Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2020

~16~ Κεφάλαιο 7


Δεν κουνήθηκε από τη θέση του όσο εκείνη έφευγε. Την κοιτούσε να απομακρύνεται και μετάνιωσε στη στιγμή που την άφησε να τον αφήσει μόνο. Κακό πράγμα η μοναξιά, την επέβαλλε στον εαυτό του ως τιμωρία μερικές φορές κι αυτό γιατί δεν τολμούσε να φύγει. Δεν είχε τα κότσια να βάλει ένα τέλος σε αυτήν την τυραννία που περνούσε. Δεν ήθελε να αφήσει πίσω του εκείνη γι’ αυτό τιμωρούσε τον εαυτό του με το να κρατάει τους πάντες σε απόσταση. Σε κανέναν δεν άξιζε να πληγώνεται όπως εκείνος καθημερινά. Έπρεπε να πείσει την Εύα να μείνει μακριά του. Τρεις μέρες την ήξερε και του είχε γίνει απαραίτητη. Ξεχνούσε κοντά της, τον έκανε να νιώθει πως άξιζε σαν άνθρωπος. Ο Ταγματάρχης θα της έκλεβε κι εκείνης την αθωότητα αν έμενε κοντά του. Σκοπός του ήταν να την προστατέψει με το να την κρατήσει σε απόσταση κι ας είχε ανάγκη την παρουσία της.


Κοίταξε τη μητέρα του που βγήκε από το σπίτι και αναρωτήθηκε πότε είχε επιστρέψει. Είχε χαθεί τόσο πολύ στις σκέψεις του που δεν την πήρε είδηση. Προσπάθησε να της χαμογελάσει αλλά δεν το έκανε αφού δεν το ένιωθε καν. Σηκώθηκε με δυσκολία από τη θέση του και στάθηκε λιγάκι κοντά της.
«Μη το ξανακάνεις αυτό, μαμά». Ο τόνος του ήταν αυστηρός και πικραμένος. Με το ζόρι κρατιόταν να μη σπάσει ό,τι έβρισκε μπροστά του.
«Φαίνεται καλό κορίτσι, γιατί να μην…»
«Γιατί;» τη διέκοψε μ’ έναν λυγμό. «Γι’ αυτό, μαμά», της έδειξε τα μαλλιά του κι εκείνη τράβηξε τη ματιά της από πάνω του, ντροπιασμένη. Ένευσε με κατανόηση καθώς τα μάτια της γέμιζαν με δάκρυα. «Μου αρέσει πολύ αυτό το κορίτσι όμως με τι σκεπτικό θα τη βάλω στη ζωή μου, ε; Εδώ δεν μπορώ να προστατέψω τον εαυτό μου κι εσένα, πως θα τη κρατήσω μακριά από τη παράνοια, μου λες;»
«Εγώ θα έπρεπε να σε προστατεύω, όχι εσύ εμένα», έκλαψε η γυναίκα.
«Είμαστε και οι δύο δειλοί, μάνα. Παρ’ το χαμπάρι», της είπε με ένα βλέμμα γεμάτο τρυφερότητα, που οταν γύρισε αργά το κεφάλι του προς το σπίτι, μεταμορφώθηκε σε μίσος. «Μένω για σένα αλλά να ξέρεις πως δεν θα μπορέσω να συνεχίσω για πολύ. Κάνε κάτι. Σώσε τον εαυτό σου αν δεν θες να σώσεις εμένα».
Έφυγε με αργό βήμα προσπαθώντας να αγνοήσει τους λυγμούς της. Μερικές φορές γινόταν σκληρός απέναντί της αλλά δεν μπορούσε να καταπίνει πάντα τα συναισθήματά του. Ίσως έτσι τη βοηθούσε να ξυπνήσει λιγάκι, να δράσει αντί να κάθεται και να τα υπομένει όλα με απάθεια. Δεν είχαν κανέναν να τους βοηθήσει όμως αυτό δεν σήμαινε πως ήταν ανίκανοι να στηρίξουν τους εαυτούς τους. Όλα μπορούσαν να συμβούν φτάνει να έμεναν μαζί. Ήθελε να βρει έναν τρόπο να την πείσει να τον εμπιστευτεί αλλά μάταια, ο φόβος έβγαινε πάντα νικητής.
Σκούπισε τα μάτια και έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό του για να συνέλθει λιγάκι. Συνειδητοποίησε πως δεν άντεχε πλέον κλεισμένος εκεί μέσα. Έπρεπε να πάρει λίγο αέρα μακριά από το μουχλιασμένο περιβάλλον του Ταγματάρχη. Έβγαλε τη φόρμα, το ταλαιπωρημένο μπλουζάκι του και ντύθηκε για να κάνει μία βόλτα. Από την επόμενη θα άρχιζε και πάλι τη ζωή του. Θα πήγαινε στη δουλειά σαν να μη συνέβη τίποτα, θα λειτουργούσε σαν ένα καλοκουρδισμένο ρομπότ και όλα θα επέστρεφαν στους φυσιολογικούς ρυθμούς. Δεν θα έδινε αφορμή στον πατέρα του να τον πληγώσει με οποιονδήποτε τρόπο. Θα γινόταν ό,τι ήθελε εκείνος κι ας έχανε στην πορεία τελείως την προσωπικότητά του. Γέλασε με τον εαυτό του που παρέδιδε τα όπλα με τόση ευκολία αλλά του φαινόταν πλέον πως όσο κι αν προσπαθούσε, δεν θα κέρδιζε καμία μάχη.
Άρπαξε τα κλειδιά του και έφυγε χωρίς να πει κουβέντα στη μητέρα του που μαγείρευε στην κουζίνα. Άνοιξε το βήμα για να απομακρυνθεί όσο περισσότερο γινόταν από το σπίτι. Κοιτούσε πάνω από τον ώμο του σαν να ήταν κυνηγημένος, τέτοιος ήταν ο φόβος που του είχε εντρυφήσει ο πατέρας του. Αισθάνθηκε γελοίος που στα δεκαεννέα του δεν λειτουργούσε σαν ενήλικας, που δεν έφευγε, αλλά το έκανε για εκείνη. Γιατί κάθε φορά που αποφάσιζε να επαναστατήσει, την πλήρωνε η μητέρα του και μάλιστα ακριβά. Πόσες φορές την είχε σώσει από τα χέρια του; Αμέτρητες. Και κάθε φορά του έλεγε πως αν δεν συμμορφωνόταν, θα ξεπερνούσε τα όρια μόνο και μόνο για να του δώσει ένα μάθημα. Κι εκείνη εκεί, ένα άβουλο πλάσμα να μην κάνει καμία προσπάθεια να σωθεί. Αν δεν την αγαπούσε τόσο πολύ θα μπορούσε να τη μισήσει άνετα με όλη του την καρδιά. Όμως τη λάτρευε γιατί εξαιτίας της είχε μεγαλώσει ανθρώπινα, είχε αποκτήσει συνείδηση και καρδιά και δεν είχε μετατραπεί σε ένα τέρας σαν τον Ταγματάρχη.
Σταμάτησε να περπατάει όταν έφτασε έξω από το βιβλιοπωλείο όπου δούλευε η Εύα. Θύμωσε που το βήμα του τον είχε φέρει ως εκεί. Έκανε να φύγει αλλά εκείνη τον είχε ήδη δει ήδη κι έτρεξε να τον σταματήσει πριν προλάβει να απομακρυνθεί.
«Χαίρομαι που ήρθες», του είπε ξαφνιασμένη που τον έβλεπε. «Δεν άντεξες για πολύ μακριά μου, ε;» αστειεύτηκε αλλά τα λόγια της έκρυβαν μία μεγάλη αλήθεια. «Έλα μέσα. Είναι η Έλενα μέσα αλλά δεν θα τη πειράξει. Είναι από τα καλά αφεντικά».
«Δεν είναι καλή ιδέα».
«Μπες μέσα, Άγγελε», τον διέταξε ανέκφραστη. Δεν αστειευόταν αυτή τη φορά. Της έκανε το χατίρι και χαμογέλασε διστακτικά στη γυναίκα πίσω από τον πάγκο. Στάθηκε στη μέση του μαγαζιού να κοιτάζει τα βιβλία αφηρημένα, όταν την άκουσε να καλεί την Εύα.
«Γιατί δεν φεύγεις; Είναι ήσυχα σήμερα. Ο νεαρός σε περιμένει άλλωστε».
«Δεν θέλω να δημιουργήσω θέμα», πετάχτηκε εκείνος αμέσως ελπίζοντας η παρουσία του να μην έφερνε σε δύσκολη θέση την Εύα.
«Κανένα θέμα, της αξίζει ένα ελεύθερο απόγευμα», έκλεισε εκείνη το μάτι, ενώ η Εύα μάζευε τα πράγματά της.
«Ευχαριστώ κυρία Ελένη, τα λέμε το πρωί», φώναξε η Εύα καθώς τράβηξε τον Άγγελο από το χέρι. Βγήκαν στο δρόμο κι εκείνη του έκανε νόημα να την ακολουθήσει και πάλι.
«Που με πας;»
«Σπίτι μου», του είπε. Του φάνηκε φυσιολογικό που τον πήγαινε εκεί αν και δεν είχε την κατάλληλη αμφίεση για να γνωρίσει τους γονείς της. Έμοιαζε με τρελό ενώ μερικές μελανιές ήταν ακόμα ορατές στο πρόσωπό του. Αν ήταν πατέρας κάποιου κοριτσιού, θα της απαγόρευε να τον βλέπει. «Οι γονείς μου λείπουν. Θα σου φτιάξω λιγάκι τα μαλλιά πριν επιστρέψουν», συνέχισε λες και διάβασε τη σκέψη του. «Είμαι καλή με το ψαλίδι. Η μητέρα μου είναι κομμώτρια και μου έμαθε μερικά κόλπα».
«Τι άλλα κόλπα ξέρεις;» ψιθύρισε στο αυτί της ανίκανος να συγκρατηθεί. Η Εύα σήκωσε τα μάτια ψηλά, αγανακτισμένη, ελευθερώνοντας έναν βαρύ αναστεναγμό που φανέρωνε την αγανάκτησή της.
«Είσαι τυχερός που έχω όρεξη», είπε καθώς στρεφόταν προς το μέρος του. «Χαίρομαι που σε βλέπω. Δεν χαίρομαι που σε βλέπω σε αυτά τα χάλια, παρ’ όλα αυτά. Τι συνέβη;» τον ικέτευσε να της πει. Παραλίγο να της εκμυστηρευτεί τα πάντα αλλά δεν μπόρεσε. Ντρεπόταν που ήταν τόσο αβοήθητος μπροστά στον Ταγματάρχη. «Δεν θα μου πεις», συνειδητοποίησε εκείνη. Σήκωσε το χέρι της στο πρόσωπό του αλλά εκείνος αντέδρασε άμεσα και το άρπαξε προτού τον αγγίξει. Δεν το ήθελε, ήταν μία αντίδραση που έβγαινε αυτόματα. Εκείνη δεν κραύγασε, κατάπιε τον λυγμό πόνου που της προκάλεσε αλλά φαινόταν ξεκάθαρα το πόσο την τρόμαξε η κίνηση αυτή.
«Λυπάμαι, Εύα... συγγνώμη... δεν μπορώ να είμαι κοντά σου», μονολόγησε.
«Μα ούτε και μακριά μου», απάντησε εκείνη χαμογελώντας τρυφερά. Τράβηξε το χέρι της απαλά από το δικό του. Δεν έριξε ούτε ματιά στην κοκκινίλα που είχε δημιουργηθεί. Δεν την ένοιαζε γιατί δεν το έκανε με σκοπό να την πληγώσει. Πήρε το χέρι του στο δικό της και τον οδήγησε ως το σπίτι της χωρίς να ανταλλάξουν άλλη κουβέντα.
Του φάνηκε περίεργο πόσο όμορφα μύριζε το σπίτι της Εύας, σαν φρεσκοψημένο ψωμί… όχι, κουλουράκια, αυτό του μύριζε. Μύριζε την αγάπη παντού σε αυτό το μέρος και επιβεβαιώθηκε όταν πέρασε το κατώφλι και αντίκρισε έναν ναό από αναμνήσεις σε μορφή φωτογραφιών παντού γύρω στα δωμάτια. Στάθηκε μπροστά με μια κορνίζα στον τοίχο και κοίταξε μ’ ενδιαφέρον το χαμογελαστό πρόσωπο της Εύας που ήταν κουρνιασμένη στην αγκαλιά ένας νεαρού που της έμοιαζε αρκετά. Κοιτούσαν τον φακό και η χαρά τους ήταν δύσκολο να κρυφτεί, το ίδιο και η αγάπη που ένιωθε ο ένας για τον άλλον.
«Ο αδερφός μου», έσπευσε εκείνη να του εξηγήσει. «Σπουδάζει στην Αγγλία».
«Έχεις καιρό να τον δεις;»
«Δύο χρόνια», ξεφύσησε στεναχωρημένα. «Μάλλον θα πάω το επόμενο καλοκαίρι. Εσύ, έχεις αδέρφια;»
«Όχι, ευτυχώς», βιάστηκε ν’ απαντήσει και δάγκωσε τη γλώσσα του γιατί ήξερε πως η ανακούφιση στη φωνή του δεν είχε περάσει απαρατήρητη από την πανέξυπνη Εύα. Κάρφωσε το βλέμμα της πάνω του και έγειρε λίγο το κεφάλι, έτοιμη να σχολιάσει μα κάτι τη κράτησε κι έκλεισε το στόμα της πριν βγει λέξη. «Θα ήθελα, αν ήταν διαφορετικά τα πράγματα», αρκέστηκε να της εξηγήσει και καθάρισε το λαιμό του. Τον κοιτούσε με κατανόηση. Αυτό του άρεσε σε ‘κείνη. Δεν τον πίεζε να της μιλήσει. Απλά τον κοιτούσε με τα τεράστια μάτια της και το αχνό χαμόγελο και κατάφερενε να του κλέβει τον πόνο, έστω για λίγο.
«Πάμε στην αυλή». Του έδειξε το ψαλίδι και μια χτένα που είχε βρει και χαμογέλασε τρυφερά, ενώ του έδειχνε προς τα έξω. Ο Άγγελος κατάπιε με δυσκολία ενώ θυμήθηκε πως τη τελευταία φορά που κάποιος κρατούσε ψαλίδι για να του κόψει τα μαλλιά, δεν το έκανε για να τον βοηθήσει μα για να τον πονέσει. Δε θα ξέχναγε ποτέ τον τρόμο του ενώ καθόταν στη καρέκλα που τράβηξε ο πατέρας του για εκείνον, δε θα ξεπερνούσε ποτέ τον πόνο που ένιωσε κοιτώντας τις τούφες από τα μαλλιά του να πέφτουν στον πάτωμα. “Η ανυπακοή τιμωρείται, γιε μου…” αυτό έλεγε ξανά και ξανά ενώ έκοβε με μίσος τα μαλλιά του.
«Με ακούς;» Η φωνή της Εύας που ήταν χρωματισμένη με ανησυχία, τον έκανε να τιναχτεί. Ντράπηκε που άφησε τον εαυτό του να χαθεί τόσο εύκολα στις σκέψεις του, και ένευσε καταφατικά ενώ πάλευε να βρει την αυτοκυριαρχία του.
«Ναι, συγνώμη απλά σκεφτόμουν, μήπως να τα ξύριζα αντί να με κούρευες;» είπε ψέματα, ελευθερώνοντας ένα κοφτό γέλιο που αποκάλυπτε τη νευρικότητα του.
«Μην είσαι χαζός», τον μάλωσε εκείνη. «Έχεις όμορφα μαλλιά».
«Α, κομπλιμέντο, με ανησυχείς Ευάκι».
«Κόψε το Ευάκι, κρατάω ψαλίδι», τον προειδοποίησε παιχνιδιάρικα.
Την πλησίασε χωρίς να το θέλει, λες και τον τραβούσε σαν μαγνήτης και στάθηκε τόσο κοντά της που μπορούσε να δει κάθε λεπτομέρεια του προσώπου της. Παρότι τα χαρακτηριστικά της ήταν σκληρά, όταν χαμογελούσε μετατρεπόταν σε ένα τρυφερό, πανέμορφο πλάσμα. Την άκουσε να κράτησε την ανάσα της και χαμογέλασε αχνά όταν τον έσπρωξε ελαφρά μακριά της. Αν ήθελε να την εκμεταλλευτεί, θα μπορούσε να το κάνει τόσο εύκολα. Όμως δεν ήθελε να διακινδυνέψει να την χάσει τώρα που τον άφησε να την πλησιάσει.
«Θα πρέπει να βρέξεις τα μαλλιά σου».
Δεν πρόλαβε να τελειώσει. Ο Άγγελος έβγαλε τη μπλούζα του και πήγε με μεγάλα βήματα στη βρύση στον κήπο. Έριξε μπόλικο νερό στο κεφάλι του, με το λάστιχο, το οποίο τον δρόσισε και τον βοήθησε να αισθανθεί λιγάκι καλύτερα. Είχε φοβερό πονοκέφαλο, αποτέλεσμα της αϋπνίας και το παγωμένο νερό τον ανακούφισε. Τίναξε το κεφάλι του και γύρισε την Εύα που τον κοιτούσε αποσβολωμένη. Έμοιαζε να αισθάνεται άβολα κοντά του και απέφυγε να τον ακουμπήσει όταν πέρασε δίπλα της για να καθίσει στη καρέκλα που του έδειξε.
«Θα μπορούσες να είχες λουστεί στο μπάνιο», τον μάλωσε καθώς χτένιζε τα μαλλιά του. Μια γλυκιά ανατριχίλα σε όλη του τη σπονδυλική στήλη, που έφερε το άγγιγμά της, τον έκανε να κρατήσει για λίγο την ανάσα του.
«Είπα να σου προσφέρω λίγο θέαμα», αστειεύτηκε χωρίς να γελάσει. Ούτε εκείνη όμως γέλασε. Πέρασε τα δάχτυλά της μέσα από τα μαλλιά του και ξεκίνησε να τον κουρεύει αμίλητη ενώ εκείνος ευχόταν να μπορούσε να έβρισκε καλύτερο τρόπο να μασκάρευε τον πόνο του.
Έκλεισε τα μάτια και απόλαυσε το απαλό, και προσεκτικό της άγγιγμα όσο δεν είχε απολαύσει ποτέ κάτι άλλο στη ζωή του. Ανατρίχιαζε κάθε φορά που άκουγε τον ήχο που έκανε το ψαλίδι, μα αυτή τη φορά όχι με άσχημο τρόπο. Ήταν μια γλυκιά ανατριχίλα που ανακάτευε ευχάριστα το στομάχι του και γέμιζε τη καρδιά του με μια χαρά που δεν είχε νιώσει ξανά.
«Δύο ψαλιδιές ακόμα», τον προειδοποίησε χαμηλόφωνα. Δεν της απάντησε, ούτε καν κουνήθηκε από τη θέση του. Καθόταν εκεί μαρμαρωμένος, νιώθοντας έναν παράλογο φόβο να τον ζώνει, χωρίς λόγο. Όμως δεν κινδύνευε μαζί της. Εκεί, κοντά στη μικροκαμωμένη Εύα με το δυναμικό χαρακτήρα και το τρυφερό άγγιγμα, ήταν απόλυτα ασφαλής.

1 σχόλιο:

  1. Πόσο καλογραμμένο είναι.💕. Έχεις τον τρόπο να μας κάνεις να νιώθουμε όπως οι πρωταγωνιστές μας..💕 Τον πόνο.. Την ντροπή.. Την αγάπη.. 💕💕Μπράβο Νεκτάρια μου 💕

    ΑπάντησηΔιαγραφή