Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2020

~16~ Κεφάλαιο 8


Η σιωπή του Άγγελου δεν της άρεσε καθόλου. Αυτό που έκρυβε, αυτό που κρατούσε κρυφό, τον κατέτρωγε. Μπορεί να μην τον ήξερε σχεδόν καθόλου αλλά ήταν πασιφανές πως ήταν ταλαιπωρημένος ψυχολογικά. Τι να είχε πάθει άραγε; Τι να του είχε συμβεί; Το σώμα του ήταν γεμάτο με μελανιές και ουλές. Μερικές ήταν φρέσκιες. Δεν ήθελε να κάνει υποθέσεις, θα περίμενε υπομονετικά ώσπου να της μιλήσει. Απλά ευχόταν να το έκανε σύντομα, προτού χάσει κάθε ίχνος λογικής. Μία ουλή στο σβέρκο του της τράβηξε την προσοχή έτσι όπως ξεχώριζε πάνω στο ηλιοκαμένο δέρμα του. Έσυρε το δάχτυλό της πάνω της. Βρήκε μεθυστικό το γεγονός πως ανατρίχιασε κάτω από το άγγιγμά της.
«Που την απέκτησες αυτή;»θέλησε να μάθει.


«Α, έκανα πολεμικές τέχνες στην Αθήνα και με τον εκπαιδευτή μου μερικές φορές ξεφεύγαμε λιγάκι. Βασικά το έκανε επίτηδες όταν έβλεπε πως συσσώρευα τον θυμό μου, αλλά καταλήγαμε και οι δύο να παλεύουμε χωρίς σταματημό και να γεμίζουμε μελανιές παντού». Της έδειξε άλλη μία στο πλευρό του και μία στον γοφό. Κατέβασε λίγο το παντελόνι του, γέρνοντας το κορμί του πάνω στη καρέκλα. Το έκανε και λίγο επίτηδες για να την προκαλέσει και μάλλον το πέτυχε αφού ένα κοκκίνισμα απλώθηκε στα λευκά μάγουλα της. «Έχω καλή συλλογή από τέτοιες ουλές. Αυτές είναι καλοδεχούμενες, τις άλλες δε θέλω», μουρμούρισε κι ασυναίσθητα έφερε το χέρι του στον κρόταφό του, δείχνοντας το μυαλό του. Εκείνη πέρασε τα δάχτυλά της μέσα από τα κοντά μαλλιά του και του χαμογέλασε με κατανόηση, αλλά δεν είπε άλλη κουβέντα. Δεν ήταν κρυφό πως ο Άγγελος κουβαλούσε αρκετές τόσο εσωτερικές όσο κι εξωτερικές.
Η καρδιά της βούλιαξε από τη θλίψη. Προσπάθησε να μη του δείξει πόσο την είδε επηρεάσει η μελαγχολία του. Μπήκε στο σπίτι αφήνοντάς τον πίσω να σκουπίζει τις πεσμένες τρίχες από το έδαφος. Άρπαξε ένα μπρίκι το οποίο έβαλε πάνω στη φωτιά κι έριξε μέσα δύο κουταλιές καφέ. Όμως ξάφνου, πάγωσε. Καφέ... ήθελε να του φτιάξει καφέ αλλά δεν είχε ιδέα τι έπινε και πως. Δεν τον ήξερε, δεν ήξερε τι του άρεσε, τι αγαπούσε. Ήταν ένας άγνωστος που ήθελε να γνωρίσει άμεσα.
«Να βοηθήσω;» Τινάχτηκε τρομαγμένη μόλις άκουσε τη φωνή του και άφησε μια βρισιά που τον έκανε να γελάσει. «Λιμενεργάτης το Ευάκι», τη πείραξε.
«Δεν ξέρω πως πίνεις τον καφέ σου», τον αγνόησε. Πρώτη φορά ακουγόταν τόσο σαστισμένη.
«Όπως τον πίνεις εσύ».
Της έκανε εντύπωση η απάντησή του και του έδωσε τη κούπα με τον καφέ που μόλις είχε κατεβάσει από τη φωτιά, κοιτώντας τον δύσπιστη. «Πως τρως τα αυγά σου;» ρώτησε μ’ ενδιαφέρον.
«Όπως μου τα σερβίρεις».
«Τι ταινίες σου αρέσουν;»
«Ό,τι διαλέξεις να δούμε».
Χαμογέλασε και του έδειξε προς την αυλή. «Το αγαπημένο σου φαγητό;»
«Αυτό που θα με χορτάσει και θα με αφήσει μ’ ένα χαμόγελο ευχαρίστησης στα χείλη». Σήκωσε το φρύδι του προκαλώντας τη και άραξε στη καρέκλα, απέναντί της, κάτω από τη μεγάλη συκιά που έδινε τη σκιά της απλόχερα.
«Αγαπημένο τραγούδι», συνέχισε εκείνη, προβληματισμένη από τη μία που δεν της έδινε μια σαφή απάντηση, μα και διασκεδάζοντας το γεγονός πως φαινόταν άνθρωπος που είχε μάθει να προσαρμόζεται εύκολα.
«Εκείνο που θα βελτιώσει τη μονίμως χάλια διάθεση μου».
«Αγαπημένος σου άνθρωπος;»
Τη κοίταξε με τρυφεράδα που δε περίμενε να δει από εκείνον ποτέ και ήπιε μια γουλιά από το καφέ του. «Αυτή τη στιγμή, εσύ…» μουρμούρισε χωρίς ίχνος πειράγματος κι εκείνη κοκκίνισε αμέσως.
«Είσαι περίεργος άνθρωπος, Άγγελε. Αλλά και πάλι, αν δεν ήσουν, δε νομίζω να με ενδιέφερες τόσο πολύ».
«Ώστε με βρίσκεις ενδιαφέροντα ως άνθρωπο;»
«Μάλλον ιδιάζουσα περίπτωση ανθρώπου», απάντησε προβληματισμένη γέρνοντας το κεφάλι στα πλάγια κοιτώντας τον βαθιά στα μάτια, τόσο εξεταστικά και με τόση διορατικότητα που ο Άγγελος τα έχασε για μία στιγμή. «Θα σε μάθω, όμως, Πριοβόλου. Δεν θα μου τη γλιτώσεις», τον απείλησε με ένα γλυκό χαμόγελο. «Μου αρέσει να λύνω μυστήρια», συμπλήρωσε κι άρπαξε την κούπα από το χέρι του. Ήπιε μια μεγάλη γουλιά καφέ κοιτώντας τον εξεταστικά. Δεν της ξέφυγε το αχνό χαμόγελό του. Σύντομα θα της ανοιγόταν και θα μάθαινε όλα τα μυστικά του.


Έτσι πέρασαν πολλές βδομάδες. Παρέα σε ότι κι αν έκαναν. Έδιναν ραντεβού το πρωί έξω από τον φούρνο για να πάνε μαζί στις δουλειές τους και έφευγαν και μαζί κάθε βράδυ. Σχεδόν δεν χώριζαν όλη μέρα. Της Εύας της έκανε φοβερή εντύπωση το γεγονός πως είχε απόλυτη ανάγκη για επικοινωνία μα μόνο εκείνη άφηνε να τον πλησιάσει. Για τους άλλους, ήταν ο σνομπ Αθηναίος που δεν έδινε δεκάρα για τίποτα, που είχε το χαρέμι του να τον κυνηγάει και να προσπαθεί να του τραβήξει τη προσοχή. Για εκείνη ήταν ο Άγγελος που του άρεσε να τη κοιτά όσο εκείνη διάβαζε κάποιο βιβλίο και ν’ αποκοιμιέται στο κρεβάτι της τα μεσημέρια γιατί εκεί ένιωθε ασφάλεια. Κι εκείνος όμως δεν έχανε ευκαιρία να την προστατεύει με όποιον τρόπο ήξερε. Σιγουρευόταν ότι έτρωγε πρωινό, ότι η κούπα με τον καφέ της ήταν πάντα γεμάτη και πως γύριζε τα πρωινά από το τρέξιμο χωρίς γρατζουνιές και χτυπήματα, αφού δεν είχε γνωρίσει πιο αδέξιο άτομο.
Το καλοκαίρι πέρασε γρήγορα και ξεκίνησε η σχολική χρονιά αφήνοντάς τους την αίσθηση πως δεν είχαν ζήσει όσα ήθελαν πριν κλειστούν σε μια βαρετή μαθημερινότητα. Ο Άγγελος έμοιαζε δυστυχισμένος που έπρεπε να γυρίσει στα θρανία και η Εύα που θα έπρεπε να περνάει τη μέρα της χωρίς αυτόν. Η Ρένα ήταν η μόνη που χαιρόταν γιατί βρήκε την ευκαιρία να έχει από κοντά τον Αθηναίο που δεν έπεφτε στα μάγια της με τίποτα.
«Τι στο καλό έχει και δεν μου κάθεται;» άρχισε να ωρύεται μια μέρα, τραβώντας την προσοχή του Φίλιππου που σπάνια σήκωνε τα μάτια του από τα βιβλία.
«Μπορεί να μην προτιμά τις εύκολες, μπορεί να του αρέσουν τα δύσκολα, εσύ τι λες Ευάκι μου;»
Εκείνη έπιασε την ειρωνεία στον τόνο του αλλά τον αγνόησε. Κατά βάθος χαιρόταν που ο Άγγελος δεν έψαχνε να βρει ένα εύκολο θύμα να ρίξει στο κρεβάτι του. Της έδειχνε το πραγματικό του πρόσωπο και της άρεσε πολύ.
Αυτό που της άρεσε περισσότερο ήταν εκείνες οι βροχερές μέρες που έμεναν στο σπίτι γιατί ο καιρός γινόταν σύμμαχος στο να δένονται ακόμα περισσότερο. Από τη στιγμή που κατάφερε να τον κάνει να την εμπιστευτεί, ο Άγγελος δεν σταματούσε να της μιλάει για τα πάντα... τα όνειρά του, όσα μισούσε και όσα αγαπούσε. Κι εκείνη του αποκάλυψε ό,τι κρατούσε κρυφό ακόμα κι από τους φίλους της. Μαζί του ένιωθε πως μπορούσε να είναι ο εαυτός της χωρίς να ντρέπεται. Δεν την έκρινε που δεν ήθελε να βγαίνει και να διασκεδάζει σε κλαμπ, δεν την έκρινε που ήταν μοναχική, ούτε που της άρεσε να χάνεται στις σελίδες των βιβλίων της.
Η Εύα δεν ήθελε να κόψει τις συνήθειες της και κυρίως το τρέξιμο, μα όσο περνούσε ο καιρός οι βροχές γίνονταν πιο έντονες και τα μονοπάτια ήταν μονίμως λασπωσμένα. Γλιστρούσαν τόσο πολύ που αναγκάστηκε να μεταφέρει τη γυμναστική της στο στίβο του σχολείου. Ακόμα κι εκεί την ακολουθούσε σαν πιστό σκυλί ο Άγγελος και της φώναζε, με το τσιγάρο να κρέμεται στραβά στα χείλη του, ενθαρρύνοντας τη. Έβαζε τα δυνατά της γιατί της άρεσε πολύ να τον βλέπει να πανηγυρίζει κάθε φορά που έσπαγε το ρεκόρ της. Κι εκείνη στεκόταν στο πλευρό του, μιλώντας για τους στόχους του, εκείνους που κρατούσε κρυφούς ακόμα.
«Κάτι θα υπάρχει με το οποίο θα θες να ασχοληθείς, δεν γίνεται να μη σου αρέσει τίποτα» αγανάκτησε ένα απόγευμα.
Ο Άγγελος γέλασε απαλά και κούνησε αρνητικά το κεφάλι του, γνωρίζοντας πολύ καλά πως θα την έκανε πάλι έξαλλη. «Σου είπα, είμαι άχρηστος».
«Προσπαθείς πολύ για να με πείσεις γι’ αυτό αλλά δεν τα καταφέρνεις», τον μάλωσε κι εκείνος μούτρωσε θεαματικά. Ήταν πανέξυπνος κι ας έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να την πείσει πως έκανε λάθος. Δεν μπορούσε να δεχτεί το γεγονός πως δεν προσπαθούσε, είχε τόσες δυνατότητες μα έμοιαζε να είχε παραιτηθεί.
«Μπορούμε να μην κάνουμε άλλο αυτή την κουβέντα;» ικέτευσε εκείνος.
«Ναι, αλλά σε ξέρω κάτι μήνες τώρα και μ’ έχεις προβληματίσει πολύ». Ο Άγγελος της έκλεισε το δρόμο και σήκωσε τον γιακά του παλτού της γιατί το κρύο ήταν αβάσταχτο κι εκείνη ιδρωμένη. Έβγαλε το κασκόλ του και το τύλιξε γύρω από το λαιμό της και αφού βεβαιώθηκε πως ήταν προστατευμένη, την έσπρωξε απαλά για να ξεκινήσει να περπατάει. «Κάτι θα πρέπει να σου αρέσει, τι θα κάνεις μετά το σχολείο; Δεν γίνεται να πας χαμένος».
«Θες να μάθεις τα σχέδια μου; Δεν έχω. Το μέλλον μου είναι προκαθορισμένο, Εύα. Η καριέρα μου έχει καθοριστεί από τη στιγμή που γεννήθηκα, από τον πατέρα μου. Στα χνάρια του θα βαδίσω θέλω δεν θέλω». Αναστέναξε αγανακτισμένος και έτριψε τα μάτια του. «Είμαι καταδικασμένος κι απλά προσπαθώ να καθυστερήσω την τιμωρία μου. Αυτό είναι το μέλλον μου, αφού θες τόσο πολύ να μάθεις».
Η σκληράδα στον τόνο του, την έκανε να τραβηχτεί μακριά του, δήθεν για να ψάξει κάτι μες τη τσάντα της. Η αλήθεια ήταν πως την είχε τρομάξει η σκοτεινιά στα μάτια του ενώ μιλούσε. Δεν την άντεχε, όχι όταν η ψυχή του ήταν τόσο φωτεινή.
«Λυπάμαι, δεν ήθελα να σε πιέσω, δεν είχα ιδέα πως σου επέβαλλαν κάτι τέτοιο», ψιθύρισε τελικά. Κοιτάχτηκαν αμίλητοι για λίγο και τότε η Εύα έκανε κάτι που δεν περίμενε πως θα έκανε τόσο εύκολα και χωρίς να το σκεφτεί καλά. Ενώ πάντα φρόντιζε να μην τον ακουμπά και να του δίνει τον χώρο του, αυτή τη φορά η καρδιά της πήρε τον έλεγχο. Πλησίασε με σταθερό βήμα τον Άγγελο για να τυλίξει τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του, ώστε να του χαρίσει μια δυνατή αγκαλιά. Εκείνος δεν αντέδρασε. Όσο εκείνη τον έσφιγγε εκείνος χαλάρωνε αλλά τα χέρια του δεν άγγιξαν το σώμα της. «Δεν μπορείς να ξεφύγεις; Δεν θέλω να σε βλέπω έτσι δυστυχισμένο», ψιθύρισε στεναχωρημένα στ’ αυτί του. Τότε μόνο ο Άγγελος τόλμησε να την αγκαλιάσει κι εκείνος.
«Κοντά σου δεν νιώθω ποτέ δυστυχία», μουρμούρισε με σπασμένη φωνή. Η Εύα ένιωσε το σώμα του να γίνεται και πάλι δύσκαμπτο, τόσο που αναγκάστηκε να τραβηχτεί μακριά του. Έριξε πρώτα μια ματιά στο πρόσωπό του και μετά γύρω της, για να βρει το λόγο της τόσο έντονης αντίδρασής του. Όταν ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με τον ψηλό άντρα με τα ψαρά μαλλιά και τα ψυχρά μπλε μάτια, τρόμαξε. Τους κοιτούσε σχεδόν με αηδία. Σάστισε όταν ένιωσε τον Άγγελο να τρέμει.
«Πατέρα, καλησπέρα», είπε εκείνος, με επιτηδευμένο σεβασμό, χαμηλώνοντας αυτόματα το κεφάλι, τρομαγμένος.
«Άγγελε, ποια είναι η κοπέλα;»
«Εύα», πετάχτηκε εκείνη, περισσότερο γιατί δεν ήθελε να δείξει φόβο απέναντι σε αυτόν τον άνθρωπο. «Φίλη του Άγγελου».
Τη κοίταξε από τη κορυφή ως τα νύχια εξονυχιστικά, σαν να τη σκάναρε με ακτίνες Χ και έριξε μια απαξιωτική ματιά στον γιό του πριν γυρίσει προς το μέρος της πάλι. «Έλα για βραδινό». Δεν ήταν αίτημα, ήταν εντολή, μια που η Εύα δεν ήθελε να παρακούσει γιατί ένιωθε πως αν γινόταν κάτι τέτοιο θα τη πλήρωνε ο Άγγελος. Της έδειξε το δρόμο προς το σπίτι του μα εκείνη δεν κουνήθηκε. «Δε με άκουσες…»
«Σας άκουσα, απλά πρέπει να ειδοποιήσω τους γονείς μου πρώτα. Θα σας πείραζε να πάω σπίτι μου για λίγο και να έρθω σε μισή ώρα;»
Ο άντρας χαμογέλασε κάπως ειρωνικά και έκανε νόημα στον Άγγελο να τον ακολουθήσει. Εκείνος αμφιταλαντεύτηκε μεταξύ του πατέρα του και της Εύας που τον κοιτούσε ανήσυχη, μα τελικά ακολούθησε εκείνον με κατεβασμένους τους ώμους του. Η Εύα μετάνιωσε που δεν πήγε μαζί του και που διάλεξε να φύγει από δίπλα του έστω για λίγο. Ο άντρας αυτός, που τώρα είχε ακουμπήσει λίγο απειλητικά το χέρι του στο σβέρκο του Άγγελου, την τρόμαζε με την ανάγκη του να επιβληθεί στο γιό του. Μα περισσότερο τρόμαζε με το πόσο μικρός κι αβοήθητος έμοιαζε ο Άγγελος δίπλα του.

1 σχόλιο:

  1. Χριστέ μου.. Δεν τον αντέχω.. 😠😠😠
    Θέλω να τον εξαφανίσω τον κομπλεξικό αυτόν δυνάστη πα-τερα😠😠😠

    ΑπάντησηΔιαγραφή