25.
Καλοκαίρι
2004
Η
ζέστη ήταν αφόρητη και δεν την είχε
αφήσει να κοιμηθεί για πολλές νύχτες.
Στριφογυρνούσε στο κρεβάτι της αδιάκοπα
ώσπου ανάγκασε τον Φίλιππο να μετακομίσει
στο σαλόνι, για να βρίσκει λίγη ηρεμία
στον καναπέ. Δεν έλεγε να ηρεμήσει το
μυαλό και η καρδιά της. Ο χρόνος που είχε
περάσει ήταν γεμάτος με εκπλήξεις αλλά
και συναισθηματικές μεταπτώσεις που
τις περισσότερες, δεν μπορούσε να
διαχειριστεί. Είχε πέσει σε μελαγχολία
και κανείς δεν το είχε πάρει είδηση αφού
προσπαθούσε να κρύψει επιμελώς όσα τη
βασάνιζαν. Μόνο ο Άγγελος καταλάβαινε
πως κάτι δεν πήγαινε καλά μ’ εκείνη μα
όσες φορές την είχε ρωτήσει, δεν είχε
καταφέρει να του δώσει απάντηση. Τι να
του έλεγε άλλωστε, όταν η πηγή της
μελαγχολίας της ήταν ο ίδιος;
Έριξε
μια ματιά στο ρολόι της. Επιτέλους είχε
καταφέρει να τελειώσει με τις σπουδές
της χωρίς καμία καθυστέρηση, που σήμαινε
πως πλέον μπορούσε να απασχοληθεί πλήρως
στο βιβλιοπωλείο του Πάνου. Εκείνος δεν
έκρυψε τη χαρά του. Παρότι λάτρευε το
χώρο του βιβλίου, δεν είχε καθόλου
επιχειρηματικό μυαλό, δεν είχε οργάνωση,
με αποτέλεσμα να δουλεύει σ’ έναν χαμό.
Ο ερχομός της έβαλε τα πράγματα σε μία
σειρά και του είχε γίνει απαραίτητη.
Δεν σκεφτόταν καν ν’ αλλάξει δουλειά,
λάτρευε τον χώρο αλλά και τον Πάνο που
είχε γίνει ο καλύτερός της φίλος. Την
καταλάβαινε. Σκόπευε να κάνει σεμινάρια
δημιουργικής γραφής και επιμέλειας
κειμένου για να μπορέσει να χωθεί πιο
βαθιά στο χώρο του βιβλίου αφού μόνο
εκεί έβρισκε την ευτυχία.
Πόσο
άσχημα της ακούστηκε... να μην μπορεί να
βρει ευτυχία πουθενά. Να έχει καταδικάσει
τον εαυτό της να ζει με το ανικανοποίητο,
σαν να ήθελε να τον τιμωρήσει για το
χειρότερο έγκλημα. Ξάπλωσε ανάσκελα
και κάρφωσε τα μάτια στο ταβάνι αναρωτώμενη
γιατί έναν χρόνο πριν, όταν ο Άγγελος
της ζήτησε να του πει το ναι για να τα
παρατήσει όλα για χάρη της, εκείνη του
είπε όχι. Τι πέρασε από το μυαλό της...
γιατί δεν είπε το ναι ενώ το ήθελε τόσο;
Δεν μπορούσε να δώσει καμία απάντηση
στις ερωτήσεις της. Γι’ αυτό σηκώθηκε
από το κρεβάτι ώστε να ξεκινήσει τη μέρα
της αφού δεν υπήρχε περίπτωση να κοιμηθεί
ξανά.
Απέφυγε
τον Φίλιππο φεύγοντας από το σπίτι πριν
εκείνος ξυπνήσει για να φύγει για τη
σχολή. Δεν έδειχνε σημάδια να θέλει να
τελειώσει με τις σπουδές του αφού
χρωστούσε ακόμα τα μισά μαθήματά του.
Την εκνεύριζε η ξαφνική οκνηρία που
έδειχνε. Σαν να μην ήθελε να πάει μπροστά,
λες και το μέλλον δεν τον αφορούσε. Τον
τελευταίο καιρό είχαν απομακρυνθεί κι
ήξερε καλά πως, εν μέρει, έφταιγε εκείνη
λιγάκι παραπάνω. Δεν είχε όρεξη για
τίποτα, δεν τον άφηνε να την αγγίξει, το
μόνο που ήθελε ήταν να περνάει το χρόνο
της χαμένη στις σκέψεις της. Κι έφταιγε
εκείνος γι’ αυτό... ο Άγγελος, που δεν
έλεγε να βγει από το μυαλό της. Κάγχασε
γιατί κορόιδευε τον εαυτό της. Κανείς
δεν έφταιγε παρά μόνο η ίδια που έκανε
τη ζωή της δύσκολη
26.
Δεν
περίμενε πως η Εύα θα αντιδρούσε έτσι
στα νέα του. Δεν ήξερε τι να περιμένει,
αυτή ήταν η αλήθεια. Περίμενε πως από
τη στιγμή που τον αρνήθηκε εκείνο το
βράδυ μετά τη Σάμο, θα χαιρόταν για την
απόφασή του να φτιάξει τη ζωή του. Μα
εκείνη αντέδρασε λες και τη μαχαίρωσε
απευθείας στην καρδιά. Μπερδεύτηκε
γιατί τον τελευταίο χρόνο οι σχέσεις
τους ήταν φιλικές, μερικές φορές και
τυπικές, ενώ εκείνη δεν παρέλειπε μερικές
φορές να τονίζει πόσο πολύ αγαπούσε τον
Φίλιππο. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι
περνούσε από το μυαλό της πια.
Την
περίμενε μετά το κλείσιμο του βιβλιοπωλείου,
απ’ έξω, για να μπορέσει να περάσει λίγο
χρόνο μαζί της πριν βρεθούν με τους
υπόλοιπους το βραδάκι για φαγητό. Μόλις
τον είδε έβαλε ένα ψεύτικο χαμόγελο στα
χείλη, που τον πλήγωσε, γιατί φαινόταν
ξεκάθαρα πως πάσχιζε με όλες τις δυνάμεις
της για να φανεί χαρούμενη. Ήξερε τα
αισθήματά της για τη Νάντια αλλά ήλπιζε
πως και οι δύο θα έβαζαν στην άκρη τις
κόντρες τους, έστω για το γάμο.
«Τι
κάνεις εδώ;» τον ρώτησε και η φωνή της
ανέβηκε μερικές οκτάβες από τη νευρικότητα
που της προκαλούσε η παρουσία του. Πότε
κατέληξαν να μην αισθάνεται άνετα κοντά
του; Δεν ήταν ποτέ τους έτσι. Τον
στεναχώρησε αυτή η κατάσταση αλλά έκανε
υπομονή γιατί η Εύα του ήταν σημαντική.
«Έχουμε
καιρό να τα πούμε μόνοι μας», απάντησε
καθώς έχωνε τα χέρια στις τσέπες.
«Δείχνεις λιγάκι εκτός τόπου και χρόνου
τον τελευταίο καιρό. Είσαι καλά;»
Η
Εύα στράφηκε προς το μέρος του ξαφνιασμένη
από την ερώτησή του. Ακόμα δεν είχε μάθει
πως ήξερε κάθε της έκφραση. Άφησε την
ανάσα του να βγει αργά γιατί έκρυβε κάτι
από εκείνον και κρίνοντας από τον τρόπο
που απομακρύνθηκε ελάχιστα από κοντά
του, δεν θα του έλεγε τι τη βασάνιζε.
«Κουρασμένη
είμαι. Έδωσα τα πάντα στην εξεταστική»,
ξεφύσησε κοιτώντας τον ορίζοντα. «Μερικές
φορές νιώθω σαν να με έχει πατήσει
νταλίκα».
«Ίσως
θα έπρεπε να κάνεις ένα διάλειμμα».
«Από
όλα», συμφώνησε γελώντας κοφτά. Του
έριξε μια γρήγορη ματιά και χαμογέλασε
μελαγχολικά. «Χαίρομαι πολύ για σένα»,
ψιθύρισε για να καλύψει το γεγονός πως
η φωνή της έτρεμε. «Ελπίζω να ευτυχίσεις
τόσο όσο σου αξίζει».
«Δεν
μου απάντησες όμως για το αν θες να
γίνεις κουμπάρα μου», την πείραξε,
σπρώχνοντας ελαφρά το σώμα της με το
δικό του.
«Λυπάμαι».
Δεν θα έπρεπε να τον εκπλήσσει η απάντησή
της αλλά κατά βάθος περίμενε να του πει
το ναι. Τον αντίκρισε με ένα απολογητικό
μειδίαμα και βουρκωμένα μάτια. Ήθελε
τόσο πολύ να την κρατήσει στην αγκαλιά
του αλλά κάτι τον σταμάτησε. Ήταν ο
τρόπος της, αυτή η ψυχρότητα που έβγαζε
τον τελευταίο χρόνο που δεν τον άφηνε
να την πλησιάσει περισσότερο. «Ξέρεις
πόσο σε αγαπώ αλλά με τη Νάντια...»
«Δεν
στο ζητάω για εκείνη αλλά για μένα», τη
διέκοψε κι εκείνη χαμήλωσε το πρόσωπό
της, αποστρέφοντας αμέσως το βλέμμα της
από πάνω του.
«Δεν
μπορώ να σε παντρέψω, Άγγελε. Μου ζητάς
κάτι που...» Δεν αποτελείωσε τη φράση
της. Γέλασε νευρικά και αποτραβήχτηκε
όταν εκείνος προσπάθησε να την αγγίξει.
«Θα είμαι εκεί, στο γάμο», του υποσχέθηκε.
«Αυτό θα πρέπει να είναι αρκετό, σωστά;»
Κάρφωσε
τα μάτια του στα δικά της. Τίποτα δεν
ήταν αρκετό. Όχι όταν εκείνη συμπεριφερόταν
σαν να είχε απέναντί της έναν απλό
γνωστό. Όταν πριν ένα χρόνο της ζήτησε
να του πει το ναι, το εννοούσε. Θα τα
παρατούσε όλα για χατίρι της. Σκέφτηκε
να το κάνει αλλά δεν βρήκε το θάρρος.
Ανέκαθεν έλεγε πως η μοναξιά ήταν κακός
σύμβουλος κι αυτό τον φόβισε τότε… πως
θα έμενε μόνος. Γιατί η Εύα μπορεί να
διάλεγε τον Φίλιππο κι όχι το παρελθόν
τους. Με τον τρόπο της τον απότρεψε αλλά
ήθελε να βεβαιωθεί τότε, πως δεν έκανε
λάθος. Μόνο που βγήκε αληθινός κι από
τότε, δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί με
τίποτα. Αγαπούσε τη Νάντια, δεν χωρούσε
αμφισβήτηση σ’ αυτό, μα μερικές φορές
τον έπιανε το παράπονο γιατί δεν ήταν
η Εύα.
«Εντάξει»,
συμφώνησε με βαριά καρδιά. «Θα τα πούμε
το βράδυ για φαγητό...»
«Δεν
θα έρθω», το διέκοψε και η καρδιά του
βούλιαξε. Την έχανε; Τόσο πολύ την είχε
πειράξει ο επικείμενος γάμος του; Εκείνη
τον έστρεψε προς τα εκεί και τώρα άφηνε
το χάσμα μεταξύ τους να μεγαλώνει.
«Καλύτερα έτσι, το ξέρεις κι εσύ. Η Νάντια
θα είναι χαρούμενη χωρίς εμένα συνέχεια
στα πόδια σας».
«Η
Νάντια ξέρει πόσο σημαντική είσαι για
μένα», ύψωσε λιγάκι τη φωνή του αφού
πλέον δεν μπορούσε να συγκρατήσει τον
εκνευρισμό του. «Γιατί το κάνεις αυτό;»
τη ρώτησε πληγωμένος. Εκείνη οπισθοχώρησε
χωρίς να βγάλει άχνα. Του χάρισε ένα
τελευταίο, αχνό χαμόγελο και μπήκε στην
πολυκατοικία, αφήνοντάς τον να την
κοιτάζει θυμωμένος.
Έτσι
πέρασαν οι επόμενες εβδομάδες, με την
Εύα να τον αποφεύγει κι εκείνον να
βουλιάζει στην απελπισία καθώς προσπαθούσε
να βρει τρόπο να την κάνει να του ανοιχτεί.
Εκείνη προσπαθούσε να συμπεριφέρεται
όσο πιο φυσιολογικά μπορούσε μα τα νεύρα
της ξεχύνονταν όταν επέστρεφε σπίτι. Ο
Φίλιππος φρόντιζε να μην περνάει χρόνο
κοντά της. Τον έδιωχνε και το ήξερε, μα
δεν μπορούσε να κάνει κάτι γι’ αυτό. Δε
ήθελε.
Ήταν
Σάββατο και βρισκόταν μόνη της στο
βιβλιοπωλείο αφού ο Πάνος έπρεπε να
λείψει. Δεν την πείραζε κι ας είχε πολλή
δουλειά. Το γραφείο του Άγγελου ήταν
κλειστό και ένιωθε κάπως καλύτερα. Το
είχε πάρει απόφαση πως τον έχανε από
δικό της λάθος, αυτό δεν σήμαινε όμως
πως ήταν χαρούμενη για το γάμο του.
Ετοιμαζόταν να κλείσει όταν μπήκε στο
μαγαζί η Νάντια. Ήταν το τελευταίο άτομο
που περίμενε να δει μπροστά της. Μόνο
εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησε πως
κατά βάθος, τη μισούσε. Δεν έφταιγε σε
τίποτα αλλά δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς.
«Έχεις
λίγο χρόνο να μιλήσουμε;» ρώτησε εκείνη
μετά τους τυπικούς χαιρετισμούς που
αντάλλαξαν.
«Κλείνω,
θες να πάμε στο καφέ πιο κάτω;»
Δεν
θα ρίσκαρε να μείνει μόνη μαζί της σ’
ένα μέρος που δεν είχε κόσμο. Της μύριζε
καυγά ο αέρας κι ήθελε να αποφύγει κάθε
είδους δράματος. Η Νάντια συμφώνησε μ’
ένα κοφτό νεύμα και περίμενε υπομονετικά
έξω από το μαγαζί μέχρι η Εύα να
τακτοποιήσει τις τελευταίες υποθέσεις
της. Δεν μπορούσε να σκεφτεί το λόγο που
ήθελε να μιλήσουν αλλά δεν γινόταν να
το αποφύγει κιόλας. Πήρε την τσάντα της
και προετοίμασε τον εαυτό της,
υπενθυμίζοντάς του πως η Νάντια αν και
δεν ήταν φίλη της, σίγουρα δεν ήταν
εχθρός της.
Βρήκαν
ένα άδειο τραπέζι κάτω από τον ίσκιο
που χάριζε το πελώριο δέντρο που είχε
μείνει όρθιο στην μικρή πλατεία, κοντά
στο βιβλιοπωλείο. Ζήτησαν από έναν καφέ
και κοιτάχτηκαν για αρκετή ώρα χωρίς
να ανταλλάξουν κουβέντα. Η Νάντια έμοιαζε
να προσπαθεί να διαβάσει τη σκέψη της
όσο η Εύα πάλευε να κατανοήσει τις
διαθέσεις της.
«Ξέρω
πως με αντιπαθείς», ξεκίνησε να λέει η
Νάντια με μία δόση επιφυλακτικότητας.
«Όχι
περισσότερο απ’ όσο με αντιπαθείς εσύ»,
τη διέκοψε η Εύα κι εκείνη κάγχασε
συμφωνώντας με τα λεγόμενά της.
«Αφού
το ξεκαθαρίσαμε αυτό, ας μιλήσουμε για
το μόνο πράγμα που μας δένει», συνέχισε
η Νάντια. «Ο Άγγελος δεν μου μιλάει για
το τι τον έχει στεναχωρήσει τον τελευταίο
καιρό αλλά υποψιάζομαι πως ο λόγος είσαι
εσύ».
Η
Εύα απέστρεψε το βλέμμα της για μία
στιγμή. Δεν της άρεσε που ήταν ο λόγος
της μελαγχολίας του μα δεν μπορούσε να
τον αφήσει να είναι ο λόγος που βούλιαζε
η ίδια στην απελπισία. Μπορεί η ίδια να
άφησε τον εαυτό της να βουτήξει εκεί μα
έπρεπε να βρει τρόπο να βγει στην
επιφάνεια και το να βρίσκεται τόσο κοντά
στον Άγγελο, δε βοηθούσε.
«Λυπάμαι
που θλίβεται αλλά ό, τι κι αν έχω, δεν
αφορά εκείνον», είπε ψέματα μήπως και
καθησυχάσει τη Νάντια. Με τη σειρά της
μπορεί να έκανε τον Άγγελο να σταματήσει
να στεναχωριέται.
«Πιστεύω
πως λες ψέματα», είπε με σιγουριά η
Νάντια. «Καταλαβαίνω απόλυτα πώς
νιώθεις...»
«Πώς
νιώθω δηλαδή;» γέλασε, διακόπτοντάς τη.
«Κι
εγώ έπρεπε να αφήσω πίσω μου κάποιον
που αγαπούσα τρελά». Ένα χαμόγελο
κατανόησης απλώθηκε στα χείλη της που
ξάφνιασε την Εύα. «Περάσατε πολλά με
τον Άγγελο. Το καταλαβαίνω. Αυτό που δεν
μπορώ να διανοηθώ είναι πώς μπορείς και
συμπεριφέρεσαι έτσι».
«Δεν
σε καταλαβαίνω...»
«Είναι
φως φανάρι πως ακόμα έχεις αισθήματα
για εκείνον», μίλησε με απόλυτη ειλικρίνεια
η Νάντια. «Εκείνος μπορεί να μην έχει
πάρει είδηση αλλά εγώ ξέρω πως είσαι
ερωτευμένη μαζί του και πως ο λόγος που
μένεις μακριά του, είναι αυτός. Εν μέρει,
νιώθω την ανάγκη να σ’ ευχαριστήσω. Αν
ήταν άλλη στη θέση σου θα προσπαθούσε
να μπει ανάμεσά μας. Αλλά...»
«Αλλά,
τι;»
«Τον
αγαπώ», δήλωσε. «Θέλω να το ξέρεις πως
τον αγαπώ και πως είναι σημαντικός για
μένα. Θα προσπαθήσω να τον κάνω χαρούμενο
γιατί του αξίζει. Θα τον προσέχω...»
«Καλά
όλα αυτά», τη διέκοψε η Εύα. Δεν μπόρεσε
να μη γελάσει νευρικά. «Χαίρομαι που
έχεις κάνει την προσωπική του ευτυχία,
στόχο σου, αλλά είχα την εντύπωση πως ο
λόγος που με φώναξες εδώ είναι άλλος».
«Τι
εννοείς;»
«Περίμενα
ν’ ακούσω κάποια απειλή τύπου “αν
προσπαθήσεις να μας χωρίσεις, θα σε
καταστρέψω” αλλά εσύ βγάζεις λόγο για
το πόσο τον αγαπάς. Δεν φανταζόμουν αυτή
τη συζήτηση να ήταν τόσο πολιτισμένη»,
σάρκασε, κάνοντας τη Νάντια να γύρει
πίσω στην καρέκλα της. Σταύρωσε τα χέρια
γύρω από το στομάχι ενώ δεν πήρε στιγμή
τα μάτια της από εκείνα της Εύας.
«Θα
έλεγα πως με έχεις παρεξηγήσει αλλά
εντέλει, δεν έχεις άδικο», μουρμούρισε
ανέκφραστη. «θα φερθώ όπως περίμενες,
έτσι κι αλλιώς δεν θα μου έδινες ποτέ
μια ευκαιρία να σου αποδείξω πως μπορώ
να είμαι καλή». Πλησίασε το πρόσωπό της
στης Εύας και της χάρισε ένα βλέμμα
γεμάτο θυμό. «Αν κάνεις τ’ οτιδήποτε
που μπορεί να χαλάσει αυτόν το γάμο...»
Δεν
πρόλαβε να τελειώσει τη φράση της γιατί
η Εύα ξέσπασε σε πνιχτά γέλια. «Με
συγχωρείς», είπε πνιχτά ενώ προσπαθούσε
να συγκρατηθεί. «Είναι τόσο γελοίο,
νιώθω σαν να παίζω σε Μεξικάνικη
σαπουνόπερα», συνέχισε παίρνοντας
βαθιές ανάσες. Κράτησε την τελευταία
για λίγο περισσότερο και την άφησε να
βγει αργά. Είχε καταφέρει να βρει την
αυτοκυριαρχία της, επιτέλους. «Μείνε
ήσυχη, Νάντια», είπε τελικά. «Ακόμα κι
αν ίσχυαν όσα είπες, ο Άγγελος έχει κάνει
την επιλογή του κι αν μη τι άλλο, έχω
μάθει να σέβομαι τις αποφάσεις των
ανθρώπων για τους οποίους νοιάζομαι.
Κι ας μην συμφωνώ μαζί τους», τόνισε με
απόλυτη σοβαρότητα. «Σε πιστεύω όταν
λες πως θες να τον κάνεις ευτυχισμένο
μα δεν πιστεύω στιγμή πως θα τα καταφέρεις.
Είσαι εγωκεντρική, κακομαθημένη και
πεισματάρα».
«Τελικά
απ’ ό, τι φαίνεται, ο Άγγελος έχει τύπο
γυναίκας που γουστάρει», ήταν η απάντηση
της Νάντιας. Άφησε ένα χαρτονόμισμα στο
τραπέζι, για τους καφέδες και μάζεψε τα
πράγματά της, χωρίς να ρίξει ματιά προς
το μέρος της Εύας που πάλευε με τον εαυτό
της για να μην απαντήσει. Τι να έλεγε
άλλωστε; Η Νάντια είχε πει μια μεγάλη
αλήθεια που δεν ήθελε να παραδεχτεί.
Ήπιε μια γερή γουλιά από τον καφέ της
και σκούπισε τα μάτια της. Το μυαλό της
πήγε κατευθείαν στον Άγγελο και το
μελαγχολικό του ύφος την τελευταία φορά
που τον είδε. Του έκανε κακό. Αυτό ήταν
σίγουρο. Έβγαλε το κινητό της για να τον
καλέσει, να του πει μια συγγνώμη για τη
συμπεριφορά της, μα δίστασε για μία
στιγμή. Σκέφτηκε πως ίσως θα ήταν καλύτερα
να μην δενόταν περισσότερο μαζί του
αλλά εκείνος είχε άλλη άποψη αφού την
κάλεσε, λες και είχε διαβάσει τις σκέψεις
της.
«Ενοχλώ;»
τη ρώτησε.
«Έπινα
καφέ με την αρραβωνιαστικιά σου», τον
ενημέρωσε. «Ήθελε να με διαβεβαιώσει
πως θα σε κάνει ευτυχισμένο».
Τον
άκουσε να γελάει απαλά και η καρδιά της
φτερούγισε ευτυχισμένα.
«Μου
λείπεις ρε Ευάκι», της είπε παραπονεμένα.
«Πες μου τι έχεις».
«Δεν
τα πάω καλά με τον Φίλιππο τελευταία»,
απάντησε. Εν μέρει, ήταν η αλήθεια και
σίγουρα την πονούσε αρκετά το θέμα.
«Είμαι κουρασμένη. Θέλω να φύγω...»
«Θες
να πεταχτούμε ως το νησί για ένα τριήμερο;»
«Εγώ
κι εσύ;» ρώτησε μελαγχολικά.
«Εγώ
κι εσύ».
Πόσο
ήθελε να του πει το ναι. Όμως ήξερε πως,
αν το έκανε, θα άνοιγε τους ασκούς του
Αιόλου και θα παρέσερνε τα πάντα στο
διάβα της.
«Όσο
ιδανικό κι αν ακούγεται, δυστυχώς δεν
γίνεται. Ξεκινάω σεμινάρια κι εσύ, κύριέ
μου, έχεις έναν γάμο να διοργανώσεις»,
του θύμισε γελώντας. Αναρωτήθηκε πώς
ήταν δυνατόν να μένει μακριά από τη
μοναδική πηγή ευτυχίας που είχε στη ζωή
της και σηκώθηκε από τη θέση της. Περπάτησε
ως το σπίτι της αργά, μ’ εκείνον στην
άλλη άκρη της γραμμής να της μιλάει για
όσα δεν είχαν μοιραστεί τις προηγούμενες
εβδομάδες κι η Εύα χαμογέλασε όταν
σκέφτηκε πως ίσως να έκανε εκείνο το
βήμα που θα τη βοηθούσε να τον ξεπεράσει
χωρίς να τον αποχωριστεί.
τις
επιλογές της.
Μπήκε
στο βιβλιοπωλείο με κακή διάθεση, χωρίς
να πει καλημέρα στον Πάνο που την κοιτούσε
έντρομος να τακτοποιεί βιβλία πριν καν
αφήσει την τσάντα της. Δεν χρειαζόταν
μεγάλη εξυπνάδα για να καταλάβει κανείς
πως η μέρα θα ήταν μεγάλη εξαιτίας των
νεύρων της. Τον λυπήθηκε μια στάλα γιατί
δεν της έφταιγε σε τίποτα.
«Καφέ»,
διέταξε βραχνά από την αϋπνία.
«Έχει
χαλάσει η καφετιέρα...»
«Αμάν
ρε Πάνο. Γιατί δεν μου το είπες; Ξέρεις
πως δεν μπορώ να ξεκινήσω τη μέρα μου
χωρίς καφέ», του έβαλε τις φωνές,
ταράζοντάς τον. Μετάνιωσε που του φώναξε
αλλά δεν μπορούσε να συγκρατηθεί. «Πρέπει
να πάω να αγοράσω», μουρμούρισε
απολογητικά.
«Μην
κάνεις τον κόπο, πάει να φέρει ο Άγγελος.
Θέλει, λέει, να μας μιλήσει για κάτι».
Την πλησίασε προσεκτικά και την ανάγκασε
να σηκώσει λιγάκι το κεφάλι της ώστε να
κοιτάξει το πρόσωπό της. «Χάλια είσαι.
Πάλι δεν κοιμήθηκες;» ρώτησε τρυφερά.
«Όπως
και τις προηγούμενες τέσσερις νύχτες».
«Αυτόν
σκεφτόσουν;»
Απέφυγε
να απαντήσει. Σε μια στιγμή αδυναμίας
του είχε πει τα πάντα για τον Άγγελο και
τα αισθήματά της. Της είχε κάνει καλό
αλλά όπως η ίδια, έτσι κι εκείνος είχε
αναρωτηθεί γιατί της ήταν τόσο δύσκολο
να κάνει το όνειρό της πραγματικότητα.
Της το πρόσφερε απλόχερα ο Άγγελος κι
εκείνη το αρνιόταν. Χαμογέλασε μελαγχολικά
στον φίλο της που την πλησίασε ξανά για
να συνεχίσει την κουβέντα τους, μα η
πόρτα που άνοιξε και ο Άγγελος που πέρασε
μέσα στο βιβλιοπωλείο, έβαλε την
πολυπόθητη τελεία, σώζοντας την Εύα από
μεγαλύτερη συναισθηματική φόρτιση. Τα
μάτια της στάθηκαν στα χέρια του και
στους δύο καφέδες που κρατούσε. Ήξερε
πολύ καλά ποιος ήταν ο δικός της. Φρόντιζε
πάντα να τον κρατάει με το αριστερό του
χέρι, εκείνο της καρδιάς όπως της έλεγε
για να την πειράξει. Δεν περίμενε να της
τον δώσει, άρπαξε το ζεστό, χάρτινο
ποτήρι με μία απότομη κίνηση κι ήπιε
μια γουλιά χωρίς να νοιάζεται για το
πόσο έκαιγε.
«Καλημέρα
και σε σένα», αστειεύτηκε ο Άγγελος. Η
Εύα είδε με την άκρη του ματιού της τον
Πάνο να κάνει μια προειδοποιητική κίνηση
στον φίλου του. Αμέσως τα γκριζογάλανα
μάτια του στάθηκαν πάνω της. Την έκαψαν
για μία ακόμη φορά. «Τι έχεις κοριτσάκι
μου;»
Δεν
άντεχε να τη φωνάζει έτσι, δεν ήθελε να
τη λέει κοριτσάκι του ή νεράιδά του...
δεν ήθελε τόση τρυφερότητα από μέρους
του γιατί δεν την άξιζε. Όση περισσότερη
της έδινε, τόσο πιο πολύ πονούσε και
θύμωνε με τον εαυτό της.
«Θα
επιζήσω. Τι έχεις να μας πεις; Κάτι
ανέφερε ο Πάνος», απάντησε με αδιάφορο
τόνο που έκρυβε αρκετό θυμό.
«Έχω
σπουδαία νέα», τους είπε χαμογελαστός.
Τον παρατήρησε λιγάκι γιατί έλαμπε σαν
τον ήλιο. Κάτι καλό του είχε συμβεί, δεν
χωρούσε αμφισβήτηση σ’ αυτό, μα η καρδιά
της πετάρισε και το στομάχι της σφίχτηκε
προειδοποιητικά, λες κι ερχόταν
καταστροφή. «Ξέρω πως είναι λίγο τρελό
και ξαφνικό, μεταξύ μας τώρα ούτε εγώ
το περίμενα...»
«Κατάλαβα,
θα μας βγάλει την πίστη μέχρι να μας πει
τα νέα του», γκρίνιαξε ο Πάνος και η Εύα
γέλασε, έστω και κοφτά, για πρώτη φορά
μετά από μέρες.
«Έτσι
είναι ο Άγγελος, αν δεν σου πει όλη την
ιστορία, νιώθει λες και δεν έχει αξία
αυτό που θέλει να σου πει».
«Αν
σταματούσατε οι δυο σας να σχολιάζετε
τότε θα σας έλεγα από την αρχή πως
παντρεύομαι».
Έπεσε
σιωπή μόλις μοιράστηκε τα νέα του. Το
χέρι της Εύας άρχισε να τρέμει και ο
Πάνος αναγκάστηκε να το κρατήσει στο
δικό του για να την ηρεμήσει. Άφησε τον
καφέ της στο γραφείο του Πάνου για να
μην τον ρίξει στο πάτωμα και προσπάθησε
να αγνοήσει τον ξαφνικό πονοκέφαλο που
της έκανε επίθεση.
«Συγγνώμη,
τι είπες;» ανέλαβε να ρωτήσει ξανά, ο
Πάνος.
«Παντρεύομαι.
Τη Νάντια», τους είπε εκείνος, κοιτώντας
προς την Εύα. «Δεν ήταν στα σχέδιά μας...»
«Μη
μου πεις πως την άφησες έγκυο;» άρχισε
να ωρύεται ο Πάνος.
«Όχι
βέβαια... θα γίνει κάποτε κι αυτό», γέλασε
ο Άγγελος αλλά σταμάτησε όταν αντίκρισε
την Εύα που από το σοκ δεν μιλούσε. «Χθες
το βράδυ βλέπαμε ταινία και έτσι όπως
γύρισα και την κοίταξα, σκέφτηκα πως
δεν θα υπάρξω πιο ευτυχισμένος από
αυτό», συνέχισε χαμηλόφωνα. «Η Νάντια
είναι καλός άνθρωπος και μου στάθηκε
πολύ μετά τη Σάμο. Της ζήτησα να με
παντρευτεί γιατί το ένιωσα πραγματικά
εκείνη τη στιγμή».
Δεν
ξέφυγε από κανέναν τους ο απολογητικός
τόνος του. Κοιτούσε προς το μέρος της
Εύας κι εκείνη καταριόταν την ώρα και
τη στιγμή που δείλιασε εκείνο το βράδυ.
Τον έχανε, αυτή τη φορά για τα καλά. Δεν
περίμενε να πονέσει τόσο πολύ, είχε
υποσχεθεί ν’ αφήσει πίσω το παρελθόν
αλλά ο Άγγελος δεν θα έπαυε ποτέ να είναι
το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της.
Δεν μπορούσε να τον αφήσει πίσω. Είχε
μπει για τα καλά κάτω από το πετσί της
και αν τολμούσε να τον απομακρύνει, θα
πέθαινε. Ξάφνου αισθάνθηκε πως δεν
μπορούσε να πάρει ανάσα. Το στέρνο της
πόνεσε, το ίδιο και το κεφάλι της. Της
φάνηκε πως γυρνούσε όλο το δωμάτιο αλλά
κατάφερε το ακατόρθωτο. Χαμογέλασε στον
Άγγελο που άφησε την ανάσα του να βγει
αργά, ανακουφισμένος.
«Συγχαρητήρια,
για πότε λέτε να γίνει ο γάμος;» ρώτησε.
Σάστισε γιατί ακούστηκε πραγματικά
χαρούμενη άσχετα αν μέσα της μαινόταν
πόλεμος.
«Λέμε
για τις γιορτές».
Ένευσε
καταφατικά καταπίνοντας την οργή που
την έπνιγε. Ο Άγγελός της παντρευόταν.
Θα ξεκινούσε ένα νέο κεφάλαιο στη ζωή
του με τη Νάντια. Εκείνος είχε βρει τον
τρόπο να προχωρήσει στη ζωή του από την
πρώτη κιόλας στιγμή που πίστεψε πως
ίσως να μην την έβρισκε ξανά. Η Εύα είχε
μείνει με την ελπίδα. Της δόθηκε η
ευκαιρία να πάρει αυτό που ήθελε και
την πέταξε. Και τώρα, δεν μπορούσε να
πάρει ανάσα γιατί σε κάτι παραπάνω από
πέντε μήνες, ο Άγγελος θα παντρευόταν
τη Νάντια.
«Τέλεια,
συγχαρητήρια ρε Άγγελε, πραγματικά...
δεν το περιμέναμε αυτό», πετάχτηκε ο
Πάνος όταν είδε τα μάτια της Εύας να
βουρκώνουν. Πέρασε το χέρι του γύρω από
τους ώμους της σαν να ήθελε να τη στηρίξει
για να μην πέσει κάτω κι η Εύα εκτίμησε
όσο τίποτ’ άλλο την κίνησή του.
«Ευχαριστώ.
Ήθελα να σας ζητήσω κάτι. Μπορείτε να
πείτε όχι», είπε εκείνος και στους δύο
αν και η ματιά του είχε μείνει πάνω στην
Εύα. «Πρότεινε η Νάντια να γίνετε
κουμπάροι μας».
Έκλεισε
τα μάτια της για να μην ουρλιάξει από
τα νεύρα της. Δεν έφτανε που θα έπρεπε
να δει τον Άγγελο να παντρεύεται μια
άλλη, θα έπρεπε να του περάσει και τις
βέρες; Ήθελε τόσο πολύ να πει όχι...
«Να
σου πω, τα συζητάμε αυτά αργότερα; Λέω
να το γιορτάσουμε απόψε, να πάμε για
φαγητό, τι λες Εύα μου;». Η φωνή του Πάνου
την επανέφερε στην πραγματικότητα.
Χαμογέλασε πάλι, τάχα ευτυχισμένη, αλλά
δεν έβγαλε άχνα. «Τέλεια. Άντε στη δουλειά
σου και συγχαρητήρια για μία ακόμη
φορά», συνέχισε μιλώντας γρήγορα καθώς
έσπρωχνε τον Άγγελο έξω από το βιβλιοπωλείο.
Η Εύα στεκόταν στο ίδιο σημείο να τον
κοιτάζει χωρίς να μπορεί να σκεφτεί
καθαρά, αλλά όταν χάθηκε από το οπτικό
της πεδίο, κατέρρευσε. Έβαλε τα κλάματα
ενώ προσπαθούσε να πάρει μία ανάσα. Ο
Πάνος έτρεξε κοντά της και την ανάγκασε
να καθίσει σε μία καρέκλα. Αντί για νερό
της έδωσε τον καφέ της, καταφέρνοντας
να την κάνει να γελάσει λιγάκι.
«Είμαι
τόσο ηλίθια», ψιθύρισε με παράπονο.
Άφησε τον Πάνο να καθαρίσει το πρόσωπό
της. Είχε ανάγκη λίγη τρυφερότητα εκείνη
τη στιγμή, να νιώσει πως δεν ήταν μόνη.
«Έλα,
ηρέμησε», την παρακάλεσε. Κοίταξε προς
το δρόμο για να σιγουρευτεί πως δεν θα
την έβλεπε ο Άγγελος σε αυτά τα χάλια
και τράβηξε μία καρέκλα για να καθίσει
απέναντί της. «Ήταν αναπάντεχο, το ξέρω,
αλλά δεν μπορείς να κάνεις κάτι τώρα»,
είπε με νόημα.
«Δεν
ξέρω γιατί δεν μπορώ να ξεκολλήσω»,
έκλαψε πάλι. «Τα έχω κάνει θάλασσα».
«Αυτό
που είχες με τον Άγγελο ήταν δυνατό αλλά
βρε κορίτσι μου, αρκεί αυτό;»
«Για
μένα ο Άγγελος δεν ήταν απλά ένα αγόρι
που γνώρισα κι ερωτεύτηκα», προσπάθησε
να του εξηγήσει. «Από μικρή ένιωθα να
είμαι μετέωρη. Μεγάλωσα μέσα σε μία
οικογένεια που μου παρείχε τα πάντα,
που με στήριζε πάντα και μου μ’
εμπιστευόταν. Κι όμως ένιωθα πάντα πως
κάτι έλειπε. Δεν ξέρω πώς να το εξηγήσω.
Βρήκα κοντά του μία σταθερότητα και μία
ασφάλεια που δεν έβρισκα πουθενά αλλού.
Μαζί του έκανα όνειρα. Δεν τολμούσα να
ονειρευτώ μα μαζί του δεν φοβόμουν. Όταν
χαθήκαμε...» Έκανε μια παύση για να
μπορέσει να πάρει μία ανάσα ώστε να
μπορέσει να συνεχίσει. «Ήμουν ολοκληρωμένος
άνθρωπος κοντά του και μετά έφυγε κι
από τότε δεν κατάφερα να νιώσω έτσι
ξανά».
«Καταλαβαίνω»,
ψιθύρισε θλιμμένα ο Πάνος. «Δεν άρπαξες
την ευκαιρία, όμως, να είσαι μαζί».
«Φοβήθηκα».
«Τι;»
«Την
εξιδανίκευση», είπε καγχάζοντας.
«Φοβήθηκα μήπως είχα δημιουργήσει στο
μυαλό μου έναν ιδανικό Άγγελο και ξαφνικά
συνειδητοποιούσα πως έκανα λάθος».
Ο
Πάνος κούνησε το κεφάλι του διαφωνώντας
μαζί της. «Δεν ήταν αυτό, είμαι σίγουρος»,
είπε αυστηρά. Σηκώθηκε από τη θέση του
και πέρασε τα χέρια του μέσα από τα
πλούσια μαλλιά του, κοιτώντας την
προβληματισμένος. «Τι θα κάνουμε τώρα;
Θέλει και κουμπαριές, τρομάρα του»,
αστειεύτηκε.
«Μπορεί
το να τον παντρέψω να λειτουργήσει
καταλυτικά. Ίσως αν τραβήξω το τσιρότο
απότομα από την πληγή, να μην πονέσει
τόσο πολύ».
Έτριψε
τα μάτια της και σηκώθηκε απότομα από
τη θέση της όταν είδε τον Άγγελο να
στέκεται στην πόρτα. Έτρεξε στο μπάνιο
για να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπό της.
Έπρεπε να βρει έναν τρόπο να ξεπεράσει
αυτό που ένιωθε και ο μόνος που της
φάνταζε λογικός, ήταν να μείνει μακριά
του.
27.
Πάλεψε
πολύ ενάντια σε όσα ένιωθε σε σημείο να
κοντεύει να τρελαθεί, αλλά και να μισήσει
τον εαυτό της. Όσο ο Άγγελος όδευε προς
την ευτυχία, τόσο περισσότερο χανόταν
στη δυστυχία εκείνη. Η σχέση της με τον
Φίλιππο πήγαινε από το κακό στο χειρότερο
αφού και οι δύο έψαχναν αφορμές για
καυγάδες μα και για να μένουν μακριά ο
ένας από τον άλλον. Έκανε τη ζωή της
δύσκολη και το χειρότερο ήταν πως δεν
άντεχε άλλο μα δεν ήξερε με ποιον τρόπο
θα κατόρθωνε ν’ αλλάξει την κατάσταση.
Ήταν
ένας μήνας πριν το γάμο του Άγγελου με
τη Νάντια όταν άφησε τα νεύρα της
ανεξέλεγκτα. Ξεκίνησε με ένα απλό
καθάρισμα του σπιτιού για να καταλήξει
να μετακομίζει έπιπλα μέσα στο σπίτι,
αλλά και να έχει αδειάσει τις ντουλάπες.
Ο Φίλιππος την παρακολουθούσε για ώρα
αμίλητος αλλά κάποια στιγμή ξέσπασε
γιατί δεν άντεχε άλλο αυτήν την παράνοια
στη οποία ζούσε. Άρπαξε την Εύα από το
χέρι για να την αναγκάσει να στραφεί
επιτέλους προς το μέρος του, αφού την
τελευταία εβδομάδα τον αγνοούσε
επιδεικτικά. Εκείνη αντέδρασε αμέσως·
έκανε ένα βήμα μακριά του ρίχνοντάς του
μια φοβισμένη ματιά όταν είδε τον
συσσωρευμένο θυμό στα μάτια του που
γυάλιζαν.
«Μπορούμε
να μιλήσουμε λιγάκι;» την παρακάλεσε
με σκληρό ύφος που δεν σήκωνε όχι για
απάντηση.
«Καθαρίζω
τώρα».
«Εύα,
κόφ’ το», της έβαλε τις φωνές. «Θέλω να
μιλήσουμε. Τον τελευταίο καιρό δεν
είμαστε καθόλου καλά. Έχεις νεύρα, έχεις
αλλάξει, δεν σε αναγνωρίζω».
«Μπορεί
να φταίει το γεγονός πως δουλεύω όλη
μέρα επειδή εσύ δεν το βάζεις σκοπό να
τελειώσεις τη σχολή σου. Γίνομαι κομμάτια
για να μπορείς να πηγαίνεις για καφέδες
και στα μπουζούκια με τους κολλητούς
σου».
Η
απάντησή της τον τάραξε και δεν το
έκρυψε. Έδωσε μια μπουνιά στο τραπέζι
της κουζίνας για να της τραβήξει την
προσοχή και η Εύα κάγχασε. Πάντα το έκανε
αυτό όταν ήθελε να επιβληθεί, έδειχνε
τη δύναμή του χτυπώντας κάτι.
«Αυτό
φταίει ή το γεγονός πως από τη στιγμή
που μπήκε στη ζωή σου ξανά εκείνος, το
μόνο που σκέφτεσαι είναι πώς θα είσαι
μαζί του;» την κατηγόρησε αμέσως. Η Εύα
βγήκε από την κουζίνα τρέχοντας για να
μην δει στο πρόσωπό της πως η απάντηση
ήταν καθαρά θετική. Ήξερε πολύ καλά πως
κατά βάθος ο Φίλιππος είχε δίκιο αλλά
δεν μπορούσε να το παραδεχτεί. Δεν
γινόταν να δεχτεί πως κατέστρεφε την
κοινή τους ζωή για μία φαντασίωση.
«Παραδέξου το», της φώναξε ενώ την
ακολούθησε ως την κρεβατοκάμαρα τους.
«Αυτόν σκέφτεσαι όλη μέρα, με αυτόν θες
να είσαι και τώρα που παντρεύεται, κάνεις
λες και σου φταίει όλος ο κόσμος γι’
αυτό». Δεν πήρε απάντηση. Τι να του έλεγε;
«Τι θες από μένα, Εύα, απλά πες μου τι
θες... θες να είμαστε μαζί, θες να χωρίσουμε;
Τι θες;». Ανέβηκε πάνω στο σκαμπό μπροστά
της για να φτάσει κάτι κουτιά στο ράφι
της ντουλάπας. Το μυαλό της είχε θολώσει,
δεν μπορούσε να σκεφτεί. «Μη με αγνοείς!».
Η
δυνατή φωνή του Φίλιππου την τρόμαξε.
Είχε τσιτώσει για να τραβήξει τα κουτιά
προς τα έξω αλλά έχασε την ισορροπία
της και τα τράβηξε άτσαλα έξω με αποτέλεσμα
να πέσουν στο πάτωμα. Εκείνη κρατήθηκε
τελευταία στιγμή από τη ντουλάπα και
δεν χτύπησε. Κατέβηκε από το σκαμπό κι
αγριοκοίταξε τον Φίλιππο που την κοιτούσε
έντρομος, ενώ χαμήλωνε το σώμα της για
να μαζέψει το περιεχόμενο ενός κουτιού,
που είχε αδειάσει. Μα όταν το έπιασε στα
χέρια της, πάγωσε. Αναγνώρισε με μιας
τους φακέλους που κρατούσαν μέσα τους
όνειρα, ελπίδες, αγάπη κι έρωτα. Ήταν τα
γράμματά της στον Άγγελο, εκείνα που
υποτίθεται πως είχαν χαθεί. Μα το
μεγαλύτερο σοκ ήρθε όταν λίγο πιο πέρα,
βρήκε τα δικά του γράμματα σ’ εκείνη.
Τα σήκωσε με τρεμάμενα χέρια και ζήτησε
εξηγήσεις από τον Φίλιππο που είχε χάσει
το χρώμα του, με τα μάτια.
«Να
σου εξηγήσω...»
«Πώς
μπόρεσες;» ρώτησε τρέμοντας ολόκληρη.
«Δεν
τα πήρα εγώ τα γράμματα, Εύα», προσπάθησε
να της πει αλλά εκείνη του επιτέθηκε
σαν αγρίμι. Τον έσπρωξε με όλη της τη
δύναμη για να μπορέσει να τον προσπεράσει
μα ο Φίλιππος ήταν ψηλότερος και
δυνατότερος. Σύντομα είχε βρεθεί μπροστά
της να την κοιτάζει ικετευτικά. «Άκουσε
με, δεν τα πήρα εγώ τα γράμματα. Τα βρήκα
τυχαία...»
«Τυχαία;
Πού;» Δίστασε να της απαντήσει και η Εύα
ξέσπασε σε λυγμούς ενώ του έδειχνε τους
φακέλους. Ήταν πιασμένα με λάστιχο, τα
δικά της ξεχωριστά από του Άγγελου. «Πώς
μπόρεσες να μου το κάνεις αυτό; Ήξερες...
γνώριζες πόσο τον αγαπούσα...»
«Σου
ορκίζομαι πως δεν τα πήρα εγώ τα γράμματα.
Κάθε φάκελο που μου έδινες, το έδινα
στον πατέρα μου όπως είχαμε συμφωνήσει».
«Και
αυτό εδώ πώς το εξηγείς;» ύψωσε τη φωνή
της.
«Ο
Ταγματάρχης το έκανε», της είπε
απολογητικά. «Πλήρωσε τον πατέρα μου
να του δίνει τα γράμματά σας, σε μια
τελευταία προσπάθεια να τα ξαναβρεί με
το γιό του, έτσι του είπε και ο πατέρας
μου τον λυπήθηκε και του έκανε το χατίρι».
Η Εύα δεν μπορούσε να πιστέψει αυτά που
άκουγε αλλά ο Φίλιππος δεν είχε τελειώσει.
«Ήρθε και με βρήκε η Ρένα ένα βράδυ
πνιγμένη από τύψεις και μου τα έδωσε.
Ήταν κι εκείνη στο κόλπο γιατί ήθελε να
σε τιμωρήσει που αγνόησες τα αισθήματά
της για τον Άγγελο».
«Πόσο
καιρό τα έχεις;» θέλησε να μάθει.
«Δεν
έχει σημασία αυτό...»
«Πόσο
καιρό έχεις τα γράμματα;» επανέλαβε με
σκληρό τόνο κι ο Φίλιππος χαμήλωσε το
κεφάλι του.
«Από
Χριστούγεννα του 2000».
Η
καρδιά της έσπασε σε χιλιάδες μικρά
κομματάκια. Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού
με τα γράμματα ακουμπισμένα στο στέρνο
της, αφού ήταν ο πολυτιμότερος θησαυρός
της. Ευτυχώς, δεν ήταν ανοιγμένα. Δεν
είχε μαγαρίσει κανείς τους αυτά τα
έντονα συναισθήματα που γράφονταν εκεί
μέσα και που ανήκαν μόνο σ’ εκείνη και
τον Άγγελο.
«Περίμενα
τα πάντα από τον Ταγματάρχη και τη Ρένα,
αλλά από εσένα, δεν περίμενα κάτι τέτοιο»,
κατάφερε να πει με δυσκολία αφού ο λαιμός
της είχε κλείσει από την πικρία που
ένιωθε.
«Να
σε προστατέψω ήθελα, Εύα», απάντησε
εκείνος.
«Από
τι;»
«Από
εκείνον!» Δεν μπορούσε να διανοηθεί πως
της έλεγε κάτι τέτοιο. Ο Άγγελος υπήρξε
η μοναδική πηγή χαράς για εκείνη και
της τον στέρησε με το έτσι θέλω. «Δεν
σου έκανε καλό, ήταν μέσα στα προβλήματα,
ένας κατεστραμμένος που ζούσε μέσα στο
φόβο».
Ο
θυμός πήρε το πάνω χέρι. Σηκώθηκε απότομα
από τη θέση της και τον χαστούκισε με
όση δύναμη της είχε απομείνει.
«Είσαι
ένα κάθαρμα. Έλιωνα τόσο καιρό, τον
έψαχνα, πέθαινα στη σκέψη πως με είχε
εγκαταλείψει κι εσύ κρατούσες στα χέρια
σου την ευτυχία και δεν μου την έδινες...»
«Σ’
αγαπούσα. Νόμιζα πως σ’ έκανα ευτυχισμένη
αλλά προφανώς έκανα λάθος».
«Μην
προσπαθείς να βγει από πάνω», έκλαψε
υστερικά. «Μου στέρησες ένα μέλλον μαζί
του. Ήξερες πόσο τον αγαπούσα και ενώ
μπορούσες να με βοηθήσεις να είμαι μαζί
του, αποφάσισες να κάνεις ό, τι έκανε ο
πατέρας του και η Ρένα». Πήρε μια βαθιά
ανάσα και έσφιξε πάνω της τα γράμματα.
«Τόσα ψέματα... τόσο καιρό με κορόιδευες».
«Δεν
είναι έτσι, ήθελα να σε προστατέψω γιατί
σε αγαπούσα. Φοβόμουν πως θα πληγωνόσουν,
δεν το καταλαβαίνεις;»
«Ας
με άφηνες», του είπε πνιχτά. «Δική μου
επιλογή θα έπρεπε να ήταν, όχι δική σου».
Δεν
μίλησε. Την κοιτούσε με ανοιχτό το στόμα
χωρίς να βγάζει άχνα. Η Εύα έριξε μια
ματιά γύρω της και ένιωσε να πνίγεται.
Άρπαξε την πρώτη βαλίτσα που βρήκε
μπροστά της κι άρχισε να τη γεμίζει με
ρούχα όταν εκείνος προσπάθησε να τη
σταματήσει.
«Τι
πας να κάνεις; Σε παρακαλώ, Εύα, ας
μιλήσουμε πολιτισμένα να σώσουμε ό, τι
μπορούμε από τη σχέση μας», ικέτευσε
προκαλώντας της ειρωνικό γέλιο.
«Αυτή
η σχέση ήταν ένα ψέμα», πέταξε χωρίς
ίχνος συναισθήματος.
«Έτσι
απλά τα πετάς όλα;»
«Απλά;
Απλό σου φαίνεται το γεγονός πως εξαιτίας
του εγωισμού σου, τρία χρόνια πίστευα
πως ο Άγγελος μπορεί να είχε πάθει μεγάλο
κακό;»
«Δεν
με αγάπησες ποτέ», ψιθύρισε εκείνος
σοκαρισμένος. «Έτσι δεν είναι; Γι’ αυτό
σου είναι τόσο εύκολο να φύγεις. Δεν
είχες ποτέ αισθήματα για μένα».
«Κάνεις
λάθος, σε αγάπησα. Μπορεί να μην ήσουν
εκείνος αλλά σε αγάπησα γι’ αυτό το
λόγο πάνω απ’ όλα. Όμως δεν μπορώ να
βρίσκομαι πλέον κοντά σου, δεν θέλω ούτε
να σε βλέπω πια».
Σήκωσε
τη βαλίτσα της και αφού άρπαξε το μπουφάν
και την τσάντα της, κατευθύνθηκε προς
την εξώπορτα με αποφασιστικότητα.
«Πού
θα πας;» ρώτησε ανήσυχος ο Φίλιππος.
«Κάπου
μακριά σου», ήταν η απάντησή της. Βγήκε
από το διαμέρισμα και κατέβηκε τα σκαλιά
τρέχοντας από φόβο μην προσπαθήσει να
τη σταματήσει. Όταν βγήκε στο δρόμο,
όμως, συνειδητοποίησε πως ήταν ολομόναχη
και δεν είχε πού να πάει. Το παράπονο
ξεχείλισε. Άφησε τα δάκρυά της να κυλήσουν
στα μάγουλά της και άρχισε να προχωράει
με κουρασμένο βήμα προς το μοναδικό
άτομο από το οποίο θα μπορούσε να ζητήσει
καταφύγιο.
Ήταν
λίγο μετά τις έξι το απόγευμα όταν
στάθηκε έξω από το διαμέρισμά του χωρίς
να είναι απόλυτα σίγουρη γι’ αυτό που
έκανε. Δεν ήθελε να τον μπλέξει σε αυτή
την κατάσταση. Το μυαλό του ήταν γεμάτο
με δικές του υποθέσεις, ετοίμαζε έναν
γάμο, δεν έμοιαζε να είναι δίκαιο να του
φορτωθεί αλλά δεν είχε νιώσει ποτέ
άλλοτε τόσο μόνη. Σήκωσε το χέρι της στο
κουδούνι, πριν το μετανιώσει. Το χτύπησε
μια φορά και περίμενε με την ελπίδα πως
δεν έκανε λάθος που πήγε να τον βρει.
Το
πρόσωπο του Πάνου έκανε την εμφάνισή
του σύντομα, μέσα από το μικρό χώρισμα
που άφησε όταν άνοιξε την πόρτα. Μόλις
είχε βγει από το μπάνιο αφού τα μαλλιά
του ήταν βρεγμένα και είχε τυλιγμένη
μόνο μια πετσέτα γύρω από τους γοφούς
του. Σάστισε όταν την είδε να στέκεται
στο διάδρομο κλαμένη, με μία βαλίτσα
στα πόδια της. Έκανε στην άκρη για να
της κάνει χώρο να περάσει μέσα κι εκείνη
χαμογέλασε εκτιμώντας αφάνταστα το
γεγονός πως δεν έκανε ερωτήσεις. Άφησε
τη βαλίτσα της δίπλα στην πόρτα ενώ
έριχνε μια ματιά στο μικροσκοπικό
διαμέρισμα με τη μία κρεβατοκάμαρα. Η
κουζίνα και το σαλόνι ήταν στο ίδιο
δωμάτιο ενώ είχε ακόμα ένα μπάνιο. Ήταν
ιδανικό για έναν εργένη, όμορφο και λιτό
αλλά και πολύ ζεστό ταυτόχρονα.
«Εύα
μου, όχι ότι δεν χαίρομαι που σε βλέπω,
αλλά τι κάνεις εδώ;» Η καλοσυνάτη φωνή
του την ανάγκασε να στραφεί προς το
μέρος του αμέσως. Προσπάθησε να χαμογελάσει
αλλά δεν τα κατάφερε. Έβαλε πάλι τα
κλάματα, μισώντας τον εαυτό της που
ξαφνικά ένιωθε τόσο αβοήθητη και αδύναμη.
Μέχρι πριν έναν χρόνο, δεν ήταν έτσι.
Μετά ήρθε εκείνος και όλα άλλαξαν. «Τι
έγινε κορίτσι μου;» τη ρώτησε τρομαγμένος
ο Πάνος. Έτρεξε να της φέρει ένα κομμάτι
χαρτί για να σκουπίσει τα μάτια της και
περίμενε υπομονετικά να του μιλήσει.
«Το
ξέρω πως είναι λιγάκι απρόσμενο αλλά
μπορώ να μείνω μαζί σου για μερικές
μέρες;» ρώτησε μέσα από τα αναφιλητά
της.
«Δεν
έχω πρόβλημα, φυσικά και μπορείς, αλλά
θα μου πεις τι έγινε;»
«Μόλις
χώρισα», κατάφερε να του πει κι εκείνος
άφησε την ανάσα του να βγει αργά.
«Πάω
να ντυθώ. Λέω να φάμε πίτσα και παγωτό
για βραδινό», απάντησε εκείνος.
Η
Εύα γέλασε λιγάκι καθώς εκείνος χανόταν
στο δωμάτιό του. Μπορεί να είχε τύψεις
που τον ενοχλούσε αλλά ήξερε πως μόνο
εκεί θα μπορούσε να νιώσει λίγο ασφαλής.
Κάθισε στο καναπέ κι έβγαλε τα γράμματα
από την τσέπη της. Άφησε τα δικά της στην
άκρη για να επικεντρωθεί σ’ εκείνα του
Άγγελου. Ήταν όλα εκεί, όσα της είχε
γράψει γιατί ο Φίλιππος, αφότου είχε
ανακαλύψει το σχέδιό τους, συνέχισε να
την κρατά στο σκοτάδι κρατώντας την
αλήθεια κρυφή. Ανατρίχιασε στη σκέψη
του τι θα μπορούσε να είχε συμβεί αν
εκείνα τα Χριστούγεννα που ανακάλυψε
τα πάντα, της είχε μιλήσει. Πόσο διαφορετικά
θα ήταν τα πράγματα. Κατάπιε έναν λυγμό
και σκούπισε τα μάτια της μόλις άκουσε
τον Πάνο να επιστρέφει.
«Θα
σου στρώσω το κρεβάτι και θα κοιμηθώ
στον καναπέ. Είναι ζεστά μέσα...»
«Όχι,
θα κοιμηθώ εγώ στον καναπέ», τον διέκοψε
χωρίς να σηκώνει αντιρρήσεις. «Σ’
ευχαριστώ πολύ».
«Γι’
αυτό είναι οι φίλοι. Αλλά τι έγινε; Ξέρω
πως είχατε τα προβλήματά σας με το
Φίλιππο, μα δεν περίμενα να χωρίσετε».
«Μου
στέρησε ό, τι πιο σημαντικό είχα στη ζωή
μου. Μου είπε ψέματα, με κορόιδεψε και
με άφησε να πιστεύω για χρόνια πως ο
Άγγελος με άφησε και δεν ενδιαφερόταν
για μένα».
Ο
τρόπος που την κοίταξε ο Πάνος, τα έλεγε
όλα. Είχε σοκαριστεί. «Δεν καταλαβαίνω»,
μουρμούρισε.
Του
έδειξε τα γράμματα. Έτρεμε ολόκληρη από
τη θλίψη. «Ο Φίλιππος ήταν ο λόγος που
χάθηκα με τον Άγγελο πριν χρόνια», είπε
μόνο ενώ η καρδιά της γέμιζε με μίσος
για τον άνθρωπο που είχε αφήσει να μπει
στην καρδιά της με τόση ευκολία.
Πότε θα βγουν νέα κεφάλαια;;
ΑπάντησηΔιαγραφήΕίχα δίκιο και για τον Φίλιππο.. Και τον ταγματάρχη 😠😠😠Την Ρένα δεν σκέφτηκα αν και αναρωτήθηκα.. Γιατί ζήτησε συγνώμη από το κορίτσι μας😡😡Εγώ πάντως δεν θα τον άφηνα αφού τον αγαπω.. Να παντρευτεί την Ναντια την κακιστρω😠😠
ΑπάντησηΔιαγραφή