεν είναι;» συμφώνησε εκείνος.
Η Ζωή χασμουρήθηκε κι άφησε το κεφάλι της να πέσει στον ώμο του. Ένιωσε το σώμα του να σφίγγεται αλλά δεν είχε το κουράγιο να το σηκώσει ξανά. Έστρεψε τα μάτια της προς το μέρος του και τον είδε να την κοιτάζει με τρυφερότητα. Σύντομα είχε χαλαρώσει ξανά κι εκείνη μπόρεσε να αναπνεύσει ήρεμα.
«Το έσκασα από το σπίτι μου» άκουσε τον εαυτό της να του λέει. Σοκαρίστηκε με το πόση ευκολία βγήκαν οι λέξεις από τα χείλη της. Σήκωσε το κεφάλι της και μαζεύτηκε στη θέση της αποφεύγοντας να τον κοιτάξει.
«Γιατί;» ρώτησε εκείνος με πραγματική περιέργεια. «Κάτι μου λέει πως κάτι σε τρόμαξε».
«Η οικογένειά μου με τρόμαξε» παραδέχτηκε με τρεμάμενη φωνή. «Δεν ανήκα εκεί μαζί τους».
«Σου φέρονταν άσχημα;»
«Όταν μεγαλώνεις σε μια καθαρά πατριαρχική οικογένεια, όπου ο λόγος του άντρα είναι νόμος, μόνο καλά δεν περνάς. Οπότε ναι, μπορείς να πεις πως μου φέρονταν άσχημα. Αλλά δεν άντεξα».
Τον κοιτούσε λες και τον ικέτευε να μην την κρίνει άσχημα ενώ εκείνος το μόνο που σκεφτόταν ήταν πως χρειάζονταν κότσια για να το σκάσει και να αφήσει πίσω της τα πάντα. Της χαμογέλασε καθησυχαστικά κι η Ζωή άφησε την ανάσα της να βγει αργά.
«Παρατήρησα το τατουάζ σου» σχολίασε. «Τι είναι;»
«Ένας άγγελος με τα φτερά του ανοιγμένα» του εξήγησε. «Πάντα ένιωθα πως είχα έναν φύλακα άγγελο να με προσέχει. Δεν ξέρω γιατί, αλλά θέλησα να τον αποτυπώσω πάνω μου. Χένα είναι, δεν θα κρατήσει πολύ, αλλά ήθελα να δω πως φαινόταν. Ίσως για να νιώσω λίγη ασφάλεια».
Όλοι αυτό δεν ήθελαν; Να νιώσουν πως δεν είναι μόνοι, πως κάποιος τους προσέχει... την καταλάβαινε απόλυτα.
«Δεν πάω πίσω στο σπίτι μου για διακοπές μόνο» της είπε, αποφασίζοντας να ανοιχτεί, όπως έκανε εκείνη. «Μεγάλωσα κι εγώ σε καθαρά πατριαρχική οικογένεια. Ένας λόγος που έφυγα για Αθήνα ήταν γιατί δεν άντεχα τον πατέρα μου να συμπεριφέρεται στη μητέρα και τις αδερφές μου σαν να ήταν κτήμα του. Μα κυρίως δεν άντεχα εκείνες που προτιμούσαν να χαμηλώνουν το κεφάλι. Γυρίζω γιατί πεθαίνει».
Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα από την έκπληξη. «Λυπάμαι πολύ» μουρμούρισε.
«Είναι στα τελευταία του και πάω να τον αποχαιρετήσω».
«Πως νιώθεις που πεθαίνει;» Γέλασε νευρικά γιατί την ίδια ερώτηση είχε κάνει στον εαυτό του πολλές φορές. Πως ένιωθε; Ντρεπόταν που το σκεφτόταν αλλά το πρώτο πράγμα που ένιωσε όταν του είπαν τα νέα, ήταν ανακούφιση. «Καταλαβαίνω» άκουσε τη Ζωή να του λέει. Δεν είχε χρειαστεί καν να της πει κουβέντα κι εκείνη είχε κατανοήσει απόλυτα την κατάστασή του. «Πόσα αδέρφια έχεις;»
«Άλλα τέσσερα. Έναν αδερφό και τρεις αδερφές. Μέναμε όλοι σ’ ένα σπίτι που με το ζόρι χωρούσε τρία άτομα, κοιμόμασταν ο ένας πάνω στον άλλο και κάθε φορά που τολμούσαμε να προτείνουμε στον πατέρα μου να βρούμε ένα μεγαλύτερο σπίτι, καταλήγαμε με κλάματα και σημάδια στο σώμα μας από την οργή του».
«Χριστέ μου, η μητέρα σου τι έκανε γι’ αυτό;»
«Τίποτα» είπε αμέσως. «Φοβόταν. Ο πατέρας μου δούλευε σκληρά, δεν ήταν χαρούμενος με τη ζωή του αλλά δεν έκανε και τίποτα να την αλλάξει. Έπινε πολύ και τώρα πληρώνει με τη ζωή του τα πάθη του» .
«Και τι θα κάνεις μετά...»
«Μάλλον θα μείνω με τους δικούς μου. Τους εγκατέλειψα μία φορά, δεν ξέρω αν θα μπορώ να το κάνω και δεύτερη».
«Ακόμα κι αν αυτό σημαίνει πως θα αφήσεις πίσω σου τη ζωή σου στην Αθήνα;»
«Μπορώ να ξεκινήσω από την αρχή στη Θεσσαλονίκη» ξεφύσησε προβληματισμένος. Θα του κόστιζε η επιστροφή, το ήξερε, ειδικά γιατί είχε αγαπήσει την πόλη όπου έμενε τα τελευταία χρόνια. Αλλά η οικογένειά του ήταν εξίσου σημαντική.
«Λυπάμαι πάντως για τον πατέρα σου...»
«Κι εγώ. Αλλά ο καθένας παίρνει αυτό που του αξίζει σε αυτή τη ζωή» μονολόγησε θλιμμένα.

