34.
Η
καρδιά του άρχισε και πάλι να χτυπά στη
θέα της… Κόντεψε να χάσει τη γη κάτω
από τα πόδια του μόλις καρφώθηκαν τα
μάτια του στα δικά της. Γιατί γύρισε;
Είχε αρχίσει να μαθαίνει να ζει χωρίς
εκείνη, είχε καταφέρει να την ξεχάσει
έστω και λίγο και πάνω που το έπαιρνε
απόφαση πως η Εύα ήταν παρελθόν, εκείνη
ξαναγύρισε για να του υπενθυμίσει πως
πάντα θα ήταν τα πάντα για εκείνον.
Παρελθόν, παρόν και μέλλον, όλα είχαν
το χρώμα και το άρωμά της. Του είχε πάρει
τα πάντα και τον είχε αφήσει να προσπαθεί
να σταθεί στα πόδια του με δεκανίκι μόνο
μερικές στιγμές που ήταν οι πιο
ευτυχισμένες της ζωής του.
Ακούμπησε
τη πλάτη του στον τοίχο του καπνιστηρίου
και ψαχούλεψε με τρεμάμενα χέρια για
τα τσιγάρα του, μες τη τσέπη του
ξεθωριασμένου τζιν του. Ένιωσε την
καρδιά του κάτω από το ύφασμα να τρέχει
σαν σε αγώνα δρόμου. Πίστευε πως την
είχε αφήσει πίσω του αλλά τώρα που την
ξαναείδε, συνειδητοποίησε πως δεν θα
μπορούσε ποτέ να γίνει κάτι τέτοιο…
όχι… η Εύα είχε αποτυπωθεί πάνω του,
στην καρδιά του και στο DNA
του και ό, τι κι αν έκανε δε θα την έδιωχνε
ποτέ… είχε γίνει κάτι σαν τατουάζ στη
ψυχή του. Μα αυτό που τον τρόμαζε τόσο
πολύ αυτή τη στιγμή, δεν ήταν η
συνειδητοποίηση πως του ήταν απαραίτητη,
αλλά ότι τη μισούσε γι’ αυτό όσο τίποτ’
άλλο στον κόσμο. Δεν φανταζόταν πως θα
έφτανε ποτέ σε αυτό το σημείο, κι όμως,
να που δεν μπορούσε καν να την κοιτάξει
στα μάτια.
Γύρισε
πίσω στο χρόνο σ’ εκείνη τη βραδιά που
έμαθε την αλήθεια για τα γράμματά τους.
Δεν μπορούσε να πιστέψει το παιχνίδι
που είχε στηθεί στις πλάτες τους. Περίμενε
τα πάντα από τον πατέρα του αλλά όχι να
πέσει τόσο χαμηλά. Αυτό που δεν μπορούσε
όμως να χωνέψει με τίποτα, ήταν οι πράξεις
του Φίλιππου. Η οργή που ένιωσε ήταν
εκείνο που τον οδήγησε στο να πάρει τα
γράμματα και να φύγει. Ο θυμός του ήταν
πρωτόγνωρος. Έφτασε μέχρι κάτω από το
παλιό της διαμέρισμα με σκοπό να ρωτήσει
τον Φίλιππο με τι καρδιά μπόρεσε να τους
το κάνει αυτό, μα δεν βρήκε ποτέ το θάρρος
να το κάνει. Όχι από φόβο αλλά γιατί τα
γράμματά της που διάβασε ένα προς ένα,
τον έκαναν να πάρει μια απόφαση που θα
άλλαζε εντελώς τη ζωή του. Δεν μπορούσε
να προσπαθεί να ξεγελάει άλλο τον εαυτό
του με το να προσπαθεί να τον πείσει πως
η αγάπη του για τη Νάντια ήταν τόσο
δυνατή όσο χρειαζόταν για να ξεκινήσει
μια νέα ζωή μαζί της, ξεχνώντας την Εύα.
Ό, τι κι αν έκανε η καρδιά του εκείνη θα
διάλεγε. Γιατί όταν τη γνώρισε άρχισε
να ζει ξανά και όταν την έχασε, είχε
βάλει τη ζωή του στον αυτόματο κι απλά
περιπλανιόταν. Μόνο μ’ εκείνη στην
καθημερινότητά του, δίπλα του, όλα
αποκτούσαν νόημα.
Γύρισε
σπίτι της βρεγμένος ως το κόκκαλο με
σκοπό να της πει τις αποφάσεις του μα
όταν την είδε, δεν μπόρεσε να κρατηθεί
μακριά της. Είχε περάσει πολύς καιρός
από την τελευταία φορά που της είχε
κάνει έρωτα. Είχε ανάγκη να γίνει ένα
μαζί της πάλι, να γευτεί το φιλί της και
να νιώσει το ζεστό δέρμα της πάνω στο
δικό του. Χωρίς να βγάλει άχνα έκλεισε
όλη την αγάπη που ένιωθε σ’ ένα φιλί
και της έκανε έρωτα λες και δεν θα είχε
άλλη ευκαιρία. Ολοκληρώθηκε ξανά, κάθε
κομμάτι του μπήκε στη θέση του. Έμεινε
ξαπλωμένος πάνω της να μυρίζει το άρωμά
της που του είχε λείψει τόσο πολύ και
πέρασε το βράδυ του να την κοιτάζει να
κοιμάται λες και αντίκριζε το μεγαλύτερο
θαύμα.
«Εύα
με ακούς;» την είχε ρωτήσει μόλις ντύθηκε
για να φύγει, μόλις το πρώτο φως της
μέρας έκανε την εμφάνισή του. Έπρεπε να
βρει τη Νάντια για να της εξηγήσει πως
ο γάμος τους δεν θα γινόταν. Αν ήταν να
περάσει τη ζωή του με κάποια, ήθελε αυτή
να είναι η Εύα. «Πρέπει να φύγω για λίγο»,
συνέχισε και φίλησε το μάγουλό της.
«Μη
με αφήνεις μόνη», είχε μουρμουρίσει
εκείνη με μισάνοιχτα μάτια.
«Για
λίγο μόνο. Περίμενέ με, θα επιστρέψω
σύντομα». Φίλησε τα χείλη της κι έφυγε
τρέχοντας με την καρδιά του να χορεύει
στον ρυθμό του έρωτά της.
Δεν
περίμενε πως ο χωρισμός του με τη Νάντια
θα ήταν εύκολος, αντιθέτως περίμενε πως
θα ξεσπούσε όπως ξέσπασε. Ήταν
προετοιμασμένος για τα πάντα και τα
υπόμενε γιατί ήθελε να τελειώσουν όλα
σύντομα ώστε να επιστρέψει σ’ εκείνη.
Έβγαλε το κινητό του για να ρίξει μια
ματιά στην ώρα αλλά η Νάντια δεν τον
άφησε. Το άρπαξε από τα χέρια του
φωνάζοντας υστερικά και το πέταξε στον
τοίχο απέναντί της. Ό, τι κι αν του είπε
ήταν αλήθεια. Όσες κατηγορίες και αν
του πέταξε, τις δέχτηκε γιατί δεν ήταν
ψέματα. Για ώρες εκείνη φώναζε, έκλαιγε
και ξεσπούσε και όλη αυτή την ώρα έμεινε
μαζί της γιατί τουλάχιστον αυτό της το
χρωστούσε, να μην προσπαθήσει να
δικαιολογηθεί. Όταν πλέον αποδέχτηκε
πως τα πάντα είχαν τελειώσει μεταξύ
τους, ο Άγγελος πήρε μια βαθιά ανάσα και
μάζεψε τα ρούχα του και έφυγε για να
βρει την Εύα.
Η
λαχτάρα του να την κρατήσει στην αγκαλιά
του και να της κάνει έρωτα πάλι, ήταν
μεγάλη. Ήθελε να κάνουν σχέδια, όνειρα
και μια νέα αρχή μαζί. Να συνεχίσουν από
εκεί που τους είχαν χωρίσει τόσο άδικα.
Ανέβηκε τα σκαλιά ως το διαμέρισμά της
όσο πιο γρήγορα μπορούσε και χτύπησε
τη γροθιά του πάνω στην πόρτα. Δεν πήρε
απάντηση. Το κινητό του είχε καταστραφεί
γι’ αυτό δεν μπόρεσε να την καλέσει μα
ήταν σίγουρος πως άκουγε το δικό της να
κουδουνίζει.
«Εύα,
άνοιξέ μου, εγώ είμαι», φώναξε καθώς
χτυπούσε ασταμάτητα τη γροθιά του στην
πόρτα. Είχε αρχίσει να τον ζώνει ο φόβος.
Τι είχε πάθει; Γιατί δεν του άνοιγε;
«Εύα, άνοιξε μου!»
Πέρασαν
χίλιες δυο άσχημες σκέψεις από το νου
του. Φοβήθηκε πως είχε πάθει κάτι.
Σκέφτηκε να κλωτσήσει την πόρτα ή να
ζητήσει από κάποιον στο κτήριο να
χρησιμοποιήσει το τηλέφωνό του για να
καλέσει κλειδαρά, μα δεν μπορούσε ν’
αποφασίσει τι από τα δύο να κάνει.
«Την
κοπελιά ψάχνεις;» άκουσε μία γυναικεία
φωνή να τον ρωτάει. Στράφηκε προς το
μέρος της. Αναγνώρισε τη γυναίκα ως τη
σπιτονοικοκυρά της Εύας αλλά το ύφος
της δεν προμήνυε τίποτα καλό. «Έφυγε
πριν μερικές ώρες. Κρατούσε βαλίτσα.
Μου είπε πως δεν ξέρει πότε θα γυρίσει»,
συνέχισε η γυναίκα και κάθε της λέξη
έμοιαζε σαν μία νέα μαχαιριά στην καρδιά
του. Μόλις εκείνη έφυγε, ακούμπησε την
πλάτη του στον τοίχο κι άφησε το σώμα
του να κυλήσει ως το πάτωμα. Δεν μπορούσε
να πάρει ανάσα. Δεν το χωρούσε ο νους
του πως ενώ της είπε να τον περιμένει,
εκείνη αποφάσισε να εξαφανιστεί χωρίς
κουβέντα. Τον κομμάτιασε. Τον εγκατέλειψε
και τον άφησε να πιστεύει πως δεν θα
μπορούσε να μαζέψει ποτέ τα κομμάτια
του. Η Εύα του είχε παίξει ένα άσχημο
παιχνίδι κι εκείνος τη μίσησε με όλο
του το είναι γι’ αυτό.
«Το
κορίτσι σου γύρισε», άκουσε τον Γεράσιμο
να του λέει και τον είδε να του κάνει
νόημα να γυρίσει στο δωμάτιο. Κατάφερε
να τον επαναφέρει στη ζοφερή πραγματικότητα
και στην παγωνιά που ένιωθε εξαιτίας
του αργού θανάτου της μητέρας του. Εκείνη
είχε μόνο σημασία, το γεγονός πως υπέφερε
από μία αρρώστια που την σκότωνε
βασανιστικά αργά λες κι έσπαγε πλάκα
με το να μετατρέπει υγιής ανθρώπους σε
σκιές του εαυτού τους.
«Δεν
ήταν ποτέ το κορίτσι μου». Άναψε τσιγάρο
μα μετάνιωσε τα λόγια του. Μπορεί με την
Εύα να μην είχαν καθόλου καλό συγχρονισμό
τα τελευταία χρόνια αλλά ήταν το κορίτσι
του, εκείνο που τον έβγαλε από το σκοτάδι
μια φορά, άσχετα αν τον ξανάσπρωξε προς
τα εκεί πριν ενάμιση χρόνο. Ίσως να μη
της άξιζε τέτοια ψυχρή συμπεριφορά από
μέρους του, ειδικά εκείνη τη στιγμή,
αλλά δεν μπορούσε να παραβλέψει το
γεγονός πως τον είχε τσακίσει
συναισθηματικά, σχεδόν ανεπανόρθωτα.
Πήρε μια γερή τζούρα κι έριξε μια ματιά
στον πατριό του που έδειχνε κι εκείνος
να βρίσκεται στο χείλος του γκρεμού.
Περίμενε τη στιγμή που θα ξεσπούσε κι
αυτός. Του έκανε τρομερή εντύπωση το
πόσο στωικά δεχόταν αυτό το χτύπημα της
μοίρας αλλά κατά βάθος ήξερε πως το
έκανε για χατίρι του, για να μην καταρρεύσει
μπροστά του όταν χρειαζόταν ένα στήριγμα.
«Δεν
χάρηκες που την είδες;» μουρμούρισε
χαμένος στις σκέψεις του. Φαινόταν
δύσπιστος για τη συμπεριφορά του, για
το γεγονός πως αντί να αγκαλιάσει την
Εύα και να την καλωσορίσει, είχε βγει
από το δωμάτιο μόλις μπήκε εκείνη μέσα.
«Αυτή
τη στιγμή, δε ξέρω καν αν τη συμπαθώ
Γεράσιμε, ειδικά μετά από τον τρόπο που
σηκώθηκε κι έφυγε».
«Πρέπει
να τη δικαιολογήσεις ως ένα σημείο.
Έφυγες εκείνο το βράδυ χωρίς να της πεις
κουβέντα για τα σχέδια σου».
«Κάνεις
μεγάλο λάθος… της μίλησα αφού την
ξύπνησα, με κοίταξε στα μάτια όταν της
έλεγα πως θα επέστρεφα γρήγορα και πως
επιτέλους θα ζούσα την απόλυτη ευτυχία
μαζί της, κι εκείνη τι έκανε;» απάντησε
αφήνοντας ένα ειρωνικό γέλιο να ξεφύγει.
«Σηκώθηκε κι έφυγε. Μου γάμησε τη
ψυχολογία κι έφυγε διακοπές ποιος ξέρει
που στο διάολο…»
«Δεν
θες να μάθεις γιατί το έκανε αυτό;»
«Δεν
μ’ ενδιαφέρει πια», είπε ψέματα γιατί
ενάμιση χρόνο τώρα τον έτρωγε η απορία.
Την είχε ψάξει παντού. Οι γονείς της του
έκρυβαν τον προορισμό της κι εκείνος
δεν τους είχε πει ποτέ για τον χωρισμό
του με τη Νάντια. Το είχε μετανιώσει
γιατί αν το είχε κάνει, ίσως τα πράγματα
να ήταν διαφορετικά αλλά ο εγωισμός του
δεν τον άφησε. Είχε φύγει... τον είχε
εγκαταλείψει. «Τελείωσα με την Εύα. Όλα
τα σημάδια δείχνουν ότι εμείς οι δύο
δεν πρέπει να είμαστε μαζί. Από τη μέρα
που έφυγα από το νησί μέχρι τη μέρα που
έφυγε εκείνη, κάτι μας κρατούσε μακριά
και τώρα…» άφησε τον καπνό που κρατούσε
στα πνευμόνια του και έσβησε το τσιγάρο.
«Δεν έχει σημασία. Η Εύα κι εγώ είμαστε
μακρινό παρελθόν πια», δήλωσε με σιγουριά.
«Μη
το λες αυτό». Ο άντρας σήκωσε το χέρι
του στον ώμο του θετού γιου του και τον
έσφιξε λίγο. «Θα το μετανιώσεις. Θα σου
δώσω μια συμβουλή, αν και ξέρω πως είσαι
πολύ πληγωμένος για να την ακολουθήσεις.
Συγχώρεσέ την και προσπάθησε να περάσεις
όσο περισσότερο χρόνο μπορείς μαζί
της». Η φωνή του έσπασε και ο Άγγελος
βούρκωσε αναγνωρίζοντας τον πόνο του
άντρα απέναντι του. Τον ίδιο βίωνε κι
εκείνος εδώ κι έναν χρόνο. «Μη σπαταλάς
χρόνο μακριά από εκείνους που αγαπάς.
Είδες πόσο εύκολο είναι να τους χάσεις
για πάντα». Συγκράτησε έναν λυγμό και
ο Άγγελος δεν άντεξε. Τράβηξε τον άντρα
κοντά του και τον αγκάλιασε σφιχτά πάνω
που ξεσπούσε σε λυγμούς. Κάρφωσε τα
μάτια του έξω από το παράθυρο και για
μια στιγμή, σταμάτησε να αισθάνεται.
Είχε μουδιάσει ολόκληρος και τότε ήρθε
στο νου του το πρόσωπο της Εύας και η
καρδιά του αναπήδησε. Τη μισούσε τόσο
πολύ γιατί την αγαπούσε ολοκληρωτικά.
Άφησε
τον Γεράσιμο να βγει από την αγκαλιά
του και έσβησε το τσιγάρο του που είχε
καεί για να ανάψει ένα καινούριο. Τον
τελευταίο καιρό τρεφόταν μόνο με νικοτίνη
και γάλα, ένας περίεργος συνδυασμός που
είχε καταφέρει όμως να τον κρατήσει
ζωντανό. Είδε το αποδοκιμαστικό ύφος
του πατριού του και χαμογέλασε μελαγχολικά,
δείχνοντάς του το τσιγάρο που καιγόταν
αργά ανάμεσα στα δάχτυλά του.
«Η
μόνη απόλαυση που μου έμεινε», του
εξήγησε απολογητικά.
«Να
το κόψεις γιε μου, είναι καρκίνος».
«Κάποια
μέρα... όχι όμως σήμερα», μουρμούρισε
εκείνος ενώ έγερνε πίσω στην καρέκλα
του. Αυτή η αναμονή τον σκότωνε. Δεν
ήθελε να χάσει τη μητέρα του μα δεν
μπορούσε να τη βλέπει να τυραννιέται
με αυτόν τον τρόπο. Δεν ήταν δίκαιο. Δεν
της άξιζε τέτοιο τέλος, σκεφτόταν, και
θύμωνε ολοένα και περισσότερο. Έγειρε
το κεφάλι του προς τα πλάγια για έχει
επαφή με το διάδρομο που βρισκόταν το
δωμάτιό της, όταν είδε τον γιατρό της
να πλησιάζει με ένα ύφος που έλεγε
ξεκάθαρα πως θα έπεφταν σύντομα οι
τίτλοι τέλους στη ζωή της Ματίνας.
«Καλύτερα
να πάτε μέσα», τους είπε μόνο εκείνος.
Δεν είχε κουράγιο να σηκωθεί. Τον βοήθησε
ο Γεράσιμος που άφησε τα δάκρυα να
χαρακώσουν τα μάγουλά του και μαζί
ξεκίνησαν για να πουν το τελευταίο αντίο
στη γυναίκα που αγαπούσαν.
Η
Εύα στράφηκε προς το μέρος του
τρομοκρατημένη όταν τους άκουσε να
μπαίνουν μέσα. Η Ματίνα πήρε μια βαθιά
ανάσα και έκλεισε τα μάτια της αφού είδε
για τελευταία φορά το πρόσωπο του άντρα
της και του γιού της που μόλις είχαν
σταθεί δίπλα στο κρεβάτι της. Κρατούσε
ακόμα το χέρι της Εύας στο δικό της και
χαμογελούσε. Αυτό που σόκαρε περισσότερο
τον Άγγελο όταν κατάλαβε πως η μητέρα
του αφέθηκε και έφυγε από τη ζωή, ήταν
το ότι έμοιαζε ευτυχισμένη. Η Εύα σηκώθηκε
από τη θέση της και τον κοίταξε ικετευτικά,
σαν να τον παρακαλούσε να την αφήσει να
τον πλησιάσει αλλά ο κόσμος του μόλις
είχε αλλάξει ολοκληρωτικά και δε μπορούσε
να αντιδράσει. Εκείνη τον πλησίασε
διστακτικά και τύλιξε τα χέρια της γύρω
του μα ο Άγγελος παρέμεινε παγωμένος
και ανέκφραστος να κοιτάζει το άψυχο
σώμα πάνω στο κρεβάτι του νοσοκομείου.
Δε
φανταζόταν ποτέ πως τη μέρα που θα
ξανάμπαινε στη ζωή του η Εύα, θα έφευγε
για πάντα η μητέρα του…
35.
Από
τη στιγμή που ανακοινώθηκε και τυπικά
ο θάνατος της μητέρας του, ο Άγγελος
έπεσε σε βαθιά μελαγχολία. Δεν είχε
βγάλει μιλιά για ώρα ενώ καθόταν σαν
κατατονικός σε μια καρέκλα και κοιτούσε
τον τοίχο με τα δάκρυα του να κυλάνε στα
μάγουλα χωρίς να βγάζει άχνα. Η Εύα
κάλεσε τον Φοίβο και του είπε τι έγινε.
Του ζήτησε να κάνει λίγο υπομονή μέχρι
να τακτοποιήσει τον Άγγελο προτού πάει
να τον βρει ξανά.
«Δε
μπορώ να τον αφήσω μόνο του. Έχει πάθει
σοκ», ψιθύρισε στο τηλέφωνο.
«Κάνε
ό, τι χρειάζεται και πάρε με τηλέφωνο
αν χρειαστείς βοήθεια. Θες να μείνεις
απόψε μαζί του;» ρώτησε εκείνος και η
Εύα χαμογέλασε αχνά, γεμάτη αγάπη γι’
αυτόν τον άνθρωπο που την ανεχόταν και
την καταλάβαινε τόσο πολύ.
«Μπορεί,
θα δω πως θα είναι όταν τον πάω σπίτι»,
απάντησε χωρίς να είναι απόλυτα σίγουρη
πως η παρουσία της έκανε καλό στον
Άγγελο.
«Εντάξει,
πότε είναι η κηδεία;»
«Μεθαύριο
μάλλον, θα ξέρουμε αργότερα σίγουρα».
«Εντάξει
αγάπη μου. Κουράγιο», της είπε τρυφερά
ο Φοίβος και κλείσανε το τηλέφωνο.
Μετά
από συνεννόηση με τον Γεράσιμο, σήκωσε
τον Άγγελο από τη καρέκλα και τον οδήγησε
στο ασανσέρ. Ο πατριός του θα κανόνιζε
για τα διαδικαστικά, έτσι η Εύα βρήκε
την ευκαιρία να τον πάρει μακριά, μήπως
και άρχιζε να λειτουργεί και πάλι. Μπήκαν
σ ένα ταξί μα εκείνος δεν μίλησε παρά
μόνο όταν έδωσε τη νέα το διεύθυνση στον
οδηγό. Η Εύα ένιωσε πικρία, είχε τερματίσει
μία σχέση που μπορεί να τον έκανε
ευτυχισμένο, εξαιτίας της. Είχε αναγκαστεί
μέσα στη θλίψη του για την αρρώστια της
μητέρα του, να ξεκινήσει από την αρχή.
Δεν είχε όρεξη για κουβέντες και δεν
μπορούσε να μην του δώσει δίκιο. Μπορούσε
να δει ξεκάθαρα το θυμό που του δημιουργούσε
η παρουσία της να συσσωρεύεται στο
στέρνο του που φούσκωνε. Ανέπνεε αργά,
με δυσκολία, όχι από κούραση αλλά γιατί
δεν άντεχε να βρίσκεται κοντά της. Δεν
μπορούσε όμως να τον αφήσει μόνο του.
Δεν είχε πάει εκεί για να το παίξει
προστάτιδά του αλλά για να βεβαιωθεί
πως ήταν καλά. Όμως αναρωτιόταν αν το
έκανε περισσότερο για να νιώσει εκείνη
εντάξει με τον εαυτό της.
Ένα
πράγμα μπορούσε να καταλάβει από τον
τρόπο που την κοιτούσε. Δεν την είχε
ανάγκη… τον είχε όμως εκείνη. «Δε θέλω
τον οίκτο σου». Η αυστηρότητα στον τόνο
του τη σόκαρε και τη στεναχώρησε. Δεν
μπόρεσε να κρύψει το πόσο αν και προσπάθησε
να βρει την αυτοκυριαρχία της προτού
του απαντήσει.
«Δεν
τον έχεις», είπε όσο πιο ήρεμα μπορούσες.
«Μόλις
φτάσουμε σπίτι μου, θέλω να φύγεις».
«Όχι
πριν βεβαιωθώ πως θα είσαι καλά».
«Απορώ
αν σε νοιάζει πραγματικά», σάρκασε
εκείνος.
«Μη
γίνεσαι άδικος, Άγγελε, ξέρεις πολύ καλά
πως με νοιάζει».
«Τόσο
που σηκώθηκες κι έφυγες χωρίς κουβέντα
πριν ενάμιση χρόνο», παραπονέθηκε και
κοίταξε έξω από το παράθυρο. Εκείνη δεν
μίλησε. Τι να του έλεγε άλλωστε; «Σε
μισώ, Εύα. Δεν ξέρεις πόσο πολύ σε μισώ
αυτή τη στιγμή», δήλωσε με σταθερότητα
και της έριξε μια ματιά πάνω που εκείνη
σκούπιζε τα δάκρυα της.
«Αν
σε βοηθάει, τότε να με μισείς, αλλά άφησε
με να σιγουρευτώ πως θα είσαι καλά πριν
φύγω».
Δεν
αντάλλαξαν άλλη κουβέντα σε όλη τη
διαδρομή. Δύο φορές η Εύα ξέσπασε σε
πνιχτούς λυγμούς αφού η θλίψη την έπνιγε
και δεν την άφηνε να πάρει ανάσα. Και
τις δύο φορές εκείνος είχε στραφεί προς
το μέρος της ενστικτωδώς, έτοιμος να
την πάρει στην αγκαλιά του να την
παρηγορήσει, κάτι που έκανε την Εύα να
νιώσει ακόμα χειρότερα κι αυτό γιατί
την τελευταία στιγμή, η αγάπη στα μάτια
του χανόταν κι έδινε τη θέση της στην
απέχθεια. Δεν ήξερε πόσο ακόμα θα άντεχε
αυτά τα βλέμματά του αλλά υποσχέθηκε
πως θα έκανε υπομονή. Του το χρωστούσε,
εξάλλου. Προτιμούσε να είναι κοντά του
κι ας τη μισούσε από το να τον αφήσει
ξανά.
Έφτασαν
στο νέο του διαμέρισμα λίγο πριν τις
έντεκα. Ο Άγγελος ξεκλείδωσε στα τυφλά
και μπήκε μέσα, αφήνοντας τη πόρτα
ανοιχτή για την Εύα. Εκείνη ζάρωσε τη
μύτη της μόλις πέρασε το κατώφλι γιατί
την χτύπησε η μυρωδιά του αλκοόλ και
του καπνού, αλύπητα. Ποιος ξέρει πόσες
μέρες είχε ν’ ανοίξει τα παράθυρα. Της
φάνηκε πως κάτι σάπιο μύριζε από τη
κουζίνα κι αναζήτησε ένα φως για να
μπορέσει να ρίξει μια ματιά γύρω της. Η
εικόνα του διαμερίσματός του της έφερε
ακόμα περισσότερη θλίψη. Είχε μόνο έναν
καναπέ στο σαλόνι και τίποτ’ άλλο.
Προχώρησε προς τη κρεβατοκάμαρα και
είδε μονάχα ένα στρώμα στο πάτωμα μ’
ένα κουβαριασμένο σεντόνι πάνω του,
αλλά και μια ντουλάπα να γέρνει κοντά
στον τοίχο. Στην κουζίνα βρήκε μόνο
τέσσερα κουτάλια, τρία μαχαίρια, πέντε
πιρούνια και μερικά σκεύη, τα απαραίτητα
για πρόχειρα φαγητά και δύο-τρία πιάτα
άπλυτα. Στο ψυγείο τα φαγητά είχαν
χαλάσει και μύριζε άσχημα. Πώς μπόρεσε
να αφήσει τον εαυτό του τόσο αβοήθητο;
Τον
άφησε να κάθεται στο καναπέ και άνοιξε
διάπλατα τα παράθυρα για να μπει λίγος
αέρας μέσα στο σπίτι για να καθαριστεί
η ατμόσφαιρα. Σήκωσε τα μανίκια της και
πήγε στην κουζίνα όπου καθάρισε το
ψυγείο με νερό και ξύδι και αμέσως μετά,
πέταξε όλα τα σκουπίδια. Την έτριψε
μέχρι που έλαμψε και μετά πήγε στο σαλόνι
όπου άρχισε να καθαρίζει τα τασάκια από
τις γόπες και να σηκώνει κουτάκια μπύρας
από το πάτωμα. Δεν σταμάτησε στιγμή,
έπρεπε να ασχοληθεί με κάτι γι’ αυτό
συνέχισε στο μπάνιο το οποίο απολύμανε
με χλωρίνη κι έβαλε ένα πλυντήριο τα
ρούχα του. Μέχρι να τελειώσει είχε πάει
μία μετά τα μεσάνυχτα και όλη αυτή την
ώρα ο Άγγελος δεν είχε κουνηθεί από τη
θέση του.
«Άλλαξε
ρούχα και πήγαινε για ύπνο», τον παρακάλεσε
μα εκείνος αρνήθηκε να την κοιτάξει.
Απογοητευμένη, δεν είπε άλλη κουβέντα.
Πήγε στο μπάνιο κι έκανε ένα ντους γιατί
δεν είχε σκοπό να φύγει και να τον αφήσει
μόνο του. Τυλίχτηκε με μια πετσέτα και
αφού έκλεισε τα παράθυρα, πήγε στη
κρεβατοκάμαρά του και φόρεσε ένα
μποξεράκι του κι ένα φανελάκι. Άλλαξε
σεντόνια στο στρώμα και πήγε να τον
ξαναβρεί.
«Εγώ
πάω για ύπνο, θα σε δω το πρωί», τον
πληροφόρησε. Περίμενε για μια αντίδραση
αλλά εκείνος δεν φαινόταν ικανός για
καμία, έτσι τον άφησε να κάθεται εκεί
και ξάπλωσε στο στρώμα, πνίγοντας έναν
λυγμό. Δεν άντεχε να τον βλέπει έτσι.
Έπρεπε να βρει τρόπο να τον βοηθήσει να
συνέλθει έστω κι αν δεν την συγχωρούσε
ποτέ. Δεν τον αδικούσε, αλλά δε θα το
έβαζε ποτέ κάτω, το είχε υποσχεθεί στη
Ματίνα πως δε θα τον άφηνε ξανά μόνο του
και θα τηρούσε αυτή την υπόσχεση.
Τον
βρήκε το πρωί να κάθεται στο ίδιο σημείο
στον καναπέ να κοιτά αφηρημένα έξω από
τη μπαλκονόπορτα και θύμωσε μαζί του
που αντιδρούσε έτσι, ή μάλλον, που δεν
αντιδρούσε καθόλου. Έπρεπε να ξεσπάσει
γιατί έδειχνε πως τρελαινόταν εντελώς.
Ήθελε να του βάλει τις φωνές αλλά αντί
γι’ αυτό, κάλεσε τον Φοίβο για να την
ηρεμήσει.
«Κάνε
υπομονή αγάπη μου, μόλις έχασε τη μητέρα
του, φοβάται μη μείνει εντελώς μόνος».
«Αχ
ρε Φοίβο, εσύ και η ικανότητά σου να
βλέπεις μέσα στον άλλον ακόμα κι από
απόσταση», τον πείραξε.
«Έχε
χάρη που ήθελα να σπουδάσω Αγγλική
φιλολογία αντί για ψυχολογία», γέλασε
εκείνος. «Θα μείνεις και σήμερα εκεί;»
τη ρώτησε με ενδιαφέρον.
«Θα
σε πείραζε;»
«Ναι,
αλλά μόνο γιατί μου λείπεις. Πρώτη φορά
περνάμε τόσο χρόνο μακριά ο ένας από
τον άλλον, το ξέρεις;»
«Το
ξέρω, και είναι πιο δύσκολο απ’ όσο
φανταζόμουν», παραδέχτηκε και αφού τον
χαιρέτησε, έκλεισε το κινητό.
Γύρισε
προς το σαλόνι όμως ξαφνιάστηκε όταν
είδε τον Άγγελο να στέκεται στη πόρτα
της κρεβατοκάμαρας, να τη παρακολουθεί
ανέκφραστος. Το ύφος του ήταν δύσκολο
να αποκωδικοποιηθεί και ξαφνιάστηκε
γι’ αυτό γιατί ήξερε όλες τις εκφράσεις
του. Συνειδητοποίησε πως η απόσταση και
ο χρόνος τον είχαν μετατρέψει σε κάποιον
που δεν γνώριζε τόσο καλά όσο νόμιζε.
«Θα
ήθελα να κοιμηθώ», ψέλλισε κουρασμένα
εκείνος.
«Κάνε
ένα ντους πρώτα».
«Θέλω
να φύγεις, ΤΩΡΑ», έβαλε ξαφνικά τις
φωνές και πέταξε τα ρούχα της προς το
μέρος της. Η Εύα σάστισε με την ξαφνική
αλλαγή του αλλά κατάφερε να μείνει
ανέκφραστη υπενθυμίζοντας στον εαυτό
της πως ο Άγγελος πονούσε. Δεν ήξερε πώς
να διαχειριστεί τον πόνο. Δεν μπορούσε
να του θυμώσει να το ξέσπασμά του. «Φύγε,
πήγαινε στον τύπο στον οποίο μιλούσες,
δεν θέλω να σε ξέρω, δεν θέλω να σε βλέπω»,
δήλωσε με σιγουριά ενώ της έδειξε προς
τη πόρτα του δωματίου.
Η
Εύα φοβήθηκε όταν είδε την φλέβα στο
λαιμό του να πάλλεται. Κατάπιε τη πίκρα
της και βγήκε από το δωμάτιο. Έκλεισε
τη πόρτα πίσω της αλλά είχε ήδη αποφασίσει
πως δεν θα πήγαινε πουθενά. Πρώτα θα του
αγόραζε φαγητό, θα του μαγείρευε κάτι,
θα του έβαφε το σπίτι που ήταν πιο βρώμικο
κι από τρώγλη και μετά θα έφευγε.
Έβαλε
ένα κοτόπουλο να σιγοψήνεται στο φούρνο,
όταν γύρισε σπίτι με ένα σωρό τσάντες
στα χέρια και άνοιξε την μπογιά που είχε
φέρει το παιδί από το μαγαζί απ’ όπου
τις είχε αγοράσει. Πήρε μια βούρτσα με
κοντάρι και έριξε μια ματιά στους
βρώμικους τοίχους. Χρειαζόταν μια αλλαγή
εκεί μέσα, να φύγει το γκρίζο και να μπει
λίγο χρώμα. Άρχισε να βάφει τον τοίχο
σε μια απαλή απόχρωση της μέντας όσο
πιο προσεχτικά μπορούσε, μα σύντομα
ένιωσε τον θυμό να τη πνίγει και χτύπησε
με μανία τη βούρτσα στον τοίχο, κάνοντας
τη μπογιά να πεταχτεί παντού και κυρίως
πάνω της. Είχε βαφτεί από τη κορυφή ως
τα νύχια αλλά τουλάχιστον ένιωσε κάπως
καλύτερα και σιγομουρμουρίζοντας έναν
παλιό σκοπό που αγαπούσε, συνέχισε τη
δουλειά της.
Δύο
ώρες αργότερα, είχε βάψει το σαλόνι όλο,
που ευτυχώς δεν ήταν πολύ μεγάλο, και
είχε βγάλει το φαγητό από τον φούρνο.
Μεσημέριαζε κι ήλπιζε σύντομα ο Άγγελος
να ξυπνούσε. Του έριξε μερικές ματιές
από το άνοιγμα της πόρτας ενώ έβαφε.
Έμοιαζε να κοιμάται ειρηνικά. Μπορεί
αυτό να χρειαζόταν για να ηρεμήσει η
ψυχή του, λίγο καλό ύπνο. Άλλαξε ρούχα
και ξαναφόρεσε τα δικά του που μύριζαν
σαν εκείνον και συνέχισε τη δουλειά
της.
Άρχισε
να στρώνει τραπέζι πάνω που άνοιξε η
πόρτα κι έκανε την εμφάνισή του το
νυσταγμένο του πρόσωπο. Έριξε μια ματιά
γύρω του ξαφνιασμένος και έκανε ένα
γύρο γύρω από τον εαυτό του, ανήμπορος
να πιστέψει πως βρισκόταν στο ίδιο σπίτι
στο οποίο είχε μπει το προηγούμενο
βράδυ.
«Τι
μυρίζει έτσι;» ρώτησε απότομα την Εύα
που τον παρακολουθούσε μ’ ενδιαφέρον.
«Φρέσκο
φαγητό. Ρίξε λίγο νερό στο πρόσωπο σου
κι έλα να φάμε».
Στάθηκε
παγωμένος να τη κοιτάζει να ετοιμάζει
τραπέζι για δύο και έξυσε το κεφάλι του.
«Σου ζήτησα να φύγεις», είπε αδιάφορα.
«Ναι,
το θυμάμαι έντονα».
«Μα
είσαι ακόμη εδώ».
Σήκωσε
το βλέμμα της γιατί άκουσε δυσπιστία
και ελπίδα στη φωνή του. «Έκανα ποτέ ό,
τι μου ζητούσες, ρε Άγγελε;» αστειεύτηκε.
Εκείνος
δεν χαμογέλασε καν. «Γιατί;» τη ρώτησε
αυστηρά. «Γιατί δε με αφήνεις στην
μοναξιά μου; Γιατί δεν φεύγεις;»
«Η
μοναξιά είναι άσχημο πράγμα, πίστεψε
με, το ξέρω καλά», επανέλαβε τα λόγια
που της είχε πει κάποτε στη Σάμο. «Ήρθα
για να μείνω, Άγγελε. Ή το αποδέχεσαι
και προσπαθούμε παρέα να κολλήσουμε τα
κομμάτια της σπασμένης σχέσης μας ή θα
μάθεις να με ανέχεσαι γιατί δεν πρόκειται
να με ξεφορτωθείς. Προτείνω το πρώτο,
για να κάνουμε τις ζωές μας πιο εύκολες,
εσύ τι λες;»
Το
σκέφτηκε λίγο και τράβηξε το βλέμμα του
από πάνω της. Για μια στιγμή η Εύα
απογοητεύτηκε και άρχισε να σκέφτεται
τρόπους για να του αλλάξει γνώμη σε
περίπτωση που αποφάσιζε να πάρει τον
δύσκολο δρόμο, όταν ο Άγγελος πλησίασε
το τραπέζι και κάθισε στη θέση του
αμίλητος. Εκείνη του σέρβιρε μια γενναία
μερίδα κοτόπουλο με πατάτες κι έβαλε
και για τον εαυτό της λίγο πριν καθίσει
απέναντί του.
«Αυτό
δεν σημαίνει πως σε συγχωρώ», της είπε
σκληρά εκείνος ενώ έπαιζε με το φαγητό
του.
«Όπως
θες», συμφώνησε εκείνη μελαγχολικά.
«Ακόμα
σε μισώ».
«Δεν
χρειάζεται», απάντησε με σπασμένη φωνή
και κάρφωσε τα μάτια της στα δικά του.
«Με μισώ εγώ αρκετά και για τους δύο
μας».
36.
Προσπάθησε
να φάει λίγο από το φαγητό της, σε μια
προσπάθεια να πάρει δυνάμεις αφού ήξερε
πως τον περίμεναν δύσκολες μέρες στη
συνέχεια. Δεν μπόρεσε να τραβήξει στιγμή
τα μάτια του μακριά από το πρόσωπό της.
Ενάμιση χρόνο τώρα δεν είχε χρόνο να
σκεφτεί καμία λεπτομέρειά του. Είχε
ξεχάσει πόσο μοναδικά όμορφη ήταν. Του
χαμογέλασε και παραλίγο να της συγχωρέσει
τα πάντα. Σηκώθηκε για να μαζέψει το
τραπέζι ενώ ο Άγγελος έμεινε στη θέση
του να τη παρακολουθεί να φοράει τα
ρούχα του, αφού τα δικά της ήταν καλυμμένα
με μπογιά. Οι κινήσεις της ήταν αεράτες,
μπορεί να μην είχε αλλάξει πολύ εμφανισιακά
αλλά σίγουρα η αυτοπεποίθηση της είχε
ανέβει μερικά σκαλοπάτια. Τα μάτια της
είχαν μια ηρεμία παράξενη που δεν είχε
ξαναδεί. Ήταν περίεργο πως ακόμα και το
μόνιμο συνοφρύωμά της είχε εξαφανιστεί
λες και είχε πάψει να ανησυχεί για τα
πάντα. Του χαμογέλασε πάνω από τον ώμο
της και η καρδιά του σφίχτηκε, όπως και
το στομάχι του από πόθο. Πόσο την ήθελε,
ακόμα και τώρα που προσπαθούσε να πείσει
τον εαυτό του να τη μισήσει, εκείνος την
αγαπούσε ακόμα περισσότερο. Φαντάστηκε
να τη φιλάει και να ακουμπά το ζεστό
δέρμα της, να τη γεύεται και ν’ ακούει
τη κοφτή της ανάσα να του χαϊδεύει τ’
αυτιά και ρίγησε ολόκληρος.
Σηκώθηκε
απότομα από τη καρέκλα του την οποία
έριξε στο πάτωμα, τρομάζοντας την Εύα.
Το ποτήρι που κρατούσε στο χέρι της
γλίστρησε από το χέρι της κι έπεσε
μπροστά στα πόδια της. Ένα κομμάτι γυαλί
έσκισε τη πατούσα της αναγκάζοντας τη
να βγάλει μια κραυγή πόνου που έκανε
τον Άγγελο να γυρίσει προς το μέρος της,
φοβισμένος. Μόλις είδε το ματωμένο πόδι
της ξέχασε το θυμό του κι έτρεξε κοντά
της. Γονάτισε πάνω στα γυαλιά και έριξε
μια ματιά στο κόψιμο ενώ η Εύα δαγκωνόταν
για να μη κλάψει από το πόνο.
«Πονάς;
Εύα, δεν προσέχεις καθόλου», τη μάλωσε
ενώ σηκωνόταν από το πάτωμα.
«Εσύ
φταις, ηλίθιε, με τρόμαξες έτσι όπως
τινάχτηκες λες και έχεις ελατήριο στον
πισινό», του έβαλε τις φωνές.
Ο
Άγγελος γρύλισε και με μια απότομη
κίνηση τη σήκωσε στα χέρια του. Η Εύα
τύλιξε τα χέρια της γύρω από τον λαιμό
του και στρίγκλισε φοβισμένη όταν
παραλίγο, από την κούραση, να τη ρίξει
κάτω. Γέλασε νευρικά κι έκρυψε το πρόσωπο
της στο λαιμό του ενώ πήρε μια βαθιά
ανάσα.
«Βρωμάς
τσιγάρο», σχολίασε κάπως θλιμμένα.
«Είσαι
τυχερή που έχω να πιω μέρες. Συνήθως
βρωμάω καπνό, ποτό και εμετό».
«Μην
το κάνεις αυτό στον εαυτό σου». Την άφησε
να καθίσει στην άκρη της μπανιέρας και
χαμήλωσε το βλέμμα του κουρασμένος. «Με
ακούς;» άρπαξε το χέρι του πριν
απομακρυνθεί.
«Μη
με ακουμπάς», την παρακάλεσε με πονεμένο
ύφος και τράβηξε το χέρι του.
«Λίγο
δύσκολο, με ακούμπησες πρώτος», τον
πείραξε.
«Δεν
κάνουμε διαγωνισμό για το ποιος ακούμπησε
πρώτος, ποιον, Ευάκι». Εκείνη χαμογέλασε
διάπλατα μόλις τον άκουσε να την αποκαλεί
έτσι, μα ο Άγγελος το μετάνιωσε. Δεν
έπρεπε να τη ξαναπεί Ευάκι… τη
μισείς, μαλάκα,
υπενθύμισε στον εαυτό του κι έψαξε να
βρει κάτι να της καθαρίσει την πληγή.
Τράβηξε λίγο βαμβάκι και άρπαξε και το
μισοάδειο ιώδιο και γονάτισε πάλι στα
πόδια της για να κοιτάξει το κόψιμο. Δεν
έδειχνε να έχει μείνει γυαλί μέσα αλλά
η Εύα σίγουρα πονούσε γιατί μόλις την
ακούμπησε, κλαψούρισε. Το σώμα του έγινε
άκαμπτο όταν ένιωσε τα χέρια της πάνω
στα μαλλιά του. Σχεδόν άρπαξε μια μεγάλη
τούφα όταν καθάρισε τη πληγή, γιατί την
έτσουξε και ο Άγγελος κρατήθηκε με το
ζόρι για να μη την αρπάξει και τη κάνει
δική του επί τόπου.
«Συγνώμη
που σε άγγιξα αλλά πόνεσα», απολογήθηκε
εκείνη όταν σήκωσε το βλέμμα του. Δεν
άντεξε για πολύ. Ανασήκωσε ελάχιστα το
σώμα του και έβαλε το χέρι του πίσω από
το κεφάλι της. Την τράβηξε κοντά του και
διεκδίκησε με μανία το φιλί που του είχε
λείψει τόσο πολύ, πιάνοντας την Εύα
εξαπίνης. Δεν ανταποκρίθηκε αμέσως αλλά
μόλις χαλάρωσε το σώμα της και μισάνοιξε
τα χείλια της όσο χρειαζόταν για να
συναντηθούν οι γλώσσες τους σ’ έναν
τρελό χορό, ο Άγγελος σχεδόν ένιωσε τον
κόσμο γύρω του να γυρνάει.
Τραβήχτηκε
από κοντά της, διακόπτοντας το φιλί τους
απότομα και σηκώθηκε όρθιος. Δεν έπρεπε
να νιώθει ευχαρίστηση, δεν έπρεπε να
αναζητάει σε κάθε του ανάσα το φιλί της.
Δε γινόταν ακόμα και τώρα να τον εξουσιάζει
χωρίς στην ουσία να κάνει τίποτα.
«Φύγε,
σε παρακαλώ, φύγε», μουρμούρισε σαν
χαμένος και βγήκε από το μπάνιο χτυπώντας
την πόρτα πίσω του με δύναμη.
Η
Εύα έφερε το χέρι στα χείλια της και
πήρε μια βαθιά ανάσα ενώ τα έγλυφε αφού
γευόταν ακόμα και τώρα το φιλί του. Τα
πράγματα έπαιρναν περίεργη στροφή πάλι
και δε γινόταν να πέφτουν κάθε τρεις
και λίγο στη παγίδα του ανεκπλήρωτου
έρωτα τους και να γκρεμίζουν μ’ ευκολία
ό, τι χτίζανε με κόπο. Χοροπηδώντας στο
ένα πόδι, βγήκε κι εκείνη από το μπάνιο
και πήγε στη κρεβατοκάμαρα του. Τον
βρήκε μόνο με το μποξεράκι ν’ αλλάζει
και για μια στιγμή ξαφνιάστηκε από το
πόσο πολύ είχε αδυνατίσει. Σχεδόν
μπορούσε να μετρήσει τα πλευρά του. Είχε
γίνει σκιά του εαυτού του και κατά βάθος,
χωρίς μεγάλη δυσκολία, έριξε την ευθύνη
πάνω της γιατί δεν ήταν δίπλα του σε
αυτή τη τρομερά δύσκολη περίοδο της
ζωής του για να τον προσέχει.
«Μη
με κοιτάς έτσι, μη με λυπάσαι», της φώναξε
ενώ φορούσε το τζιν του.
«Ειλικρινά,
για το μόνο πράγμα που σε λυπάμαι είναι
για τον κάλο σου στον εγκέφαλο».
«Κόψε
τις μαλακίες Εύα, τι στο διάολο θες εδώ,
ε;» Άφησε όλη την οργή του ελεύθερη μα
εκείνη δεν έδειξε να τον φοβάται. «Γιατί
γύρισες; Γιατί συνεχίζεις να με τυραννάς;»
«Για
σένα είμαι εδώ», του απάντησε ήρεμα.
«Έπρεπε να ήμουν εξαρχής εδώ και να σε
στηρίζω αλλά διάλεξα λάθος δρόμο»,
προσπάθησε να βάλει σε μια τάξη τις
σκέψεις της.
«Γιατί
έφυγες; Σου είπα να με περιμένεις,
κατέστρεψα το μέλλον μου με τη Νάντια
για χάρη σου κι εσύ σηκώθηκες κι έφυγες».
«Καταρχάς,
μη μου φωνάζεις», τσίριξε ενοχλημένη
εκείνη. «Το μέλλον σου με τη Νάντια;
Σοβαρά τώρα; Πολλές φορές μου έδινες
την εντύπωση πως ήσουν βολεμένος με τη
κατάσταση. Είχες τη σίγουρη γκόμενα από
τη μία που θα σε περίμενε σαν πιστή
Πηνελόπη κι από την άλλη εμένα που δεν
ήξερα τι ήθελα. Ε, λοιπόν, μάθε ηλίθιε,
πως εσένα ήθελα πάντα αλλά δε μπορούσα
να σου πω ναι ποτέ γιατί φοβόμουν μη
γίνω κι εγώ μια σίγουρη γκόμενα σου, σαν
τη Νάντια».
Το
χαστούκι που της έδωσε ο Άγγελος, την
έκανε να παραπατήσει. Σήκωσε τη χέρι
της στο μάγουλο της και έβγαλε ένα
καγχασμό έκπληξης ενώ τα μάτια της
γέμιζαν δάκρυα. «Αυτό πίστευες για μένα,
πως θα μπορούσα να σου φερθώ εσένα τόσο
σκάρτα; Λυπάμαι τόσο πολύ». Έπνιξε τα
λόγια του και της γύρισε τη πλάτη. «Την
εκτιμούσα τη Νάντια και δεν της άξιζε
αυτό που της έκανα. Την άφησα γιατί δε
μπορούσα να ζω με το αν… αν με την Εύα
έχω λαμπρό μέλλον… αν η Εύα με αγαπάει…
αν συνεχίσουμε από εκεί που σταματήσαμε…
αν η αγάπη μας δεν έχει σβήσει πραγματικά…
αν, αν, αν… ένα σωρό γαμημένα αν»,
κλαψούρισε και ξέσπασε σε νευρικά γέλια
το επόμενο δευτερόλεπτο. «Στο ζήτησα
να μου πεις το ναι, σου έριξα το μπαλάκι
γιατί έβλεπα στα μάτια σου την αμφιβολία.
Ναι, μπορεί να θεωρείς πως η Νάντια ήταν
η καβάντζα μου, μπορεί και να ήταν
αλήθεια, αλλά γαμώτο ρε Εύα», την αντίκρισε
κι εκείνη κράτησε την ανάσα της γιατί
τα μάτια του ήταν κατακόκκινα. «Σηκώθηκες
κι έφυγες με τόση ευκολία».
«Δεν
έχεις ιδέα πόσο δύσκολο μου ήταν να
φύγω», απάντησε απολογητικά εκείνη,
φανερά σοκαρισμένη από τα λόγια του.
«Αυτό που είδα ήταν το άδειο κρεβάτι
όταν ξύπνησα και την απουσία σου από το
διαμέρισμά μου. Σου τηλεφωνούσα για
ώρες και δεν απαντούσες. Νόμιζα πως
είχες διαλέξει τη Νάντια και πόνεσα όσο
δεν μπορώ να σου περιγράψω. Δεν ρωτούσα
για σένα γιατί φοβόμουν τι θα μάθω. Δεν
ήθελα να ξέρεις πού βρίσκομαι γιατί δεν
άντεχα την απόρριψη. Νομίζεις μου ήταν
εύκολο; Σε πληροφορώ πως δεν ήταν».
Κοιτάχτηκαν
σιωπηλοί ώσπου ο Άγγελος δεν άντεξε και
τράβηξε πρώτος το βλέμμα του. «Μερικές
φορές νιώθω πως είσαι τοξική. Πως μου
κάνεις κακό. Δεν αντέχω άλλο να πονάω
εξαιτίας σου, Εύα. Δεν κάνουμε καλό ο
ένας στον άλλον πια, ό, τι είχαμε φτιάξει
τότε στη Σάμο, έχει γκρεμιστεί και δεν
χτίζεται ξανά». Ακουγόταν απελπισμένος.
«Βαρέθηκα να πονάω, φύγε σε παρακαλώ,
πήγαινε σπίτι σου ή στον γκόμενο σου…»
«Φοίβο
τον λένε».
«Δε
μ’ ενδιαφέρει», φώναξε αγανακτισμένος.
«Είναι
είκοσι οχτώ χρονών. Γνωριστήκαμε στο
Λονδίνο τη πρώτη βραδιά μου εκεί κι
έκτοτε είμαστε αχώριστοι».
«Γιατί
μου κάνεις αυτό;» έκλαψε εκείνος και
κάρφωσε τα μάτια του στα δικά της,
παρακαλώντας τη σιωπηλά να σταματήσει
τη τυραννία στην οποία τον υπέβαλλε.
«Ο
πατέρας του έχει εκδοτικό οίκο και θα
ξεκινήσω δουλειά εκεί από Δευτέρα.
Μένουμε μαζί, βλέπω ένα όμορφο μέλλον
μαζί του», συνέχισε εκείνη αγνοώντας
τα παρακάλια του. «Κι εγώ κουράστηκα
Άγγελε. Καιρός είναι να ξεκολλήσουμε
το τσιρότο από την πληγή, μια κι έξω και
να προχωρήσουμε παρακάτω».
«Για
σένα είναι εύκολο, δεν με αγαπάς πια
όπως σε αγαπώ εγώ».
«Πόσο
λάθος κάνεις», τον διέκοψε. Της έριξε
μια ξαφνιασμένη ματιά και στάθηκε
μπροστά της περίεργος για τα λόγια της.
«Δεν ήθελα να γυρίσω γιατί ήξερα πως με
τη μία ματιά που θα σου έριχνα, η καρδιά
μου θα έπαιζε ντραμς. Και με πονάει που
σε αγαπάω και θα σε αγαπάω πάντα ενώ
έχουμε τόσο κακό συγχρονισμό. Όταν μπορώ
εγώ, δε μπορείς εσύ και το αντίθετο. Κάνω
κακό στον εαυτό μου και σε σένα μα το
χειρότερο είναι πως κάνουμε κακό και
στους γύρω μας. Γι’ αυτό σου λέω, τον
λένε Φοίβο τον αγαπώ και θα τον αγαπήσεις
κι εσύ όταν τον γνωρίσεις», τον διέταξε
και για πρώτη φορά ένα αχνό χαμόγελο
σχηματίστηκε στα χείλια του Άγγελου.
«Είναι τόσο τρελό, ξεκίνησα τη σχέση
μαζί του με σκοπό να τον χρησιμοποιήσω
για να σε ξεπεράσω και στο τέλος τον
ερωτεύτηκα τρελά», του εξήγησε γελώντας
νευρικά. «Τα βλέπεις; Χρησιμοποιούμε
πάντα τρίτους να μας βγάλουν από τη
δύσκολη θέση που βάζουμε τους εαυτούς
μας και δεν είναι δίκαιο».
«Γιατί
δε φεύγεις, είναι το πιο απλό και για
τους δύο μας. Φύγε, βγες από τη ζωή μου
και συνέχισε τη δική σου».
«Δεν
θα σε αφήσω να αυτοκαταστραφείς. Δεν θα
σε ξαναφήσω. Δεν θα πάω πουθενά, Άγγελε.
Βάλτ’ το καλά στο μυαλό σου πως πριν
ενάμιση χρόνο, ήταν η τελευταία φορά
που σ’ εγκατέλειψα». Έτρεμε ολόκληρη.
Ένιωσε τέτοια εξάντληση που το μόνο που
σκέφτηκε ήταν να προσπεράσει και να
πέσει με φόρα στο στρώμα του. Έκρυψε το
πρόσωπο της στο μαξιλάρι και χτύπησε
με μανία τις γροθιές της πάνω του. «Σε
μισώ τόσο πολύ, Πριοβόλου, σε μισώ γιατί
με κάνεις κι αισθάνομαι τόσο αβοήθητη
μα θέλω να σ’ έχω στη ζωή μου γιατί χωρίς
εσένα νιώθω μισή. Μη μου το στερήσεις
αυτό. Κάνε μου τη χάρη. Άφησε με να μείνω
εδώ, άφησε με να μείνω μέρος της
καθημερινότητας σου. Μη με διώχνεις»,
μουρμούρισε με το πρόσωπο ακόμα κρυμμένο
στο μαξιλάρι του. Κράτησε την ανάσα της
και περίμενε την αντίδραση του αλλά
εκείνος έμεινε σιωπηλός για αρκετά
λεπτά. Απογοητεύτηκε κι ετοιμάστηκε να
σηκωθεί και να του αδειάσει τη γωνία,
όταν ένιωσε το στρώμα να μετατοπίζεται
ελαφρά κάτω από το βάρος του. Ξάπλωσε
στο πλάι της και αναστέναξε θλιμμένα
ενώ τη τράβηξε κοντά του και την έκλεισε
τα χέρια του. Η Εύα άφησε την ανάσα της
ανακουφισμένη και αφέθηκε να απολαύσει
τη ζεστασιά του κορμιού του. «Σ’
ευχαριστώ,» ψιθύρισε με κομμένη την
ανάσα.
«Ακόμα
σε μισώ».
«Κι
εγώ με μισώ, Άγγελέ μου, όσο δε μπορείς
να φανταστείς».
«Μη
με κάνεις να μετανιώσω».
«Κι
εσύ άλλη φορά να σηκώνεις το τηλέφωνό
σου όταν σε καλώ».
Στράφηκε
προς το μέρος του για να ρίξει μια ματιά
στο κουρασμένο πρόσωπό του. Χάιδεψε
απαλά το μάγουλό του και άφησε ένα δάκρυ
να ξεφύγει από την άκρη του ματιού της,
που φανέρωνε όλη της τη θλίψη.
«Μακάρι
να με συγχωρέσεις μια μέρα για όσα σου
έχω κάνει».
«Ελπίζω
να με συγχωρέσεις κι εσύ, που δεν ήμουν
τόσο γενναίος όσο σου άξιζε».
«Κάναμε
και οι δύο πολλά λάθη, Άγγελε». Έκλεισε
για λίγο τα μάτια της σε μια προσπάθεια
να κατευνάσει όλα όσα ένιωθε. Δεν τόλμησε
να πει άλλη κουβέντα. Άφησε τη σιωπή να
μιλήσει, με την ελπίδα πως ίσως εκείνη
να κατάφερνε να τους δέσει και πάλι.
Μακάρι να μπορέσουν να τα βρουν.. Να νιώσουν γαλήνη.. Να σταθεί στα πόδια του ο Αγγελος😡😡
ΑπάντησηΔιαγραφή