Τρίτη 10 Μαρτίου 2020

~16~ Κεφάλαια 10-11-12



Δεν ήταν εύκολο να κρυφτούν τα συναισθήματα, ειδικά όσο περνούσε ο καιρός και η σχέση γινόταν δυνατότερη. Προσπαθούσαν με νύχια και με δόντια να μην εκδηλώνονταν όταν βρίσκονταν ανάμεσα σε κόσμο μα όταν έμεναν μόνοι, όλο το πάθος, η ανάγκη που είχε ο ένας για τον άλλον έβγαινε στην επιφάνεια. Εκείνος μόνο κοντά της ένιωθε χαρούμενος, ενώ η Εύα δεν μπορούσε να σταματήσει να χαμογελάει όταν τον είχε δίπλα της. Δεν πίστευε ποτέ πως θα ένιωθε σαν να είχε βρει το άλλο της μισό ως τη στιγμή που αυτό το παράξενο παιδί από την Αθήνα κατάφερε να ανατρέψει τα πάντα στη ζωή της. Κάποτε την τρόμαζε το γεγονός πως δεν τολμούσε να εκδηλώσει τα βαθύτερα συναισθήματά της, είχε ανέκαθεν μία ψυχρότητα η συμπεριφορά της που όμως διαλύθηκε όταν ο Άγγελος έγινε μέρος της ζωής της. Μόνο κοντά του συνειδητοποιούσε πως ήθελε να δίνει όσο περισσότερο μπορούσε. Κοντά του δεν φοβόταν να αφεθεί και να νιώσει.


Η φιλία της με τη Ρένα είχε αλλάξει αρκετά εξαιτίας της σχέσης της μαζί του. Δεν μπορούσε να την κοιτάξει στα μάτια πλέον, εφόσον γνώριζε για το έντονο ενδιαφέρον που έτρεφε για τον Άγγελο. Το να τον ερωτευτεί δεν ήταν στα σχέδιά της αλλά η Ρένα δεν θα το καταλάβαινε αυτό. Αν μάθαινε ότι κατέληξαν μαζί, θα έβγαζε προς τα έξω τον εκδικητικό εαυτό της ενάντια στον οποίο η Εύα δεν θα μπορούσε να προστατευτεί. Κάθε φορά που η Ρένα έφερνε την κουβέντα στον Άγγελο, εκείνη άλλαζε θέμα πλημμυρισμένη από τύψεις γιατί κορόιδευε την καλύτερή της φίλη. Το έκανε για έναν λόγο μόνο, επειδή γνώριζε πως θα την έβαζε να διαλέξει ανάμεσα τους. Μπορούσε να την ακούσει ξεκάθαρα να της λέει “ή εμένα ή τον Άγγελο”. Την τρόμαζε το γεγονός πως θα διάλεγε εκείνον βάζοντας τέλος σε μια αδερφική φιλία, χωρίς δεύτερη σκέψη.
Όμως το άγχος που της δημιουργούσε αυτή η κατάσταση με τη Ρένα αλλά και τον Ταγματάρχη, της στερούσε τη χαρά του έρωτα του Άγγελου. Κοιτούσε συνέχεια πάνω από τον ώμο της. Δεν άντεχε το κρυφτό πια, δεν της άρεσαν τα ψέματα αφού ούτε καν στους γονείς της δεν είχε μιλήσει για τη σχέση τους.
«Δεν μου αρέσει που είσαι τόσο νευρική», της είπε ένα βράδυ που περπατούσαν στα σκοτεινά σοκάκια της πόλης. Το κρύο ήταν δριμύ μα εκείνες οι ώρες ήταν ιδανικές αφού κανείς δεν ήταν έξω παρά μόνο εκείνοι.
«Δεν μου αρέσει που πρέπει να βρισκόμαστε σαν τους κλέφτες», παραπονέθηκε εκείνη. «Η Ρένα συνεχίζει να ρωτάει για σένα».
«Δεν με νοιάζει για τη φίλη σου», τη διέκοψε λιγάκι αυστηρά. Είχε θυμώσει. Μερικές φορές αντιδρούσε λίγο πιο έντονα απ’ ότι περίμενε σε κάποιες καταστάσεις. Ήταν οξύθυμος μα εκεί που πίστευε πως ήταν έτοιμος να ξεσπάσει, έκλεινε τα μάτια έντρομος και έβρισκε ξανά την αυτοκυριαρχία του. Τον είχε ρωτήσει πώς τα κατάφερνε και η απάντηση που της έδωσε ήταν αφοπλιστική. «Δεν θα επιτρέψω ποτέ στον εαυτό μου να γίνω σαν τον Ταγματάρχη», της έλεγε με αποφασιστικότητα. «Η Ρένα ενδιαφέρεται μόνο και μόνο επειδή δεν της δίνω σημασία».
«Και πάλι δεν νιώθω καλά που της λέω ψέματα».
Σταμάτησε μπροστά της καταφέρνοντας να της κλείσει το δρόμο. Το στραβό του χαμόγελο έκανε την καρδιά της να χορέψει λιγάκι ενώ σήκωσε ελάχιστα το πρόσωπό της για να δεχτεί το φιλί του. Αμέσως ηρέμησε. Έφυγε κάθε αμφιβολία από το μυαλό της. Τέτοια επίδραση είχε πάνω της.
«Αν θες να της το πούμε, δεν έχω πρόβλημα. Απλά, να ξέρεις πως θα υπάρξουν επιπτώσεις. Θα το μάθει όλη η Σάμος», γέλασε νευρικά. «Αλλά αν βοηθήσει να ηρεμήσεις, τότε ας πάει στο διάολο. Ας το πούμε».
Η Εύα χαμογέλασε γλυκά ενώ τύλιγε τα χέρια της γύρω από τον κορμό του.
«Έχει τη γλύκα του το κρυφό», μουρμούρισε ενώ στο αυτί της ερχόταν ο έντονος χτύπος της καρδιάς του.
Ένας άλλος θόρυβος, όμως, της τράβηξε την προσοχή. Της φάνηκε πως άκουσε μια πόρτα να τρίζει. Σήκωσε ελάχιστα το βλέμμα ενώ ο Άγγελος άφηνε ένα φιλί στην κορυφή του κεφαλιού της. Η καρδιά της σταμάτησε για ένα δευτερόλεπτο όταν είδε τη Ρένα να κοιτάζει προς το μέρος τους, έκπληκτη, λες και την είχε προδώσει. Τότε μόνο συνειδητοποίησε πως είχαν σταθεί έξω από το σπίτι της. Έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να καταπιέσει τα καυτά δάκρυά της. Τελικά δεν είχε χρειαστεί να διαλέξει, το είχε κάνει η Ρένα για εκείνη, από τη στιγμή που την κοίταξε με μίσος πριν κλείσει την πόρτα πίσω της.
Την επόμενη μέρα προσπάθησε να την πλησιάσει για να της μιλήσει αλλά η Ρένα της γύρισε την πλάτη . Όσο κι αν προσπάθησε να την προσεγγίσει, δεν τα κατάφερε. Δεν ήθελε ν’ ακούσει το παραμικρό και δεν μπορούσε να την αδικήσει. Αν ήταν ειλικρινής μαζί της από την αρχή θα είχαν αποφύγει αυτό το δράμα. Τώρα έπρεπε να ζήσει με τις συνέπειες των αποφάσεων και πράξεών της αλλά δεν μετάνιωνε για τίποτα. Ο Άγγελος ήταν ό, τι χρειαζόταν και θα έκανε ό, τι περνούσε από το χέρι της για να τον έχει δίπλα της για πολύ καιρό.
«Δεν είσαι φίλη εσύ», της είπε με πείσμα. «Ήξερες πως είμαι ερωτευμένη μαζί του».
«Λυπάμαι, δεν το έκανα επίτηδες», απολογήθηκε παρότι πίστευε πως δεν έπρεπε να ζητήσει συγγνώμη για ό, τι αισθανόταν. Η καρδιά της είχε διαλέξει και δεν μπορούσε να της πάει ενάντια. «Πες μου τι να κάνω για να εξιλεωθώ», παρακάλεσε παρόλα’ αυτά, καθώς θυμήθηκε πως με τη Ρένα είχαν περάσει πολλά, μεγαλώνοντας.
«Θα τον άφηνες αν στο ζητούσα;»
Ήταν απόλυτα σίγουρη πως θα το έκανε αυτό. Ήθελε να τους χωρίσει, μόνο έτσι θα ηρεμούσε. Αλλά δεν μπορούσε να της κάνει το χατίρι. Αν άφηνε τον Άγγελο θα ήταν σαν να άφηνε ένα κομμάτι του εαυτού της πίσω.
«Μη με βάζεις να διαλέξω», ικέτευσε αλλά η Ρένα ήταν ανένδοτη. «Μην το κάνεις αυτό, ξέρουμε και οι δύο πως δεν είσαι ερωτευμένη, απλά τον θες για τη συλλογή σου», την κατηγόρησε χωρίς δεύτερη σκέψη.
«Χαίρομαι που τώρα ξέρω πόσο μ’ εκτιμάς», ειρωνεύτηκε εκείνη και της γύρισε την πλάτη. Η Εύα ήξερε πως κανονικά θα έπρεπε να στεναχωρηθεί που έχασε τη φίλη της αλλά, στην πραγματικότητα, ανακουφίστηκε γιατί πλέον δεν χρειαζόταν να κρύβεται, τουλάχιστον όχι από τη Ρένα
Τα βράδια ο Άγγελος κλείδωνε την πόρτα του δωματίου του, σφήνωνε μία καρέκλα κάτω από την πετούγια ώστε να μην μπορεί κανείς ν’ ανοίξει και το έσκαγε από το παράθυρο για να πάει να τη βρει. Σκαρφάλωνε στα κλαδιά του γέρικου δέντρου που ακόμα δεν είχε κοπεί, για να μπορέσει να περάσει στο δωμάτιό της μέσα από το παράθυρο που άφηνε πάντα ανοιχτό για εκείνον. Δεν τολμούσε να κοιμηθεί στο σπίτι, κάτω από την ίδια στέγη με τον Ταγματάρχη. Όσες φορές το είχε τολμήσει, είχε καταλήξει άγρυπνος, γι’ αυτό η απόδραση κάθε βράδυ ήταν η καλύτερη λύση. Ήταν ένα ρίσκο που άξιζε να παίρνει γιατί όταν επιτέλους κοιμόταν στην αγκαλιά της, χανόταν σε όμορφα όνειρα και δεν φοβόταν στιγμή. Μπορεί να τον τρόμαζε η προοπτική του να έρθει αντιμέτωπος με τον πατέρα της, αλλά κάτι του έλεγε πως τα πράγματα δεν θα ήταν τόσο άσχημα αφού δεν ήταν σαν τον δικό του.
Έτσι έπραξε κι εκείνο το βράδυ. Φόρεσε το μπουφάν του και βγήκε προσεκτικά, για μία ακόμη φορά, από τη φυλακή του. Πάτησε πάνω στο περβάζι, περπάτησε αργά ως το δέντρο που χρησίμευε ως τρόπο διαφυγής του κι αφού κρεμάστηκε από εκεί, κατέβηκε κι έτρεξε προς την ελευθερία του. Τον ενοχλούσε που έπρεπε να ξυπνάει από τις πέντε για να επιστρέψει αλλά οι στιγμές με την Εύα άξιζαν τον κόπο. Ανέβαζε το γιακά του μπουφάν και χαμήλωσε το κεφάλι ενώ έτρεχε προς το σπίτι της. Ήξερε πως εκείνη τη στιγμή θα έτρωγε βραδινό με τους γονείς της γι’ αυτό πήγε αμέσως στην πίσω πλευρά της αυλής ώστε να σκαρφαλώσει στο δωμάτιό της από το ανοιχτό παράθυρο. Μπήκε μέσα ευχαριστώντας τον πατέρα της που ακόμα καθυστερούσε το κόψιμό του γιατί εξαιτίας του μπορούσε να είναι κοντά στην Εύα του.
Έβγαλε τα παπούτσια του και βολεύτηκε στο κρεβάτι της. Άρπαξε ένα από τα αφημένα βιβλία της πάνω στο κομοδίνο κι άρχισε να διαβάζει, περιμένοντας καρτερικά να έρθει. Από το προηγούμενο βράδυ φερόταν παράξενα. Ήλπιζε να ήταν όλα καλά, αλλά όταν μπήκε στο δωμάτιο κι έκλεισε την πόρτα πίσω της, διαπίστωσε πως κάτι τη βασάνιζε. Στεκόταν εκεί, στο ίδιο σημείο, σιωπηλή για αρκετή ώρα.
«Ευάκι;» Δεν μίλησε. Έστρεψε το βλέμμα της πάνω του κι εκείνος χαμογέλασε καθησυχαστικά ενώ την τραβούσε κοντά του. «Έλα να κοιμηθούμε, καρδιά μου», την παρακάλεσε. Προσπάθησε να την τραβήξει προς το κρεβάτι μα τα πόδια της ήταν λες και είχαν καρφωθεί στο έδαφος. Την κοίταξε απορημένος. Του φάνηκε παράξενο το ύφος της. Έκρυβε κάτι σκοτεινό, κάτι παθιασμένο που δεν είχε συνηθίσει να βλέπει στα μάτια της. Σάστισε όταν εκείνη άρχισε να γδύνεται μπροστά του, αργά, χωρίς να πάρει τα μάτια της από πάνω του. «Τι κάνεις εκεί;» ψιθύρισε ενώ τα μάτια του στράφηκαν προς την πόρτα φοβούμενος μην ανοίξει και μπει κάποιος από τους γονείς της μέσα.
Η Εύα τον πλησίασε με αποφασιστικότητα και πέρασε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του, στάθηκε στις μύτες των ποδιών της κι ακούμπησε απαλά τα χείλη της στα δικά του. Δεν ήταν κρυφό πως την ήθελε αλλά δεν έκανε ποτέ του κάποια κίνηση γιατί ήθελε η απόφαση να ήταν δική της όμως τώρα που αναπάντεχα του δινόταν η ευκαιρία ανταποκρίθηκε με όλο του το πάθος. Δεν μπόρεσε να μην αναρωτηθεί τι ήταν εκείνο που την έκανε τόσο τολμηρή. Τραβήχτηκε από κοντά της, διακόπτοντας το φιλί τους. Είδε την απογοήτευση στα μάτια της μα ήξερε πως έκανε καλά που τη σταματούσε πριν έκανε κάτι που θα μετάνιωνε.
«Τι συνέβη;» τη ρώτησε επιτακτικά.
«Σε θέλω. Θέλω τα πάντα από σένα. Δεν συνέβη κάτι, απλά, είμαι έτοιμη», τον διαβεβαίωσε κοιτώντας τον στα μάτια. «Είσαι εδώ κάθε βράδυ, κολλημένος πάνω μου, να με κρατάς αγκαλιά τόσο σφιχτά που μου κόβεται η ανάσα», συνέχισε καθώς τον πλησίαζε και πάλι. «Κάθε βράδυ αναρωτιέμαι πώς θα είναι να κάνουμε έρωτα. Θέλω να μου κάνεις έρωτα».
Χαμογέλασε ευτυχισμένα ενώ έκρυβε το πρόσωπό του στο λαιμό της. Αυτή τη στιγμή την ονειρευόταν από την ώρα που έπεσε πάνω του εκείνο το πρωινό. Βεβαιώθηκε πως η πόρτα ήταν κλειδωμένη κι έβγαλε την μπλούζα του ενώ εκείνη καθόταν στο κρεβάτι. Ήταν πανέμορφη κάτω από το απαλό φως του δωματίου. Τη φίλησε πάλι μ’ ένταση και την τράβηξε πάνω του ώστε εκείνη να μπορέσει να τυλίξει τα πόδια της γύρω του. Ξάπλωσαν στο κρεβάτι ζαλισμένοι. Φίλησε το πρόσωπό της, το λαιμό της και συνέχισε αυτό το υπέροχο ταξίδι με τα χείλη του χαμηλότερα στο στομάχι και την κοιλιά της. Κάθε κοφτή της ανάσα τον έστελνε στον παράδεισο. Έκλεισε το στόμα της με το δικό του όταν μπήκε μέσα της όσο πιο προσεκτικά μπορούσε. Τα νύχια της μπήχτηκαν στην πλάτη του αλλά δεν τον ένοιαξε. Αυτός ο γλυκός πόνος που χάριζαν ο ένας στον άλλον ήταν σαν ναρκωτικό στο οποίο ήταν εξαρτημένος πλέον και που θα φρόντιζε από εκεί κι έπειτα, να δοκιμάζει κάθε μέρα.
Την κράτησε στην αγκαλιά του αναστενάζοντας από ικανοποίηση ενώ δεν τολμούσε να πάρει τα μάτια του από τα δικά της.
«Νιώθεις καλά;» τη ρώτησε ψιθυριστά. Την είχε μάθει καλά πλέον. Πέντε μήνες είχαν περάσει μαζί αχώριστοι και είχε μάθει κάθε έκφρασή της. Ήξερε πολύ καλά πως, παρότι ήταν ευτυχισμένη, κάτι μέσα της τη μελαγχολούσε.
«Νιώθω υπέροχα».
«Τι σε βασανίζει τότε;»
«Μας είδε η Ρένα. Δεν χάρηκε πολύ με τη σχέση μας. Νομίζω πως η φιλία μας τελείωσε», παραδέχτηκε εκείνη και ο Άγγελος εκνευρίστηκε με την ανωριμότητα της κοπέλας.
«Απέδειξε πως δεν αξίζει το χρόνο σου, ποια φίλη δεν θα χαιρόταν με τη χαρά της κολλητής της;»
«Αυτή που σε γουστάρει;» τον πείραξε αλλά εκείνος σήκωσε τα μάτια ψηλά, αγανακτισμένος. «Μου κάνει εντύπωση που δεν σου τράβηξε στιγμή το ενδιαφέρον».
«Πώς θα μπορούσα να ενδιαφερθώ για ένα άτομο σαν εκείνη όταν ήσουν εσύ εκεί κοντά; Εσύ, Ευάκι μου, είσαι τα πάντα για μένα. Αυτό μην το ξεχάσεις ποτέ». Φίλησε τον κρόταφό της καθώς την έσφιγγε περισσότερο πάνω του.
Ήταν τα πάντα για εκείνον γιατί εξαιτίας της ήθελε να συνεχίσει να ζει. Δεν της το είπε ποτέ αλλά εκείνο το πρωινό που την είδε για πρώτη φορά, σκεφτόταν να πάρει τη ζωή του για να γλιτώσει από το αιώνιο βασανιστήριο του Ταγματάρχη. Όμως τώρα είχε σκοπό να ζήσει μαζί της, να την ακολουθήσει στην Αθήνα όταν θα έφευγε για σπουδές και να εξαφανιστούν μαζί ξεκινώντας μια ζωή μακριά από λύπες και φόβους. Μπορεί αυτό να σήμαινε πως θα έπρεπε να αφήσει πίσω τη μητέρα του αλλά ως πότε θα την προστάτευε από μία φρίκη από την οποία δεν ήθελε να σωθεί;
***
Σηκώθηκε πρώτος το πρωί για να επιστρέψει στο σπίτι του. Συνήθως, όταν έφευγε έξω είχε σκοτάδι γι’ αυτό του έκανε εντύπωση που είδε φως πίσω από τις βαριές κουρτίνες στο παράθυρο. Έριξε μια ματιά στο ρολόι του και κράτησε την ανάσα του γιατί είχε πάει ήδη εννέα και μισή. Ήταν Κυριακή και η Εύα δεν δούλευε αλλά εκείνος θα έπρεπε να ήταν προ πολλού πίσω στο δωμάτιό του. Άρχισε να πανικοβάλλεται και να ντύνεται με γρήγορες κινήσεις όταν ξύπνησε εκείνη. Τον κοίταξε απορημένη να τρέχει σαν τρελός στο δωμάτιο και να μαζεύει από παντού ρούχα και παπούτσια, αλλά όταν είδε την ώρα, κατάλαβε τι είχε συμβεί. Θα έβρισκαν και οι δύο το μπελά τους.
«Ας μην πανικοβαλλόμαστε», της είπε όταν τον κοίταξε έντρομη. «Θα φύγω και ελπίζω να μην προσπάθησε να με ξυπνήσει Κυριακάτικα».
«Χθες η Ρένα, σήμερα αυτό. Το σύμπαν συνωμοτεί εναντίων μας», παραπονέθηκε εκείνη. Της έδωσε ένα πεταχτό φιλί γελώντας απαλά και στάθηκε μπροστά από το παράθυρο.
«Θα έρθω αργότερα να σε βρω», υποσχέθηκε, μα, όταν τράβηξε τις κουρτίνες, έμεινε στήλη άλατος, τρομάζοντάς τη.
«Άγγελε;»
«Νομίζω πως θα μείνω για καφέ και για κήρυγμα», μουρμούρισε ενώ χαιρετούσε τον πατέρα της που ήταν σκαρφαλωμένος στα κλαδιά του δέντρου, με ένα πριόνι στο χέρι. Η Εύα έτρεξε εκεί και άφησε έναν κοφτό αναστεναγμό να βγει, όταν τα μάτια της συναντήθηκαν μ’ εκείνα του πατέρα της που επιτέλους είχε πάρει απόφαση να κόψει το δέντρο.
«Πάω να φτιάξω καφέ».
Συναντήθηκαν όλοι στην κουζίνα. Η μητέρα της φάνηκε να εκπλήσσεται που ο Άγγελος κατέβηκε από το δωμάτιό της κόρης της αλλά εντέλει κούνησε το κεφάλι της, γελώντας κοφτά.
«Δεν θα έπρεπε να ξαφνιάζομαι τόσο πολύ», σχολίασε δίνοντας μια προειδοποιητική ματιά στον άντρα της.
«Καθίστε», τους διέταξε εκείνος. Τον υπάκουσαν αμέσως, αλλά ο Άγγελος δεν τολμούσε να τον αντικρίσει. «Τι στο καλό έχει συμβεί και σκαρφαλώνεις στο δωμάτιο της κόρης μου κάθε βράδυ;» του είπε, πιάνοντάς τους εξαπίνης που, ενώ ήξερε την αλήθεια και τόσο καιρό, δεν είχε πει το παραμικρό. «Νομίζεις πως είμαι κανένας χθεσινός;» τον μάλωσε.
«Μπαμπά, ο Άγγελος δεν θέλει να μένει στο σπίτι του γιατί φοβάται», πήρε το λόγο η Εύα, μιλώντας του ειλικρινά. Τα ψέματα δεν θα τους έβγαζαν πουθενά και χρειάζονταν κάποιον στο πλευρό τους αν ήταν να κρατήσουν αυτή τη σχέση όσο περισσότερο μπορούσαν. «Ο πατέρας του δεν του φέρεται καλά», συνέχισε ενώ κοίταξε με τρυφερότητα τον ντροπιασμένο Άγγελο. «Περνάνε δύσκολα μαζί του. Μένει στο δωμάτιο μου για να μπορεί να κοιμάται τα βράδια».
«Είναι αλήθεια;» ρώτησε η μητέρα της, σοκαρισμένη.
«Λυπάμαι, δεν ήθελα να σας μπλέξω. Ορκίζομαι να μην το ξανά κάνω...»
«Φυσικά και δεν θα το κάνεις ξανά», πετάχτηκε ο πατέρα της, προκαλώντας τους πανικό. «Θα χτυπάς την πόρτα όπως κάθε φυσιολογικός άνθρωπος», συνέχισε και οι καρδιές τους μπήκαν στη θέση τους. «Το μόνο που θέλω από εσάς είναι να προσέχετε σε ό, τι κάνετε. Εμπιστεύομαι την Εύα γιατί είναι ώριμη και ξέρει πώς να προστατεύεται αλλά έτσι και την αφήσεις έγκυο πριν την ώρα της, θα βρεις μεγάλο μπελά, Άγγελε».
«Ρε μπαμπά», διαμαρτυρήθηκε εκείνη ενώ ο Άγγελος δεν τόλμησε να βγάλει άχνα.
«Η μητέρα σου ήταν στην ηλικία σου όταν γέννησε τον Γιώργο. Όμως τότε ήταν άλλες οι εποχές κι εμείς δεν είχαμε μέλλον πέρα από αυτό που ζούμε τώρα. Δεν είχαμε όνειρα. Εσείς έχετε προοπτικές να πάτε μακριά, να κάνετε σπουδαία πράγματα και θέλω να σας δω να πετυχαίνετε. Γι’ αυτό σας το λέω, γιατί είναι κρίμα να ξοδέψετε τα όνειρά σας».
Τα μάτια της Εύας είχαν γεμίσει με δάκρυα. Αγκάλιασε τους γονείς της σφιχτά και μετά κάθισε πάλι δίπλα στον Άγγελο που έμοιαζε να έχει συγκλονιστεί. Έκλεισε τα μάτια του όταν η μητέρα της πέρασε τα δάχτυλά της μέσα από τα μαλλιά του, χαρίζοντάς του ένα παιχνιδιάρικο χάδι. Τον αγάπησε λιγάκι περισσότερο εκείνη τη στιγμή γιατί του έλειπαν αυτές οι στιγμές που είχε στερηθεί τόσο πολύ.
«Θα κάνω μία κουβέντα με τον Ταγματάρχη», άκουσε τον πατέρα της να λέει κι αμέσως είδε το σώμα του Άγγελου να σφίγγεται. «Δεν θα του πω κάτι που δεν πρέπει. Μόνο ότι θα περνάς καιρό εδώ», του εξήγησε ελπίζοντας να καταλάβαινε. «Σε συμπαθώ και λυπάμαι για ό, τι περνάς αλλά θέλω την ασφάλεια της κόρης μου, μα και τη δική σου. Με το να κρύβεστε δεν θα βγάλετε τίποτα», μονολόγησε και σηκώθηκε από τη θέση του αμέσως. Το βήμα του ήταν σταθερό όσο περπατούσε προς την πόρτα και η Εύα προσευχήθηκε πως, με αυτή την κουβέντα με τον Ταγματάρχη, ίσως τα πράγματα να έπαιρναν άλλη πορεία.


Τα Χριστούγεννα ήρθαν και μαζί τους έφεραν μία ειρηνική ατμόσφαιρα γεμάτη χαρά και μυρωδιές. Αυτό που τους έκανε εντύπωση όσο περνούσε ο καιρός, ήταν αυτή η ηρεμία που επικρατούσε στο σπίτι του Άγγελου. Έμοιαζε με την ηρεμία πριν τη μεγάλη καταιγίδα. Τον φόβιζε το γεγονός πως ο πατέρας του φερόταν καλά στους πάντες. Είχε γνωρίσει τους γονείς της Εύας, χαμογελούσε· ένα ψυχρό μειδίαμα που τον τρόμαζε περισσότερο κι από τον θάνατο τον ίδιο. Δεν του έκανε καν λόγο για το μέλλον του, πράγμα που έκανε τα γόνατα του να τρέμουν. Κάτι ετοίμαζε και ο Άγγελος δεν ήξερε πότε θα έπεφτε η χιονοστιβάδα πάνω τους και θα τους έθαβε.
Στην Εύα δεν έλεγε όλες τις σκέψεις του γιατί ήταν μαύρες οι περισσότερες και το κορίτσι του ήταν ικανό μόνο για θετικές σκέψεις. Δεν ήθελε να μολύνει το μυαλό της κι έτσι κατάπινε τους φόβους του και της μιλούσε μόνο όταν εκείνη καταλάβαινε πως κάτι τον έτρωγε.
«Χάνεσαι τις τελευταίες μέρες και δεν μου αρέσει». Καιρό τώρα τον παρατηρούσε εκεί που γελούσαν να σοβαρεύει και να χάνει τη λάμψη του.
«Είμαι καλά όταν είμαι μαζί σου». Η επιρροή της πάνω του ήταν καθοριστική. Δε του επέβαλε τίποτα, μα εξαιτίας της έκοψε το τσιγάρο, το ποτό και τα ανούσια ξενύχτια. Σχεδόν είχε μετακομίσει στο δωμάτιο της και ο πατέρας του δεν έφερνε πια αντίρρηση, ιδιαίτερα όταν είδε τους βαθμούς του που είχαν ανέβει θεαματικά. Γυμναζόταν μαζί της, της μάθαινε πολεμικές τέχνες μόνο και μόνο για να τη ρίχνει στο δάπεδο και να τη φιλάει ανελέητα, διάβαζε εξωσχολικά βιβλία επειδή εκείνη λάτρευε το διάβασμα, λάτρεψε κάθε τι που λάτρευε εκείνη και ένιωθε καλά που είχε γίνει η σκιά της. Είχε κάτι αυτό το μικροσκοπικό κορίτσι που τον κρατούσε προσγειωμένο και ένα χαμόγελο της ήταν ικανό να τον κάνει να ξεχάσει κάθε ασχήμια του παρελθόντος.
Η μητέρα του ήταν πιο ήρεμη από ποτέ αφού έβλεπε το παιδί της ευτυχισμένο. Μπορεί εκείνη να μην ήταν ικανή να του χαρίσει την ασφάλεια που αποζητούσε αλλά τουλάχιστον την είχε βρει στην οικογένεια της Εύας κι αυτό της έφτανε, ακόμα κι αν εκείνη ζούσε ακόμα μέσα στη μιζέρια. Η ψυχή του Άγγελου μάτωνε κάθε φορά που την έβλεπε να χάνεται στις σκέψεις της μα πλέον δεν είχε κουράγιο να προσπαθήσει να την πείσει να σωθούν. Επιβαλλόταν να σώσει τον εαυτό του. Τα είχε κανονίσει όλα. Θα τελείωνε το λύκειο, θα έφευγε αμέσως για φαντάρος και μετά, μαζί με την Εύα του, θα ξεκινούσαν μία ζωή όπως την φαντάζονταν κάθε βράδυ όταν την κρατούσε στην αγκαλιά του.
Την πρωτοχρονιά την πέρασαν μόνοι τους έξω, σε μία παραλία, να κοιτάνε τ’ άστρα και ν’ ακούνε το αέναο τραγούδι της θάλασσας. Δεν είχαν όρεξη να βρίσκονται ανάμεσα σε κόσμο. Μόλις άλλαξε η χρονιά παρακολούθησαν τα εντυπωσιακά βεγγαλικά που φώτιζαν τον ουρανό ενώ τον έντυναν με χρώματα και άφησαν την ελπίδα για ένα υπέροχο μέλλον να τους συνεπάρει.
Η Εύα σηκώθηκε από την άμμο και άφησε το παλτό της να πέσει πριν βγάλει τα παπούτσια της. Πλησίασε την ήρεμη θάλασσα και με προσοχή πάτησε μέσα στο νερό.
«Α, είναι τόσο κρύα», τσίριξε, κι όμως έμεινε εκεί. Δεν είχε σκοπό να βγει άσχετα αν τα πόδια της πονούσαν από τη παγωνιά.
«Θα κρυώσεις και δε θα σε νταντέψω, να το ξέρεις».
«Δεν είναι όμορφα απόψε;» τον αγνόησε εκείνη και έκλεισε τα μάτια καθώς έστρεψε το πρόσωπο της στον ουρανό.
«Κάθε μέρα είναι όμορφα, φτάνει να είμαι μαζί σου, Ευάκι».
«Πόσο μου αρέσει να με λες έτσι». Βγήκε από τη θάλασσα και χώθηκε στα χέρια του. Ήταν τόσο μικροσκοπική, χανόταν εκεί μέσα. «Φοβάμαι», παραδέχτηκε σχεδόν άηχα.
«Τι φοβάσαι Ευάκι μου;» φίλησε εκείνος τη κορυφή του κεφαλιού της κι ευχήθηκε να μην ακουγόταν στην φωνή του πως κι εκείνος έτρεμε από φόβο.
«Τα πάντα», απάντησε και η καρδιά του κλώτσησε από ανησυχία. «Μερικές φορές μου περνάει από το μυαλό αυτή η απαίσια ιδέα πως όλη αυτή η ευτυχία…»
«Το ξέρω», τη διέκοψε με την ίδια μελαγχολία. «Κι εγώ έτσι αισθάνομαι μερικές φορές, Εύα. Αλλά υποσχέθηκα στον εαυτό μου πως μέχρι να έρθει η χιονοστιβάδα από στεναχώριες δεν θα σκεφτώ τίποτα και θα ρουφήξω όση χαρά μπορώ. Κι αυτό κάνω».
«Πιστεύεις πως η ευτυχία έχει ημερομηνία λήξης;»
«Η δική μας;» χαμογέλασε γλυκά. «Ποτέ». Πόνεσε λίγο η καρδιά του από τον ξαφνικό τρόμο που του έκανε επίθεση αλλά δεν την άφησε ούτε στιγμή να τον δει. Εκείνη του χάρισε το πιο όμορφο χαμόγελο που είχε, εκείνο που ερχόταν κατευθείαν από τη ψυχή της και πριν μπορέσει να αντιδράσει, κατάφερε να βγάλει το παλτό του και τον τράβηξε μαζί της στη θάλασσα. Έπεσαν μέσα με φόρα, πάνω που ο ήλιος έβγαινε ολόκληρος πίσω από το βουνό και υποδέχτηκαν τη μέρα γελώντας, χωρίς να νοιάζονται για τίποτα απολύτως παρά μόνο τα παγωμένα μέλη τους.
Γύρισαν σπίτι μούσκεμα, γελώντας νευρικά ενώ οι γονείς τους έπιναν τον πρωινό τους καφέ. Ο Άγγελος ξαφνιάστηκε όταν είδε τον πατέρα του στο τραπέζι αφού ήταν η πρώτη φορά που έκανε τον κόπο να επισκεφτεί την οικογένεια της Εύας. Η μητέρα του τους είχε γνωρίσει ήδη πριν καιρό κι αγαπούσε το κορίτσι σαν να ήταν κόρη της. Εκείνος όμως απαξιούσε, μέχρι εκείνο το πρωινό.
«Πως είστε έτσι;» τσίριξε η κυρά Μίνα όταν συνειδητοποίησε πως εκεί που στεκόντουσαν είχε δημιουργηθεί μια μικρή λιμνούλα. «Τι κάνατε βρε τρελόπαιδα;» τους μάλωσε.
«Δε πειράζει, ας κάνουν χαζομάρες τώρα που είναι νέοι, σε λίγο καιρό δε θα έχουν χρόνο γι’ αυτά», πετάχτηκε ο Ταγματάρχης.
Η Εύα θύμωσε γιατί τα λόγια του ακούστηκαν πιο πολύ σαν απειλή, παρά σαν διαπίστωση. Τελευταία στιγμή την σταμάτησε ο Άγγελος απ’ το ν’ απαντήσει. Χαμογέλασε διάπλατα και φτερνίστηκε δυνατά.
«Πάμε ν’ αλλάξουμε πριν πουντιάσουμε», αρκέστηκε να πει και τράβηξε την Εύα που αγριοκοιτούσε τον Ταγματάρχη, μαζί του.
«Τι στο διάολο κάνει αυτός εδώ;» τσίριξε εκείνη μόλις μπήκαν στο δωμάτιο της.
«Εύα…»
«Τον είδες πώς χαμογελούσε; Κάτι ετοιμάζει».
«Το ξέρω».
«Και στέκεσαι έτσι τόσο ήρεμος λες και δε συμβαίνει τίποτα;»
«Ναι!»
«Πως μπορείς;» γκρίνιαξε εκείνη, χωρίς να μπορεί να κρύψει την αγανάκτηση της.
«Κρυώνω τόσο πολύ», γέλασε νευρικά εκείνος, και μόλις τότε συνειδητοποίησε κι εκείνη πως έτρεμε ολόκληρη. «Ευάκι, το μόνο που με ανησυχεί αυτή τη στιγμή είναι μην αρρωστήσουμε. Δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα άλλο, αρνούμαι», την κράτησε στα χέρια του και φίλησε τα βρεγμένα μαλλιά της. Γαντζώθηκε εκείνη πάνω του και δάγκωσε τα χείλια της. Τη τρόμαζε τόσο πολύ το γεγονός πως κοντά σε αυτόν τον άνθρωπο ο Άγγελος γινόταν ένα αδύναμο παιδί. Μα περισσότερο την τρόμαζε το σχέδιο που σίγουρα κατέστρωνε στο μυαλό του.
Όλη την επόμενη βδομάδα τη πέρασαν στο κρεβάτι άρρωστοι μετά από την τρέλα εκείνου του πρωινού. Όχι πως τους πείραζε ιδιαίτερα. Δεν υπήρχε πιο απόλυτη ευτυχία από το να κάθονται ώρες ατελείωτες αγκαλιά στον καναπέ, καλυμμένοι με μια κουβέρτα και να βλέπουν τις αγαπημένες τους ταινίες. Αν του ζητούσαν ποτέ να δώσει τον ορισμό της ευτυχίας, αυτές τι στιγμές θα περιέγραφε, εκείνες που η Εύα αποκοιμόταν στο στέρνο του με την ανάσα της που μύριζε σοκολάτα να του χαϊδεύει το λαιμό, εκείνες τις μικρές στιγμές που οι ματιές τους κλείδωναν και τα έλεγαν όλα, χωρίς να βγει κουβέντα από τα χείλια τους. Τίποτα άλλο δεν είχε σημασία παρά μόνο αυτές οι αναμνήσεις που μάζευε μαζί της.
***
Ο Μάης δεν άργησε να φανεί ενώ μπήκε με άγριες διαθέσεις, από πολλές απόψεις. Ο καιρός είχε τρελαθεί και από την καλοκαιρία και τον δυνατό ήλιο, ξάφνου βρέθηκαν να αντιμετωπίζουν βροχές και φουρτούνες που τους είχαν εγκλωβίσει στο νησί αφού τίποτα δεν ερχόταν ή έφευγε διά θαλάσσης. Παρότι αγαπούσε τη βροχή, η Εύα δεν άντεχε αυτόν τον καιρό γιατί την έκανε να αισθάνεται πως δεν θα ξέφευγε ποτέ από τη Σάμο κι ας της έλεγε ο Άγγελος πως ο καιρός που θα ταξίδευαν προς την ελευθερία δεν θα αργούσε. Ήθελε να τον πιστέψει αλλά μερικές φορές ο φόβος δεν την άφηνε. Το ένστικτό της έλεγε πως ακόμα είχαν να ανέβουν μερικές ανηφόρες ώσπου να φτάσουν στο τέλος της διαδρομής, εκεί όπου επιτέλους θα ηρεμούσαν οι ψυχές τους και θα ζούσαν το όνειρο.
Ήταν Σάββατο και είχε πάρει ρεπό από το βιβλιοπωλείο αφού ήθελε να βοηθήσει τον Άγγελο με ένα διαγώνισμα που θα έγραφε την ερχόμενη Δευτέρα, το τελευταίο που θα καθόριζε αν θα περνούσε την τάξη. Ξύπνησε ανήσυχη, ανήμπορη να μπορεί να ηρεμήσει και το άσχημο προαίσθημα έγινε ακόμα εντονότερο όταν εκείνος δεν φάνηκε στην ώρα του για το ραντεβού τους. Κοίταξε το ρολόι της. Ήταν μία από τις λιγοστές βραδιές που δεν είχε μείνει μαζί της κι αυτό γιατί ο Ταγματάρχης του είχε ζητήσει να μείνουν σαν οικογένεια μαζί εκείνη τη μέρα. Δεν μπόρεσε να του φέρει αντίρρηση, φοβούμενος μην τον προκαλούσε και ξεσπούσε, φανερώνοντας το πραγματικό του πρόσωπο, μα τώρα η Εύα μετάνιωνε το γεγονός πως δεν είχε πάει μαζί του όταν της το ζήτησε. Ο Ταγματάρχης δεν είχε σταθερό χαρακτήρα. Δεν ήξερε πότε θα επέστρεφε στις παλιές του κακές συνήθειες.
Αποφάσισε να πάει να βρει τον Άγγελο για να μπορέσει να ηρεμήσει λιγάκι το μυαλό της. Ντύθηκε στα γρήγορα μα πάνω που έβαζε τα παπούτσια της, άκουσε την πόρτα να χτυπάει. Δεν πρόλαβε ν’ ανοίξει γιατί έτρεξε η μητέρα της αλλά την άκουσε να βγάζει μία κραυγή τρόμου, η καρδιά της αναπήδησε δυσοίωνα στο στέρνο της. Έτρεξε για να δει τι συμβαίνει, μα ήρθε αντιμέτωπη με τη φρίκη. Ο Άγγελος και η μητέρα του στέκονταν στο κατώφλι και οι δύο σε άθλια κατάσταση. Εκείνη είχε σχισμένα χείλη μόνο αλλά ο Άγγελος ήταν σε κακή κατάσταση, υποβασταζόμενος από τη μητέρα του. Άφησε έναν κοφτό λυγμό κι έτρεξε κοντά του για να τον βοηθήσει αφού η μητέρα της είχε παγώσει αντικρίζοντας αυτή την εικόνα.
«Μαμά, πάρε τη κυρία Ματίνα στην κουζίνα και κλείδωσε την πόρτα», διέταξε ρουφώντας τη μύτη της. Κράτησε στα χέρια της τον Άγγελο, που με το ζόρι στεκόταν, και τον βοήθησε ως τον καναπέ στο σαλόνι. Η Ματίνα ακολούθησε τρέμοντας ενώ η μητέρα της κατάφερε να συνέλθει και να τρέξει με τη σειρά της για βοήθεια.
«Τι συνέβη;» ρώτησε τρομοκρατημένη. Τα χέρια της έτρεμαν περισσότερο κι από της Ματίνας.
«Άγγελε, με ακούς;» ρώτησε η Εύα πνίγοντας έναν λυγμό.
«Δεν είναι τόσο άσχημα όσο φαίνεται, Ευάκι μου», τη διαβεβαίωσε αλλά ο μορφασμός πόνου που έκανε, φανέρωνε το αντίθετο.
«Μαμά, κάλεσε έναν γιατρό», παρακάλεσε κι εκείνη δεν έχασε καιρό. «Τι έγινε;» ρώτησε τη Ματίνα που δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια της πάνω από το γιο της.
«Ο Ταγματάρχης... μου επιτέθηκε όταν του είπα πως τον αφήνω», της εξήγησε με τρεμάμενη φωνή που με το ζόρι έβγαινε. «Ο Άγγελος προσπάθησε να με προστατέψει αλλά... το τέρας, τον χτύπησε λες και ήταν άψυχο πράγμα». Έβαλε τα κλάματα καθώς κοιτούσε ικετευτικά το παιδί της. «Παραλίγο να τον σκοτώσει εξαιτίας μου, επειδή ήμουν τόσο καιρό δειλή και δεν έκανα κάτι να μας προστατέψω».
«Μαμά, πάει τέλειωσε», απάντησε εκείνος.
«Τι θα κάνετε τώρα;» θέλησε να μάθει η μητέρα της Εύας.
«Θα φύγουμε, Μίνα», απάντησε η Ματίνα χωρίς περιστροφές. «Ετοίμαζα αυτή τη μέρα εδώ και καιρό. Μία φίλη μου, μου σύστησε τον δικηγόρο της κι εκείνος θα μας βοηθήσει. Μας έχει βρει ήδη σπίτι κάπου στην Αθήνα και έχει ετοιμάσει τα χαρτιά του διαζυγίου».
Οι ματιές του Άγγελου και της Εύας διασταυρώθηκαν μόλις ακούστηκαν τα τελευταία λόγια της Ματίνας.
«Θα σε περιμένω στην Αθήνα», τη διαβεβαίωσε εκείνος. «Πρέπει να φύγω, Ευάκι».
«Το καταλαβαίνω», ψιθύρισε κι άρχισε να καθαρίζει το πρόσωπό του από τα αίματα, με μια πετσέτα που είχε φέρει η μητέρα της. «Να κάνουμε καταγγελία στην αστυνομία...»
«Δεν έχει νόημα. Κάθε βράδυ πίνει ούζα με τους αστυνόμους, έχεις την εντύπωση πως θα του κάνουν κάτι;» έφερε αντιρρήσεις ο Άγγελος. «Μην μπλέξεις, Εύα, μείνε μακριά του σε παρακαλώ», συνέχισε όταν την είδε έτοιμη να προσπαθήσει να τον πείσει για το αντίθετο. «Υποσχέσου μου πως δε θα του μιλήσεις καν».
«Στο υπόσχομαι», απάντησε εκείνη καθώς σκεπτόταν πως ποτέ της δεν είχε νιώσει τέτοιο μίσος για άνθρωπο, όπως ένιωθε για τον Ταγματάρχη.
Ο γιατρός τους διαβεβαίωσε πως ο Άγγελος δεν είχε σπάσει τίποτα και πως σύντομα θα ένιωθε καλύτερα. Ρώτησε τι είχε συμβεί και παρότι του είπαν ψέματα, κοίταξε προς το μέρος της Εύας που δάγκωνε τα χείλη της, γνωρίζοντας την αλήθεια. Εκείνη απλά το διαβεβαίωσε με ένα κοφτό νεύμα, όμως και πάλι, δεν μπορούσε να κάνει κάτι. Ο Ταγματάρχης θα έμενε για μία ακόμη φορά ατιμώρητος .
Δεν μπόρεσαν να βάλουν τίποτα στο στόμα τους όλη μέρα αφού τα στομάχια τους ήταν βαριά από την πίκρα. Οι γονείς της Εύας έστρωσαν το κρεβάτι στο δωμάτιο των ξένων για να κοιμηθεί η Ματίνα, αφού τη διαβεβαίωσαν πως μπορούσαν να μείνουν μαζί τους όσο χρειάζονταν. Η Εύα ξάπλωσε δίπλα στον Άγγελο που ξεκουραζόταν στο κρεβάτι της μα δεν τόλμησε να τον αγκαλιάσει αφού το κορμί του πονούσε με κάθε κίνηση που έκανε. Δεν μπόρεσε να βγάλει άχνα. Έμειναν εκεί ξαπλωμένοι ανάσκελα να κοιτάνε το ταβάνι ενώ τα δάκρυά της έτρεχαν στα μάγουλα χωρίς να μπορεί να τα ελέγξει.
«Θα διακόψω την αναβολή. Σκέφτομαι πως καλό είναι να πάω σύντομα φαντάρος να τελειώνω με αυτό», της είπε χαμένος στις σκέψεις του. «Όταν με το καλό τακτοποιηθώ στην Αθήνα...»
«Μην ανησυχείς για τίποτα», προσπάθησε να τον καθησυχάσει γιατί η φωνή του είχε αρχίσει να σπάει. «Τουλάχιστον θα γλιτώσετε από αυτό το τέρας», μουρμούρισε θυμωμένα.
«Έλα μαζί μου, Εύα», ικέτευσε. Την ξάφνιασε γιατί δεν είχε προλάβει καν να σκεφτεί τις δικές της κινήσεις. Ήθελε πολύ να τον ακολουθήσει μα δεν ήταν έτοιμη, δεν μπορούσε να αφήσει ακόμα τη δουλειά της, τους γονείς της...
«Δεν γίνεται, το ξέρεις πως δεν μπορώ να φύγω ακόμα», απάντησε βραχνά. Δεν έφερε αντίρρηση. Καταλάβαινε πολύ καλά. «Θα μου γράφεις;» ρώτησε ψιθυριστά.
«Κάθε βδομάδα», υποσχέθηκε με ένα χαμόγελο που έμοιαζε περισσότερο με μορφασμό πόνου. «Θα με περιμένεις να επιστρέψω στην Αθήνα από το στρατιωτικό;»
«Θα κάνω υπομονή γιατί σ’ αγαπώ, Άγγελε».
Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα από την έκπληξη. Πρώτη φορά του έλεγε αυτές τις λέξεις. Η καρδιά του χόρεψε χαρούμενη και έγειρε προς το μέρος της για να κλέψει ένα φιλί που μπορεί να πόνεσε τα πληγωμένα χείλη του, αλλά άξιζε τον κόπο.
«Κι εγώ σ’ αγαπώ, Ευάκι. Μην το ξεχάσεις ποτέ». Πήρε το χέρι της και το ακούμπησε στο μέρος της καρδιάς του που ακόμα δεν είχε σταματήσει να χτυπάει σαν τρελή για χάρη της. Την είδε να χαμογελάει ευχαριστημένη και την τράβηξε με δυσκολία κοντά του αφού το σώμα του πονούσε τρομερά. Σε δύο μέρες θα έφευγε από το νησί. Ο δικηγόρος της μητέρας του τα είχε κανονίσει όλα από τη μεταφορά τους ως τη διαμονή τους στην Αθήνα. Μπορεί να λυπόταν που άφηνε πίσω του την Εύα αλλά περίμενε πώς και πώς αυτό το νέο ξεκίνημα που φαινόταν ελπιδοφόρο. Μόλις τελείωνε με το στρατιωτικό, θα σπούδαζε κάτι που θα του άρεσε, θα έβρισκε μια δουλειά και θα ζούσε μακριά από φοβίες και θλίψη.
Η Εύα ζήτησε να μην πάει στη δουλειά και την ερχόμενη Δευτέρα αφού θα ήταν η μέρα που θα έπρεπε να πει αντίο προσωρινά στον Άγγελο. Δεν βγήκαν από το σπίτι όλο το Σαββατοκύριακο, έμειναν εκεί αγκαλιά να προσπαθούν να χορτάσουν στιγμές πριν αποχωριστούν. Κάλυψε επιμελώς τη θλίψη της για να μην κάνει την ατμόσφαιρα πιο βαριά απ’ ό, τι ήταν αν και τα χαμόγελά της δεν έφταναν ποτέ στα μάτια της. Το μόνο πράγμα που την χαροποιούσε ήταν το γεγονός πως ο Άγγελος και η μητέρα του θα γλίτωναν από τον Ταγματάρχη. Όλα τα άλλα θα έρχονταν με τον καιρό και θα έμπαιναν στη θέση τους. Ο Μάρτης δεν απείχε πολύ από τον Σεπτέμβρη και μέχρι να τακτοποιηθεί στην Αθήνα, θα τελείωνε κι εκείνος το στρατιωτικό του. Έπεισε τον εαυτό της να σκέφτεται αισιόδοξα και η ψυχή της ελάφρυνε λιγάκι.
Η Δευτέρα ξημέρωσε ηλιόλουστη λες και προσπαθούσε να τους πει πως δεν είχαν να φοβούνται το παραμικρό. Ο Άγγελος πήγε από το νωρίς στο λύκειο με τη συνοδεία της Εύας για να δώσει το μάθημά του και μετά μαζί, επέστρεψαν σπίτι για να ετοιμάσει τα τελευταία πράγματά του πριν φύγουν. Ο πατέρας της Εύας δανείστηκε το αυτοκίνητο ενός φίλου ώστε να τον πάει με τη μητέρα του στο αεροδρόμιο. Παρότι σκέφτηκε να μην πάει μαζί τους, η Εύα δεν άντεξε να μείνει μακριά, δεν ήταν έτοιμη να πει αντίο. Μπήκε στο αυτοκίνητο μαζί με τον Άγγελο ενώ η Ματίνα αγκάλιαζε σφιχτά τη Μίνα, λέγοντας της ασταμάτητα πως δεν θα την ξεχνούσε και πως της χρωστούσε. Η μητέρα της είχε βουρκώσει αλλά κρατήθηκε να μη βάλει τα κλάματα. Η Εύα δεν μπόρεσε. Έκρυψε το πρόσωπό της στο λαιμό του Άγγελου κι έκλαψε βουβά γιατί αυτό το φευγιό του την πονούσε.
«Μην κλαις, νεράιδα, σε παρακαλώ», την παρακάλεσε εκείνος καθώς πάλευε με τη δική του μελαγχολία. Σκούπισε τα μάτια της και χαμογέλασε αχνά. «Θα μιλήσουμε σύντομα, θα σε πάρω τηλέφωνο μόλις φτάσουμε».
Συμφώνησε μ’ ένα κούνημα του κεφαλιού ανήμπορη να βγάλει άχνα αφού ο λαιμός της πονούσε κι εκείνος ο κόμπος που τον έκλεινε, δεν έλεγε να εξαφανιστεί. Κούρνιασε στην αγκαλιά του και έκλεισε τα μάτια σε μια τελευταία προσπάθεια να αφομοιώσει για τα καλά αυτό το άρωμα του σώματός του που τόσο πολύ αγαπούσε. Μόνο όταν έφτασαν στον προορισμό τους ξεκόλλησε από πάνω του. Βοήθησε να βγάλουν τα λιγοστά πράγματά τους από το αυτοκίνητο και κρατώντας το χέρι του, τον οδήγησε ως το αεροδρόμιο όπου στάθηκε απέναντί του αποφασισμένη να μην αφήσει αυτόν τον χωρισμό να την τρομάξει.
«Να προσέχεις», είπε μόνο. Τον αγκάλιασε και του έδωσε ένα τελευταίο φιλί που έκρυβε όλα τα σ’ αγαπώ που ήθελε να του πει. Αγκάλιασε και τη μητέρα του πριν γυρίσει την πλάτη της ώστε να μπορέσει να απομακρυνθεί χωρίς να τον αφήσει να δει τα δάκρυά της. Του άξιζε να τη θυμάται χαμογελαστή ώσπου να ξαναβρεθούν.
«Θα είσαι καλά;» τη ρώτησε ο πατέρας της μόλις έφτασαν στο Πυθαγόρειο. Τον αντίκρισε χωρίς να ξέρει τι απάντηση να του δώσει. Ήταν μοναχική μέχρι που ήρθε εκείνος κι έδωσε άλλο νόημα στη ζωή της. Και να που πάλι, επέστρεφε στη μοναξιά της, αλλά έχοντας έναν στόχο. Είχε να περιμένει κάτι στο κοντινό μέλλον.
«Θα είμαι καλά», αποφάσισε και άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου. «Λέω να πάω στο βιβλιοπωλείο για λίγο».
«Μην αργήσεις, θα σε περιμένω για βραδινό», της φώναξε ο πατέρας πριν απομακρυνθεί. Τον χαιρέτησε και συνέχισε προς τον παραλιακό δρόμο όπου βρισκόταν η δουλειά της, μα δεν κατάφερε να φτάσει ποτέ εκεί. Έστριψε χωρίς να ορίζει τις κινήσεις της. Περπάτησε μέσα στα στενά της πόλης και βρέθηκε στο ύψωμα που είχε γίνει η φωλιά της με τον Άγγελο. Εκεί κάθισε για πάνω από δύο ώρες ώσπου ο ήλιος χάθηκε για τα καλά και το σκοτάδι εισέβαλλε στην ψυχή της.

2 σχόλια: