Σάββατο 4 Απριλίου 2020

~16~ Κεφάλαια 22-23-24


22.

Η Νάντια είχε γείρει πάνω στο αμάξι και παρακολουθούσε την εικόνα μπροστά της, τα τέσσερα άτομα σφιχταγκαλιασμένα λες και προσπαθούσε ο ένας να σώσει τον άλλο από πνιγμό. Το στομάχι της ανακατεύτηκε. Δεν ανήκε εκεί κι έφταιγε ο Άγγελος γι’ αυτό γιατί αρνιόταν τόσο καιρό να μοιραστεί μαζί της κάτι από το παρελθόν του. Εκείνη του είχε ανοίξει τη καρδιά της μα αυτός απλά τη κοίταζε ικετευτικά και τη παρακαλούσε να μην τον πιέσει να της μιλήσει. Και τώρα είχε ν’ αντιμετωπίσει μια πραγματικότητα η οποία δεν της άρεσε. Ζήλευε αφάνταστα το μικροκαμωμένο κορίτσι που διάβαζε τον Άγγελο με ευκολία. Ζήλευε που τον ηρεμούσε με μια ματιά και την αντιπαθούσε γιατί ήξερε καλά πως όταν εκείνος χανόταν στις σκέψεις του, σκεφτόταν την Εύα.


Όταν τον γνώρισε είχε τα χάλια του αλλά εκείνη είχε βάλει σκοπό της ζωής της να τον κάνει να γελάσει. Προσπάθησε πολύ ώσπου κατάφερε να κάμψει τις αντιστάσεις του και να τον πλησιάσει. Έδεσαν αμέσως. Ήταν μοναδικός, το κατάλαβε από τις πρώτες λέξεις που αντάλλαξαν. Συνειδητοποίησε γρήγορα, όμως, πως το παρελθόν του ήταν το αγκάθι στη σχέση τους. Δεν το έβαλε κάτω. Ήταν αποφασισμένη να τον κάνει να ξεχάσει. Τη πρώτη φορά, όμως, που έκαναν έρωτα και ψιθύρισε τ’ όνομα της κοπέλας στο αυτί της, ήξερε πως αυτή η Εύα είχε παίξει τεράστιο ρόλο στη ζωή του. Κι όμως, εκείνος δε θυμόταν καν πως την είχε αναφέρει ενώ εκείνη διάλεξε να μη τον ρωτήσει για εκείνη. Τώρα το μετάνιωνε οικτρά γιατί φοβόταν πως θα τον έχανε.
«Θα το συνηθίσεις», άκουσε τον Φίλιππο να της λέει μ’ έναν παρατεταμένο αναστεναγμό. «Η οικογένεια της Εύας αγαπά τον Άγγελο σαν να ήταν δικό τους παιδί. Μη χαλιέσαι για τίποτα».
«Δεν με καθησυχάζεις καθόλου», παραδέχτηκε. «Δεν ζηλεύεις;»
«Τι να ζηλέψω;» τη ρώτησε αθώα. «Η Εύα μου είπε μετά από ενάμιση χρόνο σχέσης πως με αγαπάει. Δεν έχω να ζηλέψω τίποτα. Η ζήλια μόνο κακό κάνει, Νάντια».
Της έκλεισε το μάτι φιλικά και έτρεξε να χωρίσει το μπουλούκι γελώντας δυνατά. Η Νάντια πήρε μια βαθιά ανάσα και ακολούθησε, προσπαθώντας να πείσει τον εαυτό της πως ο καλόκαρδος Φίλιππος είχε δίκιο. Στάθηκε δίπλα στον Άγγελο που έλαμπε και χαιρέτησε ντροπαλά τους γονείς της Εύας.
«Η κοπέλα μου, η Νάντια», τους σύστησε εκείνος και φίλησε το κούτελο της. «Νάντια, ο Νίκος και η Μίνα ήταν η οικογένεια μου όσο έμενα εδώ. Δεν στο χα πει αλλά με την Εύα…»
«Ναι, το κατάλαβα», τον διέκοψε εκείνη, ανήμπορη να κρύψει την ενόχληση της.
«Η Εύα και η οικογένεια της με βοήθησαν σε μια πολύ δύσκολη περίοδο της ζωής μου», συνέχισε εκείνος εκνευρισμένος με την αντίδραση της. «Αν δεν ήταν η Εύα…»
«Ελάτε, μόλις ήρθαμε, ας αποφύγουμε τα δράματα για τώρα», πετάχτηκε ο Φίλιππος και φίλησε στο μάγουλο τη Μίνας. «Ομόρφυνες. Σίγουρα δε θες να παρατήσουμε άντρα κ κόρη και να το σκάσουμε μαζί;»
«Αν συνεχίσει να παχαίνει ο άντρας μου, μπορεί να το σκεφτώ», γέλασε η Μίνα και τράβηξε τη κόρη της μες στο σπίτι, ακολουθούμενη από τους δύο άντρες.
Ο Άγγελος αγριοκοίταξε τη Νάντια και πέρασε το χέρι πάνω από τα μαλλιά του, αφήνοντας μια ανάσα να βγει αργά. «Είσαι απαράδεκτη μερικές φορές», τη μάλωσε αλλά εκείνη στάθηκε ευθυτενής μπροστά του, έτοιμη για αντεπίθεση.
«Κοίτα ποιος μιλάει», τον έσπρωξε θυμωμένη. Το ύφος του αμέσως σκλήρυνε γιατί μισούσε να του συμπεριφέρονται έτσι, μα προσπάθησε να συγκρατήσει τα νεύρα του. Της το είχε πει πως με τη σωματική βία κάθε είδους, δεν τα πήγαινε καλά, αλλά εκείνη επέμενε κάθε φορά που ήταν νευριασμένη να προσπαθεί να δείξει την υπεροχή της.
«Ότι κι αν έχεις μαζί μου, θα σε παρακαλέσω να μη το ξεσπάς σε κανέναν άλλον και ιδιαίτερα σε αυτούς τους ανθρώπους εκεί μέσα».
«Σωστά να μη πληγώσουμε την Εύα», πέταξε κοροϊδευτικά εκείνη κι άκουσε τον Άγγελο ν’ αφήνει μια βρισιά. «Από την ώρα που τη ξαναβρήκες, όλο για εκείνη μιλάς», γρύλλισε ενοχλημένη με την αδυναμία που είχε σ’ αυτήν. Δεν το έκρυβε πως ήταν σημαντική για εκείνον όμως η Νάντια ήθελε να είναι εκείνη η πρώτη που θα πήγαινε όταν είχε πρόβλημα ή όταν θα ήθελε να νιώσει ασφάλεια. Δεν θα έπρεπε να είναι ένα φάντασμα του παρελθόντος που είχε επιστρέψει από το πουθενά κι είχε κάνει άνω-κάτω τις ζωές τους. «Η κυρία Τέλεια ξέρει τα πάντα για σένα κι εγώ ο μαλάκας να πρέπει να σας βλέπω να σαλιαρίζετε και να μου τρίβετε στη μούρη τη τέλεια σχέση σας». Άφησε τον θυμό της ελεύθερο γιατί βαρέθηκε τόσες βδομάδες τώρα ν’ αφήνει τη ζήλια της να τη τρώει και να μη λέει κουβέντα.
«Παραλογίζεσαι και δεν σου πάει καθόλου». Τράβηξε το σάκο του από το αμάξι και της έριξε μια λοξή ματιά. Δεν θα τσακωνόταν μαζί της, δεν είχε καν νόημα. «Δεν θα καταλάβεις, αυτός είναι ο λόγος που δε σου έχω πει τίποτα, γιατί σε ξέρω. Λειτουργούμε διαφορετικά. Απλά φοβάμαι πως δε θα καταλάβεις».
«Και τότε γιατί στο διάολο μ’ έχεις, για πήδημα μόνο;» φώναξε πληγωμένη, εκείνη.
Τη πλησίασε εκνευρισμένος και σχεδόν κόλλησε το πρόσωπο του στο δικό της. «Σ’ έχω γιατί σ’ ερωτεύτηκα τρελά αλλά αν συνεχίσεις έτσι, δεν θα λογαριάσω την αγάπη που σου έχω, στ’ ορκίζομαι», απάντησε και τη φίλησε δυνατά, κάνοντας τη κοπέλα να παραπατήσει. «Άντε τώρα μέσα, θέλω να γνωρίσεις αυτούς τους δύο υπέροχους ανθρώπους», της χαμογέλασε και την τράβηξε από το χέρι μαζί του.
«Άφησε με», γκρίνιαξε εκείνη χαμηλόφωνα.
«Ρε Νάντια», αναστέναξε ο Άγγελος, κουρασμένα. «Κοίταξε με», σχεδόν τη διέταξε, αναγκάζοντας τη να σηκώσει το βλέμμα της. «Το παρελθόν μου είναι ένα κομμάτι μου που μισώ όσο δε μπορείς να φανταστείς. Με πληγώνει μόνο που το σκέφτομαι. Ντρέπομαι γι’ αυτό, το καταλαβαίνεις;»
«Εκείνη όμως ξέρει».
«Ξέρει γιατί έζησε ένα κομμάτι του, ίσως το χειρότερο, μαζί μου», φώναξε με τη σειρά του κι άκουσε τη φωνή του να τρέμει από τα νεύρα του. «Μη μου ζητάς να σου μιλήσω για το παρελθόν μου. Ζήτα μου να σου πω για το μέλλον μας αλλά μη με αναγκάσεις να θυμηθώ κάθε τι που με πόνεσε».
«Μα είναι μέρος της ζωής σου, Άγγελε».
«Θεέ μου, είσαι τόσο πεισματάρα», βρυχήθηκε εκνευρισμένος. «Ναι, είναι μέρος της ζωής μου αλλά δεν καθορίζει το ποιος είμαι. Δεν σε νοιάζει ποιος μπορώ να γίνω; Σε νοιάζει ποιος ήμουν;»
Η Νάντια σήκωσε το βλέμμα της στον ουρανό και πήρε μια βαθιά ανάσα. «Με νοιάζεις εσύ, μόνο για σένα νοιάζομαι», παραδέχτηκε. «Συγνώμη, απλά όταν αγαπάω γίνομαι κτητική».
«Δεν λέω πως δεν μου αρέσει», σήκωσε προκλητικά το φρύδι του εκείνος. «Αλλά να ξέρουμε και οι δύο πού να σταματάμε. Δεν γίνεται να με πιέζεις για κάτι που μ’ ενοχλεί. Και ναι, είμαι παράξενος και πολλές φορές τα κάνω σκατά αλλά προσπαθώ».
«Το ξέρω».
«Μην τα κάνουμε μαντάρα, ρε Νάντια», την παρακάλεσε. «Εγώ δέχομαι τα πάντα για σένα. Δεν σου έχω επιβάλλει ποτέ, τίποτα, δέξου κι εσύ πως τώρα που βρήκα την Εύα δεν έχω σκοπό να την αφήσω».
Μη μου ζητήσεις να την αφήσω… δεν θα αντέξω να τη χάσω πάλι.
Οι ενοχές για εκείνο το βράδυ στη Πάχη τον βασάνιζαν γι’ αυτό ήθελε να κάνει ό, τι περνούσε από το χέρι του να σιγουρευτεί πως η σχέση του με τη Νάντια θα πετύχαινε. Δεν άξιζε να τυραννάει ούτε εκείνη μα ούτε τον εαυτό του. Έπρεπε να ξεκολλήσει από το παρελθόν πια. Καταλάβαινε πολύ καλά πως δεν της άρεσε η προοπτική του να παραμείνει στη ζωή τους η Εύα, μα συμφώνησε για χάρη του και ο Άγγελος ανέπνευσε ελεύθερα και πάλι. Τη φίλησε και την οδήγησε μέσα στο σπίτι που του είχε λείψει τόσο όσο του είχαν λείψει οι ένοικοί του. Ένιωσε σαν να γύρισε πάλι πίσω στη φωλιά του. Πόσες ώρες πέρασε εδώ μέσα, πόσες όμορφες αναμνήσεις είχε μαζέψει. Κοιτούσε γύρω του και σε κάθε σημείο έβλεπε σαν ταινία μπροστά του στιγμές με την Εύα και τους γονείς της. Ο λαιμός του έκλεισε από έναν κόμπο συγκίνησης και χαμογέλασε στη Νάντια που τύλιξε το χέρι της με το δικό του.
«Σε αυτόν τον καναπέ περάσαμε μια ολόκληρη βδομάδα με την Εύα, τη πρωτοχρονιά του 2000. Είχαμε αρρωστήσει για τα καλά. Εκείνη, γιατί εγώ ήμουν καλά αλλά δε τόλμαγα να την αφήσω μόνη», γέλασε καθώς έφερνε στο νου την τυραννία που είχε περάσει. Έτριβε το θερμόμετρο ώστε να ανεβαίνει η θερμοκρασία για να μην τον αναγκάσουν να την αφήσει ενώ κατάπινε αδιαμαρτύρητα τα γιατροσόφια της Μίνας. «Κι εκεί βάζαμε το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Για κορυφή είχε έναν μισοχαλασμένο άγγελο που για κάποιο λόγο λάτρευε. Εκεί, κάτω από το παράθυρο, διαβάζαμε παρέα αν και τον περισσότερο χρόνο μας τον περνούσαμε στο δωμάτιο της». Μοιραζόταν αναμνήσεις μαζί της που του έφερναν χαρά κι εκείνη το εκτίμησε που έστω κι έτσι την άφηνε να δει λίγο από το παρελθόν του. «Λυπάμαι που δεν έχω αναμνήσεις από το νησί χωρίς την Εύα», απολογήθηκε.
«Σ’ έκανε τόσο χαρούμενο;» ρώτησε εκείνη σχεδόν άηχα.
«Εξαιτίας της κάθε μαύρη γωνιά του μυαλού μου, φωτίστηκε. Όπως έγινε και με σένα, Νάντια, από την ώρα που μπήκες στη ζωή μου». Την τράβηξε από τη μέση κοντά του και έγλειψε τα χείλια του πριν τη φιλήσει βαθιά. «Σ’ αγαπώ γιατί με κάνεις και ξεχνάω. Μπορεί να γίνομαι ανυπόφορος μερικές φορές μα μην έχεις αμφιβολία πως σε αγαπώ».
«Σε κάνω να ξεχνάς ακόμα και την Εύα;» μούτρωσε εκείνη.
«Ναι, φωτιά μου, ακόμα κι αυτή», στριφογύρισε αγανακτισμένος τα μάτια του και δάγκωσε το αυτί της.
Θεέ μου… πόσα ψέματα αντέχω να της πω, σκέφτηκε ενώ εκείνη γαντζωνόταν πάνω του.
Βρήκαν τους υπόλοιπους στη κουζίνα και πριν το καταλάβει είχε ξανά χαθεί στην αγκαλιά της Μίνας η οποία δεν έμοιαζε να πιστεύει πως το έχει κοντά της. Φιλούσε ξανά και ξανά το πρόσωπο του ενώ τους ανάγκασε να φάνε βραδινό αν και ήταν ήδη χορτάτοι.
«Τώρα θα μας δώσετε μια εξήγηση για το πώς βρεθήκατε;» απαίτησε η γυναίκα και γύρισε προς τη Νάντια που κοιτούσε μ’ ενδιαφέρον. «Ήταν αχώριστοι οι δυο τους. Μας έκανε εντύπωση που ξαφνικά χάθηκε ο Άγγελος και που σταμάτησε να γράφει».
«Είναι παράξενο αλλά απ’ ότι φαίνεται τα Ελληνικά ταχυδρομεία δεν μας θέλανε μαζί», απάντησε ο Άγγελος. «Δεν σταμάτησα να γράφω για ένα χρόνο. Απλά χαθήκαμε στην αλληλογραφία».
«Καλά, ένα γράμμα να χαθεί, το καταλαβαίνω, μας πώς γίνεται να χαθούν τόσα γράμματα;» αναρωτήθηκε ο Φίλιππος μπουκωμένος.
«Δε ξέρω, ρώτα τον πατέρα σου που είναι και ταχυδρόμος», τον έσπρωξε πειρακτικά ο Άγγελος.
«Λες να τον ρωτήσω;» αναρωτήθηκε σοβαρά εκείνος. «Το σκέφτηκα αλλά θα ξέρει λες;»
«Δεν υπάρχει λόγος πια. Τέλος καλό, όλα καλά, έτσι δεν είναι Ευάκι μου;»
«Όπως τα λες», γέλασε εκείνη και έκλεισε τα μάτια μ’ ευχαρίστηση όταν τη τράβηξε στην αγκαλιά του ο Φίλιππος.
Πήγαν για ύπνο μετά τις δύο, μέσα σε γέλια και πειράγματα. Η Εύα χάρηκε που είδε το δωμάτιο της ξανά μετά από δύο χρόνια και έπεσε με φόρα στο κρεβάτι ενώ ο Φίλιππος κλείστηκε στο μπάνιο για να κάνει ντους. Έκλεισε τα μάτια της και θυμήθηκε όλες τις όμορφες στιγμές που είχε ζήσει εδώ μέσα με τον Άγγελο. Η καρδιά της αναπήδησε μόλις μύρισε το άρωμα του και άνοιξε το ένα μάτι αρκετά ώστε να τον δει να στέκεται στη πόρτα με τα χέρια του σταυρωμένα γύρω από το στομάχι και να δείχνει τόσο όμορφος, σχεδόν αγγελικός.
«Με προκαλείς», ψιθύρισε δυνατά και γέλασε όταν εκείνη μαζεύτηκε το κρεβάτι.
«Πας γυρεύοντας», τον προειδοποίησε.
«Πάντα», γέλασε και μπήκε στο δωμάτιο. Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού και κάρφωσε τα μάτια στο παράθυρο απ’ το οποίο λάτρευε να μπαίνει εκεί μέσα.
«Η Νάντια;»
«Κοιμάται», μουρμούρισε και της έριξε μια ματιά. «Δώσε της λίγο καιρό. Είναι μπερδεμένη», την παρακάλεσε. «Δεν της είναι εύκολο να μη ξέρει».
«Πρέπει να της μιλήσεις, δεν έχεις να ντραπείς για κάτι, Άγγελε».
Χαμογέλασε κι έγειρε κοντά της. Ακούμπησε τα χείλια του απαλά στο κούτελο της κι εκείνη αμέσως κράτησε την ανάσα της μ’ ευχαρίστηση. «Μόνο εσύ με διαβάζεις, νεράιδά μου», ψιθύρισε μελαγχολικά. «Δε μου αρέσει που πρέπει να εξηγούμαι στους άλλους συνέχεια. Μακάρι να ήταν όλοι σαν εσένα, Ευάκι μου».
«Ναι αλλά κι εμένα μου πήρε μήνες για να σε μάθω. Και με άφησες να σε μάθω, Άγγελε. Μου ανοίχτηκες, δεν ύψωνες τα τείχη που υψώνεις στη Νάντια. Είναι λογικό να μη σε ξέρει αφού δεν της δείχνεις ποιος είσαι».
Χαμήλωσε σκεφτικός το κεφάλι του και έτριψε τα μάτια του κουρασμένος. «Δεν μου είναι εύκολο».
«Ήταν όταν επρόκειτο για μένα». Τον ανάγκασε να τη κοιτάξει και έκλεισε το πρόσωπο του στα χέρια της. «Την αγαπάς; Απάντησε σοβαρά, την αγαπάς;»
«Ναι», μουρμούρισε απολογητικά και η Εύα για μια στιγμή ένιωσε το μικρό τέρας της ζήλιας να ωρύεται μέσα της. Μα γιατί ζήλευε; Εκείνη του ζήτησε να μη πληγώσουν τη Νάντια και τον Φίλιππο. Εκείνη του είπε να ξεχάσουν ό, τι έγινε μεταξύ τους, τώρα δεν θα έπρεπε να κάνει έτσι, δεν θα έπρεπε να θέλει να σπάσει ό, τι μπορούσε να σπάσει μες στο σπίτι μόνο και μόνο επειδή εκείνος έκανε ό, τι του ζήτησε.
«Τότε κάνε το εύκολο, είμαι σίγουρη πως η Νάντια έχει πολύ περισσότερη κατανόηση απ’ όσο νομίζεις. Κι εξάλλου, δεν έχεις να ντραπείς για τίποτα», του υπενθύμισε για πολλοστή φορά.
«Ήμουν δειλός».
«Φοβισμένος». Της χαμογέλασε και την έκλεισε στην αγκαλιά του την ώρα που έμπαινε στο δωμάτιο ο νυσταγμένος Φίλιππος.
«Ενοχλώ;» χασμουρήθηκε και αγριοκοίταξε τον Άγγελο ενώ προσπαθούσε να τον ξεκολλήσει πάνω από την Εύα. «Στο κρεβάτι σου νεαρέ μου», τον πείραξε και τον έσπρωξε γελώντας έξω από το δωμάτιο. Μόλις έκλεισε τη πόρτα πίσω του κοίταξε πονηρά την Εύα και έβγαλε τη μπλούζα του. «Ονειρευόμουν αυτή τη στιγμή τόσο καιρό», είπε παθιασμένα, κάνοντας τη να ξεσπάσει σε δυνατά γέλια. «Θα κάνω σεξ με το κορίτσι των ονείρων μου, στο παιδικό της δωμάτιο. Αλληλούια!» δόξασε και έπεσε με φόρα στο κρεβάτι.

23.

Δύο μέρες απόλυτης χαλάρωσης κι ευτυχίας πέρασαν και η Εύα δεν είχε ξαναδεί τον Άγγελο πιο χαρούμενο. Μπορεί στην ουσία να τον ήξερε λιγότερο από χρόνο, αλλά ποτέ της δεν τον είχε δει τόσο ανάλαφρο, να γελάει όλη την ώρα και να μη κοιτά τρομαγμένος γύρω του. Ήταν λες και είχε ξεχάσει πως εκεί κοντά κυκλοφορούσε ο τύραννός του. Χάρηκε γιατί αυτό έδειχνε μεγάλη ψυχική δύναμη. Ο Άγγελός της ήταν ένας μικρός ήρωας κι ας μην ήθελε να το παραδεχτεί ο ίδιος.
Εν μέρει για τη χαρά του έφταιγε η Νάντια που είχε χαλαρώσει αρκετά και πια της μίλαγε. Στην αρχή είχε ξαφνιαστεί τόσο πολύ που έκρυψε διακριτικά το μαχαίρι που είχε μόλις αφήσει η κοκκινομάλλα πάνω στον πάγκο. Την τρόμαζε η ξαφνική αλλαγή της αλλά μετά από λίγο συνειδητοποίησε πως είχε πολλά κοινά μαζί της. Θα μπορούσαν να γίνουν φίλες. Θα μπορούσαν, αν η Νάντια δε φοβόταν να μη χάσει τον Άγγελο, αν η Εύα κατάφερνε να ξεχάσει το παρελθόν της μαζί του και αν δεν φοβόταν ένα μέλλον που θα πλήγωνε πολλούς.
Περνούσαν σχεδόν όλη τη μέρα τους στη θάλασσα. Τους είχε λείψει πολύ και δεν έχαναν ευκαιρία να τη χαρούν, όπως εκείνη τη μέρα. Σηκώθηκαν από την άμμο βαριεστημένα και μάζεψαν τα πράγματά τους όταν ο ήλιος έκαιγε και πια ήταν δύσκολο να τον ανεχτούν. Το στομάχι της Εύας διαμαρτυρήθηκε έντονα ενώ προχωρούσαν για να επιστρέψουν σπίτι. Ο Άγγελος ανέλαβε να βρει κάτι να φάνε. Πήγαν στον κοντινότερο φούρνο κι αγόρασαν ό, τι είχε απομείνει. Εκείνη μπουκώθηκε αμέσως με ένα χειροποίητο τυροπιτάκι και κοίταξε τον Άγγελο που απολάμβανε να τη κοιτά να τρώει μ’ ευχαρίστηση. Τα χείλια του σχημάτισαν ένα γλυκό χαμόγελο που την έκανε να κοκκινίσει και να καταπιεί σχεδόν αμάσητο το φαγητό της.
«Μ΄εκνευρίζεις όταν με κοιτάς έτσι».
«Εμένα, πάλι, μου αρέσει που μου δίνεις λόγους να σε κοιτάζω έτσι», χαχάνισε εκείνος.
«Όλα καλά με τη Νάντια;»
Έγλειψε τα χείλια του και συγκράτησε ένα χαμόγελο γιατί προσπάθησε ν’ ακουστεί αδιάφορη αλλά απέτυχε εντελώς. Την ήξερε πολύ καλά τη φωνή της και κάθε χροιά της. «Μια χαρά. Είναι καλός άνθρωπος. Οποιαδήποτε άλλη στη θέση της θα με είχε αφήσει από τη στιγμή που ξαναμπήκες στη ζωή μου».
«Και θα είχε δίκιο», σχολίασε η Εύα στεναχωρημένα.
«Σε κοιτάζω με τον Φίλιππο μερικές φορές και σκέφτομαι πως αν δεν είχε γίνει ό, τι έγινε, ίσως σε είχα εγώ τώρα στην αγκαλιά μου».
Σήκωσε το βλέμμα της και έψαξε αμέσως το δικό του. Ένας κόμπος έκλεισε το λαιμό της που την ανάγκασε να πάρει μια βαθιά ανάσα για να συγκρατηθεί. «Μη το κάνεις αυτό. Το συζητήσαμε», τον παρακάλεσε.
«Κι όμως, ενώ αγαπώ τη Νάντια, ζηλεύω». Η Εύα ετοιμάστηκε να διαμαρτυρηθεί μα εκείνος δεν την άφησε γιατί ακούμπησε το χέρι του στον ώμο της σε μια προσπάθεια να τη διακόψει. Και φυσικά το κατάφερε. «Συγχώρεσε με, προσπαθώ να το αποβάλω αλλά δεν μου είναι εύκολο».
«Ούτε εμένα αλλά δε μπορούμε να γυρίσουμε τις πλάτες μας σε όλα, έτσι ξαφνικά». Σταμάτησε να μιλάει γιατί ένιωσε ένα άσχημο σφίξιμο στο στέρνο της που τη πόνεσε. «Με τρομάζει καμιά φορά που το σκέφτομαι, το πόσο εύκολα παραλίγο να τινάζαμε τα πάντα στον αέρα με το που συναντηθήκαμε».
Ο Άγγελος έμεινε ανέκφραστος. «Απωθημένα, Ευάκι, κι εγώ είχα πολλά», χαμογέλασε πονηρά ξαφνικά.
«Είχες;»
«Έχω ακόμα, αλλά έχεις δίκιο. Όσο κι αν αξίζει…» σταμάτησε και πήρε μια βαθιά ανάσα που έκανε την Εύα να προβληματιστεί λίγο με το ύφος του. «Πάντα τα απωθημένα οδηγούν σε λάθος μονοπάτια. Κι εσύ θα μείνεις για πάντα το δικό μου απωθημένο».
«Μετανιώνεις για εκείνο το φιλί στην Πάχη;»
«Θα ήμουν τρελός αν μετάνιωνα», ψιθύρισε και έχωσε ένα τυροπιτάκι στο στόμα του. Ήταν ο τρόπος του για να δώσει ένα τέλος σε μια κουβέντα που δεν θα έβγαζε πουθενά. Κράτησε μία σεβαστή απόσταση από εκείνη ενώ γύριζαν να βρουν τους υπόλοιπους. Η Εύα έμεινε σιωπηλή να σκέφτεται τα λόγια του μα ξάφνου μια φιγούρα τράβηξε τη προσοχή του Άγγελου που τον έκανε να σταματήσει να περπατάει. Η Εύα τον μιμήθηκε και έριξε μια ματιά προς το μέρος του. Πάγωσε όταν είδε κι εκείνη τι τον είχε σταματήσει.
«Ρένα;» φώναξε στην εικόνα της παλιάς φίλης της και κάρφωσε τα μάτια της στη τεράστια κοιλιά της. Πρέπει να ήταν τουλάχιστον εφτά μηνών έγκυος και με το ζόρι κουβαλούσε το βάρος. Τους κοίταξε καλά, χωρίς να τους αναγνωρίσει αρχικά, αλλά δευτερόλεπτα μετά ξέσπασε σε χαρούμενα γέλια τα οποία συγκράτησε όταν είδε τον Φίλιππο να καταφτάνει.
«Δεν το πιστεύω. Τι όμορφη εικόνα είναι αυτή ρε παιδιά», είπε συγκινημένη ενώ την πλησίαζαν όλοι τους. «Δεν ξέρετε πόσο χαίρομαι που σας βλέπω. Σας σκεφτόμουν έντονα εδώ και καιρό», είπε και αγκάλιασε τη κοπέλα που ακόμα ήταν σοκαρισμένη.
«Τι έχεις φουρνίσει εκεί ρε κοπελιά;» ρώτησε ο Φίλιππος κι εκείνη κοίταξε με λατρεία τη κοιλιά της.
«Κοριτσάκι, ο άντρας μου φταίει που παρακαλούσε για ένα», χαχάνισε νευρικά και κοίταξε τα πρόσωπα τους. «Δεν έχετε αλλάξει καθόλου. Ήθελα τόσο πολύ να σας ζητήσω συγγνώμη για όσα έγιναν τότε, ειδικά σε σένα Εύα».
«Τα οποία είναι ήδη περασμένα-ξεχασμένα», έσπευσε ο Άγγελος να συνεχίσει τη πρότασή της και άφησε ένα φιλί στο μάγουλο της. «Να προσέχεις Ρένα, και με το καλό να υποδεχτείς τη κόρη», πρόσθεσε και έκανε ένα βήμα πίσω, λες και ήθελε να αποφύγει τη γυναίκα, την κοιλιά της και το μωρό που ακόμα φιλοξενούσε εκεί. Η Εύα ήταν η μόνη που παρατήρησε τη περίεργη συμπεριφορά του και προσπάθησε να πάει κοντά του αλλά την πρόλαβε η Νάντια. Έπρεπε να το κόψει αυτό το κακό συνήθειο, να τρέχει στο πλευρό του. Είχε την κοπέλα του πάνω στην οποία μπορούσε να στηριχθεί, της άξιζε να της δοθεί μια ευκαιρία να δείξει στον Άγγελο πως ήταν ικανή να τον στηρίξει.
Χαιρετηθήκανε με τη Ρένα και συνέχισαν τον δρόμο τους όταν ο Φίλιππος πέρασε το χέρι του γύρω από τους ώμους της Εύας και αναστέναξε.
«Λες να κάνουμε κι εμείς κανένα κουτσούβελο κάποτε;» ρώτησε με ύφος ονειροπόλου.
Η Εύα ξαφνιάστηκε με την ερώτηση του και γέλασε νευρικά, ενώ προσπαθούσε ν’ αποφύγει τη ματιά του Άγγελου που την έκαψε για μια στιγμή. «Είμαστε μόλις είκοσι δύο και σκέφτεσαι μωρά;»
«Γιατί όχι, μπορεί να θέλω να σε παντρευτώ μόλις τελειώσω το ΤΕΙ».
Δεύτερο σοκ πέρασε η Εύα μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα. «Τέλειωσε πρώτα, που χρωστάς τα μισά μαθήματα, κουφιοκέφαλε», τον πείραξε μα κοκάλωσε όταν ξάφνου από τη γωνία μπροστά τους, έστριψε η φιγούρα του άντρα που προσπαθούσαν μέρες τώρα να αποφύγουν. Ο Φίλιππος άφησε μια βρισιά και αυτομάτως και οι δύο γύρισαν προς το μέρος του Άγγελου που ακόμα χαμογελούσε ενώ φιλούσε τρυφερά τη Νάντια.
Όλα έγιναν γρήγορα πριν μπορέσει η Εύα να σκεφτεί κάτι για να προστατέψει τον Άγγελο. Εκείνος λες και είχε αισθανθεί τον κίνδυνο σταμάτησε να χαμογελάει κι έψαξε με το βλέμμα του την Εύα που επέστρεψε την ματιά του με τρόμο. Δεν του πήρε πολύ να δει τον πατέρα του που φορούσε τη στολή, να στέκεται μερικά μέτρα πιο πέρα και να τον κοιτά με το σύνηθες ειρωνικό χαμόγελο που πάντα έκανε το στομάχι του να δεθεί κόμπο.
«Βρε, βρε, μου το είπαν αλλά δεν τους πίστεψα. Δε φανταζόμουν ποτέ πως ένας δειλός σαν εσένα θα έβρισκε ποτέ τα κότσια να γυρίσει εδώ».
«Άγγελε, μη τον ακούς», πετάχτηκε η Εύα που δεν παρέλειψε να αγριοκοιτάξει τον Ταγματάρχη που τώρα γελούσε με το χαμένο ύφος του Άγγελου.
«Ποιος είναι αυτός;» ζήτησε να μάθει η Νάντια μα ο Άγγελος παρέμεινε παγωμένος να κοιτά με μίσος και τρόμο το πρόσωπο του ανθρώπου που ακόμα και τώρα με τη σκέψη και μόνο, του έκοβε τα γόνατα.
«Μα τι λέω, απ’ ότι βλέπω ακόμα δειλός παραμένεις. Και κάποιος θα πρέπει να σου μάθει τρόπους. Δε θα πεις γεια στον πατέρα σου, γιέ μου;»
Η Νάντια γύρισε απότομα προς τον Άγγελο και παρατήρησε το σαγόνι του να συσπάται από θυμό ενώ έσφιγγε και ξέσφιγγε τις γροθιές του. Αναζήτησε βοήθεια από την Εύα που σήκωσε το χέρι της για να σταματήσει τον Ταγματάρχη που κινούταν προς τον γιο του.
«Μην τολμήσεις να κάνεις άλλο βήμα», τον προειδοποίησε και στάθηκε μπροστά από τον Άγγελο. Το ίδιο έπραξε και ο Φίλιππος ο οποίος προσπάθησε να ξεκολλήσει τον Άγγελο από το σημείο που στεκόταν και να τον απομακρύνει. Ήταν αδύνατο γιατί αρνούνταν να φύγει χωρίς ν’ αντιμετωπίσει έστω και μία φορά τον τύραννό του. Μόνο που η αδυναμία του πάλευε με την ανάγκη να του δώσει ένα μάθημα και τελικά απλά στεκόταν εκεί και τον κοιτούσε με απέχθεια. «Άγγελε, πάμε, δεν αξίζει», τον παρακάλεσε η Εύα και μόνο η απαλή φωνή της και το άγγιγμα στο πρόσωπο του ήταν ικανή να σπάσει το θυμό που ένιωθε και να σκεφτεί πιο λογικά.
«Ναι, πάμε», συμφώνησε μα στάθηκε όταν τον άκουσε να γελάει ειρωνικά.
«Βλέπω δεν άλλαξε τίποτα», φώναξε ο Ταγματάρχης. «Ακόμα μέσα στο βρακί της σε έχει η νεαρά».
Μόνο τότε αντέδρασε ο Άγγελος. «Μην το παρατραβάς», τον προειδοποίησε, ενώ η Εύα τον έσπρωχνε μακριά.
«Πάμε, μη του δίνεις την ευχαρίστηση», τον παρακάλεσε.
«Πάντα πίσω από μια γυναίκα κρυβόσουν αντί να υψώσεις το ανάστημά σου, δειλέ».
Αυτή ήταν η τελευταία σταγόνα που έκανε το ποτήρι να ξεχειλίσει. Ο Άγγελος απέφυγε τους πάντες με ταχύτητα και πριν καταφέρουν να τον σταματήσουν, είχε πιάσει τον πατέρα του από το γιακά και τον είχε κολλήσει με φόρα στον τοίχο πίσω του.
«Σκάσε!» διέταξε με στεντόρεια φωνή. «Μπάσταρδε, μου κατέστρεψες τη ζωή», φώναξε και τον ταρακούνησε, μα το ύφος του Ταγματάρχη παρέμεινε κενό· δεν έκανε ούτε ένα μορφασμό ενώ ο γιός του τον χτυπούσε πάνω στον τσιμεντένιο τοίχο. «Τι σκατά θες από μένα πια, ε; Δεν σου φτάνει το κακό που μου έχεις κάνεις; Δε σου έδωσα αρκετή ευχαρίστηση με το να σε αφήνω να με γαμάς ψυχολογικά όλα αυτά τα προηγούμενα χρόνια;»
«Τη μόνη ευχαρίστηση που μου έδωσες ποτέ, ήταν όταν πηδούσα τη μάνα σου τη μέρα που σ’ έσπειρα», έφτυσε με μίσος εκείνος και ο Άγγελος θόλωσε εντελώς. Άρχισε να χτυπά με μανία τον άντρα ενώ βρυχιόταν σαν άγριο ζώο. Τον χτύπησε τόσο πολύ που το σώμα του σύρθηκε πάνω στον τοίχο μέχρι που έπεσε στον δρόμο και ακόμα και τότε, ο Άγγελος δεν σταμάτησε. Έβγαλε όλο το θυμό που καταπίεζε χρόνια μέχρι που μάτωσαν οι αρθρώσεις του- από το δικό του αίμα, όχι του πατέρα του.
«Κάντε κάτι», έκλαψε τρομαγμένη η Νάντια που δεν είχε ξαναδεί τον Άγγελο ν’ αντιδράει έτσι. Ο Φίλιππος προσπάθησε να τον τραβήξει μακριά αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να τον βρει μια αδέσποτη στο σαγόνι.
«Με κατέστρεψες», έλεγε ξανά και ξανά ο Άγγελος ώσπου ανέλαβε δράση η Εύα. Κατάφερε να πιάσει το χέρι του στον αέρα πριν ξαναβρεί το πρόσωπο του Ταγματάρχη και αυτόματα, μόλις ένιωσε το άγγιγμά της, έψαξε να βρει τη ματιά της.
«Αρκετά», τον διέταξε και τον βοήθησε να σταθεί στα πόδια του. Έκλεισε το πρόσωπο του στα χέρια της και κάρφωσε τα μάτια της στα δικά του. Έκλαιγε, χωρίς λυγμούς, χωρίς ήχο, απλά έκλαιγε και η καρδιά της σπάραξε. «Φτάνει, Άγγελε μου», τον παρακάλεσε. «Πάμε να φύγουμε». Έριξε μια ματιά στον Ταγματάρχη που τρέκλιζε και είδε απορία στο βλέμμα του που ο γιος του είχε βρει τα κότσια να του αντισταθεί και να του εναντιωθεί. «Μείνε μακριά του γιατί μάρτυς μου ο Θεός, θα σε κάνω βούκινο παντού», τον προειδοποίησε. «Θα σε κάνω ρεζίλι και θα πεις αντίο στη καριέρα σου. Δε θα ‘χεις μούτρα να βγεις στη κοινωνία, το κατάλαβες;»
Ο Ταγματάρχης απλά έφτυσε το αίμα του αντί να δώσει απάντηση και με δυσκολία απομακρύνθηκε από κοντά τους. Κούτσαινε αλλά προσπάθησε να κρατήσει το σώμα του ευθυτενές ενώ τα βλέμματα αηδίας που έριχνε προς το γιό του και τους φίλους του, φανέρωναν κάθε κρυμμένο του συναίσθημα. Ο Άγγελος πληγώθηκε ακόμα περισσότερο εκείνη τη στιγμή που συναντήθηκαν οι ματιές τους. Τα λόγια του μπορεί να τον έκαναν να ξεπεράσει τα όρια, αλλά αυτό το βλέμμα που φώναζε πως δεν τον αγάπησε ποτέ, ήταν μαχαιριά στην καρδιά.
Η Εύα του έριξε μια τελευταία ανήσυχη ματιά για να βεβαιωθεί πως θα τους άφηνε στην ηρεμία τους και βάσταξε τον Άγγελο γερά. Τον οδήγησε με δυσκολία ως το σπίτι της με τον Φίλιππο και τη Νάντια ν’ ακολουθούν σιωπηλοί. Εκείνος, με βλέμμα κενό, μουρμούραγε απολογίες και πράγματα ακατανόητα που την έκαναν ν’ ανησυχήσει γιατί από τη ταραχή του μπέρδευε τα λόγια του. Δεν τον είχε δει ποτέ ξανά έτσι. Αυτή η συνάντηση τον είχε γυρίσει πίσω πολλά χρόνια και του είχε θυμίσει στιγμές που προσπαθούσε με κόπο να διαγράψει.
Ανέβηκαν κατευθείαν στο δωμάτιο της. Ευτυχώς οι γονείς της έλειπαν και δεν είδαν σε τι χάλια βρισκόταν γιατί θα τους τσάκιζε συναισθηματικά, όσο την τσάκισε κι εκείνη. Τον βοήθησε να καθίσει στο κρεβάτι και ζήτησε από τη Νάντια, που έκλαιγε, να φέρει κάτι να καθαρίσουν τα χέρια του. Τα έτριβε με μανία για να βγάλει το αίμα ενώ παρακαλούσε την Εύα να τον βοηθήσει.
«Πάρε μια βαθιά ανάσα, έλα αγάπη μου», ψιθύρισε εκείνη κι αμέσως σήκωσε το βλέμμα του στο δικό της. Την κοίταξε με έντονη απορία αλλά κι ένα αχνό, ήρεμο χαμόγελο. «Τελείωσε τώρα, είσαι καλά και ασφαλής».
«Πως με είπες;»
«Αγάπη μου, αλλά μη με κάνεις να το μετανιώσω». Το γέλιο του Άγγελου πήρε μακριά κάθε ίχνος ανησυχίας. Θα ήταν καλά, αυτό σκεφτόταν όσο χάιδευε το πρόσωπό του. Σηκώθηκε για να βρει τη Νάντια που δεν είχε φανεί ακόμα μα εκείνος την τράβηξε από το χέρι και κούνησε φοβισμένος το κεφάλι του, ικετεύοντάς τη να μείνει μαζί του.
«Μη μ’ αφήνεις».
Η φωνή του βγήκε με δυσκολία. Έπνιξε έναν λυγμό και την ανάγκασε να επιστρέψει κοντά του. Αγκάλιασε τη μέση της έτσι όπως στεκόταν μπροστά του και έκρυψε το πρόσωπο του στο στομάχι της καθώς ξεσπούσε σε λυγμούς. Όσο περισσότερο έκλαιγε, τόσο περισσότερο την έσφιγγε λες και θα χανόταν έτσι και δεν την ένιωθε κοντά του. Δεν μπορούσε να περιγράψει τον πόνο του και το φόβο του μα η Εύα ήξερε. Δεν χρειαζόταν να της πει τίποτα. Ήξερε, καταλάβαινε και δε τον φοβόταν. Ο ίδιος μπορεί να είχε τρομοκρατήσει τον εαυτό του με τη μανία του και την ανείπωτη ανάγκη του να σκοτώσει τον άνθρωπο που τον έκανε να μισεί την ίδια του τη ζωή, αλλά εκείνη ήξερε πως ο Άγγελος είχε αγνή ψυχή.
Η Εύα δεν κατάφερε να συγκρατήσει τα δάκρυα της. Ξέσπασε κι εκείνη σε κλάματα ενώ περνούσε τα δάχτυλά της μέσα στα μαλλιά του και τον παρακαλούσε να ηρεμήσει. Φίλησε τη κορυφή του κεφαλιού του και σύρθηκε μέσα στα χέρια του μέχρι που γονάτισε στο πάτωμα για να τον αγκαλιάσει ακόμα πιο σφιχτά.
«Μη κλαίς Άγγελέ μου, πέρασε».
«Με κατέστρεψε».
«Όχι, μη του δώσεις την ευχαρίστηση». Έκλεισε το πρόσωπο του στις παλάμες της και κοίταξε τα κόκκινα μάτια του ενώ υπενθύμιζε ξανά και ξανά πως έπρεπε να βάλει όρια σε αυτό που αισθανόταν, να βάλει ένα τέλος στην ανάγκη της να τον κάνει να ξεχάσει. «Είσαι καλά», μουρμούρισε. «Πρέπει να το πιστέψεις».
«Σκεφτόμουν να τον σκοτώσω, πώς μπορείς να μου λες πως είμαι καλά; Αυτό είναι αρρώστια, να πέφτεις στο κρεβάτι και να σκέφτεσαι τρόπους να σκοτώσεις κάποιον».
«Κι εγώ το σκέφτηκα, είμαι κι εγώ άρρωστη;» Σήκωσε τα μάτια του πάνω της, σοκαρισμένος. «Κάθε φορά που σ’ έβλεπα τρομαγμένο και να χάνεσαι, το σκεφτόμουνα».
«Εσύ δεν έπρεπε να κάνεις τέτοιες σκέψεις, όχι εσύ», την ικέτευσε στεναχωρημένα.
«Τόσο πολύ σε αγαπούσα», του χαμογέλασε και η όψη του άλλαξε αμέσως. Έλαμψαν τα μάτια του κι το χαμόγελο που φάνηκε έκανε τη καρδιά της Εύας να κλωτσήσει. «Δεν είσαι άρρωστος, ούτε κατεστραμμένος. Είσαι δυνατός και θα το ξεπεράσεις αυτό». Σταμάτησε και φίλησε το κούτελό του. «Μίλα στη Νάντια. Έχει τρομάξει, εξήγησε της», τον παρακάλεσε κι εκείνος ένεψε καταφατικά. Δεν μπορούσε πια να κρύβεται από την κοπέλα. Καιρό τώρα πάλευε να την κρατήσει στο σκοτάδι για τις πιο μαύρες μέρες της ζωής του αλλά το παρελθόν του είχε άλλη άποψη. Τώρα ήταν καιρός ν’ ανοίξει τα χαρτιά του, χωρίς φόβο.
«Πολύ φοβάμαι πως μετά από αυτό, θα με αφήσει», γέλασε νευρικά.
«Αν σε αφήσει, δεν θα είναι το τέλος του κόσμου», σχολίασε εκείνη και δαγκώθηκε αμέσως ενώ ο Άγγελος την παρατηρούσε να μετανιώνει τα λόγια της. «Σε αγαπάει, θα καταλάβει», επανέλαβε και πριν μπορέσει να τη σταματήσει, βγήκε από το δωμάτιο για να τον αφήσει μόνο του, μα περισσότερο για να μείνει εκείνη μακριά του.
24.

Τα μάτια της Νάντιας ήταν κόκκινα, γεμάτα απορία και φόβο όταν συνάντησε στο διάδρομο την Εύα. Τα χέρια της έτρεμαν ενώ προσπαθούσε να καταλάβει τι είχε γίνει πριν λίγη ώρα. Δίσταζε να μπει στο δωμάτιο όπου βρισκόταν ο Άγγελος. Όσο κι αν ήθελε να πείσει τον εαυτό της πως δεν κινδύνευε κοντά του, η οργή που είχε βγάλει πάνω σ’ εκείνον τον άντρα, την τρομοκράτησε. Κρατούσε μία πετσέτα στο χέρι που έστριβε και ξέστριβε νευρικά καθώς προσπαθούσε να βρει το θάρρος να μιλήσει στην κοπέλα απέναντί της. Την εκνεύριζε ο τρόπος που την κοιτούσε, σαν να μην ενέκρινε την αντίδρασή της. Πώς να αντιδρούσε διαφορετικά όταν ξάφνου βρέθηκε μπροστά στη πιο βίαιη εκδοχή του άντρα του αγαπούσε;
«Πώς είναι;» ρώτησε με τρεμάμενη φωνή εντέλει, όταν πλέον την κούρασε η κόντρα της με την Εύα.
«Μην του δείξεις ότι τον φοβάσαι», απάντησε ψυχρά εκείνη έχοντας καταλάβει το πόσο τρομοκρατημένη ήταν. «Δεν χρειάζεται ούτε φόβο, ούτε λύπηση. Να τον ακούσεις με προσοχή χρειάζεται και να του σταθείς».
«Μη μου κάνεις υποδείξεις για το πώς θα φερθώ στον Άγγελο».
«Τότε μη δείξεις αδυναμία μπροστά του», την προειδοποίησε. Έδειχνε να είναι πραγματικά ταραγμένη και για μία στιγμή η Νάντια τη λυπήθηκε. Την παρατήρησε να τρέχει προς το μπάνιο για να κρύψει εκεί τη θλίψη της. Δεν έκλεισε τη πόρτα πίσω της. Ασυναίσθητα την ακολούθησε πάνω που έριχνε μπόλικο νερό στο πρόσωπο της και έπλενε τα χέρια της που έτρεμαν. Ένιωσε εκτός τόπου και χρόνου. Δεν μπορούσε καν να δώσει εντολή στα πόδια της να την μεταφέρουν ως τον Άγγελο.
«Δεν μου έχει μιλήσει ποτέ για τον πατέρα του», άκουσε τον εαυτό της να λέει. Η Εύα σκούπισε το πρόσωπό της με την πετσέτα που της έδωσε και πήρε μία βαθιά ανάσα. Την άφησε να βγει αργά, δημιουργώντας περισσότερο άγχος στη Νάντια.
«Ίσως να καταλάβεις το λόγο όταν σου εξηγήσει. Αλλά μην κρίνεις τον Άγγελο απ’ ότι είδες σήμερα», την παρακάλεσε με τόσο πάθος, που την έπιασε εξαπίνης.
«Πιστεύεις πως είναι ικανός για κακό;»
«Η αλήθεια ήταν πως για μια στιγμή πίστεψα πως ο Άγγελος ήταν ικανός για φόνο. Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι πως ήμουν έτοιμη να τον αφήσω να σκοτώσει το παρελθόν του γιατί ακόμα και τώρα τον κυνηγά ανελέητα και δεν του αξίζει». Έκανε μία παύση για να κρύψει την ταραχή της. Ανέπνεε γρήγορα στην προσπάθειά της να μην ξεσπάσει σε λυγμούς. Η Νάντια έκανε ένα βήμα κοντά της για να ακουμπήσει φιλικά το χέρι της στον ώμο της Εύας. «Είναι η ομορφότερη ψυχή που έχω γνωρίσει», τη διαβεβαίωσε εκείνη, ενώ ταυτόχρονα απομακρυνόταν, διαλέγοντας να μην την αφήσει να την αγγίξει. Η Εύα σκούπισε τα μάτια της, φόρεσε το σκληρό προσωπείο της και έφυγε, δίνοντάς της λίγο χώρο και χρόνο ώστε ν’ ανασκουμπωθεί για να πάει να βρει τον Άγγελο.
Προχώρησε με αργό βήμα προς την κουζίνα, χαμένη στις σκέψεις της. Δεν μπορούσε να βγάλει από το νου τα αλλοιωμένα χαρακτηριστικά του Άγγελου καθώς έκανε επίθεση στον πατέρα του. Ήταν σίγουρη πως αυτή η συνάντηση δεν θα αποφευγόταν και θύμωσε με τον εαυτό της που επέτρεψε στον Άγγελο να κατέβει στο νησί. Οι ενοχές θα την βασάνιζαν καιρό, παρότι δεν ήταν στο χέρι της να αποφασίσει για εκείνον.
Έπρεπε να ασχοληθεί με κάτι πριν τρελαθεί εντελώς. Μπήκε στο δωμάτιο σκουπίζοντας πάλι τα δάκρυά της κι άρχισε να ανοιγοκλείνει χωρίς σκοπό τα ντουλάπια.
«Πώς είναι;» άκουσε τη τρεμάμενη φωνή του Φίλιππου πίσω της. Τρόμαξε γιατί πίστευε πως ήταν μόνη στο δωμάτιο. Τον αντίκρισε και άφησε μια πνιχτή κραυγή γιατί το σαγόνι του είχε πρηστεί λιγάκι. «Καλά είμαι εγώ, για τον Άγγελο πες μου», διαμαρτυρήθηκε όταν εκείνη προσπάθησε να τον αγγίξει για να περιποιηθεί το τραύμα του.
«Δε ξέρω αν ποτέ θα είναι καλά», παραδέχτηκε η Εύα. «Παραλίγο να τον σκοτώσει».
«Δεν τον αδικώ, τώρα συνειδητοποιώ τι τραβούσε ο κακομοίρης τόσα χρόνια».
Η Εύα κοίταξε το ήρεμο πρόσωπο του Φίλιππου και χώθηκε στην αγκαλιά του. «Σ’ ευχαριστώ», του είπε, προβληματίζοντας τον.
«Γιατί;»
«Για όλα, που δεν έφυγες στιγμή από το πλευρό μου και που ακόμα και τώρα, μένεις εδώ ενώ εγώ…» πήρε μια βαθιά ανάσα και ακούμπησε το κούτελο της στο στέρνο του. «Με μισώ αλλά δεν θα σου πω ψέματα. Μόλις τον είδα ξανά σκέφτηκα αμέσως να σε αφήσω για να είμαι μαζί του», έκλαψε μα ο Φίλιππος αντί να της απαντήσει ή να την απομακρύνει, τη κράτησε πιο κοντά του.
«Το ξέρω, μα χαίρομαι που έμεινες εδώ, Εύα. Μπορώ να φανταστώ πόσο δύσκολα πρέπει να είναι που δεν είμαι αυτός».
«Όχι, είναι εύκολο», τον διέκοψε και γέλασε τρυφερά. «Είσαι εσύ και είναι τόσο εύκολο να σε αγαπώ γιατί είσαι υπέροχος άνθρωπος». Το πρόσωπο του φωτίστηκε. Έφυγε από πάνω του ένα μαύρο σύννεφο και έγειρε κοντά της για να της δώσει ένα γλυκό φιλί που μαλάκωσε λίγο τη ψυχή της.
Ο Φίλιππος έφυγε για λίγο, για να δει τους γονείς του και να μάθει νέα για τον Ταγματάρχη ενώ η Εύα έμεινε στη κουζίνα για να φτιάξει κάτι πρόχειρο να φάνε. Οι γονείς της θα γύριζαν σύντομα μα δεν μπορούσε να κάθεται κι έτσι ξεκίνησε να ετοιμάζει κάτι πρόχειρο να φάνε, για ν’ απασχολήσει το μυαλό της. Ο Άγγελος και η Νάντια δεν είχαν κάνει ακόμα την εμφάνιση τους. Το μόνο που ήλπιζε ήταν να είχε ηρεμήσει λίγο το μυαλό του. Είχε περάσει πάνω από μισή ώρα όταν έκανε την εμφάνιση της η Νάντια. Έδειχνε κουρασμένη μα πιο ήρεμη από πριν. Στάθηκε στη πόρτα της κουζίνας και κάρφωσε τα μάτια της σ’ εκείνα της Εύας μ’ έντονη αποφασιστικότητα.
«Είναι καλύτερα. Μου μίλησε για όλα. Είπε πως τον συμβούλεψες να μη με αφήνει στο σκοτάδι και να μου ανοιχτεί, και σ’ ευχαριστώ γι’ αυτό».
«Ήταν το σωστό…»
«Μου είπε τα πάντα και για εσάς», τη διέκοψε εκείνη, απότομα. «Τώρα καταλαβαίνω την ανάγκη που σ’ έχει».
«Κι εσένα έχει ανάγκη».
«Ναι, αλλά θέλω να ξέρεις κάτι», ξεκίνησε να λέει διστακτικά στην αρχή η κοπέλα, μα μετά αντίκρισε με θάρρος την Εύα. «Τον αγαπάω. Δεν θα σε αφήσω να μπεις ανάμεσα μας».
Το στόμα της Εύας άνοιξε διάπλατα από την έκπληξη. «Δεν είχα σκοπό να μπω ανάμεσα σας, Νάντια», τη διαβεβαίωσε ενώ μίσησε τον εαυτό της για το ψέμα που είπε με τόση μεγάλη ευκολία.
«Θα κάνω τα πάντα να τον κρατήσω», συνέχισε εκείνη.
«Καλά θα κάνεις αλλά γαυγίζεις σε λάθος δέντρο. Δεν έχω κανέναν περίεργο σκοπό». Την πλησίασε και στάθηκε μπροστά της, κρύβοντας επιμελώς το γεγονός πως δεν μπορούσε να τη συμπαθήσει, όσο κι αν το ήθελε. Όσο κι αν το πάλευε απλά δεν γινόταν. Μπορεί στην αρχή να την είχε αγαπήσει γιατί τον έκανε χαρούμενο, αλλά πλέον απλά δεν μπορούσε να βρίσκεται στο ίδιο δωμάτιο μαζί της. Κατείχε μια θέση στο πλευρό του Άγγελου που κάποτε ήταν δική της και που δεν είχε χαρεί όσο της άξιζε. Πόσο κακός άνθρωπος μπορείς να γίνεις, Εύα; αναρωτήθηκε με πικρία και κράτησε για λίγο την ανάσα της.
«Ο Άγγελος δείχνει χαρούμενος μαζί σου και εγώ το μόνο που θέλω είναι να είναι ευτυχισμένος», έδωσε έμφαση στα λόγια της και έκανε ένα βήμα μακριά από την κοκκινομάλλα όταν τον είδε να κατεβαίνει. Γύρισε στο μαγείρεμά της παλεύοντας με την ανάγκη της να βάλει τις φωνές. Ένιωσε ανακούφιση όταν γύρισε στο σπίτι ο Φίλιππος. Έμοιαζε λες και ήταν ο μόνος της σύμμαχος τη δεδομένη στιγμή.
«Πρέπει να σου μιλήσω», της είπε τρομοκρατημένος εκείνος και τη τράβηξε μακριά από την κουζίνα, για να μην ακούσουν οι υπόλοιποι τι είχε να της πει. «Πήρε το αυτί μου πως ο Ταγματάρχης πήγε στην αστυνομία». Η Εύα έχασε το έδαφος κάτω από τα πόδια της. Δε μπορούσε ν’ αφήσει τον Άγγελο να κινδυνεύσει με οποιονδήποτε τρόπο, για μία ακόμη φορά, όχι εξαιτίας αυτού του ανθρώπου που δεν είχε ψήγμα ψυχής.
Πέταξε την ποδιά της και άρχισε να περπατάει γρήγορα στο δρόμο αγνοώντας επιδεικτικά τα παρακάλια του Φίλιππου για να γυρίσει πίσω.
«Μην κάνεις χειρότερα τα πράγματα, Εύα».
«Αρκετό κακό έχει κάνει», μονολόγησε εκείνη νευριασμένη.
Δεν θα άφηνε αυτό να περάσει έτσι. Δεν θα νικούσε αυτό το τέρας, δεν θα τον άφηνε να καταστρέψει ολοκληρωτικά τον Άγγελο. Έτρεξε ως το σπίτι του Ταγματάρχη που κάποτε είχε φιλοξενήσει όμορφες στιγμές της μαζί με τον πρώτο της έρωτα. Μπήκε με φόρα στον κήπο που είχε δει καλύτερες μέρες. Μπορούσε να νιώσει τον αέρα της εγκατάλειψης να κατακάθεται πάνω στο δέρμα της. Ανατρίχιασε δυσοίωνα γιατί από τότε που τον άφησε η οικογένειά του, εκτός από την ψυχή του, σάπιζαν τα πάντα γύρω του.
Χτύπησε τη γροθιά της πάνω στη πόρτα μερικές φορές και περίμενε μέχρι που εκείνος έκανε την εμφάνιση του. Είχε τα χάλια του. Το πρόσωπο του ήταν πρησμένο και περπατούσε με δυσκολία, μα δεν τον λυπήθηκε ούτε στιγμή.
«Τώρα καταλαβαίνεις πώς ένιωθε ο γιος σου κάθε φορά που τον κακοποιούσες με τον χειρότερο τρόπο». Το σκληρό της ύφος τον εξέπληξε αλλά ο ταγματάρχης πάντα λάτρευε τις προκλήσεις.
«Να τον σκληραγωγήσω προσπαθούσα. Αυτή ήταν η διαπαιδαγώγηση που δόθηκε και σε μένα».
«Γι’ αυτό βγήκες ένας άψυχος άνθρωπος, άδειος, χωρίς καρδιά».
«Πρόσεξε το τόνο σου, κοριτσάκι», την προειδοποίησε.
«Δεν σε φοβάμαι», ύψωσε το ανάστημα της εκείνη.
«Τότε σίγουρα έχεις περισσότερα αρχίδια από τον γιό μου», γέλασε δυνατά.
«Είσαι για κλάματα, ταγματάρχη», τον προσέβαλε. Την αγριοκοίταξε μα και δεν είχε τίποτα να χάσει πια. «Τι προσπαθείς να κάνεις ακριβώς;» τον ρώτησε αυστηρά. Εκείνος την εξέτασε από το κορυφή ως τα νύχια και μπήκε ξανά στο σπίτι, αδιαφορώντας εντελώς. Είχε ακούσει αρκετά πια. Δεν τον άφησε να κλείσει τη πόρτα πίσω του. Έβαλε το πόδι της και την άνοιξε με δύναμη πάλι, ξαφνιάζοντας τον. «Έτσι και κάνεις την οποιαδήποτε κίνηση να πληγώσεις τον Άγγελο ξανά, θα το μετανιώσεις. Αν σχεδιάζεις να φέρεις αστυνομία θα πω σε όλους τι κάθαρμα είσαι».
«Ποιος θα σε πιστέψει, ε;» τη διέκοψε με σαρκαστικό τόνο. «Ένα τίποτα είσαι, σαν τον γιό μου».
«Μπορεί εμένα να μη με πιστέψει κανείς, αλλά θα στιγματιστείς. Και όλο το Πυθαγόρειο ξέρει γιατί σε παράτησε η γυναίκα σου και το παιδί σου πριν τρία χρόνια».
Άρπαξε το χέρι της όταν προσπάθησε να απομακρυνθεί από κοντά του. Έσφιξε το μπράτσο τόσο πολύ, που το ένιωσε να μουδιάζει. Την τράβηξε απότομα κοντά του με αποτέλεσμα να χάσει το βήμα της. Όλη του η αγριότητα ήταν εμφανής στα μάτια του που γυάλιζαν. Την πονούσε μα δεν έδειχνε καν να το καταλαβαίνει. Αυτή ήταν η φύση του, να πληγώνει, να μειώνει... δεν είχε να κάνει με τη θέση εξουσίας που κατείχε, δεν είχε καμία σχέση με την κληρονομιά του, ήταν εκείνος που ήταν τέρας. Δεν είχε γίνει. Έτσι γεννήθηκε.
«Με πονάς», είπε πνιχτά μήπως κατάφερνε να τον συνετίσει.
«Νομίζεις πως με νοιάζει;» Χαμογέλασε στραβά προκαλώντας της ανακατωσούρα. «Σύντομα θα πληρώσει γι’ αυτό που μου έκανε και εσύ, θα πάρεις κι εσύ αυτό που αξίζεις. Από τη μέρα που σε γνώρισε, άλλαξε...»
«Ταγματάρχη, καλά θα κάνεις να αφήσεις τη δεσποινίς, τώρα». Μία ψυχρή φωνή έφερε τη λύτρωση στην Εύα που είχε αρχίσει να φοβάται. «Το παρατράβηξες, Ταγματάρχη, άφησε την κοπέλα πριν έχουμε κακά ξεμπερδέματα», επέμεινε η φωνή.
Ο Ταγματάρχης έμοιαζε να τα χάνει για μια στιγμή και κάρφωσε τα μάτια του στον ορίζοντα. Της πήρε μερικά δευτερόλεπτα να συνειδητοποιήσει πως ήταν ο Άγγελος εκεί και πως πίσω του στέκονταν οι δύο αστυνομικοί που έπρεπε να τον συλλάβουν. Όμως δεν το έκαναν ποτέ γιατί ήξεραν πολύ καλά τι γινόταν μέσα σε αυτό το σπίτι. Όλοι γνωρίζανε κι επιτέλους είχαν σταματήσει να κρύβονται πίσω από το δάχτυλό τους κι έδειχναν χωρίς φόβο τους ενόχους.
«Μείνε μακριά του», τον προειδοποίησε η Εύα για τελευταία φορά ενώ τίναζε το χέρι της για να ελευθερωθεί. Έτρεξε στον Άγγελο κι έπεσε με φόρα στην αγκαλιά του.
«Όλα καλά», του είπε όταν τη ρώτησε αν την είχε πειράξει.
«Σ’ αγαπώ», απάντησε τρέμοντας, κοιτώντας τη κατάματα. «Δεν έπρεπε να έρθεις».
«Έπρεπε να κάνω κάτι», χαμογέλασε αβέβαια κι έριξε μια ματιά προς τους αστυνομικούς. «Σας ευχαριστώ», ψιθύρισε.
«Θα τον έχουμε το νου μας», υποσχέθηκαν εκείνοι πριν φύγουν.
«Πάμε να δούμε το χέρι σου, θα κάνει μελανιά», μουρμούρισε ο Άγγελος.
«Μην πεις τίποτα στους γονείς μου», άρχισε να του λέει αλλά σταμάτησε όταν συνειδητοποίησε πως δεν ήταν μόνοι τους. Τα μάτια της Εύας στάθηκαν πάνω στη Ρένα την οποία μόλις έβλεπε. Δεν κατάλαβε πότε είχε φτάσει εκεί και πώς έμαθε τα μαντάτα αλλά δεν την ένοιαζε. Την παρατήρησε λιγάκι ανήσυχη. Είχε ένα μελαγχολικό βλέμμα το οποίο ταξίδευε από το πρόσωπο του Άγγελου στο δικό της ενώ χάιδευε τρυφερά τη κοιλιά της. Η Εύα συνειδητοποίησε πως της είχε λείψει πραγματικά η φίλη της. Πολλές φορές την έπνιγαν οι ενοχές που είχε διαλέξει τον Άγγελο αντί εκείνη, παρότι κατά βάθος δεν το μετάνιωνε. Είχε έρθει καιρός να θάψουν τις πίκρες του παρελθόντος και να προχωρήσουν με το κεφάλι ψηλά, αναλαμβάνοντας τις ευθύνες των επιλογών τους.
«Ρένα μου, είσαι καλά;». Αγκάλιασε προσεχτικά το κορίτσι και τη βοήθησε να στηριχτεί πάνω της. «Δεν έπρεπε να ταλαιπωρήσεις έτσι τον εαυτό σου».
«Δεν έχω ανάγκη. Είδα τα πάντα και πρέπει να σας πω ότι λυπάμαι τόσο πολύ», απάντησε εκείνη κι η φωνή της έτρεμε λίγο. «Στο παρελθόν υπήρξα άδικη κι έκανα και είπα πράγματα που δεν θα έπρεπε».
«Στο παρελθόν, είναι ώρα να το αφήσουμε πίσω μας. Πολύ κακό μας έκανε ήδη».
«Κι όμως, οι πράξεις του παρελθόντος επηρεάζουν καταλυτικά το παρόν και μέλλον κι είναι άδικο». Το ύφος της ήταν τόσο απολογητικό που έπιασε εξαπίνης την Εύα. «Ελπίζω κάποτε να με συγχωρέσεις», συγκράτησε έναν λυγμό και έτριψε τα μάτια της. «Εμπιστεύτηκα λάθος ανθρώπους από εγωισμό και μόνο».
«Ρένα, ηρέμησε», την καθησύχασε μόλις είδε να κάνει έναν μορφασμό πόνου. «Ταράζεις το μωρό», τη μάλωσε και χαμογέλασε γλυκά. «Θ’ αφήσω το παρελθόν πίσω μου για χατίρι όλων μας και καλά θα κάνεις να το ξεχάσεις κι εσύ». Τα μάτια της κινήθηκαν προς τον Φίλιππο και τη Νάντια που είχαν καταφτάσει. Ο Άγγελος αγκάλιασε την κοπέλα και φίλησε τον κρόταφό της χωρίς όμως να πάρει τα μάτια του πάνω από την Εύα.
«Πώς μπορείς», μονολόγησε η Ρένα. «Να βλέπεις τον άντρα που αγαπάς να είναι με άλλη».
Η ερώτηση της Ρένας, τη σόκαρε. Το στομάχι της ανακατεύτηκε μα προσπάθησε να κρύψει τη νευρικότητα της.
«Μου φτάνει που ξαναμπήκε στη ζωή μου. Τον έχασα τόσο ξαφνικά και τόσο άδικα, μου κόστισε την καρδιά μου, γι’ αυτό χαίρομαι απλά που είναι εδώ… έτσι απλά….»
Έφυγαν την επόμενη μέρα από το νησί. Κανείς δεν ήθελε να μείνει παραπάνω εκεί, στο μέρος που μόνο μελαγχολία και φόβο τους κερνούσε. Κανείς δεν είχε όρεξη για διακοπές πια, ο καθένας για το δικό του λόγο και όλοι μαζί εξαιτίας του μικρόψυχου ταγματάρχη. Μόλις κατέβηκαν στο λιμάνι πήγαν κατευθείαν στο σπίτι της Νάντιας και του Άγγελου όπου άνοιξαν ένα μπουκάλι κρασί. Ο Φίλιππος γέμισε τα ποτήρια τους και ύψωσε το δικό του παίρνοντας ένα σοβαρό ύφος που έκανε τον Άγγελο να ρουθουνίσει στη προσπάθεια του να μη γελάσει.
«Σκάσε, προσπαθώ να κάνω σοβαρή πρόποση», τον μάλωσε αγνοώντας τα δυνατά γέλια τους. «Θάβουμε το παρελθόν και χτίζουμε ένα όμορφο μέλλον», συνέχισε με απόλυτη ωριμότητα στον τόνο του. «Και προσπαθούμε να ξεχάσουμε. Δεν θ’ αφήσουμε τίποτα να μας στοιχειώσει», είπε και κοίταξε τον Άγγελο που συμφώνησε μ’ ένα κλείσιμο του ματιού. Ακούμπησαν τα ποτήρια τους και ήπιαν μια γερή γουλιά από το γλυκό κρασί με την ελπίδα πως θα γλύκαινε και τη ζωή τους από δω και πέρα.
Κατέβασαν το πρώτο μπουκάλι και άνοιξαν και δεύτερο. Στο δεύτερο μισό, ο Φίλιππος και η Νάντια είχαν αποκοιμηθεί, μα ο Άγγελος και η Εύα συνέχιζαν κάνοντας χαζές προπόσεις στο μπαλκόνι για να μην ενοχλούν τους άλλους στο σαλόνι.
«Στα απωθημένα», μουρμούρισε ο Άγγελος κι έγλειψε τα χείλια του, ενώ κάρφωσε τα μάτια του σ’ εκείνα της Εύας.
«Στ’ απωθημένα», συμφώνησε εκείνη κι ήπιε λίγο κρασί.
Ο Άγγελος έριξε μια ματιά μέσα το σαλόνι και προβληματισμένος, λοξοκοίταξε την Εύα που είχε χαθεί στις σκέψεις της. Ακούμπησε το χέρι του στο μάγουλό της καταφέρνοντας να της τραβήξει τη προσοχή αμέσως. Μόλις τον αντίκρισε έσκυψε κοντά της κι ακούμπησε τα χείλια του στα δικά της, κλέβοντας της την ανάσα.
«Ζήτα το», σχεδόν τη παρακάλεσε και η Εύα ξαφνιάστηκε. «Πες μου πως θες να είμαστε μαζί, Εύα και τα τινάζω όλα στον αέρα».
Τον κοίταξε για λίγο αμίλητη. Δεν ένιωθε. Είχε μουδιάσει ολόκληρη. Δε μπορούσε να λειτουργήσει το μυαλό της πια. Ένας Θεός ήξερε πόσο το ήθελε, πόσες φορές το είχε ονειρευτεί, όμως κάτι την κρατούσε απ’ το να του το ζητήσει, κάτι την εμπόδιζε απ’ το να πει τις λέξεις που καίγανε το στόμα της. Ο Άγγελος απογοητεύτηκε αλλά βρήκε τη δύναμη να χαμογελάσει. Ήταν ένα παγωμένο χαμόγελο που δεν έφτασε ως τα μάτια του. Την ξαναφίλησε για να ικανοποιήσει τη δίψα του κι εκείνη κλαψούρισε σχεδόν άηχα. Για μια στιγμή εκείνη ξαφνιάστηκε γιατί σαν να τον άκουσε να αφήνει έναν λυγμό και δίστασε να επιστρέψει το φιλί, μα σύντομα ξέχασε πως μέσα το σπίτι ήταν ο Φίλιππος και η Νάντια. Ανταπέδωσε με την ελπίδα χαμένου στην έρημο που έβρισκε αναπάντεχα μία όαση. Δάκρυσε γιατί αυτό το φιλί, την πόνεσε περισσότερο απ’ όσο την πόνεσε το γεγονός ότι για μία ακόμη φορά ο Άγγελος ήταν διατεθειμένος να τα αφήσει όλα για χάρη της κι εκείνη τον αρνήθηκε. Την κατέστρεφε αργά μα σταθερά γιατί είχε τη γεύση του αποχωρισμού. Ήταν το φιλί για αντίο, ένα που έπρεπε να δοθεί για να μπορέσουν να προχωρήσουν και οι δύο προς το μέλλον τους.


1 σχόλιο:

  1. Πόση δυστυχία ναντεξουν.. Και πόσο πονο😡😡Πιστεύω ότι ο Φίλιππος δεν έχει σχέση με τα γράμματα 🤔🤔Σκέφτηκα μήπως ο ταγματάρχης δωροδοκησε τον ταχυδρομο🤔🤔🤔

    ΑπάντησηΔιαγραφή