Κυριακή 26 Απριλίου 2020

~16~ Κεφάλαια 31-32-33


31.

Η αλλαγή στη ζωή της Εύας της έκανε πολύ καλό αφού επικεντρώθηκε στο νέο σπίτι της και το μυαλό της γέμισε με κάτι άλλο πέρα από την αγανάκτησή της για τα όσα είχαν συμβεί τα τελευταία χρόνια. Ήταν παράξενο αλλά για μία στιγμή, ένιωσε χαρά. Τη βρήκε στο να καθαρίζει το διαμέρισμά της, να το βάφει με τη βοήθεια του Άγγελου και να το διακοσμεί με τη Νάντια να στέκεται φρουρός κοντά τους, δίνοντας βοήθεια όταν της τη ζητούσε. Εκτιμούσε το γεγονός πως έκανε μία προσπάθεια για χάρη του Άγγελου, να είναι πολιτισμένα τα πράγματα μεταξύ τους κυρίως γιατί έστω με εκείνη παρούσα, μπορούσε να περνάει χρόνο μαζί του χωρίς να νιώθει ενοχές για τα πάντα.


Αγόρασε έπιπλα που υμνούσαν την απλότητα. Δεν ήθελε να επενδύσει πολλά ακόμα γι’ αυτό πήρε τα απαραίτητα αλλά όταν τελείωσε να διακοσμεί το διαμέρισμα, ένιωσε αμέσως σαν στο σπίτι της. Ήταν ζεστό, την καλούσε να μείνει εκεί. Ναι, σίγουρα ήταν ευχαριστημένη με το αποτέλεσμα και περίμενε πως και πως να βολευτεί στο νέο της καναπέ, να τυλιχτεί με την πολύχρωμη κουβέρτα της και να χαζέψει μπροστά στην τηλεόραση. Το σπίτι είχε και ένα μικρό τζάκι που λάτρεψε με την πρώτη ματιά κι αναρωτήθηκε αν θα μπορούσε να το ανάψει κάποια στιγμή. Είχε καταφέρει να δημιουργήσει ένα όμορφο σπιτικό και δεν έβλεπε την ώρα να συνέχιζε να το γεμίζει με έπιπλα και νέες αναμνήσεις.
«Είναι σ’ αλήθεια μαγικό», της είπε ο Άγγελος ένα βράδυ που πήγε να την επισκεφτεί χωρίς να την ειδοποιήσει καν. «Συγγνώμη που ήρθα απρόσκλητος αλλά κάθε φορά που σου ζητάω να βρεθούμε, μου λες όχι».
«Ξέρεις πολύ καλά γιατί το κάνω. Μην κάνεις πιο δύσκολα τα πράγματα απ’ ό, τι είναι», τον μάλωσε. «Θ’ ανάψεις φωτιά μιας και ήρθες; Είπε ο σπιτονοικοκύρης μου πως είναι καθαρισμένη η καπνοδόχος».
«Εντάξει, αλλά άνοιξε το κρασί που έφερα. Λέω να τα πιούμε λιγάκι μιας και σε μία βδομάδα περίπου, θα κρεμαστώ», αστειεύτηκε. Η Εύα σοβάρεψε αμέσως. Την επόμενη μέρα θα έφευγε για Λονδίνο και δεν το είχε πει ακόμα σε κανέναν. Ήξερε πως κανείς δεν θα την άφηνε να φύγει γι’ αυτό το κράτησε μυστικό για λίγο ακόμα. Δεν είχε φτιάξει καν βαλίτσα ακόμα. Ήταν λες και περίμενε ένα θαύμα για να την κρατήσει πίσω και να ακυρώσει τη φυγή της. Άνοιξε το κρασί από τη Σάμο που είχε φέρει ο Άγγελος και έριξε αρκετό σε δύο ποτήρια όσο εκείνος στοίβαζε τα κούτσουρα κι άναβε φωτιά.
Κάθισε στον καναπέ πάνω που έπιανε βροχή έξω. Μία αστραπή έκανε τη νύχτα μέρα για μερικά δευτερόλεπτα, προκαλώντας της ανησυχία. Ο Άγγελος στράφηκε προς το μέρος της χαμογελώντας περιπαικτικά καθώς την πλησίαζε.
«Δε πίστευα πως θα τρόμαζε μία απλή αστραπή την Εύα που δεν φοβάται τίποτα», την πείραξε ενώ βολεύτηκε στο πλευρό της.
«Δεν είμαι ατρόμητη, εσύ το ξέρεις καλύτερα απ’ όλους αυτό».
«Σωστά, μόνο ο εαυτός σου και οι αστραπές σε φοβίζουν, έτσι δεν είναι;»
Κάγχασε απαλά ενώ απέφευγε το βλέμμα του. «Και το μέλλον... η μοναξιά... η μελαγχολία. Δυστυχώς φοβάμαι σχεδόν τα πάντα πλέον, Άγγελε». Κράτησε λίγο την ανάσα της ενώ ένιωσε τη ζεστασιά από το ξύλο που καιγόταν, να την περιτριγυρίζει, αλλά και το άγγιγμα του που την ανατρίχιασε. «Είσαι ευτυχισμένος;» ψιθύρισε με κομμένη την ανάσα.
«Νομίζω πως ναι», απάντησε εκείνος, προβληματίζοντάς την. Τόλμησε να τον κοιτάξει αλλά το μετάνιωσε γιατί συνειδητοποίησε για μία ακόμη φορά πόσο πολύ τον αγαπούσε και η καρδιά της ράγισε λιγάκι ακόμα.
«Νομίζεις;»
«Δεν ξέρω. Ένα είδους ευτυχίας έχω βιώσει μόνο σ’ αυτή τη ζωή. Αυτή όταν με αγαπούσες», μουρμούρισε χαμένος στις σκέψεις του. «Ακούγεται τόσο αξιολύπητο αυτό που λέω».
«Όχι στα δικά μου αυτιά γιατί κάπως έτσι νιώθω κι εγώ». Άφησε τα μάτια της να περιπλανηθούν πάνω στο χρυσό χρώμα του κρασιού στο ποτήρι της για λίγες στιγμές όσο εκείνος παρέμενε σιωπηλός. «Το εννοούσες αυτό που είπες τότε, μετά τη Σάμο, πως αν έλεγα ναι θα τα παράταγες όλα για μένα;»
Δεν έπρεπε να ρωτήσει κάτι τέτοιο αλλά δεν μπορούσε πια να κρατάει τα πάντα μέσα της. Πνιγόταν τόσο καιρό και είχε έρθει η στιγμή να πάρει μία ανάσα. Τώρα, όσο ήταν καιρός. Ο Άγγελος έδειξε να ξαφνιάζεται με την ερώτησή της και του πήρε αρκετή ώρα μέχρι να απαντήσει.
«Τι νόημα έχει να τα συζητάμε τώρα αυτά;»
«Ένα χρόνο τώρα δεν μπορώ να βγάλω αυτή τη στιγμή από το μυαλό μου».
«Γιατί το κάνεις αυτό τώρα;»
«Γιατί πνίγομαι», παραδέχτηκε. «Γιατί αν ήξερα... θα σου είχα πει ναι τότε». Το ύφος του ήταν ένα μίγμα από το σοκ που του είχαν προκαλέσει τα λόγια της και θυμού γιατί αποφάσιζε να του πει αυτό που ένιωθε τόσο αργά.
«Αν ήξερες τι, Εύα; Πώς ένιωθες;» κάγχασε εκείνος νευριασμένος. «Γιατί εγώ ήξερα πολύ καλά τι ένιωθα όταν στο ζήτησα...»
«Το ζήτησες», τον διέκοψε τρέμοντας. «Αλλά δεν το έκανες. Περίμενες από μένα να σου δώσω το πράσινο φως».
«Και είχα δίκιο!» ύψωσε εκείνος το φωνή του. «Διάλεξες τον Φίλιππο και το δέχτηκα. Τι ήθελες να κάνω;»
«Να με διεκδικήσεις...»
«Σου έδωσα την επιλογή, Εύα κι εσύ, μου ξεκαθάρισες τι ήθελες», μίλησε με σκληρό τόνο. «Έτρεμα αυτό το όχι σου. Ήξερα πως θα το πεις κι όμως σου έκανα την ερώτηση γνωρίζοντας καλά την απάντηση. Δεν μπορείς να μου το κάνεις αυτό τώρα... γιατί;»
Τον λυπήθηκε λίγο. Δεν είχε άδικο εντελώς. Μπορεί τα πράγματα να ήταν ευκολότερα αν αποφάσιζε από μόνος του ν’ αφήσει τότε τη Νάντια για να είναι μαζί της, αντί να της δώσει την επιλογή, αλλά ήξερε γιατί το έκανε. Τον τρομοκρατούσε η μοναξιά. Δεν την αγαπούσε καθόλου και με εκείνη την απάντησή της, είχε επιβεβαιωθεί.
«Ξέχασέ το. Δεν είμαι καλά τελευταία. Δεν είναι δίκαιο να στο κάνω αυτό», τον παρακάλεσε καθώς απομακρυνόταν από κοντά του. Την σταμάτησε αρπάζοντας το μπράτσο της και την κοίταξε απευθείας στα μάτια, λες και προσπαθούσε να διαβάσει τη σκέψη της.
«Ποτέ δεν κάνεις κάτι χωρίς λόγο», είπε σκληρά. «Τι κρύβεις;»
«Καλύτερα να φεύγεις, Άγγελε. Σε τάραξα...»
«Κόψε τις βλακείες και μίλα!»
Πρώτη φορά της μιλούσε έτσι. Τον είχε κάνει να ξεπεράσει τα όριά του αλλά αυτό που έβλεπε καθαρά στα μάτια του ήταν πως την ικέτευε να του εξηγήσει, πως δεν θα έφευγε αν δεν μάθαινε την αλήθεια. Πόσο εγωιστικά είχε φερθεί... είχε κάνει ένα μεγάλο λάθος το οποίο τώρα δεν μπορούσε να διορθώσει. Τράβηξε το χέρι της και σκούπισε τα μάτια της από τα δάκρυα που είχαν κυλήσει. Ήξερε πως η επόμενη κίνησή της θα καθόριζε τα πάντα και πως ίσως να ήταν καταστροφική αλλά δεν άντεχε να κουβαλάει αυτόν τον πόνο μόνη της πια. Άνοιξε το συρτάρι του γραφείου της και τράβηξε το πακέτο με τα γράμματα έξω τα οποία του έδωσε χωρίς να πει κουβέντα. Εκείνος τα κοίταξε στην αρχή απορημένος, μα μόλις κατάλαβε τι κρατούσε, η έκπληξη πήρε το πάνω χέρι.
«Πού τα βρήκες;» απαίτησε να μάθει. Ο θυμός είχε αλλοιώσει τα συνήθως όμορφα και ευγενικά χαρακτηριστικά του μετατρέποντάς τον σ’ ένα ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί.
«Τα είχε ο Φίλιππος», του εξήγησε με τη φωνή της να σπάει σε κάθε λέξη που έλεγε. «Τα έδινε ο πατέρας του στον δικό σου γιατί νόμιζε πως βοηθούσε να συμφιλιωθείτε. Ήταν και η Ρένα συνεργός του και ο Φίλιππος τα βρήκε τυχαία αλλά δεν μου τα φανέρωσε ποτέ».
«Γι’ αυτό χωρίσατε;»
«Ναι...»
«Γιατί δεν μου τα έδειξες νωρίτερα;»
«Δεν ήξερα...»
«Γιατί τώρα κι όχι νωρίτερα;» έβαλε τις φωνές. Η Εύα συγκράτησε έναν λυγμό ενώ τινάχτηκε όταν μία ακόμη αστραπή φώτισε τον σκοτεινό ουρανό. Τον είδε να ανοίγει ένα από τα γράμματά της και να ρίχνει μια ματιά στο περιεχόμενο. Το σαγόνι του σφίχτηκε ενώ τα μάτια του βούρκωσαν αμέσως. Οπισθοχώρησε απογοητευμένος μέχρι που έφτασε στην πόρτα. Άρπαξε το παλτό του και βγήκε από το διαμέρισμα χωρίς να την κοιτάξει, με τα γράμματα ακόμα στο χέρι του. Ο θόρυβος που έκανε η πόρτα όταν τη χτύπησε πίσω του φεύγοντας, την τάραξε ακόμα περισσότερο και σύντομα είχε ξεσπάσει σε λυγμούς. Τρανταζόταν όλο της το σώμα. Με το ζόρι κάθισε στον καναπέ ενώ ένα σωρό σκέψεις περνούσαν από το νου της. Είχε μετανιώσει οικτρά το ρίσκο που είχε πάρει. Δεν του άξιζε αυτό που του έκανε και τώρα, τον είχε χάσει για πάντα.
Κουλουριάστηκε τυλιγμένη με την κουβέρτα της χωρίς να τραβήξει λεπτό το βλέμμα από τη βροχή που μαστίγωνε τα πάντα στο διάβα της. Αντικατόπτριζε τη ψυχή της με απόλυτη ακρίβεια. Έτσι ένιωθε, σκοτεινιασμένη με μια θύελλα να κάνει άνω κάτω την ψυχή της. Δεν έπρεπε να είχε μιλήσει, τώρα ο Άγγελος θα ήταν σπίτι μαζί της, θα έπιναν κρασί δίπλα στο τζάκι και θα γελούσαν σαν δύο καλοί φίλοι. Ο εγωισμός της τα κατέστρεψε όλα. Η αγάπη της για εκείνον που αντί να ξεθωριάζει όπως ένα ρούχο στον δυνατό ήλιο, αποκτούσε ολοένα και πιο ζωηρό κόκκινο χρώμα, ήταν δυνατότερη από τη θέλησή της. Τον αγαπούσε, δεν μπορούσε να κάνει κάτι γι’ αυτό, όσο κι αν είχε προσπαθήσει και είχε κουραστεί πλέον να πηγαίνει κόντρα στην καρδιά της.
Δεν ήξερε πόση ώρα είχε μείνει έτσι στον καναπέ, να αναπνέει σχεδόν άψυχα. Την αυτολύπησή της διέκοψε ο ήχος του κουδουνιού που την ανάγκασε να τιναχτεί όρθια. Το τζάκι είχε σβήσει προ πολλού. Έριξε μια ματιά στο ρολόι και ξαφνιάστηκε γιατί ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Τρείς ώρες... τόσες έλειπε εκείνος. Πήγε στην πόρτα κι έριξε μια ματιά στον διάδρομο από το ματάκι. Ξαφνιάστηκε όταν είδε τον Άγγελο να στέκεται εκεί βρεγμένος, σε άσχημη κατάσταση, με τα γράμματα στο χέρι. Άνοιξε χωρίς να το σκεφτεί κι έκανε μερικά βήματα πίσω ώστε να του δώσει χώρο είτε να περάσει μέσα ή να φύγει. Η απόφαση ήταν καθαρά δική του.
Ένιωσε να πέφτει στο κενό όταν εκείνος μπήκε στο διαμέρισμα κι έκλεισε πίσω του την πόρτα. Είχε μία αποφασιστικότητα το βλέμμα του που δεν είχε δει ποτέ ξανά. Άφησε τα γράμματα πάνω στο τραπεζάκι του διαδρόμου και την πλησίασε με αργό βήμα, κρατώντας σταθερά τα μάτια του κλειδωμένα με τα δικά της. Σήκωσε τα χέρια του για να κλείσει το πρόσωπό της μέσα τους και σύνθλιψε τα χείλη της μ’ ένα φιλί που της έκλεψε την ανάσα. Οι κινήσεις του καθώς τραβούσε τα ρούχα της για να τα ξεφορτωθεί, ήταν σχεδόν βίαιες. Η Εύα ήταν ανήμπορη να του αντισταθεί. Ονειρευόταν αυτή τη στιγμή από το πρώτο λεπτό που τον ξαναβρήκε και τώρα είχε την ευκαιρία να τη ζήσει, κι ας είχε την εντύπωση πως ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά.
Ο Άγγελος έβγαλε το παλτό του και τη σήκωσε στα χέρια του. Εκείνη τύλιξε τα πόδια της γύρω του και τον άφησε να την οδηγήσει στην κρεβατοκάμαρα. Έπεσε πάνω της με την ορμή διψασμένου που βρίσκει νερό στην έρημο. Φίλησε κάθε πιθαμή του σώματός της ενώ εκείνη του παραδόθηκε δίνοντάς του ψυχή και σώμα. Όταν ήρθε η κορύφωση, ο Άγγελος έμεινε ξαπλωμένος πάνω της, με το πρόσωπό του κρυμμένο στο στήθος της και η Εύα ορκίστηκε πως τον άκουσε να κλαίει. Έκλεισε τα μάτια καθώς περνούσε τα δάχτυλά της μέσα από τα μαλλιά του. Δεν αντάλλαξαν κουβέντα ενώ ο ύπνος τη βρήκε μ’ εκείνον ακόμα στην αγκαλιά της, με τη βαριά αναπνοή του να γίνεται γλυκό νανούρισμα στα αυτιά της.
Ξύπνησε νωρίς το πρωί αλλά εκείνος δεν ήταν πουθενά. Φόρεσε τα ρούχα της που σήκωσε από το πάτωμα ενώ το έψαχνε σε όλο το σπίτι. Τα γράμματα ήταν στο ίδιο σημείο που τα είχε αφήσει εκείνος το προηγούμενο βράδυ αλλά δεν υπήρχε κάτι άλλο που να φανέρωνε την παρουσία του και κυρίως, το λόγο της απουσίας του. Ούτε ένα μήνυμα, ούτε ένα σημείωμα, τίποτα. Άρχισε να τρέμει ολόκληρη. Τον κάλεσε στο κινητό του μα δεν πήρε απάντηση. Πέρασε πολλές ώρες να προσπαθεί να τον βρει κι εκείνος να μη δίνει σημεία ζωής. Τα μάτια της δεν έλεγαν να σταματήσουν να τρέχουν. Δεν είχε γυρίσει σ’ εκείνη, είχε περάσει ένα τελευταίο βράδυ πάθους μαζί της προτού γυρίσει στη Νάντια. Εκείνη είχε διαλέξει.
Κράτησε την ανάσα της ενώ οι λυγμοί πάσχιζαν να ξεχυθούν και έτρεξε στην κρεβατοκάμαρά της όπου άρχισε να πετάει ρούχα μέσα στη βαλίτσα της. Πίστεψε για μία στιγμή πως δεν θα χρειαζόταν να κάνει αυτό το ταξίδι μα τελικά το Λονδίνο την καλούσε κι έπρεπε να πάει για να μπορέσει να βρει ξανά τον εαυτό της. Βρήκε το εισιτήριό της στο συρτάρι του κομοδίνου και έριξε μια ματιά στο ρολόι της. Σε τρεις ώρες πετούσε. Πριν φύγει όμως, δοκίμασε μία τελευταία φορά να βρει τον Άγγελο με την ευχή πως θα απαντούσε αυτή τη φορά, πως θα της έλεγε ότι θα γυρνούσε σ’ εκείνη. Μα δεν το έκανε. Και το μόνο που είχε απομείνει να κάνει, ήταν να φύγει για να σώσει όση από την καρδιά της είχε απομείνει ανέπαφη.

32.

Ενάμιση χρόνο μετά

Χαμογελούσε αχνά καθώς παρατηρούσε τα πλοιάρια να κάνουν βόλτες εκείνο το πρωινό στον Τάμεση, που ήταν αναπάντεχα καθαρός. Το αεράκι ήταν αναζωογονητικά παγωμένο αν και μόλις πλησίαζε το φθινόπωρο, αλλά δεν την ένοιαζε. Ανέκαθεν αγαπούσε περισσότερο το κρύο γιατί έβρισκε τη ζεστασιά σε πράγματα που την έκαναν χαρούμενη, όπως η αγκαλιά του. Γέλασε απαλά όταν ένιωσε τα χέρια του να τυλίγονται γύρω της και έκλεισε τα μάτια της, τρισευτυχισμένη, όταν άφησε ένα γλυκό φιλί στο μάγουλο της.
«Το ‘ξερα πως θα σε βρω εδώ», ψιθύρισε στο αυτί της πριν το δαγκώσει απαλά. Χανόταν μέσα στα χέρια του. Ήταν αρκετά ψηλός, τόσο όσο χρειαζόταν για να τη κρύψει εντελώς και η Εύα ένιωθε την απόλυτη ασφάλεια εκεί, μέσα στα μεγάλα χέρια του που ήταν ικανά να κλείσουν τον κόσμο μέσα τους.
«Δεν γινόταν να μη δω τελευταία φορά το μέρος στο οποίο σε γνώρισα». Γύρισε να τον αντικρίσει και η καρδιά της σκίρτησε μόλις ήρθε αντιμέτωπη με τα καλοσυνάτα πράσινα μάτια του και το στραβό χαμόγελο που είχε αγαπήσει από τη πρώτη στιγμή.
Εδώ, σε αυτό το σημείο είχε γνωρίσει τον Φοίβο τη πρώτη της μέρα στο Λονδίνο. Σε αυτή τη πόλη, που την περίμενε για χρόνια, είχε καταφύγει μετά από εκείνη τη βραδιά με τον Άγγελο. Είχαν κάνει παθιασμένο έρωτα και την είχε πάρει ο ύπνος με το κεφάλι εκείνου στο στέρνο της και τα δάκρυα του να κυλάνε χωρίς όμως εκείνος να βγάζει άχνα. Την είχε νανουρίσει η ανάσα του πάνω στο δέρμα της που τη ζέσταινε, μα όταν ξύπνησε, συνειδητοποίησε πως είχε φύγει. Είχε αφήσει πίσω τα γράμματα και εκείνη ένιωσε λες κι είχε χάσει τον κόσμο όλο. Είχε διαλέξει τη Νάντια και δεν μπορούσε να τον αδικήσει γι’ αυτό. Δεν ήξερε τι περίμενε ακριβώς να συμβεί, μόλις μερικές μέρες πριν τον γάμο του, αλλά τουλάχιστον πήρε ένα ρίσκο και τώρα που έβλεπε τα πράγματα πιο καθαρά, χαιρόταν που το είχε κάνει. Είχε κάτι να θυμάται από τον Άγγελο… του είχε ανοίξει τη καρδιά της… αν είχε γίνει το αντίθετο εκείνη θα τον είχε διαλέξει ασυζητητί, αλλά εκείνος προτίμησε ν’ αφήσει πίσω του το παρελθόν.
Η απόγνωσή της ήταν μεγάλη εκείνη τη μέρα. Ήθελε να εξαφανιστεί και το έκανε χωρίς να μετανιώσει στιγμή. Μόνο τον Πάνο ειδοποίησε πως θα έφευγε για λίγο καιρό και πως θα έπρεπε να κρατήσει το μαγαζί μόνος του. Μπήκε στο αεροπλάνο για το Λονδίνο αγνοώντας τα παρακάλια του φίλου της να του πει πού θα την έβρισκε. Δεν έπρεπε κανείς να ξέρει… ήθελε να ξεχάσει τους πάντες και τα πάντα. Είπε στη σπιτονοικοκυρά της πως θα πλήρωνε το ενοίκιο μέσω τράπεζας και της έδωσε οδηγίες για τους λογαριασμούς, τους οποίους θα αναλάμβανε ο Πάνος. Κλείδωσε τη φωλιά της κρατώντας στο μυαλό τη τελευταία εικόνα, εκείνη του βρεγμένου Άγγελου να τη κοιτά ικετευτικά, πριν την κάνει τη δική του για τελευταία φορά.
Τους γονείς της τους ειδοποίησε πως πήγε στον αδερφό της, την στιγμή που έφτασε και τους ξόρκισε να κρατήσουν μυστικό το πού βρισκόταν. Όποιος σας ρωτήσει, ακόμα και ο Άγγελος, απλά πείτε πως είμαι καλά… μην αποκαλύψετε πού είμαι… διέταξε και έπεισε τον εαυτό της από τη πρώτη στιγμή πως θα έπρεπε να ζήσει επιτέλους, χωρίς να περιμένει τον Άγγελο. Ο Γιώργος, ο αδερφός της, δεν την πίεσε να του μιλήσει και την άφησε εκείνο το βράδυ να πάει βόλτα μόνη της στη πόλη. Είχε καταλήξει στον Τάμεση να κοιτάζει αφηρημένα τα νερά όταν ο αέρας πήρε τον χάρτη που κρατούσε και τον έριξε μέσα στο ποτάμι.
Δεν κατάλαβε πώς τη πάτησε έτσι και προσπάθησε να τον φτάσει αλλά εκεί που στεκόταν τα προστατευτικά κάγκελα την εμπόδιζαν και για μια στιγμή σκέφτηκε να τα καβαλήσει για να περάσει στην άλλη μεριά πριν ο χάρτης χαθεί εντελώς μες τα μαύρα νερά. Μη, μη το κάνεις αυτό κορίτσι μου, δεν αξίζει τίποτα… τίποτα δεν είναι τόσο σοβαρό ώστε να θες να βάλεις τέλος στη ζωή σου! άκουσε έναν άντρα να της λέει στα ελληνικά και να βρίζει τη τύχη του που του έτυχε τέτοια περίπτωση βραδιάτικα. Κατέβα κάτω! τη παρακάλεσε στα αγγλικά αυτή τη φορά και μόνο τότε η Εύα συνειδητοποίησε πώς φαινόταν όλο το σκηνικό, μια θλιμμένη κοπέλα που σκαρφάλωνε τα κάγκελα, τι άλλο θα μπορούσε να καταλάβει ο άντρας αν όχι πως ήθελε να τερματίσει τη ζωή της; Δεν θέλω να αυτοκτονήσω, να πιάσω τον χάρτη μου θέλω, του είχε εξηγήσει κι εκείνος σοκαρισμένος που ήταν Ελληνίδα και δεν είχε τάσεις αυτοκτονίας, είχε καθίσει σχεδόν πάνω στον δρόμο, αναστενάζοντας ανακουφισμένος.
Έτσι τον γνώρισε τον Φοίβο, της έσωσε τη ζωή… σχεδόν… μεταφορικά τουλάχιστον το έκανε γιατί από εκείνο το βραδύ είχαν γίνει αχώριστοι και ένα μήνα μετά, η Εύα έκανε την υπέρβαση και αποφάσισε να αφήσει πίσω το παρελθόν και να κάνει κι εκείνη μια νέα αρχή. Του μίλησε για τον Άγγελο, δεν είχε κρατήσει καμία λεπτομέρεια κρυφή κι εκείνος αποδέχτηκε πως, για να κερδίσει ολοκληρωτικά τη καρδιά της, θα έπρεπε να παλέψει πολύ. Και το έκανε. Σχεδόν του άνηκε πια ολόκληρη εξαιτίας της απίστευτης καλοσύνης του και μιας γλυκιάς προσωπικότητας που πάντα της εξέπληττε.
Ο Φοίβος χάιδεψε το μάγουλο της και φίλησε τρυφερά την άκρη της μύτης της. Τα καστανά σκούρα μαλλιά του έλαμπαν κάτω από τον ήλιο. Τον είχε αναγκάσει να αφήσει γένια κάποιων ημερών γιατί τον έβρισκε πιο γοητευτικό έτσι και τώρα έδειχνε να χαίρεται κι εκείνος που δεν χρειαζόταν να ξυρίζεται όλη την ώρα.
«Είσαι έτοιμη να γυρίσουμε στη πατρίδα;» τη ρώτησε διστακτικά και σήκωσε προκλητικά ένα φρύδι, κάνοντας τη να γρυλίσει.
«Είμαι 90% έτοιμη».
«Το άλλο 10%;»
«Δε θέλει να αφήσει το Λονδίνο. Μισώ την υγρασία του αλλά το αγάπησα, μα νομίζω πως περισσότερο το αγάπησα εξαιτίας σου». Τον φίλησε τρυφερά κι αναστέναξε ονειροπολικά βάζοντας ένα τεράστιο χαμόγελο στα χείλια του.
«Ε, λοιπόν, είσαι τυχερή που θα αγαπήσεις και την Αθήνα ξανά, εξαιτίας μου. Πάμε όμως γιατί θα χάσουμε το αεροπλάνο». Την έσφιξε πάνω του και σχεδόν τη σήκωσε στα χέρια του μέχρι τον κοντινότερο σταθμό του Λονδρέζικου μετρό.
Μόνο όταν μπήκε μες το αεροπλάνο και η επιστροφή έγινε μια πραγματικότητα από την οποία δεν μπορούσε να ξεφύγει, επέτρεψε στον εαυτό της να σκεφτεί τον Άγγελο. Άραγε πώς να ήταν η ζωή του από εκείνη τη μέρα. Ο γάμος του να ήταν άραγε ευτυχισμένος; Φοβόταν πως η συνάντηση τους μετά από την άτακτη φυγή της δε θα ήταν ιδανική, αλλά δεν γινόταν να μείνει στην Αθήνα. Αν τον έβλεπε να ξεκινούσε τη νέα του ζωή με τη Νάντια, θα πέθαινε. Τουλάχιστον έτσι σώθηκε η καρδιά της. Ήλπιζε πως θα το έβρισκε στην ψυχή του να τη συγχωρέσει για εκείνη τη βραδιά και την απόφαση της να του δείξει τα γράμματα. Μακάρι να είχε προχωρήσει κι εκείνος παρακάτω, όπως είχε κάνει αυτή.
Μπορεί στο Λονδίνο τον Σεπτέμβρη να είχε ψύχρα αλλά δεν ίσχυε και για την Αθήνα αυτό. Η λάβα τους έκανε επίθεση μόλις βγήκαν από το αεροδρόμιο και αυτομάτως κοιταχτήκαν και ξέσπασαν σε δυνατά γέλια γιατί σίγουρα σκέφτηκαν το ίδιο πράγμα, να γυρίσουν πίσω στην υγρασία του Λονδίνου τους. Άρπαξαν ένα ταξί και πήγαν κατευθείαν στο σπίτι της Εύας. Εκείνη είχε ειδοποιήσει τη σπιτονοικοκυρά πως επέστρεφε και με τη σειρά της η γυναίκα είχε φροντίσει να αερίσει το σπίτι και να γεμίσει το ψυγείο με τρόφιμα.
Μόλις μπήκαν στο διαμέρισμα, η Εύα στάθηκε στο χολ και έριξε μια ματιά γύρω της. Τίποτα δεν είχε αλλάξει, ακόμα και τα γράμματα που είχε αφήσει ο Άγγελος στο τραπεζάκι, δεν είχαν πειραχτεί. «Είσαι καλά;» τη ρώτησε ο Φοίβος, κι άφησε ένα φιλί στον κρόταφο της.
«Ναι, απλά μέχρι και η μυρωδιά είναι ίδια», συνειδητοποίησε εκείνη. «Σπίτι μου, σπιτάκι μου…»
«Είσαι σίγουρη πως θες να μείνουμε μαζί;» αναρωτήθηκε ξανά ο Φοίβος, για χιλιοστή φορά και για χιλιοστή φορά εκείνη τον αγριοκοίταξε. «Εντάξει, σκάω. Εγώ με το κορίτσι μου θέλω να είμαι».
«Κι εγώ με σένα, μέρα-νύχτα, να σιγουρευτώ πως δε θα σε αρπάξει καμία πιτσιρίκα μέσα από τα χέρια μου».
«Έχει πολλές ωραίες πιτσιρίκες εδώ γύρω;» τη πείραξε και η Εύα του χάρισε ένα προειδοποιητικό βλέμμα που έλεγε πως δεν θα γλίτωνε από εκείνη εύκολα.
Ήταν νωρίς το απόγευμα κι εκείνη ένιωθε να πνίγεται μες το σπίτι ακόμα δεν είχε γυρίσει. Ο Φοίβος είχε δουλειά με τον πατέρα του, οπότε βρήκε την ευκαιρία να βγει μια βόλτα και να περάσει από την παλιά δουλειά της. Έτρεμε καθώς περπατούσε προς τα εκεί και μάλιστα πέρασε σχεδόν τρέχοντας από τη γειτονιά του Άγγελου, για να μη τύχει και τη δει. Όμως είχε λογαριάσει λάθος, γιατί πιθανότατα θα τον πετύχαινε στο γραφείο του που ήταν τόσο κοντά στο βιβλιοπωλείο. Σίγουρα τέτοια ώρα θα δούλευε. Δίστασε για την απόφαση της όμως αποφάσισε να συνεχίσει τον δρόμο της και ν’ αντιμετωπίσει τους δαίμονες της.
Στάθηκε στο απέναντι πεζοδρόμιο και κοίταξε προς τη μεριά που στεγαζόταν το γραφείο του Άγγελου. Έδειχνε κλειστό. Της φάνηκε παράξενο γιατί σπάνια έφευγε τόσο νωρίς από τη δουλειά του- βέβαια, πολλά μπορεί να είχαν αλλάξει μέσα σε ένα χρόνο αφού δεν ήξερε καν τι μπορεί να είχε συμβεί στη ζωή του τόσους μήνες μακριά του. Πλησίασε τη πόρτα και κράτησε την ανάσα της όταν το είδε εγκαταλειμμένο και άδειο. Η τζαμαρία ήταν καλυμμένη με ένα σωρό αφίσες και υπήρχαν χαρτιά από πιτσαρίες και παλιούς λογαριασμούς πεταμένα πάνω στο σκονισμένο πάτωμα. Ενάμιση χρόνο δεν είχε νέα του, δεν ρώτησε γι’ αυτόν και τώρα αντικρίζοντας αυτή τη κατάσταση στο μέρος που λάτρευε, άρχιζε να το μετανιώνει. Τι του είχε συμβεί; Ακούμπησε τις παλάμες της στη βιτρίνα και έφερε στο νου το φωτεινό γραφείο με τους υπολογιστές και τον μικρό καναπέ, και φυσικά το ράδιο που έπαιζε μονίμως ρόκ. Ήταν ένα ζωντανό μέρος και τώρα…
«Εύα;» Η τσιριχτή φωνή του Πάνου την έβγαλε από τις σκέψεις της και πριν καν γυρίσει προς το μέρος του, την είχε κλείσει στην αγκαλιά του και την έσφιγγε λες και δεν πίστευε πως ήταν ζωντανή. «Πού στο διάολο εξαφανίστηκες ρε Εύα; Πεθάναμε όλοι μας από την αγωνία μας. Πάλι καλά που μαθαίναμε πού και πού πως ζούσες από τους γονείς σου», της έβαλε τις φωνές.
Κοίταξε το καλοσυνάτο πρόσωπο του, κι ένιωσε ένα γλυκό ανακάτεμα στο στομάχι γιατί της είχε λείψει ο φίλος της, περισσότερο απ’ όσο ήθελε να παραδεχτεί. «Συγνώμη, έπρεπε να λάβω σκληρά μέτρα γιατί…» σταμάτησε να μιλάει και χαμογέλασε απολογητικά γιατί τώρα η δικαιολογία της φαινόταν χαζή. «Μου έλειψες ρε Πάνο», γέλασε απαλά, αλλάζοντας θέμα.
«Και μένα ρε Εύα. Αν και τον περισσότερο καιρό σε μισούσα που με παράτησες έτσι, χαίρομαι που σε βλέπω», απάντησε εκείνος και την αγκάλιασε πάλι. Τη τράβηξε μέσα στο βιβλιοπωλείο όπου στεκόταν η νέα υπάλληλός του, μια νεαρή κοπέλα που της χαμογέλασε φιλικά μόλις κατάλαβε ποια είναι.
«Έχω ακούσει πολλά για σένα. Ο κύριος Πάνος μου εξήγησε το σύστημά σου και το δουλεύω με ευλάβεια από τότε που ήρθα».
«Σ’ ευχαριστώ πολύ», γέλασε απαλά η Εύα και στράφηκε προς τον Πάνο που δεν έλεγε να πάρει τα μάτια του από πάνω της.
«Νίκη, μπορείς να πας να μας φέρεις καφέδες;» ρώτησε την κοπέλα ενώ της έδινε λεφτά. «Με το πάσο σου. Πάρε και φάε κάτι πριν έρθεις».
«Μάλιστα αφεντικό», απάντησε εκείνη κι έφυγε με γοργό βήμα. Η Εύα βρήκε την ευκαιρία να ρίξει μια ματιά στον χώρο όταν ο Πάνος έτρεξε να εξυπηρετήσει έναν πελάτη. Ούτε εδώ είχαν αλλάξει πολλά, εκτός από τα νέα βιβλία που είχαν κυκλοφορήσει. Θα μπορούσε να γυρίσει και να αρχίσει να δουλεύει ξανά στο βιβλιοπωλείο αλλά ήθελε να κάνει μια νέα αρχή ακόμα και σ’ αυτό. Γι’ αυτό γύρισε με έτοιμη δουλειά στον Εκδοτικό Οίκο του πατέρα του Φοίβου.
«Λοιπόν, πού ήσουν τόσο καιρό ρε Ευάκι;» τη ρώτησε μετά από λίγο ο Πάνος.
«Στο Λονδίνο, στον αδερφό μου. Πήγα για λίγο αλλά τελικά δε κατάφερα να γυρίσω νωρίτερα».
«Μπα και γιατί;»
«Γνώρισα κάποιον, Φοίβο τον λένε. Είμαστε μαζί από τη πρώτη στιγμή που πήγα στο Λονδίνο και μόλις γυρίσαμε πίσω».
Ο Πάνος τη κοίταξε προβληματισμένος και έξυσε το πηγούνι του. «Τόσο εύκολο ήταν τελικά να τον ξεχάσεις;» Το ξαφνιασμένο, ικετευτικό ύφος της Εύας δεν μαλάκωσε καθόλου τον θυμό του. «Έχεις συνειδητοποιήσει τι έχεις κάνει;» τη ρώτησε αυστηρά.
«Δε σε καταλαβαίνω…»
«Φυσικά, γιατί το έβαλες στα πόδια με τη πρώτη ευκαιρία», τη μάλωσε φανερά εκνευρισμένος. «Ο Άγγελος, εκείνο το βράδυ που του έδειξες τα γράμματα, πήγε σπίτι και ακύρωσε τον γάμο και όταν ήρθε να σε βρει να σου το πει, εσύ είχες κάνει φτερά. Ξέρεις από πόσες απόψεις του γάμησες τη ζωή εκείνο το βράδυ Εύα; Σε νοιάζει καθόλου το γεγονός ότι τον παράτησες πριν καλά-καλά καταφέρει να βάλει τις σκέψεις του σε μια σειρά; Μου πήρε έξι μήνες να τον συμμαζέψω κι εκεί που άρχισε να αναπνέει και πάλι χωρίς να μονολογεί το όνομα σου τα βράδια…» σταμάτησε να μιλάει και της έριξε μια πλαγιαστή ματιά γεμάτη θλίψη και θυμό. «Δεν έχεις ιδέα τι έχει συμβεί και το χειρότερο είναι πως γύρισες τη χειρότερη εποχή».
«Δεν σε καταλαβαίνω».
«Η Ματίνα είναι στα τελευταία της», τη διέκοψε έξαλλος. «Αλλά ούτε αυτό το ήξερες γιατί προτίμησες να βγεις από τις ζωές μας έτσι, τόσο εύκολα, για να προστατευτείς. Ε λοιπόν, μπράβο σου! Έκανες απ’ ό, τι βλέπω καλή δουλειά. Καλώς ήρθες πίσω Εύα μου!»


33.

«Καρκίνο του στομάχου. Δεν το πρόλαβαν και η ζημιά είχε γίνει. Κατάφεραν να αφαιρέσουν ένα κομμάτι αλλά δεν την έσωσε. Μετράνε ώρες, θα έπρεπε να είχε φύγει εδώ και μήνες αλλά είναι λες και κάτι τη κρατάει στη ζωή με το ζόρι».
Άκουγε τη φωνή του Πάνου να έρχεται από μακριά άσχετα αν στεκόταν μόλις ένα μέτρο μακριά της. Είχε φερθεί τόσο εγωιστικά. Δεν ήθελε να απολογηθεί που έφυγε, το είχε ανάγκη, μα έκοψε κάθε γέφυρα επικοινωνίας χωρίς να σκεφτεί τις επιπτώσεις και τώρα σίγουρα θα το πλήρωνε ακριβά. Πόνεσε η καρδιά της όταν συνειδητοποίησε πως αν δεν αντιμετώπιζε τη κατάσταση τόσο ανάλαφρα, αν είχε κάνει λίγη υπομονή, θα είχε αποκτήσει ό, τι ήθελε πιο πολύ εκείνη τη περίοδο. Την είχε διαλέξει ο Άγγελος, εκείνη ήθελε, εκείνη αγαπούσε και ήθελε να της το αποδείξει με το να ακυρώσει έναν γάμο που ήταν έτοιμος να γίνει. Ήταν εντελώς χαζή, από τη πρώτη στιγμή της έλεγε πως αν το ήθελε εκείνη θα τα τίναζε όλα στον αέρα για χάρη της κι εκείνη δεν το σκέφτηκε ποτέ, από φόβο κι από βόλεμα. Κι εκείνος το έκανε πραγματικότητα μόλις του είπε το ναι. Κι εκείνη έκανε πραγματικότητα τον μεγαλύτερο φόβο του- τον άφησε μόνο του. Μα για εκείνο που είχε τις περισσότερες ενοχές ήταν που περνούσε τέτοια στεναχώρια χωρίς να είναι εκεί δίπλα του να τον στηρίζει.
Τόλμησε να ρωτήσει για τη Νάντια, τι είχε απογίνει και ο Πάνος της απάντησε ξερά πως έμαθε να ζει με την απογοήτευση που της έδωσε ο Άγγελος.
«Κατά βάθος, περίμενε αυτή τη μέρα απλά δεν πίστευε ότι θα του έπαιρνε τόσο πολύ καιρό για να τη παρατήσει. Σταμάτησαν να έχουν σχέσεις, όχι εξαιτίας της, αλλά επειδή ο Άγγελος από την ώρα που συνειδητοποίησε πως είχες εξαφανιστεί, δεν ήθελε άνθρωπο δίπλα του. Δεν το έβαλα κάτω όμως και μπήκα με το έτσι θέλω στη ζωή του. Όσο με έδιωχνε τόσο περισσότερο πείσμωνα. Χρειαζόταν ένα στήριγμα και έκανα ό, τι μπορούσα να του το δώσω. Βλέπεις, εκτός από τη ζωή του Άγγελου, κατάφερες να κάνεις και τις δικές μας άνω κάτω… μας πήραν τα σκάγια…»
«Λυπάμαι…»
«Αλήθεια λυπάσαι ρε Εύα;» Η πικρία στον τόνο του ήταν τόσο έντονη που ένιωσε τη καρδιά της να σπάει λίγο ακόμα. «Δε μου δίνεις αυτή την εντύπωση».
«Μη το λες αυτό, όχι εσύ», τον παρακάλεσε εκείνη. «Όχι όταν ξέρεις πώς ένιωθα για τον Άγγελο».
«Μου έλεγες πως τον ήξερες καλύτερα απ’ όλους μα τελικά σκατά ήξερες», απάντησε εκείνος απογοητευμένος. «Αν ήμουν στη θέση σου, θα έμενα κρυμμένη από τον Άγγελο. Πολύ φοβάμαι την αντίδραση του αν σε δει». Έτριψε τα κουρασμένα μάτια του και τη κοίταξε έντονα χωρίς να κρύψει την απογοήτευση του. «Φέρθηκες τόσο ανώριμα, μείνε μακριά του, Εύα!»
«Αυτό δε γίνεται», του το ξέκοψε αμέσως. Πήρε μια βαθιά ανάσα, και προσπάθησε να κρύψει το γεγονός πως έτρεμε. «Πού την έχουν τη Ματίνα;» ζήτησε να μάθει, συγκρατώντας έναν λυγμό.
«Στο Μεταξά…»
Δεν έμεινε ν’ ακούσει τίποτ’ άλλο. Βγήκε τρέχοντας από το βιβλιοπωλείο και σταμάτησε το πρώτο ταξί που πέρασε από μπροστά της. Ήταν έξι το απόγευμα, σίγουρα προλάβαινε το επισκεπτήριο. Έπρεπε να τη δει πριν φύγει από τη ζωή, δεν θα συγχωρούσε τον εαυτό της αν δεν το έκανε αμέσως. Σκούπισε τα μάτια της και κάρφωσε το βλέμμα έξω από το παράθυρο χωρίς να βλέπει τίποτα από τις περιοχές που περνούσαν και κουνήθηκε μόνο όταν την ειδοποίησε ο οδηγός πως είχαν φτάσει στον προορισμό τους. Τον πλήρωσε μα μόλις στάθηκε μπροστά από το κτήριο, συνειδητοποίησε πως δεν ήξερε ούτε όροφο, μα ούτε δωμάτιο. Δεν είχε ιδέα που θα έβρισκε τη Ματίνα. Θα έπρεπε να ρωτήσει, μα κυρίως θα έπρεπε να βρει την αυτοκυριαρχία της και την δύναμη να αντικρίσει ξανά τον Άγγελο και την άρρωστη μητέρα του.
Έκλεισε τα μάτια και πήρε μια βαθιά αναπνοή που γέμισε τα πνευμόνια της με θαλασσινό αεράκι. Ευτυχώς είχε αρχίσει να δροσίζει λίγο από τη στιγμή που έφτασε στη πόλη και η ζέστη ήταν ανεκτή πια. Μπήκε στο νοσοκομείο και κατευθύνθηκε προς το γραφείο πληροφοριών όταν άκουσε κάποιον να φωνάζει τ’ όνομα της. Γύρισε απότομα προς τη μεριά που ερχόταν η φωνή και είδε τον άντρα της Ματίνας να τη πλησιάζει, δύσπιστος για το αν ήταν πραγματικά εκείνη μπροστά του. Μόλις τη πλησίασε και βεβαιώθηκε, την έκλεισε στην αγκαλιά του και ξέσπασε σε λυγμούς, κάνοντας την Εύα να δακρύσει.
«Γεράσιμε, λυπάμαι πολύ…» κατάφερε να ψελλίσει.
«Τη χάνω, Εύα μου. Το Ματινάκι μου πεθαίνει», παραπονέθηκε εκείνος και σκούπισε τα μάτια του.
«Τουλάχιστον έζησε μερικά χρόνια ευτυχίας μαζί σου. Την έκανες τόσο χαρούμενη, Γεράσιμε».
«Κι εκείνη εμένα». Κατάπιε τον κόμπο που έκλεινε τον λαιμό της καθώς την κοίταξε με τρυφερότητα. «Μη σε δει να κλαις, θυμώνει… σκούπισε κι εσύ τα δάκρυα σου και πάμε», είπε με αποφασιστικότητα και της έδωσε ένα χαρτομάντιλο. Η Εύα καθάρισε το πρόσωπο της ακολουθώντας τον στο ασανσέρ υπάκουα. «Χαίρομαι που ήρθες», προσπάθησε να χαμογελάσει ο Γεράσιμος, χωρίς να το πετύχει αφού το χαμόγελο του έμοιαζε πιο πολύ με μορφασμό πόνου. «Δεν έπρεπε να φύγεις τόσο ξαφνικά. Ο Άγγελος είπε πως εξαιτίας του εξαφανίστηκες».
«Δεν έφταιγε αυτός, εγώ έφταιγα». Η φωνή και το σώμα της έτρεμαν από την προσμονή. Σε μερικά λεπτά θα τον έβλεπε και πάλι μόνο που δεν ήξερε τι να του πει, πώς θα τον κοιτούσε στα μάτια. Σχεδόν πόνεσε στην ιδέα γιατί μόλις τώρα καταλάβαινε πόσο πολύ την είχε επηρεάσει η απουσία του τόσους μήνες. Δεν ήταν έτοιμη αλλά ήταν αργά πια. Είχε κάνει το πρώτο βήμα και έπρεπε να συνεχίσει, για τη Ματίνα πάνω απ’ όλα.
Ο Γεράσιμος της έκανε νόημα να βγει όταν άνοιξε η πόρτα του ασανσέρ και της έδειξε προς το δωμάτιο της γυναίκας του. Κάθε δωμάτιο από το οποίο περνούσαν φιλοξενούσε δύο άτομα αλλά όχι και το δικό της. Ο άντρας της είχε πληρώσει πολλά για να της έχει ιδιωτικό δωμάτιο, για να έχει ήρεμες τελευταίες στιγμές. Η Εύα σοκαρίστηκε όταν στάθηκε στη πόρτα κι έριξε μια ματιά στο κρεβάτι όπου ήταν ξαπλωμένη η γυναίκα, σκελετωμένη χωρίς ίχνος ζωντάνιας. Ήταν ένα φάντασμα του παλιού εαυτού της κι όμως χαμογελούσε στον Άγγελο που της μιλούσε. Εκείνος είχε τη πλάτη του γυρισμένη προς το μέρος της και δεν την είχε δει ακόμα, αλλά η Εύα μπορούσε να διακρίνει την απώλεια βάρους κάτω από τα φαρδιά του ρούχα και τη κούραση στους ώμους του. Τα μαλλιά του ήταν κοντοκουρεμένα άτσαλα, σημάδι ότι προφανώς πάνω στα νεύρα του είχε προσπαθήσει από μόνος του να τα ξεφορτωθεί, ενώ η μιλιά του ήταν απαλή, γεμάτη τρυφερότητα και θλίψη.
Τα μάτια της Ματίνας περιπλανήθηκαν στον χώρο και στάθηκαν πάνω της κάνοντας την Εύα ν’ ανατριχιάσει ολόκληρη. Για μια στιγμή η γυναίκα φαινόταν εντελώς ξαφνιασμένη, δύσπιστη αν αυτό που αντίκριζε ήταν η πραγματικότητα. Ο Άγγελος την είδε να καρφώνει τα μάτια της στη πόρτα και γύρισε να δει τι της είχε τραβήξει τη προσοχή. Παραλίγο να πέσει από τη καρέκλα του όταν την είδε να στέκεται εκεί, με βουρκωμένα μάτια. Σηκώθηκε όρθιος ενώ η Εύα τον κοιτούσε σοκαρισμένη για την εμφάνιση του. Αν δεν τον ήξερε καλά θα έλεγε πως ήταν ένας άστεγος. Μάτωσε η ψυχή της που είχε αφεθεί ολοκληρωτικά. Είχε μούσι αφού πάνω από ένα μήνα δεν είχε ξυριστεί και οι μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια του ήταν το μόνιμο αξεσουάρ του. Όσο εκείνη έλειπε και γινόταν όλο και πιο λαμπερή, εκείνος γλιστρούσε με σταθερά βήματα μες το σκοτάδι.
«Πάω να κάνω ένα τσιγάρο,» είπε στη μητέρα του και αγριοκοίταξε την Εύα ενώ τη πλησίαζε. Προσπάθησε να τον αποτρέψει από το να φύγει αλλά τη κοίταξε με τόση απέχθεια, χωρίς να το θέλει πραγματικά, που τελικά η Εύα χαμήλωσε το κεφάλι της και τον άφησε να βγει έξω. Τον ακολούθησε με τα μάτια της ενώ με το ζόρι δεν φώναξε με όλη της τη δύναμη να μείνει εκεί μαζί της. Της είχε λείψει πολύ. Οι τύψεις άρχισαν να εισβάλλουν στο μυαλό και την ψυχή της και να την τρώνε σιγά-σιγά σαν τιμωρία που για μία ακόμη φορά είχε βιαστεί. Που τον είχε εγκαταλείψει και είχε κάνει το φόβο του πραγματικότητα. Έπρεπε να είχε μείνει εκεί στο διαμέρισμά της. Να τον περιμένει. Όμως ο φόβος πως μπορεί να την κοίταζε στα μάτια και να της έλεγε πως δεν την ήθελε, την έκανε να αντιδράσει τόσο παρορμητικά. Προστάτευε τον εαυτό της βάζοντάς το στα πόδια αντί να μείνει εκεί για να αντιμετωπίσει ό, τι θα έφερνε η απόφασή του.
Μόλις ο Άγγελος βγήκε από το δωμάτιο, η Εύα κατάφερε να βρει την αυτοκυριαρχία της και να πλησιάσει τη Ματίνα. Η γυναίκα, φανερά συγκινημένη, σήκωσε τα χέρια της και κατάφερε με δυσκολία να αγκαλιάσει τη κοπέλα. Ήταν τόσο αδύναμη που κι αυτή η απλή κίνηση, τη κούρασε υπερβολικά.
«Μη πιέζεσαι, Ματίνα μου», την παρακάλεσε και χάιδεψε το πρόσωπο της. «Οι γονείς μου δε μου είπαν τίποτα…»
«Δε το ξέρουν», ψιθύρισε εκείνη. Δεν μπορούσε να μιλήσει πιο δυνατά έτσι κι αλλιώς. «Δεν ήθελα να μαθευτεί», κλαψούρισε και κάρφωσε τα μάτια της στης Εύας. «Χαίρομαι που γύρισες. Σε περίμενα, ήθελα να σιγουρευτώ πως ο Άγγελος δε θα μείνει μόνος του».
Η Εύα έκρυψε το πρόσωπο της στα χέρια της και άφησε έναν λυγμό να της ξεφύγει. «Με μισεί, τον κομμάτιασα Ματίνα, δεν μπορεί να βρίσκεται στο ίδιο δωμάτιο μαζί μου».
«Όχι βέβαια. Πληγώθηκε αλλά δε σε μισεί, δε θα μπορούσε ποτέ να σε μισήσει γιατί σε αγαπάει περισσότερο από τη ζωή του». Η γυναίκα κατάφερε να κάνει την Εύα να φανερώσει το πρόσωπο της και της έκανε νόημα να γείρει κοντά της. Η κοπέλα την υπάκουσε και σκούπισε τα μάτια της. «Θέλω να μου υποσχεθείς πως δε θα τον αφήσεις ξανά», είπε με το ζόρι. «Να είσαι πάντα κοντά του, στις καλές μα κυρίως στις κακές στιγμές. Τώρα που ήρθες εσύ, μπορώ να φύγω αλλά όχι αν δε μου το υποσχεθείς».
Κλαίγοντας η Εύα κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. «Στο υπόσχομαι», ψέλλισε μέσα από τους λυγμούς της.
«Ωραία… τώρα μπορώ να ξεκουραστώ επιτέλους…»
Η Εύα ξαφνιάστηκε όταν παρατήρησε τα μάτια της Ματίνας να θολώνουν. Σάστισε γιατί δεν ήξερε τι να κάνει, όταν η λαβή γύρω από το χέρι της χαλάρωσε. Ήθελε να φωνάξει κάποιον, τον Άγγελο ή τον Γεράσιμο ή κάποιον γιατρό αλλά όταν έκανε να σηκωθεί, η γυναίκα της έκανε νόημα να καθίσει μαζί της.
«Ματίνα;» τη κάλεσε χαμηλόφωνα κι εκείνη χαμογέλασε αδύναμα.
«Ποιος το φανταζόταν… όχι ακόμα, να δω τον Άγγελο πρώτα…»
«Σε ποιον μιλάς, Ματίνα;»
«Στους γονείς μου, δε τους βλέπεις;»
Πάγωσε μόλις άκουσε τα λόγια της. Σηκώθηκε προσεκτικά από τη θέση της και πάτησε το κουμπί πάνω από το κρεβάτι της γυναίκας. Κοίταξε προς την πόρτα μα δεν είδε πουθενά τον Άγγελο ή τον Γεράσιμο. Της ήρθε να βάλει τις φωνές για να τους κάνει να επιστρέψουν αλλά δεν το έκανε γιατί η Ματίνα της έσφιξε το χέρι, τραβώντας της την προσοχή.
«Τι θες Ματίνα μου; Πες μου», την παρακάλεσε χαϊδεύοντας τα μαλλιά της.
«Θυμάσαι όταν ήρθες εκείνη τη μέρα στο σπίτι στη Σάμο, που έψαχνες τον Άγγελο;»
«Το θυμάμαι, τον έψαχνα τρεις μέρες και δεν τον έβρισκα».
«Από τότε ήξερα πως ήσουν το άλλο του μισό».
«Ματίνα μου, είναι αργά για εμάς», προσπάθησε να της εξηγήσει μα εκείνη χαμογέλασε μακάρια.
«Ποτέ δεν είναι αργά για θαύματα», είπε με δυσκολία κι έκλεισε τα μάτια της. Η Εύα χαμογέλασε πικραμένη γιατί ήταν σίγουρη για ένα πράγμα. Θα χρειαζόταν ένα θαύμα για να την εμπιστευτεί ξανά ο Άγγελος. «Νυστάζω τόσο πολύ, θέλω επιτέλους να κοιμηθώ», μουρμούρισε κουρασμένα η Ματίνα κι Εύα άφησε έναν λυγμό να βγει από το στέρνο της.
«Περίμενε λίγο ακόμα, έρχεται ο Άγγελος», την ικέτευσε.
«Το αγγελούδι μου», μουρμούρισε η γυναίκα πάνω που έμπαινε στο δωμάτιο ένας γιατρός. Έριξε μια ματιά στη Ματίνα και τα μάτια του γέμισαν με θλίψη.
«Πάω να ειδοποιήσω τους δικούς της», είπε μόνο πριν βγει από το δωμάτιο μα αυτές οι λίγες λεξούλες ήταν ικανές να κάνουν την Εύα να ξεσπάσει σε λυγμούς καθώς έσκυβε πάνω από τη Ματίνα που πάσχιζε να μείνει ζωντανή όσο χρειαζόταν να δει μια τελευταία φορά τον γιο της.

1 σχόλιο:

  1. Δεν τους θέλει μαζί.. 😡😡Έφυγε ενώ θα μπορούσαν να ναι μαζί ευτυχισμένοι από τον φόβο της απόρριψης 😡😡😡Η μάνα η δυστυχή την περίμενε.. Για να κλείσει τα μάτια της.. 😥😥😥

    ΑπάντησηΔιαγραφή