Πέμπτη 16 Απριλίου 2020

~16~ Κεφάλαια 28-29-30


28.

Το ύφος της Εύας και ο τρόπος που καθόταν στον καναπέ χωρίς να αντιδράει, τον ανησύχησε πολύ. Ήταν λες και είχε χαθεί εντελώς στις σκέψεις της, σαν μην είχε την παραμικρή επικοινωνία με το περιβάλλον. Ο Πάνος τρόμαξε, δεν την είχε δει ποτέ ξανά σε αυτή την κατάσταση. Την άφησε λίγο μόνη της μήπως καταφέρει να ανασυντάξει τις δυνάμεις και τις σκέψεις της και πήγε στην κρεβατοκάμαρά του. Δεν ήξερε τι να κάνει, πώς θα μπορούσε να τη βοηθήσει. Το μόνο που του πέρασε από το μυαλό ήταν να καλέσει τον Άγγελο για να του εξηγήσει την κατάσταση. Έριξε μια ματιά στο κινητό στο χέρι του και πήρε μια βαθιά ανάσα. Θα τον σκότωνε η Εύα που θα τον καλούσε χωρίς να της το πει, αλλά ήταν ο μόνος που ήξερε τι να κάνει για να αισθανθεί καλύτερα. Με όση αποφασιστικότητα κατάφερε να μαζέψει, βρήκε στις επαφές το όνομά του και πάτησε την κλήση, με κρατημένη την ανάσα.


Μόλις άκουσε τον πρώτο χτύπο, συνειδητοποίησε πως ίσως να μην ήταν καλή ιδέα να τον καλέσει. Η Εύα ήταν εξαιτίας του έτσι, επειδή είχε βρει τα γράμματά του. Ο Άγγελος παντρευόταν σύντομα, ίσως με το τηλεφώνημα να περιέπλεκε τα πράγματα. Τερμάτισε την κλήση προτού χτυπήσει δεύτερη φορά. Είχε αρχίσει να νιώθει φοβερό εκνευρισμό, ειδικά όταν την άκουσε να κλαίει πάλι με λυγμούς. Ετοιμάστηκε να πάει να την παρηγορήσει, όταν χτύπησε το κινητό στα χέρια του, τρομάζοντάς τον. Κοίταξε την οθόνη και κράτησε την ανάσα του γιατί τον καλούσε ο Άγγελος.
«Βλακεία έκανα... τι θα του πω τώρα;» μονολόγησε. Περίμενε μήπως σταματούσε να καλεί αλλά εκείνος επέμενε, αναγκάζοντάς τον ν’ απαντήσει στην κλήση. «Τι θες;» ρώτησε εκνευρισμένος.
«Εσύ με πήρες, εσύ τι θες;» απάντησε ο Άγγελος γελώντας, στην άλλη άκρη της γραμμής.
«Κατά λάθος σε πήρα. Την Εύα έψαχνα», του ξέφυγε. Μούντζωσε τον εαυτό του γιατί σίγουρα θα τον έκανε να ανησυχήσει.
«Γιατί την ψάχνεις;»
«Ήταν να έρθει αλλά έχει αργήσει». Από το κακό στο χειρότερο πήγαινε η κουβέντα. Σχεδόν μπορούσε να ακούσει την ανησυχία στην ανάσα του Άγγελου. «Νομίζω πως ήρθε, σε κλείνω», πρόλαβε να του πει προτού ρωτήσει λεπτομέρειες. Άφησε την ανάσα του να βγει και του έστειλε ένα μήνυμα, αφού μέτρησε ως το δέκα, πως η Εύα είχε καταφτάσει. Τον ήξερε καλά. Ήταν ικανός να βγει στους δρόμους για να ψάξει να τη βρει. Πήγε στη πόρτα του δωματίου για να ρίξει μια ματιά προς το σαλόνι. Δεν την είδε στο σημείο που την είχε αφήσει και τρόμαξε. Βγήκε με φόρα έξω πάνω που εκείνη περνούσε την πόρτα του μπάνιου. Του χαμογέλασε καθησυχαστικά ενώ εκείνος παρατηρούσε τα κόκκινα μάτια της.
«Νιώθω καλύτερα, έριξα λίγο νερό στο πρόσωπό μου», του εξήγησε με τρεμάμενη φωνή.
«Ευάκι, θες να πω στον Άγγελο να έρθει;» τόλμησε να τη ρωτήσει μα εκείνη απάντησε με σθένος αρνητικά, με ένα γνέψιμο.
«Καλύτερα να μη μάθει».
«Έχει δικαίωμα να ξέρει τι απέγιναν τα γράμματά του».
«Ποιός ο λόγος;» ρώτησε εκείνη με παράπονο. «Σε λίγο καιρό παντρεύεται. Είναι πραγματικά χαρούμενος, Πάνο, δεν θέλω να τον γεμίσω με στεναχώριες. Τα γράμματα θα τα κρύψω, είναι το καλύτερο που μπορώ να κάνω».
Του γύρισε την πλάτη για να κρύψει το νέο κύμα δακρύων που ανέβαινε στα μάτια της και ο Πάνος την πλησίασε διστακτικά, χωρίς να ξέρει αν θα έπρεπε να την αγγίξει ή να της δώσει χώρο. Τη λυπήθηκε. Του είχε πει ο Άγγελος για τη σχέση τους που ήταν δυνατή παρότι κράτησε τόσο λίγο. Του είχε μιλήσει κι εκείνη για το πόσο τον είχε αγαπήσει κι ας μην τον ήξερε τόσο καλά. Τους στέρησαν αυτόν τον έρωτα. Δεν μπορούσε καν να φανταστεί πώς μπορεί να ένιωθε εκείνη τη στιγμή η Εύα που έχανε για δεύτερη φορά τον άντρα που αγαπούσε. Δεν θα ήθελε να βρεθεί ποτέ στη θέση της, να αγαπήσει κάποια και να τη δει να βρίσκει την ευτυχία με κάποιον άλλον.
«Θα σε στηρίξω σε όποια απόφαση κι αν πάρεις. Αλλά την άποψή μου την ξέρεις. Καλύτερα να γνωρίζει γιατί τίποτα δεν μένει κρυφό για πολύ και φοβάμαι πως ο Άγγελος, θα θυμώσει πολύ αν μάθει πως του απέκρυψες κάτι τέτοιο».
Η Εύα στράφηκε για να τον κοιτάξει και χαμογέλασε αχνά. Έκανε ένα διστακτικό βήμα προς το μέρος του κι ο Πάνος άνοιξε την αγκαλιά του για να τη δεχτεί. Την κράτησε εκεί ώσπου εκείνη απομακρύνθηκε από κοντά του. Σκούπισε τα μάτια της κι έριξε μια ματιά γύρω της λες κι έβλεπε πρώτη φορά το σπίτι του.
«Θα πρέπει να ψάξω να βρω κάπου να μείνω», διαπίστωσε έντρομη. «Μισώ το κυνήγι διαμερισμάτων».
«Γι’ αυτό μπορείς να μείνεις εδώ όσο χρειάζεσαι», τη διαβεβαίωσε. «Να παραγγείλω κάτι να φάμε;» Συμφώνησε μ’ ένα νεύμα. Την παρακολούθησε να κάθεται στον καναπέ με την πλάτη ίσια και το βλέμμα καρφωμένο στο κενό και αναστέναξε. Μαζί με φαγητό, έπρεπε να πάρει και μπόλικο αλκοόλ αν ήθελαν να βγάλουν αυτή τη βραδιά.
Βρήκε την Εύα να κοιμάται με τα γράμματα αγκαλιά, το επόμενο πρωινό. Η καρδιά του σφίχτηκε γιατί φαινόταν ξεκάθαρα πως τα είχε διαβάσει όλα και πως είχε κλάψει γι’ αυτά. Έσκυψε από πάνω της προσεκτικά και τράβηξε εκείνο που κρατούσε στα χέρια της. Μουρμούρισε το όνομα του Άγγελου ενώ άλλαζε πλευρό αλλά ήταν τόσο εξουθενωμένη συναισθηματικά που δεν κατάλαβε καν πως στεκόταν εκεί κοντά της. Τα μάτια του μετακινήθηκαν στο κομμάτι χαρτί με τα γράμματα του Άγγελου να χορεύουν πάνω του. Δεν ήταν αδιάκριτος άνθρωπος αλλά δεν μπόρεσε να αποφύγει να διαβάσει τα λόγια που της έγραφε. Τόση αγάπη. Λυπήθηκε και για τους δύο. Μέσα σε λίγες γραμμές καθρεφτιζόταν ο έρωτάς του για εκείνη, τα όνειρα που έκαναν μαζί και τα σχέδια για το μέλλον. Κοίταξε το πρόσωπο της Εύας κι ευχήθηκε να έβρισκε λίγη γαλήνη, σύντομα, ενώ άφηνε προσεκτικά το γράμμα στο τραπεζάκι του σαλονιού, μαζί με τα υπόλοιπα που ήταν αφημένα εκεί.
«Εύα, ξύπνα, πρέπει να πάμε για δουλειά», ψιθύρισε ενώ την έσπρωχνε απαλά για να ξυπνήσει. Η αλήθεια ήταν πως ανησυχούσε πολύ γιατί είχε πιει πολύ το προηγούμενο βράδυ κι ήθελε να βεβαιωθεί πως ήταν καλά. «Εύα με ακούς;»
«Δεν θέλω να έρθω για δουλειά σήμερα», μουρμούρισε εκείνη παραπονεμένα. «Θα πρέπει να τον δω και δεν θα το αντέξω».
«Εντάξει, μην έρθεις», αναστέναξε δυνατά εκείνος. Δεν τον πείραζε που θα έπρεπε να κρατήσει το βιβλιοπωλείο μόνος του, όλη μέρα, αλλά δεν μπορούσε να την αφήσει να πνίγεται στη θλίψη. Με αυτή τη σκέψη ετοιμάστηκε για δουλειά. Έτριψε το πρόσωπό του ζυγίζοντας τα υπέρ και τα κατά του να την αφήσει μόνη της και τελικά, αποφάσισε να πάρει το ρίσκο και να φύγει.
Περπάτησε αφηρημένα ως το βιβλιοπωλείο με το γράμμα του Άγγελου να έχει καρφωθεί στο νου του. “Από τη στιγμή που σε γνώρισα, άρχισε να χτυπά ξανά η καρδιά μου”, της είχε γράψει. “Ξαναζώ γιατί μου έδωσες λόγο”. Τον έτρωγε η αδικία που είχαν βιώσει. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί φοβήθηκαν και οι δύο τόσο πολύ να συνεχίσουν από εκεί που είχαν σταματήσει, όταν ξαναβρέθηκαν, ειδικά αφού το είχαν τόσο μεγάλη ανάγκη.
«Ήθελα να ήξερα τι σκέφτεσαι», άκουσε τη φωνή του Άγγελου να του λέει καθώς του έκλεινε το δρόμο. Ξαφνιάστηκε που τον είδε μπροστά του. Κρατούσε τρεις καφέδες και πρωινό, όπως κάθε μέρα. Πήρε τον δικό του και ήπιε μια γερή γουλιά γιατί θα έπρεπε να βρει τρόπο να τον κρατήσει μακριά από την Εύα. Ήξερε από την πρώτη στιγμή πως θα ήταν ακατόρθωτο. «Πού είναι το Ευάκι;» ρώτησε εκείνος λες και είχε διαβάσει τη σκέψη του.
«Έχει ρεπό».
«Όχι, ρεπό είχε προχθές», του υπενθύμισε εκείνος.
«Θα έρθει πιο μετά», άλλαξε την ιστορία του ο Πάνος, κάνοντας τον Άγγελο να στενέψει τα μάτια του. «Μη με κοιτάς λες κι έχω κάνει κανένα έγκλημα. Την πήρε ο ύπνος στον καναπέ μου χθες το βράδυ και την άφησα εκεί να ξεκουραστεί».
Ξεκλείδωσε το βιβλιοπωλείο και μπήκε μέσα με φόρα για να τον αποφύγει. Πέταξε τα πράγματά του σε μια καρέκλα κι αφού βεβαιώθηκε πως ήταν όλα στη θέση τους από την προηγούμενη μέρα, στράφηκε προς τον Άγγελο που στεκόταν αμίλητος στην πόρτα. Δεν άντεχε αυτό το ύφος του και το σηκωμένο φρύδι που έλεγε πως ήξερε πολύ καλά πως του έκρυβε κάτι. «Να σε ρωτήσω κάτι αδιάκριτο;» είπε εντέλει.
«Από πότε είσαι διακριτικός με μένα;» αστειεύτηκε ο Άγγελος.
«Με την Εύα, γιατί δεν τα ξαναβρήκατε;»
Η ερώτησή του τον ξάφνιασε σε σημείο που αντί για λέξεις, έβγαλε μερικούς πνιχτούς φθόγγους όταν άνοιξε το στόμα του.
«Πώς σου ήρθε τώρα αυτό;» γέλασε νευρικά εκείνος.
«Δεν ξέρω, μιλούσες για εκείνη σαν να ήταν ο μεγάλος σου έρωτας που δεν μπορούσες να ζήσεις μακριά της. Ξάφνου, έρχεται πάλι στη ζωή σου κι εσύ δεν κάνεις το παραμικρό για να την κατακτήσεις».
«Δεν ήταν τόσο εύκολο, Πάνο», του εξήγησε εκείνος. Το χαμόγελό του είχε χαθεί εντελώς. «Είχαμε φτιάξει και οι δύο τις ζωές μας. Εκείνη με τον Φίλιππο κι εγώ με τη Νάντια. Δεν μπορούσε κανείς από τους δύο μας να τα τινάξει όλα στον αέρα αν και...»
«Τι;» τον προέτρεψε να συνεχίσει τη φράση του.
«Αν κι εγώ, μετά τη Σάμο και τα γεγονότα με τον πατέρα μου, της είπα πως αν ήθελε τα άφηνα όλα πίσω μου για να είμαστε μαζί. Δυστυχώς εκείνη αρνήθηκε».
«Την ηλίθια», ψιθύρισε ο Πάνος ανήμπορος να την καταλάβει. «Αν... δεν ξέρω, αν σου δινόταν η ευκαιρία να είσαι μαζί της;»
Ο Άγγελος γέλασε απορημένος με την εμμονή του. «Δεν μπορώ να καταλάβω τι εννοείς με αυτό».
«Ούτε εγώ ξέρω», αναστέναξε ο Πάνος. «Μη μου δίνεις σημασία. Δεν είμαι στα καλύτερά μου σήμερα».
«Αν έγινε κάτι με την Εύα, θα ήθελα να το ξέρω», απάντησε εκείνος υποψιασμένος. Ο Πάνος άφησε την ανάσα του να βγει αργά αποφεύγοντας να τον κοιτάξει. Θα ήταν τόσο λάθος να του έλεγε την αλήθεια εκείνος; Η Εύα μπορεί να του θύμωνε αλλά ίσως να είχε σώσει τον Άγγελο από ένα λάθος. Γιατί μπορούσε να δει καθαρά, αυτό που δεν έβλεπε εκείνος, πως ο γάμος του με τη Νάντια ήταν ένα φιάσκο ακόμα δεν είχε γίνει.
«Χθες το βράδυ ήρθε από το σπίτι μου», ξεκίνησε να του λέει διστακτικά κι ας έβρισκε τον μπελά του. «Δεν ήταν καλά. Κρατούσε και έναν σάκο με ρούχα στο χέρι».
«Γιατί;»
«Μου ζήτησε να μείνει για λίγο διάστημα μαζί μου», συνέχισε εκείνος, προκαλώντας εκνευρισμό στον Άγγελο που άρχισε να περιφέρεται νευρικά μπροστά του. «Χώρισε με τον Φίλιππο», πέταξε εντέλει. Είδε μία σπίθα στα μάτια του, κάτι να γυαλίζει.
«Σου είπε γιατί;»
Αυτή ήταν μία αλήθεια που θα έκρυβε γιατί ήταν στο χέρι της Εύας να του την πει και να κινήσει πλέον τα νήματα. «Όχι, δεν μου έδωσε λεπτομέρειες. Μου είπε μόνο πως δεν θέλει να τον ξαναδεί, πως ήταν ένα ψέμα η σχέση τους και πως εκείνος αποδείχτηκε πως δεν την αγαπούσε αληθινά».
Ο Άγγελος πέρασε το χέρι του μέσα από τα μαλλιά του ξεφυσώντας. «Γι’ αυτό με πήρες χθες;»
«Ναι, αλλά προτίμησα να την αφήσω να ηρεμήσει πρώτα πριν σου πω κάτι».
«Να υποθέσω πως σ’ έβαλε να ορκιστείς πως δεν θα μου μιλήσεις;»
«Ξέρεις πόσο περήφανη είναι», προσπάθησε να τη δικαιολογήσει ο Πάνος. «Και πόσο ξεροκέφαλη», πρόσθεσε κι ο Άγγελος κάγχασε γιατί συμφωνούσε ολοκληρωτικά με τα λεγόμενά του. «Τι θα κάνεις τώρα;» ρώτησε ψιθυριστά.
Ο Άγγελος τον κοίταξε μπερδεμένος και ανασήκωσε τους ώμους του. «Θα της σταθώ όσο μπορώ», αρκέστηκε να πει χαμηλόφωνα. «Θα πάω να την πάρω από το σπίτι σου. Σε πειράζει να μην έρθει σήμερα για δουλειά;»
«Θα τα καταφέρω μόνος μου, αλλά Άγγελε...»
«Ξέρω, ξέρω, θα φροντίσω να μη σου κόψει τα πόδια», τον διαβεβαίωσε γελώντας και προχώρησε προς την πόρτα. Στάθηκε πριν βγει από εκεί για να τον κοιτάξει πάνω από τον ώμο του και ο Πάνος κρατήθηκε με το ζόρι να μη του φωνάξει πως καλά θα έκανε να ακύρωνε τον γάμο. «Σ’ ευχαριστώ που μου το είπες», είπε ο Άγγελος με ευγνωμοσύνη.
«Γι’ αυτό είναι οι φίλοι», απάντησε εκείνος κι ευχήθηκε για μία ακόμη φορά να μην είχε κάνει λάθος που ανακατεύτηκε. Κάτι του έλεγε, όμως, πως θα μετάνιωνε τη σιωπή του περισσότερο.

29.

Η καρδιά του χτυπούσε σε περίεργους ρυθμούς καθώς ανέβαινε στη μηχανή του για να πάει να την βρει. Φόρεσε το κράνος του και πήρε δύο βαθιές ανάσες για να μπορέσει να συγκεντρωθεί. Η Εύα είχε χωρίσει. Δεν θα έπρεπε σε καμία περίπτωση να τον επηρέαζαν τόσο έντονα αυτά τα νέα αλλά δεν μπορούσε να βγάλει τα λόγια του Πάνου από το μυαλό του. Του είχε κάνει μια ερώτηση που τώρα έβγαζε νόημα. Η Εύα ήταν ελεύθερη... κι εκείνος παντρευόταν σε λίγο καιρό. Πικράθηκε λιγάκι παραπάνω γιατί ήταν τρελό το πόσο κόντρα τους πήγαινε η μοίρα. Σαν να έκανε ό, τι περνούσε από το χέρι της για να μην είναι ποτέ μαζί. Θα μπορούσε να ακυρώσει τα πάντα, τον γάμο και τη σχέση του, για να είναι μαζί της αλλά δεν μπόρεσε να μην αναρωτηθεί αν τελικά άξιζε. Γιατί αν όλα πήγαιναν στραβά τόσα χρόνια, λες και τους είχαν καταραστεί, ποιος του έλεγε πως αυτή η κατάρα θα έσπαγε αν ήταν μαζί. Φοβήθηκε πως μπορεί να κατέληγαν να μισήσουν ο ένας τον άλλον. Αυτός ήταν ο μεγαλύτερός του φόβος γιατί η γραμμή μεταξύ αγάπης και μίσους ήταν τόσο λεπτή που θα μπορούσαν να την περάσουν άνετα χωρίς να το καταλάβουν.
Έβαλε μπροστά αποφασισμένος πως έπρεπε επιτέλους να αφήσει πίσω το παρελθόν και να επικεντρωθεί στο μέλλον του με τη Νάντια. Δεν μπορούσε να την αδικεί άλλο πια συγκρίνοντάς τη συνέχεια με την Εύα. Αυτό που μπορούσε να κάνει, όμως, ήταν να σταθεί δίπλα της ώσπου να ξεπεράσει τον χωρισμό της με τον Φίλιππο. Με αυτή τη σκέψη έβγαλε τη μηχανή στο δρόμο κι οδήγησε ως το σπίτι του Πάνου. Ανέβηκε ως το διαμέρισμά του και χτύπησε δύο φορές το κουδούνι ελπίζοντας πως θα του άνοιγε. Δεν άκουσε θόρυβο ή σημάδια ζωής από μέσα με αποτέλεσμα να πανικοβληθεί. Ήταν έτοιμος να πάρει τηλέφωνο τον Πάνο για να πάει να ξεκλειδώσει με το κλειδί του, όταν άνοιξε η πόρτα κι έκανε την εμφάνισή του το κουρασμένο της πρόσωπο. Ακόμα κι ατημέλητη με πρησμένα μάτια και κόκκινη μύτη, ήταν πανέμορφη. Έδειξε σοκαρισμένη που τον έβλεπε.
«Τι κάνεις εδώ;» ρώτησε καθώς έκλεινε τη ζακέτα που φορούσε, γύρω της.
«Έμαθα πως σου έλειψα κι ήρθα να σε δω», απάντησε εκείνος πονηρά κι είδε ένα αχνό χαμόγελο να φωτίζει τη σκοτεινή ματιά της. «Να περάσω;»
«Δώσε μου μισό λεπτό», απάντησε κι έκλεισε την πόρτα με δύναμη, προτού καταφέρει να τη σταματήσει. Άκουσε φασαρία, μάλλον μάζευε τα πειστήρια για το πόσο την είχε πειράξει ο χωρισμός της, παρότι ήταν σίγουρος πως θα προσπαθούσε να τον πείσει για το αντίθετο. Περίμενε ανυπόμονα ώσπου του άνοιξε και πάλι. Χαμογέλασε λιγάκι ψεύτικα όσο του έκανε χώρο για να περάσει. Κατάλαβε πως κρατιόταν με το ζόρι για να μη βάλει τα κλάματα γι’ αυτό δεν είπε τίποτα μέχρι να τολμήσει να τον αντικρίσει ξανά. «Σου είπε ο Πάνος τι έγινε;» τον ρώτησε εντέλει ενώ έσερνε το βήμα προς την κουζίνα. Έβαλε το μπρίκι στη φωτιά για να φτιάξει καφέ, όμως ο Άγγελος ήξερε πως το έκανε περισσότερο για να απασχολήσει τον εαυτό της, παρά γιατί τον είχε ανάγκη. Πήγε κοντά της και ακούμπησε το χέρι του πάνω στο δικό της που έτρεμε. Εκείνη τινάχτηκε μακριά του λες και την είχε χτυπήσει ηλεκτρικό ρεύμα.
«Εύα μου, κάθισε, θα σου φτιάξω εγώ καφέ», της είπε τρυφερά. Εκείνη συμφώνησε και απομακρύνθηκε από κοντά του για να του δώσει χώρο. «Θες να πάμε μία βόλτα να...»
«Όχι», τον διέκοψε πριν καλά-καλά προλάβει να αποτελειώσει τη φράση του. «Δεν έχω κουράγιο ούτε να ντυθώ», συνέχισε αφήνοντας ένα κοφτό γέλιο γεμάτο μελαγχολία.
«Τότε θα μείνουμε εδώ».
«Δεν χρειάζεται να μείνεις, θα είμαι καλά».
«Το ξέρω πως θα είσαι καλά. Δεν μένω γιατί πρέπει αλλά γιατί θέλω. Ξέρεις πόσο σε αγαπώ, Εύα», απάντησε κοιτώντας προς το μέρος της. Εκείνη απέστρεψε αμέσως το βλέμμα, κάτι που τον στεναχώρησε πολύ. Έριξε τον καφέ σε δύο φλιτζάνια και της πρόσφερε το ένα πριν καθίσει απέναντί της. Η Εύα το κράτησε ανάμεσα στα χέρια της σαν να πάσχιζε να ζεσταθεί κάτι που έκανε τον Άγγελο να τα κλείσει στα δικά του. «Πες μου τι έγινε», την παρακάλεσε κι εκείνη σήκωσε το βλέμμα ψηλά.
«Δεν θα με αφήσεις αν δεν σου πω, έτσι δεν είναι;»
«Νοιάζομαι, Ευάκι, τι να κάνω;» την πείραξε χαμογελώντας στραβά.
«Χώρισα με τον Φίλιππο αλλά αυτό προφανώς το ξέρεις ήδη», σάρκασε. Φαινόταν σαν να έβρισκε ξανά την καλή της διάθεση αν και τα μάτια της βούρκωναν.
«Γιατί; Ήσασταν πολύ αγαπημένοι».
«Ναι, φοβερή αγάπη μου είχε», ειρωνεύτηκε εκνευρισμένη.
«Σε απάτησε;»
«Έκανε κάτι χειρότερο, Άγγελε. Με εξαπάτησε, με έπεισε να τον αγαπήσω με το να...». Έκανε μία παύση μα δεν αποτελείωσε ποτέ τη φράση της. «Δεν ήταν αυτός που νόμιζα», αρκέστηκε να συμπληρώσει καθώς έφερνε το φλιτζάνι στα χείλη της. Τον τρόμαξε το πόσο άδεια φαινόταν η ματιά της λες και δεν είχε μείνει στάλα ψυχής μέσα της. Δεν ήταν έτσι η Εύα, ό, τι έγινε με τον Φίλιππο πρέπει να την κομμάτιασε αλλά δεν ήθελε να την πιέσει να του πει λεπτομέρειες. Ένιωσε να θυμώνει, όμως. Ήθελε να ξεσπάσει πάνω στον Φίλιππο για τα πάντα· για την παρουσία του στη ζωή της όταν την ξαναβρήκε, για την αγάπη που της έδωσε όταν ήθελε εκείνος να την αγαπήσει ξανά και τώρα, για τον πόνο και την απογοήτευση που της προκαλούσε. Μα περισσότερο είχε θυμώσει με τον εαυτό του που δεν έβρισκε το θάρρος να κάνει αυτό που ήθελε στην πραγματικότητα. Εκείνη η άρνησή της, πριν ένα χρόνο και κάτι, στριφογυρνούσε ακόμα στο μυαλό του. Τη φοβόταν. Έτρεμε πως θα την λάμβανε για δεύτερη φορά.
«Δεν υπάρχει περίπτωση να τα ξαναβρείτε;» τόλμησε να ρωτήσει και μέσα του ξέσπασε φωτιά. Όχι... πες όχι, σκέφτηκε τόσο εγωιστικά που σιχάθηκε τον εαυτό του.
«Όχι». Ανακουφίστηκε όταν άκουσε την πολυπόθητη λέξη από τα χείλη της.
«Λυπάμαι πολύ, Εύα». Ψέματα. Δεν λυπόταν. Έκλεισε τα μάτια και μέτρησε ως το δέκα για να ηρεμήσει.
«Δεν λειτουργούσαμε σαν ζευγάρι πια. Έβλεπα εσένα και τη Νάντια και ζήλευα».
«Ζήλευες εμάς, το πιο δυσλειτουργικό ζευγάρι που έχεις γνωρίσει ποτέ σου; Με τη Νάντια δεν μπορούσαμε να συμφωνήσουμε ούτε σε ποια εκκλησία θα παντρευτούμε ρε Εύα», γέλασε εκείνος γιατί δεν πείστηκε καθόλου για τα λόγια της.
«Έχει τη γοητεία της η δυσλειτουργικότητά σας. Νομίζω αυτό είναι που σας κάνει να είστε τόσο αγαπημένοι και ταιριαστοί. Το ότι θέλετε να αφήσετε και οι δύο πίσω τους εγωισμούς σας όταν πρόκειται για τη σχέση σας. Παθιάζεστε ο ένας με τον άλλον. Με τον Φίλιππο δεν το είχαμε αυτό πια. Είχε γίνει συνήθεια η σχέση μας και μετά ανακάλυψα τα ψέματά του... δεν υπήρχε άλλος δρόμος από τον χωρισμό».
«Ναι, η αλήθεια είναι πως αν δεν υπήρχε κι αυτή η ένταση, η ζωή μας θα ήταν βαρετή».
«Δηλαδή θες να πεις πως εμείς που λειτουργούσαμε τέλεια, ήμασταν βαρετοί;» γκρίνιαξε άθελα της.
«Όχι βέβαια, με σένα ήταν όλα ένα παιχνίδι. Με προκαλούσες. Αν ήθελα να μάθω κάτι για σένα, έπρεπε να αποκαλύψω κάτι για μένα. Δεν χαριζόσουν και αυτή ήταν και η γοητεία της σχέσης μας. Ό, τι έπαιρνες, έδινες». Η φωνή του χάθηκε καθώς έλεγε τις τελευταίες λέξεις και μελαγχόλησε ξάφνου, κάνοντας την Εύα να γεμίσει με τύψεις που ανέφερε τη σχέση τους.
«Το όμορφο τώρα που παντρεύεσαι με τη Νάντια, είναι πως έχετε μια ολόκληρη ζωή μπροστά σας να γνωριστείτε και… δε ξέρω, να αρχίσετε να λειτουργείτε στο ίδιο μήκος κύματος, φαντάζομαι».
«Ναι μια ολόκληρη ζωή», χαμογέλασε εκείνος αλλά της Εύας δε της ξέφυγε η πίκρα στον τόνο του.
«Τι συμβαίνει;» Σήκωσε το χέρι της στο πρόσωπο του κι εκείνος αυτόματα έκλεισε τα μάτια για να ευχαριστηθεί το χάδι της.
«Φοβάμαι λίγο», παραδέχτηκε. «Δεν έχω και τα καλύτερα πρότυπα για έναν γάμο και η Νάντια θέλει παιδιά, πολλά παιδιά κι εγώ τρέμω στην ιδέα να κάνω ακόμη κι ένα».
Η Εύα αμέσως θυμήθηκε την αντίδραση του όταν είδε την έγκυο Ρένα. Έφυγε από κοντά της λες και κουβαλούσε πάνω της μεταδοτική αρρώστια. «Μην είσαι χαζός», απάντησε τρυφερά. «Υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ του γάμου των γονιών σου και του γάμου στον οποίο ετοιμάζεσαι να μπεις και κυρίως, υπάρχει τεράστια διαφορά μεταξύ του ταγματάρχη και του Άγγελου». Πίεσε το χέρι της στο μέρος της καρδιάς του και του χάρισε ένα ζεστό χαμόγελο. «Εδώ, εδώ σε αυτό το σημείο είναι η διαφορά σας, Άγγελε. Εσύ έχεις καρδιά και θα κάνεις τα πάντα για να ευτυχίσεις με τη Νάντια, όπως και να γίνεις καλός πατέρας».
Έκλεισε το χέρι της στο δικό του και το έφερε στα χείλια του, όπου άφησε ένα απαλό φιλί στη παλάμη και τα δάχτυλά της. «Δεν φοβάμαι μη γίνω κακός πατέρας», μουρμούρισε θλιμμένα. «Φοβάμαι το αίμα που τρέχει στις φλέβες μου, μπορεί το κακό αίμα να μη πέρασε σε μένα αλλά τι θα γίνει αν κάνω γιο και βγει σαν τον πατέρα μου; Λένε πως η παράνοια πηδάει μια γενιά, ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων, θα έχω αποτύχει παταγωδώς και θα έχω ελευθερώσει στη κοινωνία ένα ακόμα τέρας».
Σοκαρίστηκε με τα λόγια του, τόσο που ήταν σίγουρη πως άκουσε τη καρδιά της να σπάει σε χίλια-δυο κομμάτια. Πώς γινόταν το μυαλό του να ήταν κατειλημμένο με τόσο σκοτεινές σκέψεις; Τη τρόμαζε το πόσο εύκολα μπορούσε να παραιτηθεί. Δεν ήταν έτσι ο Άγγελος της.
«Μη σε ξανακούσω να μιλάς έτσι», τον παρακάλεσε. Έσφιξε το χέρι του ενώ τον κοιτούσε παρακλητικά «Είναι απίστευτο το γεγονός ότι φοβάσαι τόσο πολύ τον εαυτό σου», συνέχισε με τρεμάμενη φωνή.
«Πώς γίνεται να μη τον φοβάμαι, κυλά μέσα μου το αίμα του ταγματάρχη». Χάιδεψε το μάγουλό της κι εκείνη έκλεισε λιγάκι τα μάτια για να ευχαριστηθεί το άγγιγμά του. «Μόνο εσύ δε με φοβήθηκες ποτέ», συνειδητοποίησε.
Εκείνη τον αντίκρισε και γέλασε τρυφερά. «Τι να φοβηθώ», απάντησε χαμηλόφωνα. «Ακόμα και θυμωμένος, τα μάτια σου στάζουν καλοσύνη».
«Η Νάντια ακόμα και τώρα μερικές φορές με φοβάται». Ξαφνιάστηκε που άκουσε κάτι τέτοιο γιατί η κοπέλα έμοιαζε να είχε αφήσει πίσω της εκείνη τη μέρα στη Σάμο. «Την παρατηρώ στους καυγάδες μας, μικρούς ή μεγάλους, να ζαρώνει έτσι και υψώσω τη φωνή μου. Μου θυμίζει εμένα όταν διαφωνούσα με τον πατέρα μου».
«Λυπάμαι που αντιδράει έτσι. Με τον καιρό θα καταλάβει πως κάνει λάθος αλλά Άγγελε, πρέπει να σταματήσεις να υποτιμάς τον εαυτό σου και να τον συγκρίνεις μ’ εκείνον. Πότε θα καταλάβεις, αγάπη μου, πως δεν είσαι αυτός;»
«Πως με είπες;» ψιθύρισε και η Εύα χαμήλωσε το βλέμμα όταν συνειδητοποίησε πώς τον φώναξε.
Ο Άγγελος απογοητεύτηκε που προτίμησε ν’ αφήσει τη σιωπή να πάρει τα ηνία. Κοιτάχτηκαν σιωπηλοί για αρκετή ώρα μέχρι που εκείνος έβγαλε το πακέτο με τα τσιγάρα του κι άναψε ένα χωρίς να τη ρωτήσει αν την ενοχλούσε. Χρειαζόταν να νιώσει τον καπνό στα πνευμόνια του κι ας τον σκότωνε αργά. Μήπως αυτό που ένιωθε εκείνη τη στιγμή, δεν τον έστελνε σιγά-σιγά προς τον θάνατο; Τι στο καλό σκεφτόταν; Πώς μπορούσε να είχε τόσο έντονη λαχτάρα για ένα άτομο; Τα μάτια της μετακινήθηκαν από τα δικά του και καρφώθηκαν πάνω στα χείλη του καθώς φυσούσε τον καπνό.
«Έτσι όπως με κοιτάς, δεν ξέρω αν θες να με φιλήσεις ή μια τζούρα από το τσιγάρο μου», σχολίασε βραχνά αναγκάζοντάς τη να τον κοιτάξει κατάματα πάλι.
«Τι θα ήταν λιγότερο καταστροφικό από τα δύο;» ρώτησε εκείνη χαμηλόφωνα. Ο Άγγελος κράτησε για μία στιγμή την ανάσα του και τελικά τράβηξε το τσιγάρο από τα χείλη για να της το δώσει. Το αρνήθηκε καγχάζοντας. Πήρε ξανά μια βαθιά τζούρα που έκαψε το λαιμό του και το έσβησε με μανία μέσα στο τασάκι μπροστά του.
«Γιατί ήρθες στον Πάνο κι όχι σε μένα;» τη ρώτησε, ξαφνιάζοντάς τη. Είχε πληγωθεί επειδή απέφυγε να του ζητήσει βοήθεια και δεν μπόρεσε να συγκρατήσει την απογοήτευσή του.
«Δεν μπορούσα να χτυπήσω την πόρτα σου βραδιάτικα, Άγγελε. Δεν ζεις μόνος σου. Η Νάντια...»
«Η Νάντια θα καταλάβαινε», τη διέκοψε. «Εύα, σου χρωστάω τόσα πολλά. Θέλω να ξέρεις πως μπορείς να έρχεσαι σε μένα όποτε έχεις ανάγκη».
«Το ξέρω και σ’ ευχαριστώ, αλλά τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά πλέον», απάντησε γελώντας απαλά, για να κρύψει τη νευρικότητά της. «Δεν είμαστε στη Σάμο πια. Δεν είμαστε εκείνα τα δύο παιδιά που με το πρώτο πρόβλημα τρέχαμε ο ένας στον άλλον γιατί δεν είχαμε να στηριχθούμε σε κάποιον. Τώρα έχεις τη Νάντια κι εγώ... εγώ είμαι απλά...»
«Δεν είσαι απλά κάποια τυχαία», είπε εκείνος θλιμμένος. «ΚΙ επειδή παντρεύομαι δεν σημαίνει πως...»
«Η Νάντια δεν με συμπαθεί», τον διέκοψε με απολογητικό ύφος. «Δεν θα τολμούσα να έρθω να σε βρω γιατί αυτό αυτόματα θα σήμαινε μπελάδες για όλους μας. Τώρα είσαι εδώ και μου κρατάς παρέα. Αυτό είναι υπέρ αρκετό, Άγγελε. Και μην ξεχνάς ποιος είναι η προτεραιότητά σου από εδώ και μπρος».
«Πάντα θα είσαι μία από τις προτεραιότητές μου», επέμεινε εκείνος με σκληρό τόνο. «Έλα να μείνεις σε εμάς όσο χρειαστείς...»
«Ξέχασέ το, σε παρακαλώ, μην το αναφέρεις ξανά».
Δεν θα της άλλαζε γνώμη. Ίσως να ήταν και χαζομάρα του που της πρότεινε κάτι τέτοιο αλλά του είχε δώσει τα πάντα όταν δεν είχε τίποτα κι εκείνος ένιωθε σαν να μην της είχε προσφέρει όσα ήθελε. Η Εύα του χαμογέλασε γλυκά και κινήθηκε προς το μέρος του. Τον αγκάλιασε κι ο Άγγελος αμέσως μπέρδεψε τα δάχτυλά του στα πλούσια μαλλιά της που μύριζαν άνοιξη.
«Σ’ ευχαριστώ πολύ Άγγελέ μου», ψιθύρισε στο αυτί του κουρασμένα κι αποτραβήχτηκε από την αγκαλιά του αφήνοντας την απουσία της εκεί, να του χαρίσει την αίσθηση της εγκατάλειψης και της παγωνιάς.

30.

Πάντα της έλεγαν πως ο χρόνος γιατρεύει τις πληγές και πάντοτε εκείνη είχε αποδείξεις για το αντίθετο. Υπήρχαν πληγές που επουλώνονταν, όμως όλες άφηναν σημάδια για να υπενθυμίζουν πως κάποτε υπήρχαν, πως την είχαν πονέσει και πως αν ήθελαν, μπορούσαν να της προκαλέσουν επιπρόσθετο πόνο. Υπήρχαν κι εκείνες που δεν έκλειναν ποτέ. Αυτές της καρδιάς και του μυαλού, που ο χρόνος δεν μπορούσε να προσπελάσει για να τις γιάνει. Έτσι ένιωθε όσο περνούσε ο καιρός και πλησίαζε ο γάμος του Άγγελου. Πως αντί να κλείνει η πληγή, μπηγόταν πιο βαθιά το μαχαίρι και την έκανε να αιμορραγεί ακόμα περισσότερο. Προσπάθησε πολύ να μείνει μακριά του μα εκείνος δεν είχε σκοπό να την αφήσει να χαθεί στις σκέψεις και τη μελαγχολία της. Της είχε υποσχεθεί πως ήταν μία από τις προτεραιότητές του και είχε βάλει σκοπό να της το αποδείξει.
Όσο μεγαλύτερο ενδιαφέρον έδινε σ’ εκείνη, τόσο μεγάλωνε η αντιπάθεια της Νάντιας προς το πρόσωπό της. Δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να συμβεί αυτό, όχι γιατί ήθελε να είναι αρεστή στην μέλλουσα γυναίκα του, αλλά γιατί δεν ήθελε να βρεθεί ενάντιά της. Ήξερε πως η Νάντια θα έκανε ό, τι περνούσε από το χέρι της για να την κρατήσει όσο πιο μακριά γινόταν από τον Άγγελο και γι’ αυτό προσπάθησε να μετριάσει λιγάκι τις επισκέψεις στο σπίτι του, αλλά και το χρόνο που περνούσε εκείνος μαζί της. Ίσως έτσι να σωζόταν η κατάσταση.
Ο Φίλιππος πήγε να τη βρει μία φορά μόνο, στο βιβλιοπωλείο, απ’ όπου τον έδιωξε πριν τον πάρει είδηση ο Άγγελος. Δεν ήθελε να ακούσει τις δικαιολογίες και τις απολογίες του μα κυρίως δεν ήθελε ν’ ακούσει εκείνος το λόγο που είχαν χωρίσει. Είχε αποφασίσει να μην του μιλήσει για τα γράμματα. Έτσι κι αλλιώς οι αποφάσεις τους είχαν παρθεί. Δεν θα είχε κανένα απολύτως νόημα να παίξει με το μυαλό του. Φοβόταν την απόρριψή του τόσο όσο φοβόταν τον θυμό του. Θα πλήρωνε ο Φίλιππος αν μάθαινε τι είχε κάνει και προσπαθούσε να προστατέψει τον Άγγελο από τον ίδιο του τον εαυτό. Έτσι νόμιζε τουλάχιστον, ή καλύτερα έτσι ήλπιζε, πως του έκανε χάρη να μη γνωρίζει. Δεν ήθελε να νιώσει την ίδια απόγνωση που είχε νιώσει εκείνη αλλά ακόμα περισσότερο, δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε αδιαφορία από μέρους του για το γεγονός. Δεν προστάτευε τον Άγγελο μόνο αλλά και τον εαυτό της.
Έβρισκε παρηγοριά στα αστεία του Πάνου που της στεκόταν σαν αδερφός. Προσπαθούσε να της φτιάξει τη διάθεση με όποιον τρόπο του ερχόταν στο νου και τις περισσότερες φορές, το πετύχαινε. Τον αγαπούσε πολύ τον φίλο της, είχε όμορφη ψυχή και ένιωθε τυχερή που είχε κάποιον πάνω στον οποίο μπορούσε να στηριχθεί όταν δεν γινόταν να πάει στον Άγγελο. Του έλεγε τα πάντα, μόνο ένα πράγμα του είχε αποκρύψει, το γεγονός πως πριν το γάμο θα έφευγε για μερικές μέρες στο Λονδίνο, γιατί ήξερε πως θα έκανε τα πάντα να την αποτρέψει. Ο αδερφός της την παρακαλούσε να πάει να τον επισκεφτεί και σκέφτηκε πως η περίοδος αυτή ήταν κατάλληλη για όλους. Είχε κλείσει ήδη το εισιτήριό της για μία βδομάδα πριν ο Άγγελος παντρευτεί, με την επιστροφή ανοιχτή. Θα καθόταν εκεί όσο χρειαζόταν για να νιώσει έτοιμη να επιστρέψει και να αντιμετωπίσει το θυμό του Άγγελου.
«Βρήκα διαμέρισμα», ανακοίνωσε ένα βράδυ Σαββάτου στο δείπνο στο σπίτι του ζευγαριού. Δεν πήγαινε ποτέ μόνη της εκεί, πάντα φρόντιζε να την ακολουθεί ο Πάνος για συντροφιά αφού κάθε φορά ένιωθε ολομόναχη παρότι βρισκόταν ανάμεσα σε κόσμο και δίπλα στον Άγγελο. Ο Πάνος στράφηκε προς το μέρος της έκπληκτος, αφού δεν είχε ιδέα πως έψαχνε για σπίτι. «Δεν γίνεται να μείνω σε σένα για πάντα», γέλασε εκείνη με την απογοήτευση στην έκφραση του φίλου της.
«Σε είχα συνηθίσει εκεί μέσα».
«Κι εγώ εσένα, αλλά καιρός είναι να μείνω μόνη μου. Θα είναι η πρώτη φορά και η αλήθεια είναι πως το περιμένω πως και πως».
«Είναι μακριά το σπίτι που βρήκες;» ρώτησε η Νάντια με τη λαχτάρα στον τόνο της να μην περνάει απαρατήρητη από κανέναν. Η Εύα προσπάθησε να χαμογελάει αλλά εντέλει μόρφασε απλά. Πήρε τα χέρια της μακριά από το τραπέζι για να τα ακουμπήσει πάνω στα πόδια της, σαν παιδί που μόλις το είχαν μαλώσει άδικα.
«Είναι δέκα λεπτά μακριά από εδώ», ξεκίνησε να λέει κομπιάζοντας. «Ήταν καλή ευκαιρία και την άρπαξα».
«Τέλεια, όσο πιο κοντά τόσο το καλύτερο», χαμογέλασε ευχαριστημένα ο Άγγελος. «Θα σε βοηθήσω στη μετακόμιση, ό, τι χρειαστείς απλά ζήτησέ το...»
«Αγάπη μου, σε τρεις βδομάδες παντρευόμαστε, δεν έχεις χρόνο για μετακομίσεις», τον διέκοψε εκνευρισμένη η Νάντια. Εκείνος στράφηκε προς το μέρος της ενοχλημένος αν και προσπάθησε να το κρύψει πίσω από ένα καλοσυνάτο χαμόγελο που δεν έφτασε ποτέ ως τα μάτια του.
«Τα πάντα είναι έτοιμα, δεν βλέπω το λόγο να μη βοηθήσω την Εύα να βολευτεί στο νέο της σπίτι».
«Η Νάντια έχει δίκιο», του είπα απολογητικά. «Εξάλλου, θα πρέπει να αγοράσω νέα έπιπλα αφού δεν έχω ούτε ένα και θα μου τα φέρουν στο σπίτι με φορτηγό. Θα τα κουβαλήσουν εκείνοι ως το διαμέρισμα, οπότε θα έχω βοήθεια».
Ο Άγγελος έδειξε να εκνευρίζεται, όχι με την Εύα αλλά με τη Νάντια και την συμπεριφορά της που μερικές φορές τον έβγαζε από τα ρούχα του. Καταλάβαινε το φόβο της για τη σχέση που είχε με την Εύα αλλά ως ένα σημείο. Δεν της είχε δώσει κανέναν λόγο να αντιδρά λες και την κορόιδευε κάτω από τη μύτη της. Άφησε την πετσέτα που κρατούσε πάνω στο τραπέζι και έκανε νόημα στη Νάντια να τον ακολουθήσει. Η ατμόσφαιρα μύριζε μπαρούτι και η Εύα ένιωσε άσχημα επειδή ήταν εκείνη ο λόγος. Κοίταξε τον Πάνο μόλις οι δυο τους πήγαν στην κουζίνα και χαμήλωσε το βλέμμα.
«Η Νάντια είναι παρανοϊκή», την καθησύχασε εκείνος.
«Είναι; Γιατί ίσως κι εγώ έτσι να αντιδρούσα».
Ταράχτηκε με τις φωνές που έρχονταν από το δίπλα δωμάτιο. Δεν μπόρεσε να μην ακούσει τι έλεγαν. Εκείνη τον κατηγορούσε πως ήταν ικανός να βάλει πάνω απ’ όλους κι από όλα την Εύα ενώ ο Άγγελος προσπαθούσε με το ήμαρτον να την κάνει να καταλάβει πως η κοπέλα ήταν σημαντική για εκείνον, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν ήταν κι η ίδια. Η Εύα τράβηξε την καρέκλα της και έριξε μια απολογητική ματιά προς τον Πάνο που προσπάθησε να τη σταματήσει.
«Καλύτερα να φύγω», ψιθύρισε κουρασμένα.
«Θα έρθω μαζί σου».
«Όχι, θέλω να περπατήσω λιγάκι μόνη μου. Θα μιλήσουμε μετά». Πήρε τα πράγματά της και με ταχύ βήμα βγήκε από το σπίτι προσπαθώντας με όλη της τη δύναμη να μη βάλει τις φωνές. Δεν ήξερε πού είχε φταίξει, τι είχε κάνει και τιμωρούταν με τέτοιο τρόπο, αλλά δεν άντεχε άλλο. Φόρεσε το παλτό της και άρχισε να περπατάει αφηρημένα στο δρόμο, αγνοώντας το τηλέφωνό της που χτυπούσε ασταμάτητα. Αυτό το βράδυ δεν ήθελε να μιλήσει σε κανέναν, ήθελε να τα βρει με τον εαυτό της μόνο.
Ο Άγγελος δεν μπόρεσε να κρύψει την απογοήτευσή του όταν κοίταξε τη Νάντια. Εκείνη δεν απέστρεψε το βλέμμα, ήταν έτοιμη για καυγά γιατί δεν μπορούσε πια να αισθάνεται πως αγαπούσε περισσότερο το παρελθόν του με την Εύα παρά το παρόν και το κοινό τους μέλλον.
«Γιατί ρε Νάντια;» τη ρώτησε παραπονεμένα. «Γιατί το κάνεις αυτό;»
«Γιατί δεν αντέχω να βρίσκεται μέσα στα πόδια μας συνέχεια».
«Η Εύα είναι κομμάτι της ζωής μου...»
«...που βάζεις πάνω’ απ’ όλα!»
Τον ξάφνιασε πολύ ο θυμός της. Πρώτη φορά έβγαζε αυτό το ζηλιάρικο πρόσωπο προς τα έξω. Ένα πράγμα που είχε αγαπήσει σ’ εκείνη ήταν το γεγονός πως η αυτοπεποίθησή της ήταν το καλύτερο χαρακτηριστικό της. Έμπαινε σ’ ένα δωμάτιο όπου μπορεί να μην ήταν η ωραιότερη γυναίκα, αλλά κουβαλούσε τον εαυτό της με τέτοιον αέρα που δεν μπορούσε κανείς να πάρει τα μάτια του από πάνω της. Δεν ζήλευε γιατί ήξερε πως ήταν μοναδική. Δεν έκανε ποτέ σκηνές, πολλές φορές ήταν εκείνη που τον προκαλούσε να κοιτάξει άλλες γυναίκες μόνο και μόνο για να κερδίσει την οποιαδήποτε μάχη. Μα με την Εύα κοντά, μετατρεπόταν σε μια γυναίκα που δεν πίστευε στον εαυτό της. Γινόταν άλλη.
«Τι θες από μένα Νάντια;» τη ρώτησε θλιμμένος. «Δεν σε αγαπώ αρκετά; Δεν σου δίνω τα πάντα; Τι άλλο να κάνω για να καταλάβεις πως εσύ είσαι το μέλλον μου;»
«Δεν τη θέλω στη ζωή μας, μας κάνει κακό και το ξέρεις».
«Μην το κάνεις αυτό», την ικέτευσε. «Στην Εύα χρωστάω το γεγονός πως βρίσκομαι εδώ αυτή τη στιγμή. Εξαιτίας της ζω!»
«Δεν σε καταλαβαίνω, το ξέρω πως έχει κάνει πολλά για σένα αλλά όχι και πως ζεις εξαιτίας της ρε Άγγελε!»
«Τη μέρα που τη γνώρισα ετοιμαζόμουν ν’ αυτοκτονήσω, Νάντια». Η αποκάλυψή του τη συγκλόνισε. Τα μάτια του σκοτείνιασαν και πάλι ενώ έφερνε στο νου όλες τις σκέψεις που περνούσαν από το μυαλό του εκείνο το πρωινό και πως ο ανταριασμένος ουρανός ξαφνικά έλαμψε με την παρουσία της. «Δεν καταλαβαίνεις πόσα της χρωστάω. Δεν μπορώ να σου εξηγήσω καν πόσο τρόμαξα τον εαυτό μου και τι ανακούφιση ένιωσα όταν θέλησα να ζήσω. Σ’ αγαπάω Νάντια, δεν ξέρω πώς αλλιώς να στο δείξω αλλά η Εύα θα παραμείνει μέρος της ζωής μου ακόμα κι αν σ’ ενοχλεί».
Ο ήχος της πόρτας που έκλεινε τους τράβηξε την προσοχή. Ο Άγγελος βγήκε από την κουζίνα κι έριξε μια ματιά προς τον Πάνο που στεκόταν όρθιος με τη νευρικότητα να είναι εμφανής στο πρόσωπό του.
«Πού είναι;» ρώτησε εκνευρισμένος.
«Έφυγε. Δεν θέλει να προκαλεί προβλήματα ανάμεσά σας», εξήγησε εκείνος ενώ έριξε μια ματιά προς τη Νάντια που πρώτη φορά έδειχνε να νιώθει άσχημα για τη συμπεριφορά της. «Στεναχωρήθηκε πολύ αλλά είπε πως θα είναι καλά και να μην την ψάξεις...»
«Δεν με νοιάζει τι είπε», τον διέκοψε ο Άγγελος που άρχισε να καλεί αμέσως την Εύα. «Έχει χωρίσει, είναι σε άθλια ψυχολογική κατάσταση κι εσύ με τον τρόπο σου την έκανες να νιώσει ανεπιθύμητη κι από εδώ. Τι να πω ρε Νάντια». Συνέχισε απογοητευμένος ενώ την καλούσε ξανά και ξανά. «Το μόνο που έχει προσπαθήσει να κάνει από τη μέρα που βρεθήκαμε πάλι, είναι να μας στηρίξει».
«Συγγνώμη», μουρμούρισε εκείνη.
«Τουλάχιστον προσπάθησε να την εννοείς όταν τη λες τη συγγνώμη», απάντησε ο Άγγελος κι άρπαξε το παλτό του. «Πάω να τη βρω».
«Εγώ λέω να μην πας», τον σταμάτησε ο Πάνος κοιτώντας τον με νόημα, στα μάτια. «Ζήτησε να μείνει μόνη της. Ίσως θα πρέπει να σεβαστούμε την ανάγκη της». Μάζεψε τα δικά του πράγματα κι έριξε μια ματιά στο κινητό του. Η Εύα του είχε στείλει μήνυμα πως είχε πάει σπίτι του και είχε παραγγείλει σουβλάκια για βραδινό. Έτρωγε πολύ όταν στεναχωριόταν κι αυτή η βραδιά την είχε κεράσει πολλές στεναχώριες. «Σας ευχαριστώ για το δείπνο. Ήταν πολύ ωραίο Νάντια. Θα τα πούμε τη Δευτέρα εμείς». Τους αποχαιρέτησε κι έφυγε αφήνοντας τον Άγγελο απογοητευμένο.
«Λυπάμαι, το παράκανα», άκουσε τη Νάντια να του λέει.
«Φταίω κι εγώ. Άθελα μου σε οδήγησα σε αυτή τη συμπεριφορά».
«Το πρόβλημα είναι πως ξέρω πολύ καλά τι σημαίνει για σένα η Εύα», είπε εκείνη κι ο Άγγελος συνειδητοποίησε πως έκλαιγε. Στράφηκε προς το μέρος της πάνω που καθάριζε τα μάτια της από τα δάκρυα. «Φοβάμαι πως δεν θα τη φτάσω ποτέ».
«Γιατί να τη φτάσεις;» τη ρώτησε, ξαφνιάζοντάς τη. «Δεν σου ζήτησα να γίνεις η Εύα, ποτέ, αντιθέτως αυτό που αγάπησα σε σένα ήταν το πόσο διαφορετική είσαι από εκείνη. Νάντια, κατανοώ τον φόβο σου αλλά τι άλλο να κάνω να σου αποδείξω πως σε αγαπώ; Σε παντρεύομαι σε τρεις εβδομάδες, μάτια μου, θα κάνουμε οικογένεια μαζί. Τι άλλο θες από μένα;»
Στάθηκε μπροστά της κι έφερε τα χέρια του στα μάγουλά της. Η Νάντια είχε μετανιώσει, όχι γιατί είχε διώξει την Εύα με τη συμπεριφορά της, αλλά γιατί τον είχε απογοητεύσει ολοκληρωτικά. Μετατρεπόταν σε μια νευρωτική γυναίκα που τα ήθελε όλα χωρίς να σκεφτεί τις ανάγκες του Άγγελου. Κι εκείνος, συνέχιζε να θέλει να την παντρευτεί παρότι οι διαθέσεις της άλλαζαν συνεχώς, ακόμα κι όταν ξεσπούσε πάνω του όλο της τον θυμό. Εκείνος έμενε και υπόμενε τα πάντα κι αυτή, δεν ευχαριστιόταν με τίποτα. Του χαμογέλασε απολογητικά ενώ έσκυβε να τη φιλήσει. Μόλις τα χείλια τους ενώθηκαν, ένιωσε λυτρωμένη και άφησε έναν απαλό λυγμό να ξεφύγει από τα σπλάχνα της. Γαντζώθηκε πάνω του κι αφέθηκε ολοκληρωτικά καθώς την οδηγούσε στο κρεβάτι τους που είχε φιλοξενήσει ατέλειωτα βράδια πάθους. Έκαναν έρωτα λες και ήταν η πρώτη τους φορά κι όταν ξάπλωσε δίπλα του, χωρίς ανάσα πλέον, υποσχέθηκε στον εαυτό της πως για χάρη του τουλάχιστον, θα προσπαθούσε να βρει τον παλιό καλό εαυτό της.

2 σχόλια:

  1. Ααα ρε Ευα... Διεκδίκησε τον ερωτα της ζωής σου😠😠😠Αφού πέθαινει ο ένας για τον άλλον 😡😡😡

    ΑπάντησηΔιαγραφή