Ώρα έκτη

«Θα μείνω στο Λονδίνο με τη φίλη μου που κάνει μεταπτυχιακό και μετά θα δω που θα πάω».
Είχε αλλάξει το θέμα γιατί η κατάσταση του πατέρα του τον στεναχωρούσε. Μπορεί να μην είχαν σχέσεις, μπορεί να είχαν να ανταλλάξουν κουβέντα για χρόνια, αλλά δεν έπαυε να είναι πατέρας του. Η Ζωή κατάλαβε αμέσως την ανάγκη του να ξεχαστεί για όσο περισσότερο μπορούσε, γι’ αυτό τον άφησε να στρέψει την κουβέντα τους αλλού. Την είχε ρωτήσει για τις κονκάρδες στην τσάντα της κι εκείνη του απάντησε με μιας πως ήταν όνειρό της να επισκεφτεί όλα αυτά τα μέρη κάποτε.
«Θα κάνεις αυτό το μεγάλο ταξίδι γύρω στον κόσμο;» την πείραξε. Είχε μετακινηθεί απέναντί του για να μπορεί να τον κοιτάζει καλύτερα. Ο αγκώνας της ήταν ακουμπισμένος στο παράθυρο και τα δάχτυλά της είχαν μπλεχτεί στα πλούσια μαλλιά της. Ζήλεψε λιγάκι γιατί ήθελε πολύ να τα αγγίξει.
«Γιατί όχι; Θα μπορούσα να βρίσκω δουλειές του ποδαριού όπου πήγαινα και να μένω όσο χρειαζόταν για να μαζέψω λεφτά για τον επόμενο προορισμό μου».
«Θα μπορούσες να καταγράφεις τη ζωή σε κάθε μέρος σε ένα δικό σου προσωπικό ιστολόγιο» της έδωσε μία ιδέα. «Να παρατηρείς τους ανθρώπους, κάτι σαν έρευνα για το πιο μέρος από όλα, είχε τους πιο ευτυχισμένους ανθρώπους και γιατί».
«Θα μπορούσα να γράφω για το φαγητό και τη διασκέδαση, το κόστος ζωής σε σχέση με την ποιότητα».
«Και που ξέρεις, μπορεί να γίνεις διάσημη και να βγάλεις λεφτά από αυτό».
Η Ζωή άφησε το γάργαρο γέλιο της να πλημμυρίσει πάλι το βαγόνι. «Έχεις ωραίες ιδέες. Αλλά το πιθανότερο είναι μετά το Λονδίνο να αναγκαστώ να επιστρέψω στην Ελλάδα».
«Ο μόνος λόγος που το εύχομαι αυτό, είναι για να σε ξαναδώ» απάντησε με απόλυτη σοβαρότητα.
Η Ζωή δεν μίλησε για αρκετή ώρα κάνοντάς τον να μετανιώσει που δεν φίλτραρε τα λόγια του. την ήξερε μόλις μερικές ώρες, δεν είχε το δικαίωμα να της πει κάτι τέτοιο, έτσι ένιωθε τουλάχιστον, πως είχε περάσει τα όρια.
«Λυπάμαι πολύ που δεν είχα περισσότερο χρόνο μαζί σου» την άκουσε να λέει και σήκωσε τα μάτια του πάνω της.
«Μου πήρε τρεις ώρες για να βρω το θάρρος να σου μιλήσω» παραδέχτηκε εκείνος γελώντας ανήμπορος να κρύψει τη νευρικότητα που ένιωθε.
«Κι εμένα τόσες μου πήρε για να βρω έναν λόγο να σου μιλήσω» χαμογέλασε εκείνη μελαγχολικά. «Να φανταστείς, παραλίγο να μην πάρω το τραίνο. Τελευταία στιγμή το αποφάσισα» ψιθύρισε.
«Χαίρομαι που άλλαξες γνώμη. Χαίρομαι που σε γνώρισα». Ένιωσε το λαιμό του να κλείνει. «Τι ώρα πετάς το βράδυ;»
«Πετάω νωρίς, στις τέσσερις το μεσημέρι. Θα πεταχτώ να βρω τη φίλη μου και θα φύγουμε μαζί για Λονδίνο».
Έστρεψε το βλέμμα του στο παράθυρο και το σκοτάδι που είχε αρχίσει να διαλύεται σιγά σιγά. «Εύχομαι να γεμίσεις την τσάντα σου με διπλάσιες κονκάρδες από μέρη που θα δεις με τα ίδια σου τα μάτια» είπε βραχνά και δεν ξαναμίλησαν ώσπου το τραίνο μπήκε στο σταθμό της πόλης.
Άρπαξαν τα πράγματά τους και αποβιβάστηκαν στα γρήγορα λες και τους κυνηγούσε κάποιος. Στάθηκαν ο ένας απέναντι στον άλλον και κοιτάχτηκαν χωρίς κουβέντα για ατέλειωτα λεπτά. «Κάπου εδώ ίσως θα έπρεπε να γείρεις προς το μέρος μου και να με φιλήσεις» του είπε χαμηλόφωνα η Ζωή και η καρδιά του κλώτσησε στο στέρνο του. άφησε κάτω τον σάκο του κι έφερε τα χέρια του στο πρόσωπό της. Το έκλεισε στις παλάμες του κι ακούμπησε απαλά τα χείλη του στα δικά της. Η ανάσα της μύριζε σοκολάτα. Τα χείλη της χώρισαν κι οι γλώσσες τους συναντήθηκαν για μία στιγμή μόνο, που ήταν αρκετή να τον κάνει να ριγήσει. Αποτραβήχτηκε από κοντά της και την παρακολούθησε ενώ περνούσε τη γλώσσα της πάνω από τα χείλη της σαν να ήθελε να μην σταματήσει να γεύεται το φιλί του.
«Ζωή!» ακούστηκε μία γυναικεία φωνή να την καλεί. Μία κοπέλα στην ηλικία της έτρεξε προς το μέρος της και την αγκάλιασε σφιχτά ενώ εκείνος σήκωνε τα πράγματά του. Η Ζωή τον κοίταξε πάνω από τον ώμο της φίλης της ικετευτικά, αλλά δεν μπορούσε να μείνει. Ήδη του ήταν δύσκολο. Προχώρησε αργά προς την έξοδο αλλά τα πόδια του ήταν βαριά. «Ποιος είναι αυτός;» άκουσε τη φίλη της να ρωτάει τη Ζωή.
«Κάποιος μοναδικά όμορφος» απάντησε εκείνη και ένα αχνό χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη του καθώς περνούσε την έξοδο του σταθμού. Έβαλε το χέρι του στην τσάντα του για να βρει το βιβλίο που του είχε ρίξει μέσα όταν νόμιζε πως δεν κοιτούσε. Στην πρώτη σελίδα είχε γράψει την ηλεκτρονική της διεύθυνση. Γέλασε γιατί αν κοιτούσε στη δική της τσάντα, θα έβρισκε το δικό του βιβλίο, με τη δική του ηλεκτρονική διεύθυνση που έβαλε εκεί κάποια στιγμή που δεν κοιτούσε. Δεν ήξερε τι επιφύλασσε το μέλλον για τους δυο τους αλλά η μοίρα τους είχε φέρει μαζί και πλέον, ήταν στο χέρι τους να παραμείνουν ο ένας στη ζωή του άλλου.

ΤΕΛΟΣ





2 σχόλια:


  1. Πολύ ελπιδοφόρο το τέλος!!! Μικρό κ περιεκτικό!!! 😀😀

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ωραια ιστορια Νεκταρια μου. Ελπιζω καποια στιγμη να θελησεις να την συνεχισεις!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή