Σάββατο 14 Μαρτίου 2020

~16~ Κεφάλαια 13-14-15


13.


«2/6/2000
Ευάκι μου…
Έχουν περάσει τρεις ώρες από τη στιγμή που έφτασα στη Αθήνα και μου φαίνεται ήδη μια αιωνιότητα. Έχει καρφωθεί στο μυαλό μου η εικόνα σου να απομακρύνεσαι από κοντά μου στο αεροδρόμιο κι εγώ εκεί, να μην μπορώ να σε σταματήσω. Δεν έχω πονέσει ποτέ τόσο πολύ στη ζωή μου, ούτε καν όταν εκείνος σήκωσε χέρι πάνω μου. Σκέφτομαι πως ίσως έκανα βλακεία που έφυγα. Όμως είμαι δειλός- φοβάμαι, όχι μόνο για μένα και τη μητέρα μου αλλά και για σένα γιατί ο πατέρας μου αγαπά την εκδίκηση, κι αν έμενα και του πήγαινα κόντρα, θα ξεσπούσε σε όλους εκείνους που αγαπώ. Και σ’ αγαπώ Ευάκι μου, όσο δε φαντάζεσαι. Γιατί από τη στιγμή που σε γνώρισα, απέκτησε ένα νόημα η ύπαρξη μου. Και τώρα θα κάνω τόσους μήνες να σε δω και να σε αγγίξω και τρελαίνομαι. Μη με ξεχάσεις, μη με διαγράψεις επειδή θα είμαστε μακριά. Θα κάνουμε τα όνειρά μας πραγματικότητα, θα το δεις, το θέλω τόσο πολύ που θα παλέψω με όλο μου το είναι για να το πετύχω. Μόνο μη με ξεχάσεις, Ευάκι μου…»


«25/6/2000
Ευάκι μου,
Είκοσι μέρες μακριά σου. Δεν είμαι καλά… δεν ξέρεις πόσες φορές κατέβηκα στο λιμάνι, έτοιμος να μπω στο καράβι και να έρθω κοντά σου. Με μισώ που δε το έκανα. Φοβήθηκα. Το ξέρω πως αυτή τη στιγμή που διαβάζεις αυτές τις γραμμές στριφογυρίζεις τα μάτια σου γιατί σκέφτεσαι αυτό που μου είπες πριν φύγω: δεν είναι φόβος, είναι μηχανισμός επιβίωσης. Δε τα ξεχνώ αυτά τα λόγια σου όμως μισώ να επιβιώνω χωρίς εσένα. Μου δίνεις κουράγιο. Τα γράμματά σου είναι ηλιαχτίδα φωτός στη ζωή μου, μόνο αυτά βάζουν χαμόγελο στα χείλη μου. Όταν πηγαίνω στο ταχυδρομείο η καρδιά μου χτυπά σαν τρελή κι όταν ανοίγω τη θυρίδα και βλέπω τα γράμματα σου, ξαναζώ… ίσως θα έπρεπε να πάρουμε από αυτά τα κινητά με τα οποία κυκλοφορούν όλοι, να σε βρίσκω όποτε γουστάρω και ν’ ακούω τη φωνή σου ανά πάσα ώρα και στιγμή. Σ’ έχω πάρει τόσες φορές στο σταθερό μα δε σε πετυχαίνω ποτέ. Μου χει λείψει το γέλιο σου. Ο Γεράσιμος, ο δικηγόρος της μητέρας μου, με συμβούλεψε ακόμα να μην πω σε κανέναν που βρισκόμαστε. Μόλις τακτοποιήσει τα πάντα και θα είμαστε ασφαλείς από τον Ταγματάρχη, θα σου στείλω τη διεύθυνσή μου.
Σ’ αγαπώ Ευάκι μου...»

«27/8/2000
Ευάκι μου,
Έχω νέα. Παρουσιάζομαι στις 13 Σεπτέμβρη αλλά δεν είναι αυτό που θέλω να σου πω. Αποφάσισα τι θέλω να κάνω με τη ζωή μου, βρήκα τι θα σπουδάσω, επιτέλους. Ο γιος του δικηγόρου της μητέρας μου είναι γραφίστας και μου έδειξε λιγάκι τη δουλειά. Μου αρέσει πολύ και σκέφτομαι όταν τελειώσω με το στρατιωτικό, να γραφτώ σε κάποιο δημόσιο ΙΕΚ για να μάθω την τέχνη. Θα με βοηθήσει κι εκείνος. Θέλω να σε κάνω περήφανη για μένα. Θα κάνω ό, τι περνάει από το χέρι μου για να έχουμε ένα όμορφο μέλλον… Μου λείπεις τόσο πολύ!»



«22/9/2000
Ευάκι μου,
Νόμιζα πως είχα γλιτώσει από το μίσος του Ταγματάρχη, όμως με βρήκε κι εδώ. Δεν μπορείς να φανταστείς που μ’ έστειλαν αφότου παρουσιάστηκα στη Θήβα. Στον Έβρο… Τέρμα Θεού, Εύα, μακριά από τον πολιτισμό. Φυλάω τα σύνορα, τόσο μακριά μ’ έστειλε το πείσμα του. Δεν με αφήνουν να βγω, δεν με αφήνουν στην ηρεμία μου ενώ τα Γερμανικά δίνουν και παίρνουν εξαιτίας των εντολών του. Μόνο ο λοχαγός μου φαίνεται να με συμπαθεί αρκετά και με έχει γλιτώσει ήδη από τη φυλακή, δύο φορές. Όμως δεν είναι τόσο τραγικά τα πράγματα. Ξέρω πως ακούγεται, θα μου πεις: περνάς απαίσια, πως δεν είναι τραγικά; Δεν είναι γιατί σκέφτομαι πως ο καιρός περνάει γρήγορα και θα σ’ έχω στην αγκαλιά μου ξανά, πριν το καταλάβουμε.
Έκανα και έναν νέο φίλο, λίγο απρόσμενο αλλά δε βαριέσαι, τον Τούρκο φρουρό στα σύνορα. Είναι αστείο το τι μίσος καλλιεργείται άνευ λόγου γιατί πραγματικά στο πρόσωπό του βρήκα έναν φίλο. Εκείνος μου μιλάει για τη Νεσλί του που ελπίζει να παντρευτεί μόλις του επιτραπεί να γυρίσει σπίτι κι εγώ για σένα που δε μπορώ να σε βγάλω από το μυαλό μου. Του έδειξα τη φωτογραφία που μου έστειλες κι εκείνος μου έδειξε τη Νεσλί του. Μας κάλεσε στο Κουσάντασι, θα μας φιλοξενήσει αν θελήσουμε να πάμε διακοπές κάποια στιγμή.
Θέλω να μου πεις τα πάντα για σένα. Πώς πέρασες χωρίς εμένα στη Σάμο, πώς είναι οι γονείς σου, αν είσαι ευτυχισμένη έστω και μακριά μου. Θα έχεις μετακομίσει στην Αθήνα ήδη, αναρωτιέμαι αν σου αρέσει η σχολή σου. Ρωτάω τη μάνα μου συνέχεια και την έχω εκνευρίσει, όμως εδώ και μήνες δεν έχω λάβει τίποτα από σένα. Ελπίζω να είσαι καλά, πού μένεις, αν σου αρέσει η σχολή σου, αν έχεις βρει όμορφο διαμέρισμα, πού μπορώ να σε βρω, αν έχεις τηλέφωνο για να μπορέσω να σε καλέσω να ακούσω τη φωνή σου…. Ανησυχώ. Είσαι καλά; Μη μου πάθεις τίποτα Ευάκι μου… θα τρελαθώ αν πάθεις κάτι».

«2/1/2001
Ευάκι μου,
Καλή μας χρονιά. Τρέμω από το κρύο αλλά έπρεπε να σου γράψω κι ας φοβάμαι πως θα φάω φυλακή αν με πετύχουν στη σκοπιά να μιλάω στο χαρτί με σένα αντί να φυλάω τα σύνορα. Εντάξει, έχει το νου του ο Μπεϊράμ να με προειδοποιήσει αν κάνουν ντου οι Τούρκοι. Μην αγριοκοιτάς το χαρτί… κάνεις αυτή τη ρυτίδα έκφρασης ανάμεσα στα μάτια σου… ξέρεις, αυτή που πάντα με τρέλαινε και σ’ εκνεύριζα επίτηδες για να τη δω. Πόσο μου λείπεις. Μου λείπει να περνάω τα δάχτυλα μου μέσα από τα μαλλιά σου. Μου λείπει η ανάσα σου που μύριζε σοκολάτα και εσύ ολόκληρη, Ευάκι μου… Μου λείπεις και χωρίς εσένα νιώθω άψυχος. Τίποτα δεν έχει νόημα και τίποτα δεν είναι όμορφο: ούτε καν τα πυροτεχνήματα που έπεσαν όταν άλλαξε η χρονιά. Γιατί δεν ήσουν μαζί μου και δεν ευχαριστιέμαι τίποτα χωρίς εσένα.
Πού έχεις χαθεί ψυχή μου; Γιατί σταμάτησες να μου γράφεις; Η μητέρα μου προσπαθεί να έρθει σε επαφή με τους δικούς σου αλλά δεν τα καταφέρνει. Το τηλέφωνό σας δεν λειτουργεί κι έχουμε τρελαθεί και οι δύο. Σκέφτεται μέχρι και να κατέβει στο νησί, αν και της το απαγόρεψα γιατί φοβάμαι μην πέσει πάνω στον Ταγματάρχη. Φοβάμαι για σένα. Πού εξαφανιστήκατε όλοι; Πρέπει να σε βρω κοριτσάκι μου, σε λίγο καιρό απολύομαι και δεν ξέρω πού να σε βρω.
Ανησυχώ. Με ξέχασες; Πες μου πως δεν με ξέχασες Ευάκι μου…»
«1/4/2001
Εύα μου, κάτι δε πάει καλά… πού έχεις χαθεί ματάκια μου; Τι έχει συμβεί; Πού έχεις εξαφανιστεί; Έβαλα τη μάνα μου να πάρει τηλέφωνο μια γνωστή της στο νησί και είπε πως δεν σ’ έχει δει καθόλου από τότε που ανέβηκες στην Αθήνα για σπουδές και πως δεν βλέπει και τους γονείς σου τον τελευταίο καιρό. Πού είσαι; Σε παρακαλώ… μια κουβέντα σου μόνο θέλω… να μάθω πως είσαι καλά και μετά θα σε αφήσω στην ησυχία σου αν αυτό θες πραγματικά. Μόνο πες μου πως είσαι καλά!»

«20/6/2001
Απολύθηκα… δε ξέρω γιατί στο λέω αφού προφανώς δεν σε νοιάζει… μου λείπεις, γαμώτο. Από την ώρα που η απουσία σου άρχισε να γίνεται αισθητή, έχει παγώσει η καρδιά μου. Γιατί ρε Ευάκι; Γιατί δεν έκανες λίγη υπομονή;»

14.

Μάης 2003

Ο ήχος του ρολογιού που χτυπούσε ασταμάτητα τον τράβηξε από το λήθαργο που είχε πέσει. Δεν μπόρεσε να μετακινηθεί για να τερματίσει το εκνευριστικό τραγούδι του. Δεν είχε το κουράγιο. Κάθε χρόνο τέτοια μέρα κάτι μέσα του έσπαγε όλο και περισσότερο ενώ το μυαλό του αρνιόταν να συνεργαστεί με το σώμα του. Την είχε δει πάλι στον ύπνο του. Πού και πού εισέβαλλε εκεί με το έτσι θέλω για να του υπενθυμίσει πως όσα χρόνια κι αν περνούσαν, δεν θα έπαυε ποτέ να την αγαπά και να τη σκέφτεται. Εκείνη, που χάθηκε τόσο ξαφνικά χωρίς ένα σημάδι ζωής, του είχε γίνει τόσο απαραίτητη που τρία χρόνια μετά, ακόμα την έψαχνε. Κι ας είχε ορκιστεί να την ξεχάσει. Ακόμα κι αν είχε κάνει βήματα προς μία νέα μορφή ευτυχίας που δεν την περιλάμβανε.
Ένιωσε την κοπέλα δίπλα του να κινείται και να βγαίνει από τον ύπνο της. Το κεφάλι της που το στεφάνωνε ένα κόκκινο πέπλο από μπούκλες, έκανε την εμφάνισή του. Με μισόκλειστα μάτια σκαρφάλωσε πάνω του για να φτάσει το ξυπνητήρι, βρίζοντας μέσα από τα δόντια της. Η Νάντια ήταν διαφορετική, μία κινούμενη πυρκαγιά που μπήκε με το έτσι θέλω στη ζωή του. Γνωρίστηκαν στη σχολή όπου πήγε να σπουδάσει γραφιστική. Δεν περνούσε απαρατήρητη από κανέναν και φυσικά την πρόσεξε κι εκείνος, παρότι στο μυαλό του είχε ακόμα την Εύα. Κι εκείνη όμως έδειξε άμεσο ενδιαφέρον για το μελαγχολικό αγόρι με τα γκριζογάλανα μάτια που δεν μιλούσε σε κανέναν και κρατούσε αποστάσεις από τους πάντες. Τον πλησίασε με θράσος για να του συστηθεί κι εκείνος σκέφτηκε πως δεν είχε να χάσει τίποτα. Κάτι να πάρει τη σκέψη του μακριά από εκείνη, ήθελε. Η Νάντια, που έψαχνε έναν τρόπο να περνάει καλά χωρίς δεσμεύσεις, ήταν η καλύτερη λύση.
Δεν άργησαν να δοθούν ο ένας στον άλλον με πάθος, χωρίς να μοιράζονται τίποτα ουσιώδες για τις ζωές τους. Μόνο το κρεβάτι τους μοιράζονταν και μια αγκαλιά μετά το έντονο σεξ. Όμως, όσο περνούσε ο καιρός, η κοκκινομάλλα άρχισε να γίνεται μέρος της ζωής του και συνειδητοποιούσε συχνά πως τις μέρες που δεν την έβλεπε, του έλειπε. Δεν ήταν τυχαίο το γεγονός πως ένα χρόνο πριν αποφάσισαν να δεσμευτούν, παρότι και πάλι κράτησαν και οι δυο μυστικό το παρελθόν τους, ούτε πως κατέληξαν να συζούν. Τον έκανε να ξεχνάει. Μαζί της μπορούσε να κάνει ένα νέο ξεκίνημα αφήνοντας όσα είχε περάσει πίσω του. Γι’ αυτό την αγάπησε...
«Ρε μωρό μου, δεν το ακούς το ρημάδι;» παραπονέθηκε που αναγκάστηκε να χάσει το βολή της εξαιτίας του. Τον κοίταξε εξεταστικά και σύντομα ο ελάχιστος θυμός που είχε νιώσει, εξαφανίστηκε. «Δεν κοιμήθηκες πάλι;»
«Δεν μπόρεσα», ψιθύρισε. Με τον ύπνο είχε σοβαρό πρόβλημα παρότι δεν είχε λόγο. Κατάλοιπα από τη ζωή του με τον Ταγματάρχη, σκεφτόταν, κάθε φορά που δεν τολμούσε να κλείσει μάτι. Ήταν βραδιές που τον έζωνε ο φόβος άνευ λόγου. Ήταν μακριά του. Δεν είχε την παραμικρή σχέση μαζί του. Δεν ήξερε αν ζούσε ή αν είχε πεθάνει κι όμως, ο φόβος ήταν εκεί. Περισσότερο φοβόταν τον εαυτό του, όμως, ειδικά εκείνες τις μέρες που δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα νεύρα του. Τα ξεσπάσματά του ήταν έντονα και τον ανάγκαζαν να φεύγει από το σπίτι για να ηρεμήσει. Μετατρεπόταν σ’ εκείνον άθελα του και κατέληγε να μισεί τον εαυτό του, περισσότερο απ’ ότι μισούσε εκείνον.
«Μήπως να πας σ’ έναν γιατρό;» ρώτησε ανήσυχη η Νάντια. «Δεν γίνεται να μένεις ξάγρυπνος για μέρες».
«Φταίει το άγχος, ματάκια μου», προσπάθησε να την καθησυχάσει. «Φταίει που ακόμα προσπαθώ να στήσω τη δουλειά, δεν είναι τίποτα».
«Μπορώ να βοηθήσω κάπως;»
Το πονηρό της χαμόγελο έλεγε πολλά. Το χέρι της μετακινήθηκε χαμηλά στην κοιλιά του και πέρασε μέσα από το παντελόνι φόρμας που φορούσε. Τα χείλη της βρήκαν τα δικά του σ’ ένα τολμηρό φιλί που για λίγο έκανε το αίμα στις φλέβες να πάρει φωτιά. Όμως καθώς κρατούσε τα βλέφαρά του σφαλισμένα, η μορφή της Εύας έκανε την εμφάνισή της, όπως τη θυμόταν την τελευταία φορά που την είδε σ’ εκείνο το αεροδρόμιο. Ένιωσε τα μάτια του να καίνε από το παράπονο. Γιατί έπρεπε να τη θυμάται με τόση λεπτομέρεια; Τραβήχτηκε μακριά από τη Νάντια που δεν έκρυψε την απογοήτευσή της και κάθισε στην άκρη του κρεβατιού. Έκρυψε το πρόσωπό του στις παλάμες προσπαθώντας να διώξει από το μυαλό του οτιδήποτε είχε να κάνει μ’ εκείνη.
«Άγγελε;»
Ένιωσε το χέρι της Νάντιας πάνω στον ώμο του. Μισούσε τον εαυτό του που την ανησυχούσε χωρίς λόγο.
«Έχω πονοκέφαλο, αγάπη μου, με συγχωρείς», μονολόγησε.
«Τον τελευταίο καιρό μου έχει καρφωθεί η ιδέα στο μυαλό πως δε με θες», τόλμησε να πει εκείνη. Την αντίκρισε αμέσως απολογητικά και την τράβηξε κοντά του. Είχε τα ωραιότερα πράσινα μάτια που είχε δει ποτέ του. Έρχονταν σε πλήρη αντίθεση με το φλογερό χρώμα των μαλλιών της. Τα χαρακτηριστικά της ήταν σκληρά αλλά το χαμόγελό της είχε μια σπιρτάδα που την έκανε ακαταμάχητη. Την είχε ερωτευτεί. Μπορεί να μην ήταν η Εύα, αλλά την αγαπούσε με διαφορετικό τρόπο.
«Σε θέλω και σε αγαπώ, Νάντια, απλά δεν είμαι καλά», αναστέναξε εκείνος, θλιμμένα. «Λίγη υπομονή σου ζητάω, τίποτα άλλο».
«Εντάξει, λίγη ακόμα», τον προειδοποίησε καθώς κατέβαινε από το κρεβάτι. «Θα πας στη δουλειά;» τον ρώτησε.
«Ναι, αναρωτιόμουν αν θα έρθεις κάποια στιγμή από εκεί να δεις τον χώρο».
Ήταν πριν δύο μήνες όταν πήρε δάνειο για να ξεκινήσει το δικό του γραφείο γραφιστικής. Ήταν καλός στη δουλειά του και είχε καταφέρει να βρει τρεις σημαντικούς πελάτες, όσο ήταν ακόμα στη σχολή. Όμως ήθελε να επεκταθεί και να χτίσει από την αρχή μια μικρή επιχείρηση που θα έφερνε σύντομα κέρδος. Προσπάθησε να πείσει τη Νάντια να συνεργαστούν, μιας κι εκείνη έφτιαχνε ιστοσελίδες, όμως κάθε φορά αρνιόταν κατηγορηματικά.
«Πρέπει να πάω για δουλειά, κάποιος πρέπει να φέρνει πραγματικό μισθό εδώ μέσα», φώναξε από το μπάνιο και ο Άγγελος άφησε μια κοφτή βρισιά. Έτσι έκανε πάντα. Υποβάθμιζε την προσπάθειά του. Αν και το έκανε για να τον τσιγκλήσει, χωρίς να πιστεύει απόλυτα αυτά που έλεγε, εκείνος ενοχλούταν. Πληγωνόταν κι ας μην το έδειχνε ποτέ του.
«Ως πότε θα δουλεύεις στην καφετέρια, ρε Νάντια;»
«Ώσπου να φέρεις έναν ολόκληρο μισθό στο σπίτι», επέμεινε εκείνη. Έβγαλε το κεφάλι μέσα από το μπάνιο για να τον κοιτάξει με ένα τρυφερό χαμόγελο που για μία στιγμή, τον έκανε να την συγχωρέσει για το υποτιμητικό της σχόλιο. «Θα το καταφέρεις κι αυτό, σύντομα, είμαι σίγουρη», συμπλήρωσε. Χαμογέλασε γιατί είχε τον τρόπο της να τον φέρνει στο αμήν αλλά και να τον ηρεμεί, αμέσως.
«Εντάξει... αλλά πρέπει να σκεφτείς σοβαρά να έρθεις να δουλέψεις μαζί μου, σύντομα», επέμεινε με τη σειρά του. «Ήδη έχω κλείσει δύο ακόμα πελάτες. Σε λίγες μέρες έχω και συνέντευξη με εκδοτικούς για να αναλάβω το δημιουργικό τμήμα, θα δεις πως η δουλειά θα πάρει άμεσα τα πάνω της».
«Μόλις το κάνει, θα τα παρατήσω όλα για να δουλέψω μαζί σου», φώναξε μέσα από το ντους. Δεν θα έβγαζε πουθενά η κουβέντα τους. Αναστέναξε κι άρχισε να ντύνεται γρήγορα για να φύγει όσο το συντομότερο γινόταν.
Η Νάντια δεν είχε ποτέ της πρόγραμμα. Σηκωνόταν από το κρεβάτι, ντυνόταν στα γρήγορα κι έφευγε για δουλειά χωρίς να πιει καφέ ή να πάρει πρωινό. Εκείνος είχε υποσχεθεί στον εαυτό του να προσέχει όσο περισσότερο γινόταν. Ήταν μερικές συνήθειες που του είχαν μείνει από τη Σάμο, από τον καιρό που είχε περάσει με την Εύα. Να τη πάλι... πάλι έκανε την εμφάνισή της στις σκέψεις του, από το πουθενά. Αναρωτήθηκε αν ήταν καλά, αν ήταν ευτυχισμένη. Του έλειπε. Ήταν τρομερό το πόσο του έλειπε ειδικά εκείνες τις μέρες που δεν μπορούσε να συμμαζέψει τα κομμάτια του. Έφτιαξε τον πρώτο καφέ της μέρας κι έριξε λίγα δημητριακά με γάλα στο μπολ του τα οποία έφαγε λαίμαργα. Πήρε τον καφέ και βγήκε στο μικρό μπαλκόνι για να τον απολαύσει. Το μόνο που δεν κατάφερε τελικά να κόψει, ήταν το τσιγάρο. Εξαιτίας της το άρχισε πάλι. Ήταν ακόμα στο στρατό με το άγχος να χτυπάει κόκκινο κι εκείνη εξαφανισμένη, όταν το έβαλε και πάλι στο στόμα. Αν τον έβλεπε θα του χάριζε ένα από εκείνα τα δασκαλίστικα βλέμματά της, αφού δεν θα συμφωνούσε καθόλου με την ιδέα. Όμως προτίμησε να τον αφήσει προ πολλού κι εκείνος δεν θα έκανε πια τίποτα για να την ευχαριστήσει. Οι μέρες εκείνες είχαν περάσει ανεπιστρεπτί.
Με τη σκέψη της βγήκε στο δρόμο κι ανέβηκε στη μηχανή του. Η μητέρα του έφερε αντιρρήσεις όταν της είπε πως την αγόρασε με κάτι χρήματα που κέρδισε από τη δουλειά που έκανε ταυτόχρονα με τη σχολή , αλλά εκείνος αγαπούσε το κορίτσι του, όπως την αποκαλούσε. Πάνω της ένιωθε ελεύθερος. Την έβγαλε στο δρόμο κι οδήγησε ως το μικρό χώρο που είχε βρει για να στήσει το γραφείο του. Ήταν σ’ έναν όμορφο πεζόδρομο, δίπλα από ένα βιβλιοπωλείο που λειτουργούσε ο Πάνος, ένας ωραίος τύπος στην ηλικία του με τον οποίο είχαν γίνει μ’ ευκολία φίλοι, από την πρώτη στιγμή που γνωρίστηκαν. Θυμήθηκε πως σε λίγες μέρες είχε γενέθλια η μητέρα του, γι’ αυτό πήγε εκεί πρώτα, για να της πάρει ένα βιβλίο από εκείνα στα οποία της άρεσε να χάνεται μέσα.
Έσπρωξε τη γυάλινη πόρτα του μαγαζιού για να περάσει εντός και το κουδουνάκι τραγούδησε ευτυχισμένα, προειδοποιώντας τον φίλο του για την άφιξή του. Ο Πάνος πρόβαλλε, μαζί με μία νεαρή κοπέλα, μετά από λίγες στιγμές. Του έριξε μία ματιά ανακούφισης όταν τον είδε κι αποχαιρέτησε το κορίτσι που χαχάνισε καθώς περνούσε από το πλευρό του.
«Τι έχουμε εδώ, πρωινιάτικα;» τον πείραξε αλλά ο Πάνος δεν φαινόταν να έχει όρεξη για αστεία.
«Προσπαθώ να βρω υπάλληλο της προκοπής, που να ξέρει από λογοτεχνία και να μη μασάει τσίχλα σαν σαχλοκούδουνο». Ο Άγγελος γέλασε με την αγανάκτηση του φίλου του. «Το πιθανότερο είναι να βρω πρώτα γκόμενα και μετά υπάλληλο», συμπλήρωσε δείχνοντάς του το χαρτάκι με τον αριθμό του τηλεφώνου της κοπέλας. Δεν του έκανε εντύπωση που τον κυνηγούσαν όσες έμπαιναν στο βιβλιοπωλείο. Μπορεί ο Πάνος να μην ήταν ο τυπικός ψηλός και γεροδεμένος άντρας που έκανε τις γυναίκες να λιποθυμούν στη θέα του, αλλά είχε έναν χαρακτήρα που τον έκανε να ξεχωρίζει. Σε κέρδιζε με το καλημέρα και το παράξενο χιούμορ του. Ο Άγγελος συνήθιζε να μην καταλαβαίνει αν μιλάει σοβαρά ή όχι, αλλά αυτό ήταν που του άρεσε στον φίλο του.
«Τουλάχιστον έχεις τα τυχερά σου», σχολίασε χαμογελαστά κι έριξε μια ματιά στο βιβλιοπωλείο όπου επικρατούσε χάος.
«Πρέπει να βρω υπάλληλο, άμεσα. Δεν λέω, να ‘ναι καλά ο πατέρας μου που μου έδωσε στρωμένη δουλειά αλλά μαζί με αυτή, μου έδωσε κι έναν χαμό. Απορώ πώς έμεινε ανοιχτός τριάντα χρόνια όταν δεν μπορείς να βρεις τίποτα εδώ μέσα».
«Γι’ αυτό στο έδωσε, γιατί ξέρει πως θα το κάνεις κουκλί το μέρος», απάντησε με σιγουριά ο Άγγελος.
Η εξεταστική ματιά του Πάνου στάθηκε πάνω του για λίγο. Κατάλαβε πως κάτι δεν πήγαινε καλά, αμέσως. Του φαινόταν παράξενο πως γνωρίζονταν δύο μήνες και παρόλ’αυτά, ήξερε αμέσως τι περνούσε από το μυαλό του. Στη Νάντια είχε πάρει καιρό για να τον καταλάβει.
«Είχες άσχημη νύχτα πάλι;» θέλησε να μάθει. «Μη μου πεις... το κορίτσι από τη Σάμο, πάλι;»
Δεν του είχε δώσει λεπτομέρειες για τη ζωή του στο νησί. Μόνο για εκείνη του είχε μιλήσει, χωρίς καν να τολμήσει να προφέρει το όνομά της. Αλλά έπρεπε να πει σε κάποιον τη ζημιά που του είχε κάνει η εξαφάνισή της και ο Πάνος ήθελε να ακούσει.
«Δεν αντέχω άλλο. Τι πρέπει να κάνω για να τη βγάλω από το μυαλό μου πια; Τρία χρόνια έχω να τη δω, θα έπρεπε να την είχα ξεπεράσει».
«Καλή τύχη με αυτό, φίλε. Ποτέ δεν ξεπερνάς τον άνθρωπο που σ’ έβγαλε από τη σκοτεινιά. Ξέρω τι σου λέω».
Ήθελε να διαμαρτυρηθεί εντόνως για το γεγονός πως η Εύα μπορεί να του φώτισε τη ζωή αλλά παραλίγο να τον στείλει στα τάρταρα, όταν το καμπανάκι στην πόρτα ακούστηκε για μία ακόμη φορά. Ο Πάνος ξεφύσησε κι έριξε μια ματιά στο ρολόι του ενώ ο Άγγελος έτριβε το πρόσωπό του, κουρασμένος από την αγρύπνια.
«Το επόμενο ραντεβού μου για συνέντευξη. Κάνε την προσευχή σου να είναι ένα φυσιολογικό άτομο με, έστω, λιγοστές γνώσεις μήπως και πάρω μια ανάσα κι εγώ».
«Στέλνω όλη τη θετική μου ενέργεια», είπε γλυκά ο Άγγελος και ο Πάνος μούτρωσε αμέσως.
«Τώρα σωθήκαμε», μουρμούρισε κι έφυγε τρέχοντας.
Έμεινε στο πίσω μέρος του βιβλιοπωλείο μόνος, να κοιτάζει τα βιβλία στα ράφια μήπως έβρισκε κάτι ενδιαφέρον για τη μητέρα του, όταν ξάφνου πάγωσε. Ένα γέλιο σαν γάργαρο νερό έφτασε στα αυτιά του και ξάφνου βρέθηκε να γυρνάει πίσω στο χρόνο και να βρίσκεται πάλι στην αγκαλιά της, να της λέει αστεία κι εκείνη να ρίχνει το κεφάλι πίσω και να γελάει με την ψυχή της. Νόμιζε πως καρδιά του έχασε μερικούς χτύπους.
«Δεν μπορεί», ψιθύρισε καθώς προχωρούσε ανάμεσα σε βιβλιοθήκες που ξεχείλιζαν από βιβλία, λες και τον τραβούσε μαγνήτης προς το μπροστινό μέρος του μαγαζιού. Και τότε ζαλίστηκε, έχασε κάθε αίσθηση του χρόνου γιατί μπροστά του, μερικά μέτρα μακριά, στεκόταν εκείνη και δεν ήξερε αν αυτό που έβλεπε ήταν αληθινό ή παραίσθηση.
15.

Η φωνή του Φίλιππου από το μπάνιο της προκαλούσε εκνευρισμό. Όχι γιατί δεν είχε καλή φωνή· μπορεί να του είχε δώσει σαν παρατσούκλι το όνομα του Γαλάτη βάρδου με την απαίσια φωνή, αλλά της άρεσε να τον ακούει τόσο χαρούμενο. Ήταν το τραγούδι που είχε διαλέξει εκείνο το πρωινό. Της έφερνε στο νου τόσες πολλές αναμνήσεις. Ήταν το τραγούδι που τραγουδούσε σ’ εκείνον όταν δεν μπορούσε να σκάσει ούτε χαμόγελο εξαιτίας του φόβου και του στρες. Γέλα πουλί μου. Γέλα. Άραγε να γελούσε τώρα; Να είχε αλαφρύνει η ψυχή του;
Είχε υποσχεθεί στον εαυτό της να μη νοιάζεται πια για εκείνον, όχι όταν διάλεξε να την αφήσει πίσω του και να χαθεί για πάντα. Τις περισσότερες μέρες ένιωθε σαν να την είχε εκμεταλλευτεί με τον χειρότερο τρόπο για να βγει από το αδιέξοδο που τον βασάνιζε τότε κι αφού πήρε ό, τι ήθελε, του ήταν εύκολο να τη ξεγράψει και να ρίξει μαύρη πέτρα πίσω του. Κι όμως, δεν περνούσε μέρα που να μην τον σκεφτεί, που να μη νοιαστεί και να μην προσευχηθεί να έχει βρει τη γαλήνη που του άξιζε. Γιατί μπορεί να την πλήγωσε ανεπανόρθωτα, όμως τον αγάπησε με όλη της την καρδιά.
Ήταν Μάης, πριν τρία χρόνια, όταν έφυγε από τη Σάμο και η μόνη του επαφή ήταν μέσο των γραμμάτων τους. Η Εύα έδινε τα δικά της στον πατέρα του Φίλιππου που ήταν ταχυδρόμος, για να βεβαιωθεί πως κανείς δεν θα της στερούσε την επικοινωνία της με τον Άγγελο κι εκείνος φρόντιζε να της δίνει τα δικά του στο χέρι. Την τελευταία φορά που έλαβε νέα του ήταν τέλος του Ιουλίου. Του έγραφε μία φορά την εβδομάδα ρωτώντας τον πού να τον βρει αλλά εκείνος δεν απαντούσε ποτέ. Είχε αρχίσει να τρελαίνεται από τη στεναχώρια και την ανησυχία. Φοβήθηκε μην τυχόν είχαν πάθει κάτι. Όσο περνούσε ο καιρός τόσο περισσότερο μελαγχολούσε ώσπου έφτασε ο Σεπτέμβρης. Είχε χάσει κάθε όρεξη για μετακόμιση στην Αθήνα, ή για σπουδές, ήθελε μόνο να μένει ξαπλωμένη στο κρεβάτι και να μη σκέφτεται τίποτα.
Μόνο ο Φίλιππος προσπάθησε να τη βοηθήσει να σταθεί στα πόδια της γιατί μόνο εκείνος ήξερε πόσο πολύ πονούσε. Από τη στιγμή που έφυγε ο Άγγελος η μοναδική της παρηγοριά ήταν η παρέα του. Μιλούσαν για τα πάντα και κάθε φορά που εκείνος την άφηνε μόνη, έπαιρνε μαζί του και λίγη από τη θλίψη της. Την τράβηξε με το ζόρι να σηκωθεί από το κρεβάτι και να ετοιμάσει τα πράγματά της για την Αθήνα. Έκανε σχέδια για τη ζωή τους εκεί και κατάφερνε χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια να την κάνει να ξεχνάει. Ήταν το φάρμακό της.
Η μετακόμιση στην πρωτεύουσα της έκανε καλό αφού είχε να ανακαλύψει πολλά και να ασχοληθεί με ακόμα περισσότερα. Βρήκε μια δουλειά σ’ ένα καφέ κοντά στο σπίτι της για να μπορεί να βγάζει τα έξοδά της, ενώ φρόντιζε να πηγαίνει μεγάλες βόλτες με τον Φίλιππο σε μέρη που της τραβούσαν το ενδιαφέρον. Παντού, όμως, έψαχνε εκείνον. Ήλπιζε να τον βρει ξάφνου μπροστά του και να συνεχίσουν από εκεί που είχαν σταματήσει. Κάτι, βέβαια, που δεν έγινε ποτέ. Όσο περνούσε ο καιρός τόσο χειρότερα απελπιζόταν που δεν ήξερε πού να πάει να βρει τη Ματίνα κι εκείνον. Η Αθήνα ήταν μεγάλη πόλη. Ήταν ανούσιο.
«Εύα, πρέπει να ξεκολλήσεις πια», της είπε ένα βράδυ ο Φίλιππος, στεναχωρημένος από την κατάσταση απελπισίας στην οποία την έβλεπε να βυθίζεται.
«Με κατατρώει αυτό το γιατί», παραδέχτηκε εκείνη. «Προσπαθώ. Λέω συνέχεια στον εαυτό μου πως με άφησε και δεν αξίζει τον κόπο, αλλά δεν είναι εύκολο να τον ξεχάσω από τη μία στιγμή στην άλλη».
Την καταλάβαινε πολύ καλά γι’ αυτό δεν την πίεσε ποτέ ξανά. Έμενε πιστός φρουρός στο πλευρό της ελπίζοντας πως μια μέρα θα έκανε το μεγάλο βήμα και πως θα άφηνε τον εγωισμό της να πάρει το πάνω χέρι. Θα τον ξεχνούσε. Ήταν σίγουρος γι’ αυτό, όμως ήθελε να γίνει εκείνος ο λόγος που θα έβγαζε τον Άγγελο από το μυαλό της. Η Εύα το ήξερε πολύ καλά πως ο Φίλιππος είχε αισθήματα για εκείνη. Το έβλεπε στον τρόπο που την κοιτούσε αλλά και στο άγγιγμά του. Γι’ αυτό εκείνο το βράδυ, πριν ενάμιση χρόνο, αποφάσισε πως είχε κλάψει αρκετά για τον Άγγελο και πως έπρεπε πια να ζήσει τη ζωή της.
Έβλεπαν μια ταινία στο σαλόνι του σπιτιού που μοιράζονταν, ο ένας στη μία γωνιά κι ο άλλος στην άλλη, όταν έστρεψε το βλέμμα της προς το μέρος του. Το προφίλ του ήταν σχεδόν τέλειο. Ήταν όμορφος, αστείος και τρυφερός. Ήταν όλα όσα είχε ερωτευτεί κάποτε και τον ήθελε. Σύρθηκε κοντά του ξαφνιάζοντάς τον με ένα φιλί που δεν περίμενε πως θα του δώσει ποτέ. Ανταπέδωσε με δίψα και η Εύα αισθάνθηκε και πάλι πως το σώμα της έμπαινε σε λειτουργία ξανά.
«Περίμενε», άκουσε τον Φίλιππο να λέει όταν προσπάθησε να τον γδύσει. «Δεν θέλω μόνο σεξ, Εύα, όχι από σένα», ξεκίνησε να της λέει μα το χαμόγελό της τον ανάγκασε να σταματήσει. Ούτε εκείνη ήθελε μόνο σεξ, είχε ανάγκη τον ίδιο, όσα μπορούσε να της δώσει.
Από εκείνη τη μέρα ήρθαν ακόμα πιο κοντά κι έγιναν αχώριστοι. Της άρεσε πολύ ο Φίλιππος. Εξαιτίας του άφηνε σιγά-σιγά πίσω το παρελθόν της και το μέλλον της φαινόταν πραγματικά πιο φωτεινό. Όμως υπήρχαν κι εκείνες οι στιγμές που ο Άγγελος και η μορφή του, έμπαιναν βίαια στο μυαλό της και δεν έλεγαν να βγουν. Συνήθως της τον θύμιζαν μικροπράγματα όπως ένα τραγούδι ή μια φιγούρα που περνούσε στο απέναντι πεζοδρόμιο, ένα άρωμα αλλά και κάποια αντικείμενα που είχε φέρει από τη Σάμο. Τη θύμωνε το γεγονός πως δεν θυμόταν πλέον με λεπτομέρεια το πρόσωπό του. Την έκανε έξαλλη γιατί ενώ αυτό ήθελε, συνέχιζε να εκνευρίζεται που ξεχνούσε.
«Φίλιππε, αργείς; Έχω ραντεβού για δουλειά», του φώναξε περισσότερο για να διώξει από τις σκέψεις της, εκείνον.
«Σου είπα να κάνουμε ντους μαζί αλλά δεν ήθελες», απάντησε εκείνος πονηρά καθώς έβγαινε από το μπάνιο, με μια μόνο πετσέτα τυλιγμένη γύρω από τους γοφούς του.
«Δεν έχω χρόνο. Κάθε φορά που κάνουμε ντους μαζί καταλήγω να τρέχω σαν την τρελή στο δρόμο». Τον προσπέρασε κι απέφυγε το φιλί που προσπάθησε να της δώσει, προκαλώντας του γέλιο.
«Είσαι σίγουρη πως θες να δουλέψεις; Έχεις δύο εξάμηνα ακόμα στη σχολή και τώρα ξεκινάει το ζόρι», φώναξε από την κρεβατοκάμαρα εκείνος, ενώ ντυνόταν.
«Αφού με το ζόρι τα βγάζουμε πέρα. Πρέπει να κάνω κάτι».
«Απλά, μπορώ να βρω μια καλύτερη δουλειά εγώ», πρότεινε αγανακτώντας τη μία ακόμη φορά.
«Έχεις μείνει πολύ πίσω στις σπουδές σου. Δεν θα το συζητήσουμε πάλι, Φίλιππε», είπε με σθένος και η κουβέντα τους σταμάτησε εκεί. Είχε πάρει την απόφασή της και δεν θα της άλλαζε κανείς γνώμη.
Μισή ώρα αργότερα ήταν έτοιμη να φύγει. Δεν έβλεπε την ώρα να πάει στη Σάμο για διακοπές, τον Αύγουστο. Ήδη η υπερβολική ζέστη στην Αθήνα της προκαλούσε δυσφορία. Της φάνηκε παράξενο το πόσο πολύ ήθελε να φύγει από εκεί τότε και το πόσο ανυπόμονη ήταν να γυρίσει, τώρα. Έδωσε ένα φιλί στον Φίλιππο πριν φύγει και βγήκε στο δρόμο με την αισιοδοξία να την πλημμυρίζει. Θα την έπαιρνε αυτή τη δουλειά. Ήξερε πολύ καλά πώς να λειτουργήσει ένα βιβλιοπωλείο. Είχε ανάγκη να χαθεί ανάμεσα σε βιβλία. Μπορεί να ζητούσαν υπάλληλο για μερικές ώρες αλλά κι αυτό της ήταν υπέρ αρκετό, φτάνει να έκανε κάτι ουσιαστικό και να ένιωθε πως πρόσφερε στη δουλειά, μα και στο σπίτι.
Η μέρα ήταν ηλιόλουστη και ζεστή όμως προτίμησε να περπατήσει ως εκεί από το να πάρει λεωφορείο. Έτσι κι αλλιώς ήταν μόλις δεκαπέντε λεπτά μακριά με τα πόδια κι ήθελε να ρουφήξει εικόνες και μυρωδιές. Σταμάτησε να πάρει έναν καφέ και συνέχισε την πορεία της μουρμουρώντας το τραγούδι που τραγουδούσε ο Φίλιππος πριν. Μόνο που τώρα δεν της προκαλούσε την έντονη σύγχυση που της προκάλεσε πριν μία ώρα. Τώρα ήταν απλά ένα τραγούδι σαν όλα τα άλλα γιατί η ζημιά είχε γίνει. Δεν μπορούσε να σταματήσει να σκέφτεται εκείνα τα πρωινά που το πρώτο πράγμα που έβλεπε ήταν το χαμογελαστό του πρόσωπο, μα ούτε κι εκείνα τα βράδια που την έκανε δική του αργά, βασανιστικά, χαρίζοντας και παίρνοντας απόλαυση. Ήταν αδιανόητο το γεγονός πως ένας άνθρωπος, που ήξερε λιγότερο από έναν χρόνο, είχε ποτίσει τόσο πολύ το Είναι της. Τον μισούσε γι’ αυτό, γιατί έγινε ένα μ’ εκείνη και μετά την άφησε άδεια, παίρνοντας μαζί του καρδιά, ψυχή και χαμόγελο.
Έφτασε έξω από το βιβλιοπωλείο λίγο μετά τις εννέα και μισή, αρκετά νωρίτερα από το ραντεβού της. Στάθηκε μπροστά του ώστε να κοιτάξει λιγάκι καλύτερα το χώρο. Παρότι η βιτρίνα ήταν τακτοποιημένη και όμορφα στολισμένη, στο εσωτερικό φαινόταν να επικρατεί ένας πανικός. Είδε ξεκάθαρα τον εαυτό της να φτιάχνει το χώρο, να βάζει τα βιβλία ανάλογα με τον εκδότη και τον συγγραφέα αλλά και να εξυπηρετεί κόσμο δίνοντάς του όλα τα αγαπημένα της βιβλία. Η αυτοπεποίθησή της ήταν στο ζενίθ εκείνη τη στιγμή γι’ αυτό και δεν έχασε καιρό. Μπήκε στο βιβλιοπωλείο και πήρε μία βαθιά ανάσα χώνοντας το πρόσωπό της μέσα στις σελίδες του πρώτου βιβλίου που βρήκε μπροστά της, πάνω που έκανε την εμφάνισή του ένας νεαρός λιγάκι μεγαλύτερος από εκείνη, με το πιο ευγενικό βλέμμα που είχε δει ποτέ της.
«Προσλαμβάνεσαι», της είπε, ξαφνιάζοντάς τη.
«Ορίστε;»
«Είσαι η πρώτη που μπήκε εδώ μέσα και πήρε βαθιά ανάσα για να εισπνεύσει τη μυρωδιά του βιβλίου. Προσλαμβάνεσαι».
Έβαλε τα γέλια γιατί δεν περίμενε ποτέ να ήταν τόσο εύκολο. Η αγάπη της για τα βιβλία την είχε σώσει.
«Είμαι η...»
«Εύα;»
Πάγωσε με το χέρι της να στέκεται μετέωρο πριν καλά καλά συστηθεί στον ιδιοκτήτη του βιβλιοπωλείου. Το χαμόγελο έσβησε αμέσως καθώς έψαχνε να βρει από πού είχε ακουστεί αυτή η φωνή. Το μυαλό της έπαιζε απαίσια παιχνίδια μαζί της. Δεν εξηγούταν διαφορετικά. Και τότε τον είδε να βγαίνει από το πίσω μέρος του βιβλιοπωλείου, μέσα από τις σκιές, πιο υπέροχος από ποτέ. Η καρδιά της άρχισε να χτυπάει σε γοργούς ρυθμούς ενώ τα αυτιά της βούιζαν. Δεν ήταν αλήθεια. Όχι, σίγουρα ήταν η φαντασία της.
«Γνωρίζεστε;» ρώτησε ο ευγενικός άντρας και μόνο τότε βεβαιώθηκε πως δεν ονειρευόταν. Ο Άγγελος ήταν όντως εκεί, μερικά μέτρα μακριά της, να την κοιτάζει το ίδιο έκπληκτος όπως ένιωθε εκείνη για την παρουσία του.
«Ναι, γνωριζόμασταν σε μία άλλη ζωή», απάντησε ο Άγγελος σχεδόν ψιθυριστά. «Χαίρομαι στ’ αλήθεια που σε βλέπω», απευθύνθηκε σ’ εκείνη αλλά η Εύα δεν μπόρεσε να βγάλει άχνα. Παρατηρούσε το ήρεμο πρόσωπο στο οποίο φαινόταν ξεκάθαρα το γεγονός πως δεν είχε κοιμηθεί το βράδυ, τα κοντοκουρεμένα μαλλιά του που ήταν πιο περιποιημένα από ποτέ αλλά και το αξύριστο πηγούνι που του έδινε περισσότερη γοητεία. Ήταν πιο γεμάτος από την τελευταία φορά που τον είχε δει και πιο γυμνασμένος. Φαινόταν σαφώς πιο υγιής κι ευτυχισμένος. Θύμωσε γιατί αυτή η ευτυχία δεν προερχόταν από εκείνη αφού της στέρησε τη δυνατότητα να τον κάνει πιο ευτυχισμένο από ποτέ. Όταν πλησίασε ακόμα πιο κοντά της, με αρκετή διστακτικότητα, ένιωσε την ανάγκη να τον αγκαλιάσει σφιχτά αλλά αντί γι’ αυτό, σήκωσε το χέρι της και του έδωσε ένα δυνατό χαστούκι που τον ζάλισε.
«Εύα», την κάλεσε όταν εκείνη του γύρισε την πλάτη και κατευθύνθηκε με γρήγορο βήμα προς την έξοδο.
«Τώρα θα δουλέψει εδώ ή όχι;» αναρωτήθηκε ο Πάνος, μπερδεμένος από το σκηνικό.
«Εύα, γύρνα πίσω!» διέταξε εκνευρισμένος ο Άγγελος αλλά εκείνη δεν σταμάτησε. Δεν μπορούσε να πάρει ανάσα. Τρία χρόνια είχε να τον δει και τώρα... να που βρέθηκε ξανά μπροστά του και ξύπνησε μέσα της ένα ηφαίστειο που νόμιζε πως ήταν ανενεργό.

2 σχόλια:

  1. θεε μου αυτα τα γραμματα του Αγγελου [πρως την Ευα αραγε τι εγινε και δεν τα πηρε ποτε

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Νόμισα ότι ήταν δουλειά του ταγματάρχη η εξαφάνιση των γραμμάτων αλλά τώρα υποψιάζομαι τον Φίλιππο 😠😠Γιατί τους χώρισαν???

    ΑπάντησηΔιαγραφή