Ο
πόνος από την κλωτσιά στο πρόσωπο δεν
συγκρινόταν με τίποτα με εκείνον που
ένιωσε όταν του είπαν πως έπρεπε για
μία ακόμη φορά να μαζέψει τα πράγματά
του, ώστε να μετακομίσει σε ένα νέο
μέρος. Πάλι από την αρχή... νέο σπίτι,
νέες φιλίες, νέο σχολείο. Είχε βαρεθεί.
Του είχε λείψει η σταθερότητα αλλά
τίποτα στη ζωή του δεν ήταν στο χέρι
του. Όλα κρίνονταν από τον πατέρα του
κι εκείνος έπρεπε να
βαράει προσοχή κάθε φορά, λες
και ήταν ένας από τους φαντάρους του.
Ήταν αποφασισμένος να μισήσει τη Σάμο
περισσότερο γιατί την αγαπούσε εκείνος.
Από εκεί ήταν ο παππούς του, από ένα
χωριό στο Μαραθόκαμπο και ο πατέρας του
πάντα μιλούσε με τα καλύτερα λόγια για
το νησί. Χρόνια προσπαθούσε να πάρει
μετάθεση εκεί και επιτέλους τα κατάφερε.
Δυστυχώς για εκείνον που έπρεπε να
αφήσει πίσω ανθρώπους και καταστάσεις
που είχε μάθει να αγαπάει. Όμως κάτι του
έλεγε πως τα πράγματα δεν θα ήταν τόσο
τραγικά. Όχι όσο υπήρχαν νεράιδες σαν
αυτή που του είχε σπάσει τη μύτη, στο
Πυθαγόρειο.
Σηκώθηκε
με το ζόρι από το έδαφος χωρίς να ξέρει
πού
να
πάει. Έφυγε κρυφά από το
σπίτι το προηγούμενο βράδυ γιατί δεν
άντεχε να ακούει τον πατέρα του να μιλάει
υποτιμητικά στη μητέρα του. Κυρίως δεν
άντεχε την δική της απάθεια. Δεχόταν
κάθε λέξη που έκοβε σαν μαχαίρι με τόση
στωικότητα λες και ήταν στην πραγματικότητα
κουφή και δεν άκουγε τι της έλεγε. Ζήτησε
την άδειά του για να σηκωθεί από το
τραπέζι, πήγε στο δωμάτιο του κι αφού
κλείδωσε την πόρτα, το έσκασε από το
παράθυρο γιατί είχε ανάγκη να πιει του
θανατά. Δεν υπολόγιζε πως θα τσακωνόταν
με τον μπάρμαν, ούτε υπολόγιζε να μείνει
έξω ως τόσο αργά... ή μάλλον, νωρίς το
πρωί. Και τώρα δεν είχε πού
να πάει, γιατί σπίτι δεν μπορούσε
να επιστρέψει. Ο Ταγματάρχης θα ετοιμαζόταν
για να πάει στο στρατόπεδο, σίγουρα θα
τον περίμενε για να του κάνει το καθημερινό
κήρυγμα αλλά αν καταλάβαινε πως είχε
βγει, θα του έκανε πολλά περισσότερα.
Το
σκέφτηκε για λίγο. Θα μπορούσε να
σκαρφαλώσει ξανά στο δωμάτιό του και
να προσποιηθεί πως κοιμόταν μέχρι να
φύγει εκείνος. Δεν θα μπορούσε να μείνει
ως αργά να τον περιμένει. Ήδη έσπαγε
τους κανόνες που πήγαινε τόσο αργά στο
στρατόπεδο. Τίναξε τη σκόνη από τα ρούχα
του και σήκωσε την μπλούζα του για να
καθαρίσει το πρόσωπό του από τα αίματα.
Ασυναίσθητα στράφηκε προς το μέρος που
είδε το κορίτσι να στρίβει. Θα μπορούσε
να πάει να τη βρει αντί να επιστρέψει
στη φυλακή του αλλά σκέφτηκε πως ήδη
είχε φάει κλωτσιά επειδή έπεσε πάνω
της. Δεν τολμούσε να φανταστεί τι θα του
έκανε αν καταλάβαινε πως την ακολουθούσε.
Γέλασε λιγάκι γιατί αυτό το μικροσκοπικό
πλάσμα έμοιαζε να έχει απίστευτη δυναμική
και ξεκίνησε για το νέο του σπίτι,
σέρνοντας το βήμα του.
Τρεις
φορές σταμάτησε ώσπου να φτάσει έξω από
το σπίτι με τον όμορφο κήπο που ήταν
κλεισμένος πίσω από έναν σιδερένιο
φράχτη. Τρεις φορές σκέφτηκε πως η ζωή
του είχε ήδη τελειώσει από τη στιγμή
που πήγαν στο νησί. Με ένα τελεσίγραφο
στο χέρι και μία απόφαση για το μέλλον
του, προχωρούσε προς την απόλυτη δυστυχία.
Αν δεν περνούσε και φέτος την τρίτη
λυκείου θα είχε να αντιμετωπίσει την
οργή του πατέρα του που τόσο καιρό, κατά
τα λεγόμενά του, έκανε τρομερή υπομονή.
Έτσι κι αλλιώς, είτε περνούσε ή όχι, είχε
αποφασιστεί από τον ίδιο πως, ήθελε δεν
ήθελε, μία καριέρα θα ακολουθούσε. Εκείνη
του στρατιωτικού. Ή θα το έκανε μέσο
της σχολής Ευελπίδων ή μέσω
του στρατιωτικού του. Αλλά
άλλο μέλλον δεν θα τον άφηνε να έχει.
Δεν θα χαλούσε την οικογενειακή παράδοση
πολλών ετών, επειδή δεν είχε σχέδια για
τη ζωή του.
Δεν
τολμούσε να του πει πως είχε σχέδια αλλά
ήταν διαφορετικά από τα δικά του. Τις
λιγοστές φορές που τόλμησε να μιλήσει
κατά τη διάρκεια του κηρύγματός του,
είχε καταλήξει με σχισμένα χείλη από
τις βίαιες αντιδράσεις του πατέρα του.
Έπειτα, ξεσπούσε τα νεύρα του πάνω στη
γυναίκα του. Αυτός ήταν και ο λόγος που
σταμάτησε να του εναντιώνεται και που
τον κοιτούσε με αδειανό βλέμμα μέχρι
να πει όσα ήθελε να πει. Μπορούσε να
αντέξει πολλά αλλά η καρδιά του
έσπαγε σε χιλιάδες κομμάτια όταν φερόταν
με βάναυσο τρόπο στη μητέρα του. Για
εκείνη έκανε υπομονή, το μόνο που δεν
ήξερε ήταν ως πότε, γιατί είχε αρχίσει
να στερεύει κι από αυτή. Έτριψε το
κουρασμένο πρόσωπό του κι έριξε μία
ματιά γύρω του. Προς ανακούφισή του,
είδε πως το αυτοκίνητο του πατέρα του
έλειπε. Κατάφερε να ανασάνει ελεύθερα,
ξανά. Η τύχη ήταν με το μέρος του κι είχε
φύγει νωρίτερα από το αναμενόμενο.
Έριξε
μία ματιά στη ματωμένη μπλούζα του ενώ
άνοιγε
την καγκελόπορτα για να
περάσει στην αυλή. Στεναχωρήθηκε γιατί
ήξερε πολύ καλά πώς
θα αντιδρούσε η μητέρα του αν
έβλεπε τα αίματα. Χωρίς να το σκεφτεί
για δεύτερη φορά την έβγαλε, την πέταξε
στον κοντινότερο κάδο και με αποφασιστικότητα
έσπρωξε την πόρτα του σπιτιού. Κανένας
θόρυβος δεν ακουγόταν μέσα και για μια
φευγαλέα στιγμή χάρηκε γιατί μπορεί να
απέφευγε να τον δει σε αυτά τα χάλια η
μάνα του. Όμως η τύχη τελικά δούλευε
εναντίων του κι αντί για εκείνη εμφανίστηκε
μπροστά του ο Ταγματάρχης, φορώντας τη
στολή του, με τα χέρια στις τσέπες κι
ένα ύφος που έλεγε πως δεν θα τη γλίτωνε
εύκολα. Ο φόβος τού έκανε επίθεση και
τα γόνατα του άρχισαν να τρέμουν. Παρόλ’
αυτά, κατάφερε να σταθεί ευθυτενής
μπροστά στον πατέρα του και να τον
κοιτάξει στα μάτια ενώ τον πλησίαζε
όπως το λιοντάρι το θήραμα του πριν του
κόψει το νήμα της ζωής και το κατασπαράξει.
«Πέρασες
καλά, Άγγελε;» Η ερώτηση του τον ξάφνιασε.
Η ψυχρότητα στον τόνο του όμως τον
προετοίμασε για τα χειρότερα. Δεν
απάντησε. «Σου έκανα μια ερώτηση»,
συνέχισε ο άντρας. Πάλι δεν μπόρεσε να
αρθρώσει λέξη. «Δεν σου ‘χω μάθει τρόπους
μου φαίνεται». Κόλλησε τα χείλη του στο
αυτί του και ο Άγγελος κράτησε την ανάσα
του σε μια προσπάθεια να μη βάλει τις
φωνές από τον φόβο. Δάγκωσε τα χείλια
του όταν ένιωσε το χέρι του πατέρα του
να σφίγγει τον καρπό του τόσο που του
έκοβε την κυκλοφορία του αίματος. «ΜΙΛΑ!»
φώναξε με μίσος και ο Άγγελος τινάχτηκε
ξαφνιασμένος.
«Μάλιστα
κύριε, πέρασα όμορφα», τόλμησε να
απαντήσει. Έτσι κι αλλιώς δε θα γλίτωνε
την τιμωρία που θα διάλεγε ο Ταγματάρχης.
Τουλάχιστον θα προσπαθούσε να σταθεί
στο ύψος του. Έκλεισε για μια στιγμή τα
μάτια του και η μορφή της γλυκιάς νεράιδας
ήρθε στο νου του. Ήταν τόσο μικροκαμωμένη
αλλά έμοιαζε με γίγαντα εξαιτίας του
τσαγανού της. Τα μαλλιά της είχαν ένα
απαλό καστανό χρώμα που του θύμισε
φουντούκι, ενώ τα μάτια της... δεν είχε
δει πιο όμορφο καστανό χρώμα, τόσο
φωτεινό. Η αθωότητα στο βλέμμα της, όμως,
ήταν εκείνο που είχε αποτυπωθεί στο
μυαλό του. Ήθελε να την ξαναδεί, να
κοιτάξει και πάλι μέσα σε αυτά τα όμορφα
και ζεστά μάτια.
«Σου
μιλάω», άκουσε τον πατέρα του να φωνάζει
υστερικά. «Έγινα κατανοητός;» ρώτησε
μα ο Άγγελος δεν είχε ακούσει κουβέντα
απ’ ότι του είχε πει.
«Μάλιστα»,
απάντησε με σιγουριά παρόλ’ αυτά. Δεν
ήξερε σε τι καταδίκη έβαζε την υπογραφή
του, αλλά τουλάχιστον έδειχνε να τον
είχε ευχαριστήσει λιγάκι.
«Πολύ
καλά, ξεκινάς απόψε στις πέντε τη
δουλειά στο μαγαζί. Είναι στην
παραλιακή, δίπλα στο βιβλιοπωλείο, θα
το δεις. Θα σε περιμένει ο Ηλίας και να
είσαι σίγουρος πως θα μου δίνει πλήρη
αναφορά για ότι κάνεις. Γι’ αυτό φρόντισε
να είσαι συγκεντρωμένος. Αν νομίζεις
πως επειδή έμεινες επίτηδες στην ίδια
τάξη για να μου σπάσεις τα νεύρα, θα
αλητεύεις όλο το καλοκαίρι, γελάστηκες.
Τώρα φύγε από μπροστά μου γιατί σιχαίνομαι
να σε βλέπω», έφτυσε με αηδία ο πατέρας
του κι απομακρύνθηκε από κοντά του.
«Τα
αισθήματα είναι αμοιβαία, πατέρα»,
ψιθύρισε εκείνος και με μεγάλες
δρασκελιές, μπήκε στο μπάνιο για να
βγάλει τη βρώμα από πάνω του.
Κοιμήθηκε
ως τις έντεκα και ξύπνησε με έναν τρομερό
πονοκέφαλο που του τρυπούσε το μυαλό.
Πήρε δύο ασπιρίνες και ορκίστηκε να μην
πιει τόσο πολύ, ποτέ ξανά. Γέλασε με τον
εαυτό του γιατί φυσικά ψευδόταν ασύστολα
κι έριξε μια ματιά στη μητέρα του που
μόλις έμπαινε στην κουζίνα. Κάποτε ήταν
μία πανέμορφη γυναίκα γεμάτη ζωντάνια
και λάμψη και της τα έκλεψε όλα εκείνος,
αφήνοντας τη να μοιάζει σαν ένα κινούμενο
πτώμα. Αναρωτήθηκε πώς
ήταν δυνατόν ένας άνθρωπος να
ρουφά τη ζωή κάποιου τόσο εύκολα όσο
ρουφούσε ο πατέρας του τις δικές τους
ζωές. Δεν είχε καρδιά, είχε πείσει τον
εαυτό του πως δεν ήξερε την έννοια της
αγάπης. Αυστηρότητα, ψυχρότητα και
προσβολές, αυτά είχε να θυμάται από
εκείνον. “Έτσι μεγάλωσε κι εκείνος,
έτσι ξέρει να ζει”, του είχε πει κάποτε
η μητέρα του, σχεδόν απολογητικά, μα δεν
του έφτανε αυτό.
Ζήλευε
τους όποιους φίλους έκανε κατά καιρούς,
που είχαν καλές σχέσεις με τους πατεράδες
τους. Ήθελε κι εκείνος τόσο πολύ να
μπορούσε να κάνει μια φυσιολογική
συζήτηση που να μην περιτριγυριζόταν
γύρω από τον στρατό και την καριέρα των
αντρών τις οικογένειας
που ξεκινούσε
γενιές
πριν από τη δική
του. Ο πατέρας του, ο θείος του, ο παππούς
του, ο προπάππους του και ένα σωρό
συγγενείς, χάριζαν την ψυχή τους στην
πατρίδα και όλοι περίμεναν κι από αυτόν
να κάνει το ίδιο. Μα όσο κι αν θαύμαζε
την αφοσίωση τους, εκείνος είχε άλλα
όνειρα. Δεν ήθελε να περάσει την υπόλοιπη
ζωή του φορώντας μια στολή και να κάνει
κάτι που ήξερε πως θα μισούσε, να δίνει
εντολές και να ζει μέσα σε μια φυλακή.
«Είσαι
έτοιμος;» ρώτησε η μητέρα του, τραβώντας
τον άτσαλα από τις σκέψεις του.
«Ναι,
φεύγω».
«Θα
έρθεις το μεσημέρι για φαγητό;»
«Καλύτερα
να φάω έξω, μου κόβεται η όρεξη εδώ μέσα»,
σάρκασε μα το μετάνιωσε όταν είδε τα
μάτια της να βουρκώνουν.
«Στο
καλό και να προσέχεις». Έμοιαζε να ήθελε
να πει κάτι ακόμα μα οι λέξεις δεν βγήκαν
ποτέ από το στόμα της. Ο Άγγελος την
παρατήρησε να σπαρταράει σχεδόν στην
προσπάθεια της να μην κλάψει και άφησε
μια ανάσα να βγει αργά από τα πνευμόνια
του.
«Έλα
ρε μάνα, μη κάνεις έτσι», τη μάλωσε με
γλυκό τόνο. Τύλιξε τα χέρια του γύρω της
και την κράτησε για λίγο κοντά του. «Μη
κλαις για κάτι που διάλεξες».
«Ήταν
λάθος επιλογή».
«Μπορεί,
αλλά στο έχω ξαναπεί, ποτέ δεν είναι
αργά για να πάρεις άλλη απόφαση. Και
ξέρεις πολύ καλά πως θα μείνω μαζί σου.
Στο πλάι σου θα σταθώ αν θελήσεις να
φύγεις, όπως στέκομαι τώρα, που μένεις».
Σκούπισε
τα δάκρυα της και σκλήρυνε λίγο το ύφος
του γιατί πάλευε με αυτό το απαίσιο
συναίσθημα μίσους προς το πρόσωπο της,
που μερικές φορές σκαρφάλωνε άθελα του
στην καρδιά του. Εξαιτίας της ήταν
θλιμμένος, γιατί δεν δραπέτευε μαζί του
και γιατί φοβόταν να την αφήσει πίσω.
Μα τη λάτρευε, την αγαπούσε περισσότερο
από την ίδια του τη ζωή και δεν υπήρχε
περίπτωση ποτέ να την εγκαταλείψει.
Φοβόταν πού
μπορεί να κατέληγε εξαιτίας
του μίσους στην καρδιά του Ταγματάρχη.
Έτρεμε μην την έβρισκε τσακισμένη κάποια
μέρα.
«Φεύγω»,
είπε ξανά, αυτή τη φορά πιο γλυκά και με
ταχύ βήμα βγήκε στην αυλή. Είχε καιρό
μπροστά του για να πάει στη νέα του
δουλειά. Δεν ήξερε προς τα πού
κατευθυνόταν καν, έτσι όπως
περπατούσε με σκυφτό το κεφάλι και το
τσιγάρο στο στόμα. Όμως ξάφνου ένα
γνώριμο άρωμα τρύπωσε στα ρουθούνια
του που τον έκανε να σταματήσει. Έψαξε
με το βλέμμα του σαν τρελός όταν επιτέλους
την είδε να περπατάει με χάρη προς το
σχολείο πιο κάτω. Έκανε να τρέξει πίσω
της αλλά τελευταία στιγμή αποφάσισε
απλά να την παρακολουθήσει από απόσταση.
Ήθελε πολύ να μάθει ποια ήταν. Το όνομά
της... έπρεπε να ξέρει πώς
τη λένε τη μικρή μάγισσα που
τον έκανε να χάσει το βήμα του.
Ένιωσε
κάποιον να περνάει από δίπλα του.
Κατευθυνόταν κι εκείνος προς το λύκειο.
Δεν δίστασε στιγμή. Άρπαξε το χέρι του
για να τον σταματήσει και ο νεαρός που
έμοιαζε με τρομοκρατημένο γατί, τον
αντίκρισε έτοιμος να βάλει τα κλάματα.
Του χαμογέλασε καθησυχαστικά κι άφησε
το χέρι του γνωρίζοντας πολύ καλά πως
η πράξη του ήταν κάπως εχθρική, παρότι
οι βλέψεις του δεν ήταν.
«Συγγνώμη,
φίλε. Δεν ήθελα να σε τρομάξω. Ξέρεις
ποια είναι αυτή εκεί, η κοπέλα με τη
φόρμα;» ρώτησε χαμηλόφωνα γνέφοντας
προς το κορίτσι. Ο νεαρός έριξε μια ματιά
προς το μέρος της και ανασήκωσε τους
ώμους αδιάφορα.
«Η
Εύα η Καραμολέγκου;»
«Αυτή»,
χαμογέλασε λες και είχε μάθει το
μεγαλύτερο μυστικό. «Εύα Καραμολέγκου...
ευχαριστώ», συνέχισε χωρίς να πάρει τα
μάτια του από πάνω της. Ώστε αυτό το
μικροσκοπικό πλάσμα είχε ένα τόσο όμορφο
όνομα... Εύα... «Θέλω πολύ να σε γνωρίσω
Εύα», μουρμούρισε
αφηρημένα ενώ άναβε
ένα ακόμα τσιγάρο. Είχε βρει έναν λόγο
να του αρέσει το νησί και θα φρόντιζε
να τον εκμεταλλευτεί όσο περισσότερο
μπορούσε. Η Εύα μόλις του είχε δώσει ένα
νέο σκοπό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου