Τρίτη 4 Φεβρουαρίου 2020

~16~ Κεφάλαιο 6


Τρεις μέρες.
Τόσες μέτρησε η Εύα. Τρεις μέρες που ο Άγγελος δεν είχε δώσει σημεία ζωής. Δεν είχε πάει στη δουλειά, δεν είχε πάει να τη βρει, απλά είχε εξαφανιστεί το ίδιο αναπάντεχα όπως είχε κάνει την εμφάνισή του στη ζωή της. Δεν ήξερε πού να τον βρει γιατί τις ώρες που πέρασαν παρέα, δεν τόλμησε να τον ρωτήσει πού έμενε αφού κατάλαβε πως εκείνος φρόντιζε επιμελώς να μην περνάει μαζί της μπροστά από το σπίτι του. Θα μπορούσε να μάθει από τον καλοσυνάτο αφεντικό του για το τι είχε συμβεί επειδή φημιζόταν για το πόσο περίεργος ήταν. Αυτό που δεν ήθελε, όμως, ήταν να βρεθεί στο επίκεντρο των κουτσομπολιών του. Τόσο καιρό είχε καταφέρει να μην την πιάσει στο στόμα του μα ήταν επιτακτική ανάγκη να μάθει αν ήταν τουλάχιστον καλά, εκείνος. Φοβόταν μην του είχε συμβεί κάτι σοβαρό.
Ο μόνος της αντιπερισπασμός ήταν οι δύο φίλοι της που περνούσαν λίγο χρόνο τα πρωινά μαζί της. Αν δεν είχε κι αυτούς, μα και τους καυγάδες τους, θα είχε τρελαθεί αφού κάθε της σκέψη αφορούσε τον Άγγελο.


«Είσαι τόσο χαζή που έπιασες δουλειά καλοκαιριάτικα», την κορόιδεψε η Ρένα.
«Όχι, θα ήταν σαν εσένα αργόσχολη. Και καλά, εσύ θες να τρέχεις από τη μία παραλία στην άλλη, εμένα γιατί με τραβάς μαζί σου; Τι σου έχω κάνει και με τιμωρείς;»
«Φίλιππε, μπορείς να μη γκρινιάζεις; Μου προκαλείς πονοκέφαλο».
Κοίταξε τους δύο φίλους της και χαμογέλασε ασυναίσθητα. Πόσο αταίριαστοι ήταν, μα πόσο ταιριαστοί ταυτόχρονα. Μαζί κάνανε έναν ολοκληρωμένο άνθρωπο. Η Ρένα αντιπροσώπευε τη διασκεδαστική πλευρά της ζωής αφού σε κάθε ευκαιρία που της παρουσιαζόταν, έβγαινε κι έπινε, ανέβαινε στα τραπέζια και χόρευε σκορπώντας την χαρά. Ο Φίλιππος, μονίμως σοβαρός, ήταν εκείνος που τις έβαζε και τις δύο σε τάξη όταν ξέφευγαν. Όχι ότι η Εύα επέτρεπε στον εαυτό της να ξεφεύγει, όμως δύο φορές που αφέθηκε να την παρασύρει η Ρένα στις τρέλες της, παραλίγο να βρει τον μπελά της. Ευτυχώς ο Φίλιππος, πιστός φρουρός της, ήταν εκεί για να τη σώσει. Ανέκαθεν τον έβλεπε ως τον φύλακα άγγελο της.
«Λοιπόν, πού έχει εξαφανιστεί το όμορφο παλικάρι που δούλευε δίπλα;» αναρωτήθηκε δυνατά η Ρένα, κοιτώντας προς το μαγαζί με τα σουβενίρ. Δεν είχε πάψει να αναζητάει τον Άγγελο. «’Έχω μάθει πολλά γι’ αυτόν. Είναι το τρίτο μέρος στο οποίο μετακομίζει εξαιτίας του πατέρα του. Καμία σταθερότητα στη ζωή του», είπε ενθουσιασμένη η Ρένα μα η Εύα δεν καταλάβαινε το γιατί. «Ξέρεις τι σημαίνει αυτό;» τσίριξε η φίλη της, κάνοντάς τη ν’ αναστενάξει ενοχλημένη.
«Όχι, μα κάτι μου λέει πως θα μάθω».
«Σίγουρα αναζητάει θαλπωρή, ηρεμία και σταθερότητα και εγώ μπορώ να του τα δώσω».
«Είμαι σίγουρη πως ο Άγγελος το μόνο που ζητάει είναι να περάσει καλά στο κρεβάτι του, Ρένα», τόλμησε να πει. Της ήταν πολύ ευκολότερο να τον σκέφτεται ως κάποιον επιφανειακό τύπο που τον ενδιέφερε μόνο να περνάει καλά. Μόνο τότε δεν την ένοιαζε και τόσο η εξαφάνισή του.
«Κι αυτό μπορώ να του το δώσω», πανηγύρισε ξανά εκείνη και επέστρεψε στην ονειροπόληση της και στους βαθύτατους αναστεναγμούς της.
Παρακάλεσε τον Φίλιππο να την πάρει από το βιβλιοπωλείο γιατί δεν την άντεχε άλλο. Της προκαλούσε εκνευρισμό και πονοκέφαλο. Ήθελε λίγη ηρεμία αλλά όταν εκείνος ξαναγύρισε, δεν την πείραξε καθόλου. Ο Φίλιππος ήταν πάντα ευπρόσδεκτος γιατί δεν είχε καμία σχέση με την έντονη προσωπικότητα της Ρένας.
«Πίστεψέ με, αν του είχε συμβεί κάτι θα είχε μαθευτεί», προσπάθησε να την καθησυχάσει εκείνος όταν του εκμυστηρεύτηκε την ανησυχία του για την εξαφάνιση του Άγγελου. «Να ρωτήσω τον πατέρα μου πού μένει; Ο ταχυδρόμος της πόλης είναι, σίγουρα θα ξέρει».
«Μπορείς; Δεν μου φαίνεται και πολύ έξυπνο το να γυρίσω όλο το Πυθαγόρειο ψάχνοντας τον».
«Μα γιατί νοιάζεσαι τόσο πολύ για έναν τύπο που ξέρεις μόλις τρεις μέρες;» αναρωτήθηκε εκείνος, χωρίς ίχνος κακίας σε αυτό που ρωτούσε.
Πώς να του εξηγούσε πως τρεις μέρες μαζί του αρκούσαν για να νοιαστεί γι’ αυτόν; Μπορεί να μην είχε μοιραστεί πολλά μαζί του μα δεν ήταν ανάγκη να ξέρει κάθε λεπτομέρεια για να καταλάβει πως ο Άγγελος ήταν καλή ψυχή.
«Είναι μια χαρά τύπος, απλά θέλω να σιγουρευτώ πως είναι καλά. Επιπλέον η Ρένα δεν έχει σταματήσει να με ρωτά για εκείνον και έχω αρχίσει να εκνευρίζομαι».
«Για να νοιάζεσαι εσύ τόσο γι’ αυτόν, μάλλον θα αξίζει τον κόπο. Μείνε εδώ, θα επιστρέψω σε λίγο με νέα», της είπε ο Φίλιππος, κλείνοντας το μάτι του προτού μαζέψει τα πράγματά του για να φύγει. Η καρδιά της αναπήδησε λιγάκι. Σε μία ώρα θα έκλεινε το βιβλιοπωλείο για το μεσημέρι και θα μπορούσε να πάει να τον βρει.
Ο Φίλιππος επέστρεψε σύντομα για να της δώσει πληροφορίες για το σπίτι του Άγγελου. Έμενε σ’ εκείνο το όμορφο αρχοντικό με τον υπέροχο κήπο, περίπου ένα τέταρτο μακριά με τα πόδια. Το ήξερε αυτό το σπίτι. Είχε μείνει κλειστό για καιρό από τότε που οι γονείς του ιδιοκτήτη έχασαν τη ζωή τους σε ένα ατύχημα. Λυπόταν που ένα τόσο όμορφο κτίσμα παρέμενε απεριποίητο και κλειδωμένο. Δεν της έκανε καθόλου εντύπωση πως είχε γίνει η νέα κατοικία του Άγγελου και της οικογένειάς του. Μόλις το ρολόι έδειξε δύο, κλείδωσε την πόρτα και ξεκίνησε με γοργό βήμα προς τα εκεί. Δεν ήταν απόλυτα σίγουρη πως ήταν καλή η ιδέα της να πάει απρόσκλητη μα δεν μπορούσε να μείνει μακριά. Ήθελε να βεβαιωθεί πως ήταν καλά εκείνος και μετά θα έφευγε.
Σταμάτησε αβέβαιη μπροστά από το σπίτι, ανήμπορη να πάρει μια απόφαση για το αν θα έπρεπε να χτυπήσει ή όχι την πόρτα. Άρχισε να κόβει βόλτες μπροστά από το σιδερένιο φράχτη, αγανακτισμένη με την ξαφνική της αναποφασιστικότητα. Η μέρα ήταν ηλιόλουστη ενώ στον αέρα πλανιόταν η μυρωδιά από καρπούζι και αντηλιακό. Ονειρευόταν να πάει στην παραλία και να βρει μια γωνιά κάτω από ένα αλμυρίκι και να κοιμηθεί μερικές ώρες. Το να ζεις σε νησί είχε τις δυσκολίες του, ειδικά το χειμώνα, γι’ αυτό κι εκείνη ήθελε να ευχαριστηθεί την καλοκαιρία όσο περισσότερο μπορούσε μέχρι να έκανε ξανά την εμφάνιση του το κρύο σε μερικούς μήνες. Περπατούσε με το πρόσωπο στραμμένο στον ουρανό όταν άκουσε μια γυναίκα που έβγαινε από ένα όμορφο νεοκλασικό, να φωνάζει κάποιον.
Άγγελε, βγαίνω έξω, χρειάζεσαι τίποτα;”
Σταμάτησε και έριξε μια ματιά στο όμορφο σπίτι πάνω που άνοιγε διάπλατα η πόρτα. Όταν είδε τη γυναίκα να προχωράει προς το μέρος της, πείστηκε πως είχε βρει την κατοικία του γιατί ο Άγγελος της έμοιαζε πολύ. Είχαν το ίδιο σχήμα προσώπου και τα ίδια χείλια, μόνο τα μάτια της ήταν καστανά ενώ εκείνου το πιο όμορφο γκριζογάλανο που είχε δει. Και κυρίως, αυτό που μοιράζονταν και οι δύο ήταν αυτό το μελαγχολικό ύφος, εκείνο που άλλαζε την όψη του Άγγελου όταν πίστευε πως κανείς δεν τον έβλεπε και χανόταν στις σκέψεις του.
Τα πόδια της είχαν κολλήσει στο δρόμο κι ενώ ήθελε να μετακινηθεί από την καγκελόπορτα, το μυαλό της δεν έλεγε να δώσει την εντολή που χρειαζόταν. Στεκόταν ακόμα εκεί όταν η γυναίκα βγήκε από την αυλή. Της έριξε μία ματιά όλο περιέργεια και χαμογέλασε καλοσυνάτα.
«Χρειάζεσαι κάτι κορίτσι μου;» τη ρώτησε εκείνη ευγενικά και αυτομάτως τα μάγουλα της Εύας κοκκίνισαν από ντροπή.
«Συγνώμη, είστε η μητέρα του Άγγελου Πριοβόλου;» ρώτησε εντέλει, περισσότερο για να μη φανεί σαν καμιά τρελή που παρακολουθούσε το σπίτι τους.
«Ναι, γνωρίζεις το γιο μου;»
«Δουλεύω στο βιβλιοπωλείο δίπλα στο μαγαζί του Ηλία και… ε, έχει να… χμ…», καθάρισε το λαιμό της νευρικά ενώ ευχήθηκε ν’ ανοίξει η γη να την καταπιεί. «Έχει να φανεί μέρες...»
«Ναι, είναι λιγάκι άρρωστος κι έμεινε σπίτι», είπε η γυναίκα θλιμμένα ενώ έπαιζε νευρικά με το βραχιόλι στο χέρι της. Η Εύα έσμιξε τα φρύδια όταν παρατήρησε πως λίγο πιο πάνω από τον καρπό της ξεχώρισε μια μελανιά. Ανατρίχιασε όταν την είδε να πασχίζει να την κρύψει και τράβηξε άμεσα το βλέμμα της. «Να τον ρωτήσω αν θέλει παρέα;»
«Όχι, ας μη τον ενοχλήσω, απλά ήθελα να δω αν είναι καλά», χαμογέλασε αβέβαιη αν θα έπρεπε εντέλει να τον ενοχλήσει.
Δεν πρόλαβε να τη σταματήσει. Η γυναίκα μπήκε σχεδόν τρέχοντας στο σπίτι και λίγα λεπτά αργότερα βγήκε ξανά έξω, συνοδευόμενη από τον Άγγελο που είχε τα μαύρα του τα χάλια. Η Εύα ξαφνιάστηκε πολύ όταν τον είδε. Τα μαλλιά του ήταν κοντοκουρεμένα άτσαλα και τούφες πετούσαν προς όλες τις κατευθύνσεις. Είχε μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια, σημάδι πως δεν είχε κοιμηθεί για μέρες, ενώ ήταν πασιφανές πως η κούραση τον είχε καταβάλει. Άθελα της έφερε το χέρι στο στόμα της και το κάλυψε ενώ εκείνος, απορημένος που ήταν εκεί, κατέβαινε το μονοπάτι προς το μέρος της κοιτώντας βλοσυρά το έδαφος.
«Εδώ είναι, άντε να κάνετε μια βόλτα», τους προέτρεψε η γυναίκα κι έφυγε με γοργό βήμα.
Εκείνος χαμήλωσε το βλέμμα του, βγήκε από την αυλή και τράβηξε πίσω του την πόρτα η οποία έτριξε άσχημα.
«Τι θες;» τη ρώτησε απότομα χωρίς να την κοιτάξει.
«Τίποτα, απλά δε φάνηκες τρεις μέρες και μου φάνηκε περίεργο. Μάλλον ήθελα να βεβαιωθώ πως ζεις και δεν πνίγηκες στο αλκοόλ. Κατά τύχη σε βρήκα, δεν ήξερα πως μένεις εδώ».
«Όπως βλέπεις ζω, τώρα άντε στη ζωούλα σου». Γινόταν εριστικός και ανάγωγος μα η Εύα ήξερε πως κάτι δεν πήγαινε καλά μαζί του. Αυτός δεν ήταν ο Άγγελος που είχε γνωρίσει. Ξαναγύρισε προς το σπίτι του και τον παρατήρησε να κάνει τεράστια προσπάθεια για να σταθεί στα πόδια του. Γιατί ήταν τόσο εξουθενωμένος; Έβρισε όταν παραπάτησε κι εκείνη δεν έχασε καιρό, έτρεξε δίπλα του και τον βοήθησε να στηριχτεί πάνω της μέχρι που έφτασαν στην είσοδο του σπιτιού. «Ευχαριστώ», μουρμούρισε πονεμένα.
«Τι στο καλό έγινε, Άγγελε; Πως έγινες έτσι; Πόσο καιρό έχεις να κοιμηθείς;»
«Μέρες, δεν μπορώ να κλείσω μάτι αλλά δεν έχω καταλάβει το γιατί», απάντησε εκείνος και σωριάστηκε στην καρέκλα της αυλής παραιτημένος. «Όπως καταλαβαίνεις, μου χρειάζεται ένας δυνατός καφές», προσπάθησε ν’ αστειευτεί και γέλασε, μα σταμάτησε όταν εκείνη έσμιξε τα φρύδια προβληματισμένη. Δεν πίστευε λέξη απ’ όσα της έλεγε. Ήλπιζε όμως πως όποιος κι αν ήταν ο λόγος, θα τον ξεπερνούσε.
«Και τα μαλλιά;»
«Τα βαρέθηκα», έκανε μια γκριμάτσα για να δείξει την αδιαφορία του για το άτακτο αποτέλεσμα των ψαλιδιών πάνω στο κεφάλι του. «Κάτι άλλο; Θα συνεχιστεί για πολύ η ανάκριση;» συνέχισε με την ειρωνεία έκδηλη στον τόνο του. Εκείνη έκανε ένα βήμα μακριά του κι έσφιξε το βιβλίο που κρατούσε στα χέρια της, πάνω στο στέρνο της.
«Όχι, συγνώμη για την ενόχληση. Ελπίζω να νιώσεις καλά κι επίσης ελπίζω να σταματήσεις σύντομα να είσαι ο μαλάκας που είσαι». Όσο μιλούσε, τόσο ανέβαινε ο τόνος της φωνής της και τόσο περισσότερο έβραζε μέσα της από θυμό. «Δεν βλέπω κανέναν άλλον να έχει ενδιαφερθεί για σένα, ηλίθιε».
Τον παρατήρησε με το ζόρι να συγκρατεί το χαμόγελο που πάλευε να σχηματιστεί στα χείλια του. «Ενδιαφέρεσαι για μένα, στ’ αλήθεια; Αν ναι, σήκω και φύγε, τώρα, αυτή τη στιγμή και μην ξανάρθεις», συνέχισε να προσπαθεί να γίνει προκλητικός. Δεν τα κατάφερε. Προσπαθούσε με όλες του τις δυνάμεις να την πείσει πως δεν άξιζε το χρόνο και το ενδιαφέρον της μα η Εύα δεν πειθόταν.
«Άγγελε, αν θες να μιλήσεις σε κάποιον...»
«Σίγουρα όχι σε σένα, Ευάκι», τη διέκοψε με ειρωνικό ύφος που την δυσαρέστησε.
«Εγώ φταίω που ασχολήθηκα μαζί σου» του είπε ενώ προχωρούσε με μεγάλα βήματα προς την πόρτα.
«Κλείσε και την καγκελόπορτα μόλις βγεις», της φώναξε έξαλλος. Αυτό που έκανε εντύπωση στην Εύα, ήταν το γεγονός ότι την έδιωχνε μα στο ικετευτικό του βλέμμα έβλεπε το αντίθετο, ότι δεν ήθελε να είναι μόνος του. Το φώναζαν τα μάτια του πως τον βασάνιζε η μοναξιά του κι εκείνη είδε πέρα από το τάχα σκληρό ύφος του και γύρισε πίσω με αποφασιστικότητα που ξάφνιασε τον Άγγελο. «Τι κάνεις;» ρώτησε όταν εκείνη σωριάστηκε στην καρέκλα δίπλα του.
«Θα καθίσω εδώ μέχρι να γυρίσει η μάνα σου. Αν θες μου μιλάς, αν δε θες, δεν με ενδιαφέρει καθόλου», απάντησε ψυχρά και κάρφωσε τη ματιά της στο κενό, αποφεύγοντας να γυρίσει προς το μέρος του. Δεν της μίλησε. Δεν την κοίταξε καν. Λες και φοβόταν να την κοιτάξει μήπως και δει πόσο τραγικά μόνος ένιωθε. Κι εκείνη πάλευε να μην τον αναγκάσει να της μιλήσει. Εξάλλου, ήταν ούτε φίλος της. Παρότι είχε προσπαθήσει να τον πλησιάσει, παρέμενε ένας εκνευριστικός Αθηναίος που νόμιζε πως του άνηκε ο κόσμος. «Οι μελανιές στο πρόσωπό σου, που τις έκανες;»
«Δεν θα ησυχάσεις αν δε σου πω, ε;»
«Όχι…» τον διαβεβαίωσε. «Τη μέρα που σε γνώρισα είχες τα μαύρα σου τα χάλια».
«Που να δεις τον τύπο που έχει το μπαρ στο λιμάνι», αναστέναξε πονεμένα και βολεύτηκε στην καρέκλα του. «Και τώρα, αν δε σε πειράζει, έχω πονοκέφαλο».
Μισή ώρα κάθισαν έτσι, ο ένας δίπλα στον άλλον, χωρίς ν’ ανταλλάξουν κουβέντα. Μόλις έκανε την εμφάνισή της και πάλι η μητέρα του, η Εύα σηκώθηκε απότομα από τη θέση της. Έτρεξε να της ανοίξει την πόρτα και αφού την αποχαιρέτησε, έφυγε χωρίς να του ρίξει ούτε μία ματιά. Αρκετά είχε ασχοληθεί με δαύτον. Είχε τα δικά της προβλήματα και ο Άγγελος σίγουρα δε θα έπρεπε ν’ αποτελεί ένα απ’ αυτά. Κι όμως, ενώ περπατούσε ως το σπίτι της ένιωσε ενοχές που τον άφησε μοναχό του. Διάβαζε τους ανθρώπους εύκολα αν και με τον Άγγελο, εξαιτίας του πώς την προκαλούσε κάθε φορά, έβρισκε δυσκολία στο να τον ψυχολογήσει. Όχι όμως κι αυτή τη φορά. Μπορούσε πεντακάθαρα να δει στα μάτια του την αγωνία, τον πόνο και την μελαγχολία να του τρώει τα σωθικά αργά μα σταθερά. Τον λυπήθηκε αν και ήταν σίγουρη πως ήταν το τελευταίο πράγμα που θα ήθελε εκείνος.
Έριξε μια ματιά στο ρολόι της και ξεφύσησε νευριασμένη που δεν μπορούσε να μείνει μακριά του. Έφτυσε μια βρισιά και επέστρεψε στο σπίτι του. Τον βρήκε να κάθεται ακόμα στο ίδιο μέρος που τον είχε αφήσει, να κοιτάζει αφηρημένα το κενό. Δε αντέδρασε καν όταν η πόρτα έτριξε δυνατά μόλις την έσπρωξε για να μπει ξανά στον κήπο του σπιτιού του. Κάθισε στη θέση δίπλα του και δάγκωσε τα χείλια της. Δεν αισθανόταν εντελώς άνετα που βρισκόταν εκεί, αλλά δεν ήθελε και να φύγει. Οι ματιές τους συναντήθηκαν και ο Άγγελος χαμογέλασε αχνά, πιάνοντας την εξαπίνης.
«Ευχαριστώ που γύρισες», ψιθύρισε κάπως μελαγχολικά.
«Μη χαίρεσαι, έχω δύο ώρες ακόμα να σκοτώσω μέχρι να γυρίσω ξανά στη δουλειά».
«Και πάλι σ’ ευχαριστώ που τις σκοτώνεις μαζί μου», αστειεύτηκε και η Εύα σήκωσε το βλέμμα στον ουρανό.
«Φτάνει να μην πεις καμία εξυπνάδα που να με κάνει να θέλω να σκοτώσω εσένα», σχολίασε και συγκράτησε το γέλιο της όταν εκείνος ρουθούνισε διασκεδάζοντας μαζί της.
Έμεινε εκεί να κοιτά τον ουρανό χωρίς ν’ ανταλλάξουν κουβέντα, ώσπου το ρολόι της την ειδοποίησε πως είχε έρθει η ώρα να γυρίσει στο βιβλιοπωλείο. Αντί για αντίο του χάρισε ένα χαμόγελο και έφυγε, αναγνωρίζοντας την ανάγκη του για λίγη μοναξιά.



3 σχόλια: