Τρίτη 12 Μαΐου 2020

~16~ Κεφάλαια 37-38-39


37.
«Θα σου άρεσε πολύ το Λονδίνο».
 Μείνανε για αρκετή ώρα ξαπλωμένοι πάνω στο στρώμα να μιλάνε λες και δεν είχε περάσει μέρα από τον χωρισμό τους. Ο Άγγελος άντεξε ακόμα και το τηλεφώνημα της Εύας στον Φοίβο τον οποίο έβαλε σε ανοιχτή ακρόαση για να χαιρετηθούνε. Την κοίταξε στα μάτια λες και της έλεγε πως τον ενέκρινε, κάτι που έβαλε ένα τεράστιο χαμόγελο στα χείλη της Εύας που κοκκίνισε ολόκληρη. Ήθελε οι δυο τους να γίνουν φίλοι, ήταν πολύ σημαντικό για εκείνη να έχει στο πλευρό της και τους δύο. 
 
«Γιατί θα μου άρεσε;» Είχε ακουμπήσει το κεφάλι του στο στομάχι της και γουργούριζε σαν γάτος κάθε φορά που τα δάχτυλά της μπλεκόταν στα μαλλιά του. Ήταν που του είχε λείψει η επαφή πολύ, όπως και η ίδια.
«Είναι το ίδιο μουντό και μελαγχολικό όπως εσύ», τον πείραξε και γέλασε με τη ψυχή της για το βλοσυρό τρόπο με τον οποίο την αγριοκοίταξε. «Είναι όμορφο, ιδιαίτερα τα Χριστούγεννα. Νομίζω τότε πρέπει να σε πάω να το γνωρίσεις. Βρέχει συνέχεια αλλά ο κόσμος είναι μες στα χρώματα και η γκριζάδα της πόλης χάνεται εντελώς. Είναι μαγικό».
«Σε πιστεύω», γέλασε αχνά γνωρίζοντας πως η Εύα σπάνια ενθουσιαζόταν χωρίς λόγο.
«Σε σκεφτόμουν κάθε μέρα. Όπου κι αν πήγαινα», συμπλήρωσε εκείνη και σήκωσε τον κορμό της για να καθίσει πάνω στο στρώμα. Ο Άγγελος τη μιμήθηκε και κοιτάχτηκαν για λίγο ώσπου εκείνη τυλίχτηκε ολόκληρη γύρω του για να τον κρατήσει πάνω της με όλη της τη δύναμη. Τα μέσα του ξανακόλλησαν με αυτή την αγκαλιά και ξέχασε για λίγο τον πόνο που του είχε προκαλέσει ο χαμός της μητέρας του.  Φίλησε τον ώμο της και πήρε μια βαθιά ανάσα για να συγκρατήσει το λουλουδένιο άρωμα της. «Θα είσαι καλά, Άγγελε. Θα σε φροντίζω εγώ και θα είσαι καλά. Πρέπει να σε παχύνω και λίγο. Δεν μου αρέσεις κοκκαλιάρης».
Εκείνος χαχάνισε και την έσπρωξε από κοντά του, ορεξάτος για πειράγματα. «Δεν με νοιάζει, εσύ έτσι κι αλλιώς δεν έχεις δικαίωμα στα κόκκαλα μου, πια». Σήκωσε το φρύδι του προκλητικά και σηκώθηκε από το στρώμα.
«Σε καμιά γυναίκα δεν αρέσουν οι κοκκαλιάρηδες», του φώναξε εκείνη και τον ακολούθησε στο σαλόνι. Τον πέτυχε να ανάβει τσιγάρο και πάλεψε με την ανάγκη της να τον προστατέψει και να πάρει αυτόν τον δαίμονα από τα χείλια του. «Λέω να παραγγείλουμε σουβλάκια να φάμε».
«Όχι,» τη διέκοψε κι έριξε μια ματιά στο ρολόι του. «Είναι ώρα να πας σπίτι σου».
«Δε χρειάζεται, ο Φοίβος καταλαβαίνει».
«Δεν γίνεται να μείνεις όλη την υπόλοιπή σου ζωή εδώ, Εύα, να με προσέχεις λες και…» σταμάτησε και έκλεισε τα μάτια του. «Σου υπόσχομαι πως θα είμαι καλά. Πήγαινε σπίτι σου. Έκανες αρκετά για μένα».
«Μα δεν θέλω», πείσμωσε εκείνη και του έδειξε τη πατούσα της. «Κοίτα, δε μπορώ να περπατήσω, είμαι πληγωμένη», ψιθύρισε με έντονη τραγικότητα, κάνοντας τον να γελάσει. «Σουβλάκια», του είπε κι έτριψε το στομάχι της.
«Φοίβος», της υπενθύμισε.
«Φοίβος και σουβλάκια», συνέχισε εκείνη και τον κάλεσε στο κινητό πριν μπορέσει ο Άγγελος να τη σταματήσει. «Ματάκια μου, δεν έρχεσαι από δω με μερικά… πολλά… καμιά δεκαριά πιτόγυρα να φάμε;» την άκουσε να του λέει και απόρησε πώς μπόρεσε να του περάσει από το μυαλό πως μπορούσε να τη μισήσει. Ήταν σαν να μισούσε την Άνοιξη κι αυτό ήταν αδύνατο, η Εύα ήταν η Άνοιξή του, το μόνο πράγμα που του έδινε ελπίδα και χαιρόταν που την είχε ξανά μπροστά του, έστω και υπό αυτές τις βασανιστικές συνθήκες. «Σε μία ώρα θα είναι εδώ, ως τότε λέω να σε κάνω άνθρωπο».
 Η γλυκιά φωνή της τον έβγαλε από τις σκέψεις του λίγο άτσαλα. «Τι εννοείς;»
«Αύριο είναι η κηδεία της μαμάς σου, Άγγελε. Δε θέλω να τη συνοδέψεις στη τελευταία της κατοικία έτσι. Μοιάζεις με πρεζάκι που έχει να πάρει τη δόση του για μέρες», του εξήγησε στεναχωρημένη για τη κατάσταση του. «Κάνε ένα μπάνιο, μετά θα σε κουρέψω λίγο και θα φροντίσω λίγο το μούσι σου».
Το βλέμμα του σκοτείνιασε απότομα μόλις αναφέρθηκε στη μητέρα του. Ήταν λες και στράγγιξε όλο του το σώμα από ζωή. Τον αγκάλιασε μόλις τον είδε να παραπατάει από λύπη και τον βοήθησε να πάει στο μπάνιο. Γέμισε τη μπανιέρα με νερό και έριξε μέσα αρκετό από το αφρόλουτρό του πριν του βγάλει τη μπλούζα. Τη κοιτούσε σχεδόν αφηρημένα, χωρίς να τη βλέπει στη πραγματικότητα αφού η εικόνα της μητέρας του στο κρεβάτι του νοσοκομείου να χαμογελάει καθώς άφηνε τη τελευταία της ανάσα, του έκανε ανελέητη επίθεση. Πονούσε ολόκληρος και ξάφνου έβαλε τα κλάματα γιατί δεν άντεχε άλλο την απώλεια της. Κατέρρευσε εντελώς στα χέρια της και η Εύα δεν μπόρεσε να τον κρατήσει πια. Βρέθηκαν να κάθονται κουλουριασμένοι στο πάτωμα του μπάνιου ενώ εκείνος πάλευε να μαζέψει τα κομμάτια του, γαντζωμένος πάνω της λες και ήταν η σωσίβια λέμβος του σε μια φουρτουνιασμένη θάλασσα.
Μόλις βρήκε και πάλι την αυτοσυγκέντρωσή του, τον άφησε μόνο του και πήγε στο σαλόνι. Πρώτη φορά ένιωσε την ανάγκη να βγει στο δρόμο και ν’ αρχίσει να τρέχει χωρίς να θέλει να πάει κάπου συγκεκριμένα. Το μόνο που ήθελε ήταν να νιώσει τον αέρα στο πρόσωπο της και να μη σκέφτεται. Πώς θα μάζευε τα κομμάτια του; Πώς θα τον βοηθούσε να τα ξανακολλήσει; Η στεναχώρια της την έπνιγε και της έκλεινε το λαιμό τόσο πολύ, που για μια στιγμή νόμιζε πως δε μπορεί να πάρει ανάσα. Μάλωσε τον εαυτό της.  Έπρεπε να μείνει δυνατή γι’ αυτόν, όχι να τα χάσει κι εκείνη.
Ανησύχησε γιατί περνούσε η ώρα και ο Άγγελος δεν έκανε την εμφάνιση του. Μπήκε διστακτικά στο μπάνιο και τον βρήκε μέσα στη μπανιέρα, να έχει αγκαλιάσει τα γόνατά του και να έχει ακουμπήσει το πηγούνι του εκεί ενώ κοιτούσε τον τοίχο απέναντί του. Έπεφτε πάλι μες τη παγίδα που του έστηνε η θλίψη του. Κάθισε στην άκρη της μπανιέρας και καθάρισε το πρόσωπο του από τα βρεγμένα του μαλλιά.
«Θα κρυώσεις, βγες σιγά-σιγά από το νερό», τον παρακάλεσε.
«Δε μπορώ να κουνηθώ», ψιθύρισε θλιμμένα. «Πονάω. Πώς θα μπορέσω να ζήσω χωρίς εκείνη;»
«Δεν ξέρω», απάντησε εκείνη ειλικρινά. «Μαζί θα το ξεπεράσουμε όμως».
«Έχω χάσει τα πάντα, τη δουλειά μου, τη μητέρα μου… εσένα…»
«Δεν μ’ έχεις χάσει, Άγγελε, κοίτα με, είμαι εδώ». Τον ανάγκασε να την αντικρίσει και σκούπισε τα δάκρυα του. «Σου ορκίζομαι πως δε θα σε ξαναφήσω».
«Σε μισώ τόσο πολύ», επανέλαβε και η καρδιά της έσπασε σε χίλια κομμάτια. «Σε μισώ γιατί σ’ αγαπώ μετά απ’ ό, τι μου έκανες… σε μισώ…»
«Εντάξει, το δέχομαι. Τώρα βγες από το νερό». Σηκώθηκε με το ζόρι και έσυρε το βήμα της προς την έξοδο αδυνατώντας όμως να συγκρατήσει τον πόνο που ένιωθε κάθε φορά που της έλεγε πως τη μισούσε. Οι απότομες εναλλαγές τις διάθεσης του την τρέλαιναν αλλά δε μπορούσε να τον αδικήσει. Τον είχε κομματιάσει ο χαμός της Ματίνας κι εκείνη δεν είχε βοηθήσει καθόλου τη κατάσταση. Αναρωτήθηκε αν θα κατάφερναν ποτέ να ξεπεράσουν τον θυμό που ένιωθαν και οι δύο, αν σταματούσε ποτέ η αγάπη να νιώθει σαν μίσος. Η γραμμή μεταξύ των δύο ήταν τόσο λεπτή κι εκείνη έπρεπε να παλέψει να τον κρατήσει στη φωτεινή πλευρά.
Τινάχτηκε όταν τον άκουσε να βγαίνει από το μπάνιο σέρνοντας το βήμα του και του έκανε νόημα να καθίσει στη καρέκλα. Είχε βρει ένα ψαλίδι σχετικά καλό στο μπάνιο και το είχε τροχίσει λίγο, όσο χρειαζόταν για να κόψει τα μαλλιά του. Θυμήθηκε τη πρώτη φορά που το είχε κάνει. Ο Άγγελος και τότε περνούσε δύσκολα. Και τότε έκλαιγε βουβά και τότε είχε αφεθεί στα χέρια της χωρίς να το σκεφτεί γιατί την εμπιστευόταν. Έπρεπε να δουλέψει πολύ για να τον κάνει να την εμπιστευτεί ολοκληρωτικά ξανά.
Έκοψε μερικές τούφες μέχρι που κατάφερε να τιθασέψει τα μαλλιά του και μετά στάθηκε μπροστά του για να φτιάξει το μούσι του. Όταν οι ματιές τους συναντήθηκαν, ένιωσε λες και τη χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα. Ακόμα και τώρα την επηρέαζαν τα γκριζογάλανα μάτια του τόσο πολύ. Το χέρι της έτρεμε όταν σήκωσε το ψαλίδι στο πρόσωπο του. Εκείνος έκλεισε τα μάτια και στα τυφλά τη σταμάτησε, πιάνοντας το χέρι της από τον καρπό.
«Μη, θα το κάνω εγώ», μουρμούρισε κουρασμένα.
«Δεν πειράζει, το ‘χω», χαμογέλασε εκείνη μα ο Άγγελος έμεινε ανέκφραστος. «Εντάξει, θα το κάνεις μόνος σου», ψιθύρισε και φίλησε το μέτωπο του. Προσπάθησε να απομακρυνθεί αλλά τη σταμάτησε κι αγκάλιασε τον κορμό της σφιχτά, κόβοντας της την ανάσα.
«Χαίρομαι που γύρισες, Εύα», παραδέχτηκε κι εκείνη άκουσε πόνο στο τόνο του, που την ανάγκασε να συγκρατήσει έναν λυγμό. «Συγγνώμη, δεν σε μισώ. Μου έλειψες τόσο πολύ».
Δεν τη κοίταξε. Μόνο και μόνο στη παραδοχή αυτή ένιωσε αδύναμος εντελώς γιατί δε μπόρεσε να πείσει τον εαυτό του να της κρατήσει κακία. Πήγε με μεγάλο βήμα στο μπάνιο και έκλεισε τη πόρτα πίσω του. Άνοιξε το ντουλάπι του νιπτήρα κι έβγαλε ένα νέο ξυράφι για τη μηχανή του. Ήταν από εκείνες τις παλιές τις ασημένιες, που χρησιμοποιούσε ο παππούς του. Σ’ εκείνον άνηκε και του την είχε κλέψει γιατί ήθελε κάτι να τον θυμάται. Ίσως η μόνη στιγμή που περνούσαν μαζί, να δένονται σαν παππούς και εγγονός, ήταν εκείνες τις στιγμές που εκείνος ξυριζόταν κι ο Άγγελος τον παρακολουθούσε εκστασιασμένος λες κι έκανε κάτι σπουδαίο.
Προσπάθησε να το τοποθετήσει  στην εσοχή του μα απέτυχε και του έπεσε μες στο νιπτήρα, αφού τα χέρια του έτρεμαν τόσο πολύ, σαν να μην ήθελαν να συνεργαστούν. Στη τρίτη προσπάθεια πέταξε τη μηχανή νευριασμένος στον τοίχο και έριξε μια ματιά στο ξυράφι. Σταμάτησε να σκέφτεται. Μπήκε στον αυτόματο πιλότο. Σχεδόν δεν όριζε τις κινήσεις του όταν  το έβγαλε από το νιπτήρα. Αναρωτήθηκε πώς θα ήταν να νιώσει το τσούξιμο του κοψίματος πάνω στη φλέβα. Κάποιος του είχε πει πως αν συγκεντρωνόταν μπορεί και να άκουγε το δέρμα να σπάει κάτω από τη λεπίδα. Φαντάστηκε τη ζαλάδα ενώ θα έχανε αίμα, το πιθανότερο θα ήταν να μη καταλάβαινε καν καλά-καλά τον θάνατο γιατί στα μισά θα είχε λιποθυμήσει. Μισούσε το αίμα όσο τίποτ’ άλλο και στη θέα του ανακατευόταν έντονα. Θα έλειπε σε κανέναν; Δεν είχε και πολλούς στη ζωή του να νοιάζονται για εκείνον. Η μητέρα του έφυγε για πάντα, ο πατέρας του θα χαιρόταν να τον δει νεκρό, η Νάντια ήταν εξαφανισμένη. Μόνο ο Πάνος νοιαζόταν και η Εύα… άραγε θα μάθαινε να ζει χωρίς αυτόν στη ζωή της; Αν της ήταν εύκολο να ζήσει μακριά του στο Λονδίνο, ίσως να τον ξεχνούσε γρήγορα αν έφευγε εκείνος από τη ζωή.
Είχε χαθεί στις μαύρες σκέψεις του τόσο πολύ που δεν κατάλαβε καν πότε άνοιξε η πόρτα και μπήκε η Εύα μέσα στο μπάνιο. Μόνο όταν ένιωσε το ζεστό χέρι της πάνω στον κρύο του καρπό, εκεί που παραλίγο να κατεβάσει το ξυραφάκι, σήκωσε το βλέμμα του και κοίταξε το φοβισμένο πρόσωπο της. Πέταξε το ξυράφι στο νιπτήρα και προσπάθησε ν’ αναπνεύσει. Δεν ήταν η πρώτη φορά που είχε σκεφτεί να αφαιρέσει τη ζωή του αλλά ήταν η πρώτη φορά που παραλίγο να το κάνει. Του είχε κοπεί η ανάσα και τα μάτια του είχαν γεμίσει δάκρυα.
«Τι πήγες να κάνεις;» του φώναξε εκείνη, ανήμπορη να συγκρατήσει τον θυμό της. «Τι πήγες να κάνεις στον εαυτό σου; Πώς το σκέφτηκες αυτό το πράγμα, μου λες;» Τον ανάγκασε να τη κοιτάξει κι αμέσως τύψεις γέμισαν τη ψυχή του. Πώς πίστεψε πως δε θα την ένοιαζε; Έβλεπε ξεκάθαρα στα κόκκινα από το κλάμα μάτια της πως η σκέψη και μόνο τη σκότωνε.
«Εύα…» ψέλλισε τ’ όνομα της ενώ τα μάτια του ταξίδεψαν πάνω από τον ώμο της στο νεαρό άντρα με τα πράσινα μάτια γεμάτα ανησυχία που στεκόταν με μια σακούλα στο χέρι και τους κοιτούσε διστάζοντας να πλησιάσει περισσότερο. «Νομίζω χρειάζομαι βοήθεια», συμπλήρωσε και κάθισε στην άκρη της μπανιέρας, ζαλισμένος από τη κούραση και τη συναισθηματική αστάθεια.
Η Εύα γονάτισε μπροστά του κι έκλεισε το πρόσωπό του στα χέρια της. Δεν μπόρεσε να βγάλει άχνα αφού ένας κόμπος είχε κλείσει το λαιμό της. Πονούσε το στέρνο της στην προσπάθειά της να αναπνεύσει. Ο Άγγελος την κοιτούσε απολογητικά, σαν να την ικέτευε να τον καταλάβει. Δεν κατάλαβε καν πότε μπήκε στο μπάνιο ο Φοίβος, που την ανάγκασε να σταθεί όρθια.
«Γλυκιά μου, γιατί δε πας να στρώσεις τραπέζι; θα φροντίσω εγώ τον Άγγελο». Την τράβηξε με το ζόρι μακριά του μα εκείνη δεν έδειχνε διατεθειμένη να τον αφήσει.
«Δε το χει ξανακάνει αυτό».
«Το ξέρω, απλά έχει πάθει σοκ. Δεν έχει περάσει και λίγα. Άφησε με να τον ξυρίσω, σου ορκίζομαι να τον προσέχω».
Η Εύα ένεψε καταφατικά κι έριξε μια ματιά στο μελαγχολικό πρόσωπο του Άγγελου πριν βγει από το μπάνιο κι εκείνος ασυναίσθητα σκούπισε τα μάτια του. Ο Φοίβος έκλεισε τη πόρτα και άφησε μια μακρόσυρτη ανάσα να βγει, γεμάτη έννοια για τον άντρα απέναντι του. Φαινόταν διστακτικός στο να περιποιηθεί  τον άνθρωπο που η Εύα είχε αγαπήσει ολοκληρωτικά, αλλά το έκανε για εκείνη και ο Άγγελος τον εκτίμησε γι’ αυτό.
«Λοιπόν, θα σε ξυρίσω. Η Εύα έχει μια μανία με τα μούσια και δεν μπορώ να σε αφήσω να έχεις κι εσύ, γιατί στο λέω κατάμουτρα, ζηλεύω». Γέλασε με το αστείο του και έφτιαξε τη ξυριστική μηχανή. «Δε το ‘χω ξανακάνει, να ξυρίσω άλλον άντρα, αλλά θα το δοκιμάσω κι ελπίζω μόνο να βγούμε και οι δυο ζωντανοί από εδώ». Γρύλλισε για το χαζό σχόλιο του και χαμογέλασε απολογητικά στον Άγγελο που επιτέλους αντέδρασε και σήκωσε το βλέμμα του. «Συγγνώμη, όταν είμαι νευρικός, λέω μαλακίες».
«Εγώ τις κάνω», μίλησε χαμηλόφωνα ο Άγγελος και ο Φοίβος χαμογέλασε χαρούμενος.
«Θα κάνουμε καλό ζευγάρι εμείς οι δύο», έκανε μια γκριμάτσα όταν ο Άγγελος τον αγριοκοίταξε και χαχάνισε. «Ζευγάρι, ξέρεις τι εννοώ, νομίζω θα καταφέρουμε μια χαρά να τρελάνουμε την Εύα».
«Δεν χρειάζεται να είσαι καλός μαζί μου». Ο αυστηρός τόνος του, προβλημάτισε τον Φοίβο που έπιασε τον αφρό ξυρίσματος.
«Δεν έχεις συνηθίσει να περιτριγυρίζεσαι από καλούς ανθρώπους, ε;»
«Τι εννοείς;»
«Εννοώ ότι είμαι καλός μαζί σου γιατί το θέλω, όχι γιατί χρειάζεται αλλά γιατί αγαπώ την Εύα που αγαπά εσένα και τέλος πάντων, καταλαβαίνεις τι εννοώ». Ο Άγγελος ένευσε καταφατικά κάνοντας τον Φοίβο να χαλαρώσει λίγο. «Θα με αφήσεις να σε ξυρίσω τώρα;»
«Μπορώ και μόνος μου».
«Ξέχνα το φίλε. Δεν σου δίνω το ξυράφι. Με τρόμαξες πριν λίγο και τρόμαξες και την Εύα». Ο Άγγελος χαμήλωσε ντροπιασμένος το βλέμμα του κι έτριψε τα μάτια του. «Το ξέρω πως περνάς άσχημα. Δεν είναι και ό, τι πιο εύκολο να χάνεις κάποιον που αγαπάς με όλη σου τη ψυχή και ξέρω πως φοβάσαι τη μοναξιά αλλά πρέπει να σταθείς στα πόδια σου, Άγγελε. Αν όχι για σένα, τότε προσπάθησε να το κάνεις για την Εύα».
Ο Φοίβος παρατήρησε τα μάτια του να γεμίζουν με φως στο άκουσμα του ονόματος της. Το είχε αυτό το χάρισμα το κορίτσι του, σάμπως κι εκείνον δεν τον είχε τραβήξει μακριά από την μοναξιά του εκείνο το βράδυ; 

 38.

«Τη γνώρισα ένα βράδυ κοντά στο ποτάμι. Την πέτυχα να προσπαθεί να πηδήξει τα κάγκελα για να πιάσει τον χάρτη της που είχε πέσει στο νερό και νόμιζα πως ετοιμαζόταν ν’ αυτοκτονήσει». Ο Φοίβος έκοβε προσεχτικά τα μούσια του Άγγελου, προσηλωμένος στη δουλειά του αλλά δεν είχε σταματήσει να μιλάει, εκνευρίζοντας τον λίγο. Θύμωνε γιατί έδειχνε να είναι υπέροχος άνθρωπος, κάποιος που άξιζε να έχει στη ζωή της η Εύα, ένας άντρας όχι τόσο κατεστραμμένος όσο εκείνος. «Μόλις είχα απολυθεί από τη δουλειά μου, είχα χωρίσει και είχα και τον πατέρα μου να επιμένει να γυρίσω Ελλάδα. Ήμουν χάλια. Έλεγα να τα παρατήσω και να του κάνω το χατίρι παρότι  δεν ήμουν έτοιμος για κάτι τέτοιο, αλλά βγήκε στην πορεία μου η Εύα και μου έστησε μπλόκο κανονικό», γέλασε απαλά και δε μπόρεσε κι ο Άγγελος να συγκρατήσει το χαμόγελο του.
«Ξέρω καλά τι εννοείς», σχολίασε καλοσυνάτα. «Εσύ τι έκανες στο Λονδίνο;»
«Μεταπτυχιακό. Έχω σπουδάσει Αγγλική φιλολογία και έψαξα τη τύχη μου εκεί αλλά νομίζω πως τελικά, η μοίρα μου ήταν προδιαγεγραμμένη και τώρα θα αναλάβω τον εκδοτικό οίκο του πατέρα μου. Θα δουλέψει και η Εύα εκεί ως επιμελήτρια κειμένων».
«Και πώς σ’ έσωσε ακριβώς;»
«Δεν είμαι και πολύ κοινωνικό άτομο. Η αλήθεια είναι πως φοβάμαι τους ανθρώπους πολύ». Οι ματιές τους συναντήθηκαν και ο Φοίβος άφησε κάτω το ξυράφι για μια στιγμή. «Καταλαβαίνεις τι εννοώ», μουρμούρισε.
«Δυστυχώς».
Ο Άγγελος χαμογέλασε κουρασμένα κι έκλεισε λίγο τα μάτια του. Ήθελε απεγνωσμένα να κοιμηθεί και να ξυπνήσει όταν το μυαλό του θα είχε καθαρίσει εντελώς από κάθε τι που τον πονούσε. Ο πονοκέφαλος τον ενοχλούσε τρομερά κι είχε αρχίσει να χάνει την υπομονή του με το ξύρισμα που έμοιαζε λες και έπαιρνε όλη μέρα. Δεν άντεχε να τον αγγίζουν και για μια στιγμή  αισθάνθηκε λες και πνιγόταν και δε μπορούσε να πάρει ανάσα.
«Να φωνάξω την Εύα;» τον ρώτησε ο Φοίβος, αγχωμένος από τη ξαφνική αλλαγή της συμπεριφοράς του. Κατάλαβε αμέσως πως κάτι δεν πήγαινε καλά αλλά δεν ήταν σίγουρος για το πώς μπορούσε να τον βοηθήσει.
«Ναι, αν δε σε πειράζει». Πανικοβαλλόταν, δεν το περίμενε αφού είχε χρόνια να νιώσει έτσι άσχημα. Πίστευε πως είχε καταφέρει να ξεπεράσει αυτές τις εξάρσεις πανικού που έκαναν στο στέρνο του να σφίγγεται και το κεφάλι του να γυρίζει σαν τρελό, αλλά τελικά έτρεφε αυταπάτες. Δεν ήταν μόνο ο ταγματάρχης που τον φόβιζε αλλά και ο ίδιος του ο εαυτός.
Η Εύα μπήκε στο μπάνιο σχεδόν τρέχοντας και γονάτισε αμέσως μπροστά του. Τράβηξε τα χέρια του μακριά από το πρόσωπο του και του χαμογέλασε καθησυχαστικά. Ήταν αρκετό για να ηρεμήσει. Πάντα κατάφερνε με το χαμόγελό της να φωτίζει και τις πιο σκοτεινές γωνίες του νου του. «Πάμε να φάμε», του είπε απλά και χάιδεψε το καθαρό πια μάγουλο του. «Μοιάζεις τόσο μικρός ξαφνικά»,  σχολίασε τρυφερά.
«Νιώθω τόσο μικρός κι αβοήθητος».
«Σήκω, δεν σε είχα ποτέ μου για ηττοπαθή, Άγγελε. Σήκω, πάμε να φάμε και μετά θα κοιμηθείς και θα ξεκουραστείς γιατί αύριο είναι μεγάλη μέρα και θα πρέπει να σταθείς στο ύψος των περιστάσεων».
«Δεν έχω κουράγιο», ψιθύρισε αλλά παρόλ’ αυτά, στάθηκε με προσοχή στα πόδια του κι έριξε μια ματιά στο πρόσωπο του στον καθρέφτη. Δεν αναγνώρισε τον ίδιο του τον εαυτό. Είχε καταντήσει μια σκιά, ένα τίποτα και αυτό που τον βασάνιζε περισσότερο ήταν τα βλέμματα οίκτου. Είχε κάνει προτεραιότητα του τον τελευταίο χρόνο να κάνει τη μητέρα του χαρούμενη και να της προσφέρει λίγες όμορφες στιγμές να θυμάται και ξέχασε  να ζήσει για τον εαυτό του. Για εκείνη ξυπνούσε το πρωί, για εκείνη γελούσε και αστειευόταν, του είχε δώσει έναν λόγο να ζει και τώρα αναρωτιόταν αν θα έβρισκε ένα νέο.
Έφαγαν παρέα μιλώντας για άσχετα πράγματα και ο Άγγελος παρατήρησε πόσο διακριτικός ήταν ο Φοίβος. Πρόσεχε να μην εκδηλώνεται μπροστά του σε ό, τι αφορούσε την Εύα και κρατούσε μία μικρή απόσταση από εκείνη για να μη τον κάνει να αισθανθεί  πιο άσχημα απ’ όσο ήδη ένιωθε. Δεν τον ήξερε κι όμως τον κοιτούσε λες και τον καταλάβαινε εντελώς. Δε γινόταν να μη τον συμπαθήσει. Ήταν απλά αδύνατο.
Με το ζόρι έφαγε ένα σουβλάκι κι αυτό για να κάνει το χατίρι στην Εύα, πριν πάει στο σαλόνι. Άναψε τσιγάρο και προσπάθησε να τρίψει τον πονεμένο σβέρκο του, χωρίς επιτυχία. Τινάχτηκε λες και του έκαναν ηλεκτροσόκ όταν ένιωσε τα χέρια της πάνω του να ασκούν μια γλυκιά πίεση στο λαιμό του και του πήρε μερικά δευτερόλεπτα για να υπενθυμίσει στον εαυτό του πως δεν είχε τίποτα να φοβάται. Ήταν η Εύα, που μπορεί να τον πλήγωνε πολλές φορές άθελά της, αλλά που ποτέ δεν θα του έκανε κακό ηθελημένα.
«Είσαι τρομερά σφιγμένος». Η φωνή της χάιδεψε τα αυτιά του. Του είχε λείψει τρομερά. Και με κάθε λέξη της, ένιωθε τη καρδιά του να γεμίζει όλο και περισσότερο με αγάπη. Εκείνη κάθισε δίπλα του, τον ανάγκασε να ξαπλώσει και να ακουμπήσει το κεφάλι του στα πόδια της. Άρχισε να παίζει με τα μαλλιά του ενώ μιλούσε σιγανά με τον Φοίβο, ώσπου τον πήρε ο ύπνος. Πρώτη φορά μετά από ενάμιση χρόνο κατάφερε να κοιμηθεί όλο το βράδυ, ήρεμα και ειρηνικά, χωρίς να φοβάται και χωρίς να νιώσει μόνος του. Κι εκείνη έμεινε εκεί στον καναπέ παρέα του,  δεν κουνήθηκε ούτε δευτερόλεπτο, αφήνοντας τον να γαληνέψει λίγο.
Το πρωί τους βρήκε αγκαλιά στον καναπέ. Η Εύα δεν κατάλαβε πώς είχε καταλήξει ξαπλωμένη δίπλα του αλλά δεν τόλμησε και να κουνηθεί γιατί απολάμβανε τη ζεστασιά του κορμιού του. Μόνο όταν είδε την ώρα τόλμησε να γλιστρήσει από την αγκαλιά του και να σηκωθεί από τον καναπέ. Φόρεσε τα ρούχα που της είχε φέρει ο Φοίβος το προηγούμενο βράδυ και κοίταξε στη ντουλάπα του Άγγελου για να του βρει κι εκείνου κάτι κατάλληλο για τη μέρα. Κράτησε την ανάσα της και μέτρησε ως το δέκα για μη της κάνει σφοδρή επίθεση η θλίψη.
«Καλημέρα», η νυσταγμένη φωνή του Άγγελου της έβαλε ένα αχνό χαμόγελο στα χείλη. Εκείνη του άφησε ένα φιλί στο μάγουλο και του έδωσε τα ρούχα του πριν πάει στη κουζίνα. Έστυψε μερικά πορτοκάλια και τον ανάγκασε να πιει τον χυμό και κοίταξε πάλι το ρολόι της.
«Πάμε, ήρθε η ώρα», είπε χωρίς να μπορεί να ελέγξει τη φωνή της που έτρεμε. Ο Άγγελος άφησε το ποτήρι στο νεροχύτη και κατάπιε με δυσκολία τη θλίψη του. Έπρεπε να κάνει κουράγιο και ν’ αποχαιρετήσει τη μητέρα του, κάτι που του φαινόταν εντελώς ακατόρθωτο.
Δε κατάλαβε τίποτα από τη στιγμή που βγήκε από το διαμέρισμά του και που μπήκε στο αμάξι του Φοίβου. Δε κατάλαβε πότε φτάσανε στη εκκλησία του νεκροταφείου όπου έγινε η λειτουργία και δεν κατάλαβε πότε θάψανε τη μάνα του. Ο χρόνος κύλησε τόσο γρήγορα και μόνο όταν έμεινε μόνος του, με την Εύα και τον Φοίβο λίγο πιο πίσω, στον τάφο συνειδητοποίησε πως αυτό ήταν, είχαν τελειώσει όλα. Αναζήτησε την Εύα με τα μάτια του. Εκείνη στάθηκε δίπλα του αμέσως κι έκλεισε το χέρι του στο δικό της. Κοιτάχτηκαν αμήχανα για μία στιγμή προτού ο Άγγελος ρίξει μια ματιά πάνω από τον ώμο του, προς τον Φοίβο που του χαμογέλασε φιλικά.
«Σ’ ευχαριστώ για όλα, Εύα», μουρμούρισε με δυσκολία. «Θα είμαι καλά. Θέλω να μείνω λίγο μόνος μου».
«Θα σε αφήσω μόνο για τώρα, αλλά όχι για πολύ».
«Σου ορκίζομαι να μη κάνω καμία τρέλα».
«Δεν σε πιστεύω», τον διέκοψε τρομοκρατημένη κι εκείνος χαμήλωσε το βλέμμα του αναστενάζοντας ικετευτικά ώστε να μην αρχίσει το κήρυγμα πάλι. «Με φρίκαρες χθες το βράδυ. Θα είμαι λίγο πιο κάτω και μετά θα φύγουμε παρέα».
«Δε γίνεται να με νταντεύεις για πάντα, Ευάκι».
«Ποιος σου το είπε αυτό;» τον πείραξε πειρακτικά με τον ώμο της. «Συζητάμε με τον Φοίβο να σε υιοθετήσουμε».
«Γιατί το έχεις κάνει αποστολή της ζωής σου να με προσέχεις;» ζήτησε να μάθει.
«Γιατί το υποσχέθηκα στη μητέρα σου».
Γύρισε απότομα προς εκείνη και τα χείλια του έγιναν αμέσως μια ευθεία γραμμή από τον θυμό που έβραζε μέσα του. «Δεν θέλω τον οίκτο σου, στο είπα και πριν. Δεν είναι ανάγκη να είσαι εδώ εξαιτίας μιας υπόσχεσης. Δε θέλω να είσαι εδώ, επειδή σε αναγκάζουν».
Τον κοιτούσε ανέκφραστη ώσπου χαμήλωσε το κεφάλι της, πληγωμένη. «Επίσης έδωσα υπόσχεση στον εαυτό μου και σε σένα, να μη σε αφήσω ποτέ ξανά».
«Γιατί;»
«Γιατί;» επανέλαβε την ερώτηση του και χωρίς να το καλοσκεφτεί, τύλιξε τα χέρια της γύρω του. Στην αρχή δεν ανταποκρίθηκε αλλά σύντομα ένιωσε αδύναμος και την αγκάλιασε κι αυτός. Έχωσε το πρόσωπο του στα μαλλιά της. «Γιατί είναι ο μόνος τρόπος που ξέρω για να σου ζητήσω συγνώμη για όλα και γιατί το θέλω… και γιατί μου έχεις λείψει πραγματικά και δε θέλω να χάσω άλλο χρόνο μακριά σου. Και γιατί σ’ αγαπώ. Είσαι μέρος της ζωής μου, πάντα θα είσαι», ψιθύρισε και χωρίς να τον κοιτάξει, του γύρισε τη πλάτη για να πάει στον Φοίβο που περίμενε λίγο πιο κάτω. Εκείνος της χαμογέλασε τρυφερά και την οδήγησε προς το καφενείο του νεκροταφείου όπου θα μοιραζόταν ο καφές για τους λιγοστούς ανθρώπους που ήρθαν στη κηδεία, όταν η Εύα κοκάλωσε. Ο Φοίβος στράφηκε ανήσυχος προς το μέρος της. Παρατήρησε πως κοιτούσε προς το μέρος δύο ανθρώπων που ανέβαιναν τον δρόμο πλησιάζοντάς τους διστακτικά.
«Έγινε κάτι;» θέλησε να μάθει αλλά η Εύα επέμεινε να κοιτάζει το ζευγάρι, θυμωμένη.
«Όχι, πήγαινε στο καφενείο κι έρχομαι σε λίγο». Του έδωσε ένα γρήγορο φιλί και με αποφασιστικό βήμα, πλησίασε τους δύο ανθρώπους που της είχαν κάνε τη ζωή ένα κουβάρι. Δεν μπορούσε να διανοηθεί πως ο Φίλιππος και η Ρένα είχαν το θράσος να εμφανιστούν μπροστά τους. «Τι στο καλό νομίζετε πως κάνετε εδώ;» ρώτησε μέσα από τα δόντια της, χωρίς να κρύψει την ενόχληση της που τους έβλεπε.
«Μάθαμε για τη Ματίνα. Ήταν καλή γυναίκα και ήρθαμε να την αποχαιρετήσουμε». Ο Φίλιππος της μιλούσε αλλά δε την κοιτούσε. Οι ενοχές για τα γράμματα ήταν ακόμα εκεί. Μόνο η Ρένα τόλμησε να σηκώσει τα μάτια της πάνω στην Εύα αλλά τα μάγουλα της κοκκίνισαν αμέσως από ντροπή.
«Πώς είναι ο Άγγελος;» αναρωτήθηκε, με σιγανή φωνή, κάνοντας την Εύα να καγχάσει ειρωνικά.
«Μπα, τώρα σ’ ένοιαξε; Όταν μας απομάκρυνες με τον χειρότερο τρόπο εξαιτίας της ζήλιας σου και πηδιόσουν με τον πατέρα του, δεν σκέφτηκες τι μπορεί να έκανες στη ψυχική του υγεία;» Τα λόγια της είχαν την επίδραση χαστουκιού στη Ρένα που χαμήλωσε το δακρυσμένο βλέμμα  της,  μετανιωμένη.
«Μη της μιλάς έτσι, ένα λάθος έκανε», προσπάθησε να υποστηρίξει τη κοπέλα ο Φίλιππος.
«Το οποίο μας γάμησε τη ζωή και που εσύ αντί να διορθώσεις, το συνέχισες», τον διέκοψε έξαλλη εκείνη. «Φύγετε, μη τυχόν και σας δει γιατί δε θα γλιτώσετε από τα χέρια του», τους προειδοποίησε και γύρισε προς τη μεριά του Άγγελου που στεκόταν ακόμα σκυφτός πάνω από τον τάφο της μητέρα του. «Αρκετό κακό μας έχετε κάνει. Δε ξέρω τι ζητάτε από εκείνον κι από μένα, αλλά να είστε σίγουροι πως τη συγχώρεση μας δε θα την έχετε ποτέ».
Δεν μπόρεσε να πει τίποτ’ άλλο γιατί έκανε την εμφάνιση του ο πανικόβλητος Πάνος που τη τράβηξε μακριά από εκεί, μουρμουρίζοντας ακατανόητα πράγματα που της προκάλεσαν μεγαλύτερο πονοκέφαλο. «Έχουμε θέμα, μεγάλο θέμα, θέμα με γαλόνια». Τα μάτια του ήταν ορθάνοιχτα φανερώνοντας τον πανικό του και η Εύα ένιωσε να χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια της γιατί μόνο ένα πράγμα σήμαινε αυτό.
«Σήμερα βρήκαν όλοι να ζητήσουν συγχώρεση, που να πάρει», ξέσπασε και γκρίνιαξε όταν είδε τον Ταγματάρχη, με βλοσυρό ύφος, να ανεβαίνει τον χωμάτινο δρόμο προς το μέρος τους. «Θα έχουμε άσχημα ξεμπερδέματα, ετοιμάσου, Πάνο».
«Αυτό του χρειαζόταν τώρα, λες και δεν είχε αρκετές στεναχώριες, έπρεπε να φανεί κι αυτό από πάνω. Ταγματάρχη, τι κάνετε, έχω ακούσει πολλά για εσάς», χαιρέτησε τον πατέρα του Άγγελου ενώ η Εύα τον κοιτούσε αγριεμένα, έτοιμη για επίθεση. «Ναι, εγώ λέω να πάμε να πιούμε καφέ να μου πείτε και τα νέα σας από τη Σάμο, τι λέτε;»
«Σε ξέρω;» αναρωτήθηκε ο Ταγματάρχης, αποφεύγοντας επιμελώς το άγγιγμα του Πάνου.
«Όχι, αυτό λέω, να πάμε να γνωριστούμε. Πάμε που σας λέω», μούγκρισε όταν είδε τον Άγγελο να κατεβαίνει σχεδόν τρέχοντας προς το μέρος τους. Κανείς  δε πρόλαβε να τον σταματήσει. Άρπαξε τον πατέρα του από τον γιακά και τον πέταξε πάνω σ’ ένα δέντρο ενώ τον γυρόφερνε σαν αγρίμι έτοιμος να επιτεθεί.
«Εσύ… εσύ θα έπρεπε να ήσουν στη θέση της. Εκείνη είχε καλή ψυχή και αγαπούσε τον κόσμο όλο, ήταν ένας άγγελος. Εσύ έπρεπε να είχες πεθάνει, όχι αυτή», φώναξε με μίσος που έπιασε και τον Ταγματάρχη εξαπίνης. «Πήρε μια καλή ψυχή κι άφησε τα σκατά πίσω», μουρμούρισε ενώ τον στραβοκοίταζε, σχεδόν παρακαλώντας να κάνει μια κίνηση ο άντρας για να έχει λόγο να του επιτεθεί ξανά. «Σε αγάπησε παλιό-μαλάκα, με όλη της ψυχή κι εσύ τι της έδωσες ε;» φώναξε πάλι. Ο Πάνος προσπάθησε να τον πλησιάσει αλλά η Εύα τον σταμάτησε, ξαφνιάζοντας τον. Ίσως ήταν η πιο κατάλληλη στιγμή να βγάλει από μέσα του κάθε ίχνος θυμού και απέχθειας προς αυτόν τον άνθρωπο απέναντι του, για να μπορέσει να προχωρήσει παρακάτω με πιο ανάλαφρη ψυχή. «Την πίκραινες σε κάθε ευκαιρία, τη μείωνες και της συμπεριφερόσουν με το χειρότερο τρόπο και τώρα τι, ήρθες να της πεις το τελευταίο αντίο;»
«Ήρθα να της ζητήσω συγγνώμη».
«Πολύ αργά, Ταγματάρχη. Τι να τη κάνει τώρα τη συγγνώμη σου, ε; Εύχομαι να πεθάνεις έχοντάς τη στο μυαλό σου, να πονέσεις όσο την πόνεσες». Τον έσπρωξε με δύναμη και κοιτώντας τον με μισό μάτι, γύρισε προς τον Πάνο και την Εύα που παρακολουθούσαν ανήσυχοι. «Πάμε να φύγουμε, εδώ βρωμάει ο τόπος από άχρηστες συγγνώμες», μουρμούρισε και τράβηξε τα δύο άτομα που τον ένοιαζαν περισσότερο από τον καθένα μαζί του, μακριά από τη βρωμιά που είχε την ατυχία να αποκαλεί πατέρα. 

39,

Μία βδομάδα θλίψης και πόνου ακολούθησε για τον Άγγελο που δε μπορούσε να κλείσει μάτι. Του έφταιγαν τα πάντα αφού οι δαίμονές του δεν τον άφηναν να ηρεμήσει και το μυαλό του δούλευε πυρετωδώς. Το γεγονός πως ο πατέρας του βρήκε το νούμερο του και τον παρακαλούσε να βρεθούν, δεν βοηθούσε καθόλου. Δεν ήθελε να τον ξέρει. Δεν τον ένοιαζε αν πέθαινε, θα το προτιμούσε αν ήταν να είχε τη μητέρα του εδώ. Σε μια στιγμή απόλυτης παράνοιας, έσπασε το κινητό του και το σταθερό στον τοίχο, για να σταματήσει ν’ ακούγεται ο μισητός ήχος κάθε φορά που τον καλούσε εκείνος.
Ο εκνευρισμός του για όλη του τη ζωή και πώς είχε καταλήξει, ήταν εμφανής, ενώ ξεσπούσε τα νεύρα του πάνω στην Εύα που προσπαθούσε με όποιον τρόπο μπορούσε να τον ηρεμήσει. Δεν τον άφηνε ούτε λεπτό μόνο του δημιουργώντας του έντονα συναισθήματα όσο την είχε κοντά του, με τα οποία δε μπορούσε να παλέψει. Πονούσε σε κάθε άγγιγμά της από τον πόθο και ενώ η καρδιά του χτυπούσε δυνατά κάθε φορά που την έβλεπε να του χαμογελάει γλυκά, πάλευε να πείσει το μυαλό του να δουλέψει λογικά και να τη μισήσει, να τη ξεχάσει, να βγει από εκεί και να τον αφήσει στην ηρεμία του.
«Εύα, μα τω Θεώ σταμάτα», της έβαλε τις φωνές ένα Σάββατο πρωί ενώ εκείνη συμμάζευε το σπίτι του όπως σχεδόν κάθε μέρα. Την άρπαξε από το χέρι και την τράβηξε τόσο απότομα πάνω του που της κόπηκε η ανάσα. «Σταμάτα, γαμώτο», κλαψούρισε εκείνος, μα η Εύα δεν έδειχνε να τον καταλαβαίνει.
«Δε γίνεται να σε αφήσω να βρωμίσεις ρε Άγγελε», απολογήθηκε εκείνη και προσπάθησε να του ξεφύγει αλλά η λαβή του ήταν τόσο σφιχτή που δεν μπόρεσε να απομακρυνθεί ούτε εκατοστό. «Μη μου πεις πάλι να φύγω και ότι με μισείς, το εμπέδωσα αλλά απ’ ό, τι φαίνεται δεν είσαι και πολύ έξυπνος αν δεν μπορείς να καταλάβεις πως δεν έχω σκοπό να πάω πουθενά», τον αψήφησε εκείνη και ηρέμησε όταν είδε ένα αχνό χαμόγελο στα χείλια του.
«Μπορείς απλά να μη με γυροφέρνεις σαν μύγα;» τη παρακάλεσε.
«Κι εσύ μπορείς να σταματήσεις την αυτολύπηση και ν’ αρχίσεις να ζεις;» ανταπέδωσε εκείνη εκνευρισμένη. «Ντύσου, θα βγούμε έξω», τον διέταξε και κατάφερε να ανοίξει τα δάχτυλά του και να ελευθερώσει το μπράτσο της. «Θα μου αφήσεις μελανιά».
«Δε θέλω να βγω», γκρίνιαξε ο Άγγελος και έπεσε με φόρα στον καναπέ.
«Έτσι και σ’ έβλεπε η μάνα σου να αντιδράς έτσι, θα γινόταν έξαλλη. Σήκω, θα πάμε να ψωνίσουμε για το σπίτι. Δεν γίνεται να ζεις έτσι. Είναι τόσο ψυχρά εδώ μέσα».
«Μου αρέσει ο μινιμαλισμός».
«Θα σου ‘λεγα τίποτα», μουρμούρισε εκείνη και κάθισε στο πλευρό του. «Κάνε μου τη χάρη, δεν μου αρέσει να έρχομαι σε άδειο σπίτι που βρωμάει τσιγαρίλα».
«Υπάρχει κι άλλη λύση, να σταματήσεις να έρχεσαι». Η Εύα τον χτύπησε μ’ ένα μαξιλάρι του καναπέ και στεναχωρημένη σηκώθηκε και προχώρησε με μεγάλα βήματα προς τη κουζίνα. Εκείνος την ακολούθησε και τη σταμάτησε πριν πλύνει τα πιάτα.
«Γιατί με διώχνεις συνέχεια;» έμπηξε τα κλάματα πιάνοντας τον εξαπίνης. «Γιατί μου το κάνεις αυτό;»
«Γιατί θέλω να σε πληγώσω». Είπε την αλήθεια τόσο εύκολα που η Εύα σταμάτησε να κλαίει και κάρφωσε το βλέμμα της στο δικό του. «Είμαι μαλάκας, το ξέρω, αλλά θέλω να σε πονέσω όσο με πόνεσες εσύ πριν ενάμιση χρόνο», συνέχισε και ξέσπασε σε δυνατά γέλια. «Έχω γίνει τόσο εκδικητικός μα ειλικρινά σου μιλάω δεν έχω νιώσει μεγαλύτερο πόνο και μα τω Θεώ, πονάω ακόμα γιατί σε θέλω τόσο πολύ. Αυτή τη στιγμή μου ‘ρχεται να σκίσω τα ρούχα σου και να σε κάνω δική μου μόνο και μόνο για να σε πληγώσω, αλλά σκέφτομαι πως αυτός ο βλάκας με τον οποίο βγαίνεις δεν μου φταίει σε τίποτα».
Η ωμότητα του την εξέπληξε. Τον απέφυγε ενώ τη πλησίασε και χωρίς να το σκεφτεί, τον χαστούκισε τρομάζοντας τον με τη μανία της. «Ηλίθιε», του έβαλε τις φωνές. «Ντύσου να πάμε για ψώνια, τώρα».
«Τι λες ρε Εύα; Μόλις τώρα σου είπα πως θέλω να σε πηδήξω για τη πλάκα μου κι εσύ μου λες να πάμε για ψώνια;»
Τον χαστούκισε ξανά κι εκείνος γρύλισε πονεμένα ενώ έφερε το χέρι του στο μάγουλο. «Ντύσου», του είπε άλλη μία φορά αγνοώντας τα λόγια του. Μόλις εκείνος παραιτήθηκε και πήγε στο δωμάτιο του, η Εύα δάγκωσε τα χείλια της για να συγκρατήσει τους λυγμούς της, αλλά της ήταν αδύνατο να κρύψει τη θλίψη και ξέσπασε σε αναφιλητά που έφεραν τον Άγγελο ξανά στο σαλόνι. «Είσαι τόσο βλάκας που λες τέτοια πράγματα. Δεν τα εννοείς, και δεν τα νιώθεις στη πραγματικότητα, γιατί τα λες;»
«Δε ξέρω, είμαι θυμωμένος, Εύα».
Στάθηκε μπροστά του πασχίζοντας να αναπνεύσει ξανά. «Εγώ να δεις», φώναξε με έντονο παράπονο. «Είμαι έξαλλη από εκείνη τη στιγμή που έμαθα πως δεν με άφησες, πως θα γυρνούσες. Είμαι θυμωμένη που ενώ μου μίλησες, εγώ νόμιζα πως είχα δει όνειρο γιατί δεν μπορούσα να πιστέψω πως επιτέλους θα ήμασταν μαζί. Κι εγώ είμαι θυμωμένη με τον κόσμο όλο, Άγγελε και με σένα ήμουν τότε γιατί νόμιζα πως διάλεξες τη Νάντια, αλλά ποτέ μου δε θέλησα να σε πληγώσω όπως εσύ».
Προσπάθησε να την αγγίξει αλλά εκείνη τον απέφυγε. «Συγγνώμη, δεν μπορώ να συγκρατήσω το στόμα μου και τα συναισθήματα μου». Την πλησίασε και διστακτικά τύλιξε τα χέρια του γύρω της. «Έχουμε ταλέντο στο να πληγώνουμε ο ένας τον άλλον».
«Να το χέσω τέτοιο ταλέντο», σχολίασε εκείνη ενώ τύλιγε τα χέρια της γύρω από τη μέση του. Τον ένιωσε να φιλάει τη κορυφή του κεφαλιού του και κράτησε την ανάσα της. «Πάμε για ψώνια».
«θα νιώσεις καλύτερα αν βγούμε για ψώνια;» γέλασε εκείνος αλλά δε της χάλασε το χατίρι. Κοίταξε το κόκκινο από το κλάμα πρόσωπο της και καθάρισε τα μάτια της από τα δάκρυα που της είχε προκαλέσει. «Συγγνώμη, Εύα, δώσε μου λίγο χρόνο. Θα συνηθίσω να σ’ αγαπάω κι ας μη σ’ έχω και θα σταματήσω να είμαι θυμωμένος. Αλλά να ξέρεις, με μένα τα ‘χω, όχι με σένα. Θα έπρεπε τα πράγματα να είχαν γίνει αλλιώς. Θα έπρεπε να είχα φερθεί πιο θαρραλέα. Εγώ φταίω», φίλησε το κούτελο της και έφυγε από κοντά της. Η Εύα ένιωσε άδεια χωρίς εκείνον στον χώρο γύρω της και της φάνηκε σαν να κρύωνε. Πικρία την επισκέφτηκε γιατί, για μία ακόμη φορά, μπαίνανε με τον Άγγελο σ’ έναν φαύλο κύκλο που το μόνο που προμήνυε ήταν πόνος.
Ήταν η πρώτη φορά μετά από πολλές μέρες που εκείνος έβγαινε έξω και συνειδητοποίησε πως εξαιτίας του χαμηλού φωτισμού μες στο σπίτι, δεν άντεχε καθόλου τον ήλιο. Αλλά όταν είδε την Εύα να τεντώνεται σαν γάτα και να στρέφει το πρόσωπο της προς τον ουρανό, δεν μπόρεσε να της ζητήσει να γυρίσουν στην σιγουριά του σπιτιού του και την ακολούθησε υπάκουα στον δρόμο. Έκανε ψύχρα παρότι μόλις είχε μπει ο Οκτώβρης. Παρατήρησε τα χαμογελαστά πρόσωπα των ανθρώπων που περνούσαν δίπλα του και για λίγο ξέχασε τον πόνο και τη στεναχώρια του. Η ζωή συνεχιζόταν και μπορούσε να το δει καθαρά τώρα που βγήκε ξανά έξω στον κόσμο. Τα πουλιά τραγουδούσαν, το αεράκι ήταν αναζωογονητικό, ακόμα και ο ήχος των αυτοκινήτων που άλλοτε τον εκνεύριζε δεν τον ενοχλούσε πια. Χαμογέλασε αχνά και τύλιξε το χέρι του γύρω από τους ώμους της Εύας, αισθανόμενος μια γλυκιά αισιοδοξία να τον κατακλύζει.
«Πεινάω», δήλωσε, εκπλήσσοντας τη αφού είχε περάσει τόσο καιρό να τον παρακαλά να φάει και να του χώνει με το ζόρι οτιδήποτε φαγώσιμο στο στόμα για να μη πεθάνει από ασιτία.
«Αυτό είναι σπουδαίο», πανηγύρισε εκείνη και τον τράβηξε στο κοντινότερο φαστφουντάδικο απ’ όπου του αγόρασε ένα γενναίο γεύμα. Κάθισε απέναντι του και τον κοιτούσε να καταβροχθίζει το μπέργκερ του κι ένιωσε ανακούφιση. «Σκεφτόμουν, είναι ώρα να ξεκινήσεις να στήνεις πάλι τη δουλειά σου», του ανακοίνωσε.
«Μμμμ, κι εγώ νόμιζα πως θα με άφηνες να φάω τη κληρονομιά που μου άφησε η μαμά μου», σάρκασε εκείνος αφού περίμενε πως σύντομα η Εύα θ’ αναλάμβανε δράση.
«Μην αυθαδιάζεις, Άγγελε», τον μάλωσε. «Πρέπει ν’ αρχίσεις να φτιάχνεις τη ζωή σου. Να δουλέψεις, να φτιάξεις το σπίτι σου, να αρχίσεις να βγαίνεις και να διασκεδάζεις και να ερωτευτείς ξανά».
Σήκωσε τα μάτια του πάνω της και άφησε στο δίσκο το χαρτί από το μπέργκερ του. Σκούπισε το στόμα του και έγειρε πίσω στη καρέκλα του προβληματισμένος. «Το θέμα είναι, Εύα πως είμαι ήδη ερωτευμένος και δεν έχω κουράγιο για νέους έρωτες».
«Όχι, μη το κάνεις αυτό», τον παρακάλεσε.
«Λυπάμαι. Δε το κάνω εγώ. Εσύ φταις, εσύ είσαι το μεγαλύτερο πρόβλημα μου, Ευάκι. Πάρ’ το χαμπάρι, έχω πάρει την απόφαση μου. Ό, τι κι αν κάνεις, δεν πρόκειται να αφήσω να μπει άλλη στη καρδιά μου. Εγώ δέχομαι να σ’ έχω στη ζωή μου χωρίς να σ’ έχω και δε πρόκειται να μιλήσω ποτέ ξανά γι’ αυτό. Δέξου κι εσύ πως σε αυτόν το τομέα της ζωής μου, αποφασίζω να μη κάνω βήμα παρακάτω και δε θα ξαναμιλήσουμε γι αυτό».
«Δεν είναι σοβαρά πράγματα ρε Άγγελε αυτά», τον μάλωσε απηυδισμένη με το πείσμα του. «Νομίζεις πως με τιμωρείς με αυτό;»
«Όχι, τον εαυτό μου τιμωρώ», της εξήγησε ήρεμα. «Έκανα τραγικά λάθη και πληρώνω γι’ αυτά».
«Δε μπορώ να σε αφήσω να κάνεις κάτι τέτοιο», του φώναξε τσαντισμένη.
«Γιατί σε νοιάζει τόσο πολύ τι θα κάνω στα ερωτικά μου; Μπορεί να γουστάρω να πεθάνω ολομόναχος χωρίς να αγαπήσω άλλη, δική μου δεν είναι η καρδιά μου;» Το στενάχωρο βλέμμα της Εύας τον έκανε να μετανιώσει τα λόγια του. Εκείνη σηκώθηκε απότομα από τη θέση της κι έτρεξε έξω από το μαγαζί, με τον Άγγελο να την ακολουθεί κατά πόδας. «Περίμενε!» της φώναξε. Του φάνηκε περίεργο που κουραζόταν τόσο εύκολα αλλά τόσο καιρό που ζούσε μόνο με τσιγάρα και καφέ, το σώμα του είχε εξασθενίσει.
«Ξέρεις κάτι; Δε θα περάσω όλη μου τη ζωή να έχω τύψεις», του έβαλε τις φωνές και τον έσπρωξε από μπροστά της με δύναμη. «Θες να πεθάνεις μόνος σου; Καλώς, ψόφα!»
«Μη κλαις», ψιθύρισε ικετευτικά εκείνος.
«Μην είσαι μαλάκας», ανταπέδωσε η Εύα και σκούπισε τα μάτια της. «Μη με γεμίζεις με περισσότερες τύψεις. Δεν βλέπεις πως αργοπεθαίνω;»
«Μη μου ζητάς τότε να κάνω πράγματα που δεν θέλω», την παρακάλεσε. Κοιτάχτηκαν για λίγο και νόμιζε πως σταμάτησε ο χρόνος στα μάτια της. Πώς του ζητούσε να σταματήσει να την αγαπά τόσο εύκολα; Στη καρδιά του δυστυχώς, δεν υπήρχε χώρος για άλλη. Κατοικούσε η Εύα παντού. «Θα κάνω ότι μου πεις, εκτός από αυτό. Δε σου ζητάω τίποτα Εύα. Συνέχισε τη ζωή σου χωρίς τύψεις και θα συνεχίσω κι εγώ τη δική μου όσο καλύτερα μπορώ». Την ανάγκασε να τον κοιτάξει και της χαμογέλασε καθησυχαστικά. Εκείνη δεν άντεξε και χώθηκε στην αγκαλιά του. Τον έσφιξε και πήρε μια βαθιά ανάσα όταν άκουσε τη καρδιά του να χτυπάει άτακτα μόλις ακούμπησε το αυτί της πάνω στο στέρνο του.
«Λυπάμαι», μουρμούρισε. «Δεν αξίζω την αγάπη σου».
«Ίσως να μη την αξίζεις, αλλά ποιος είμαι εγώ που θα πάω κόντρα στη καρδιά μου;»
Αποφάσισαν να μη ξαναμιλήσουν για το θέμα. Μπήκαν σ’ ένα μαγαζί μ’ έπιπλα, με άλλη διάθεση και ξεκίνησαν τα ψώνια τους, παίζοντας παιχνίδια λες και ήταν παιδιά. Δεν είχε περάσει πιο όμορφα μαζί της ο Άγγελος. Ξάφνου και οι δύο ήταν ανάλαφροι λες και δεν υπήρξε ποτέ, τίποτα στενάχωρο ανάμεσα τους. Κοίταζαν ο ένας τον άλλον και τα μάτια τους έλαμπαν. Δεν υπήρχαν πικρίες, δεν υπήρχαν κόντρες, μόνο μια έντονη ανάγκη για κατανόηση και βαθιά φιλία που είχαν ανάγκη και οι δύο τους. Ήταν διατεθειμένοι να βάλουν τελεία στο παρελθόν που τους πλήγωνε φοβερά, να διαγράψουν τα λάθη τους και ν’ αρχίσουν μια νέα παράγραφο που ίσως να έφερνε λίγη από τη χαμένη χαρά πίσω στη ζωή τους. Και η σιωπηλή αυτή συμφωνία, σφραγίστηκε μ’ ένα τρυφερό φιλί του Άγγελου στο μέτωπο της Εύας, καθώς εκείνη διάλεγε νέα σερβίτσια για το σπίτι του. Δεν τον ένοιαζε, εξουσίαζε τη ζωή του ολοσχερώς έτσι κι αλλιώς. Θα την άφηνε να στήσει και το σπιτικό του από την αρχή, φτάνει να αισθανόταν σαν στο σπίτι της όταν τον επισκεπτόταν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου