Δεν
ήταν στα σχέδιά του να περάσει ένα
ολόκληρο καλοκαίρι να δουλεύει σαν το
σκυλί, ιδιαίτερα σ’ ένα μέρος όπου
έπρεπε να συναναστρέφεται καθημερινά
με ανθρώπους. Δεν ήταν το φόρτε του η
επικοινωνία. Είχε μεγαλώσει μοναχικά
κι είχε διαλέξει να εμπιστεύεται μόνο
τον εαυτό του, μεγαλώνοντας. Κανέναν
άλλον. Ούτε καν τη μητέρα του που λάτρευε.
Κι αυτό γιατί οι άνθρωποι τον απογοήτευαν
συχνά. Φίλοι, γνωστοί, πρώην γκόμενες,
όλοι έδειχναν ένα πρόσωπο στην αρχή που
τον έκανε να κατεβάζει τοίχους κι άμυνες
μέχρι που ξαφνικά από το πουθενά άλλαζαν
συμπεριφορά κι έδειχναν ένα άλλο πρόσωπο
που τον έκανε να κλείνεται περισσότερο
στον εαυτό του. Όχι, ήθελε αυτό το
καλοκαίρι να το περάσει αυτοκαταστροφικά.
Να πίνει και να καπνίζει όλη μέρα ώσπου
το μυαλό να έχανε κάθε ικανότητα σκέψης.
Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2020
Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2020
~16~ Κεφάλαιο 4
«Είσαι
καλά;»
Είχαν
μείνει για ώρα σιωπηλοί, ο καθένας
χαμένος στις δικές του σκέψεις. Το μόνο
που είχαν μοιραστεί ήταν μερικές
ντροπαλές, κοφτές ματιές, με την άκρη
του ματιού τους. Ο δυνατός αέρας δεν
έδειχνε να είναι ικανός να τους διώξει.
Έδειχναν κι οι δύο την ίδια ανάγκη για
απομόνωση κι ας είχαν παρέα ο ένας τον
άλλον. Κι όμως, αυτή η ερώτηση βγήκε
ταυτόχρονα από τα στόματα και των δύο,
όταν πλέον είχαν χορτάσει σιωπή και
ήθελαν λίγη παρέα.
Γέλασαν
απαλά καθώς κοιτούσαν ο ένας τον άλλον
με την ίδια έντονη απορία για το τι
έκρυβαν, τι τους βασάνιζε, μα και τι
όνειρα και σκέψεις τους κρατούσαν
ξύπνιους τα βράδια. Για τον Άγγελο,
μπορεί να αποτελούσε έναν αντιπερισπασμό
από τη μίζερη ζωή του η γνωριμία μαζί
της, αλλά δεν έπαυε να αισθάνεται παράξενα
κοντά της. Σαν να τον μαγνήτιζε, κάτι
που δεν είχε αισθανθεί ποτέ του.
«Άγγελος
Πριοβόλου», συστήθηκε και της έδωσε το
χέρι του.
«Το
ξέρω», έκανε εκείνη χωρίς ν’ ανταποδώσει
τη χειραψία. Το φρύδι του σηκώθηκε ψηλά
και το αυτάρεσκο χαμόγελο του έκανε την
εμφάνισή του άμεσα. Η Εύα γέλασε γιατί
κατά βάθος το περίμενε πως κάπως έτσι
θα αντιδρούσε. Της φάνηκε πως το έκανε
περισσότερο για να καλύψει το γεγονός
πως η αυτοπεποίθησή του δεν ήταν σε τόσο
μεγάλα επίπεδα όπως προσπαθούσε να
πείσει τους πάντες. Δεν έπεφτε έξω για
κανέναν, ήταν η μαγική της δύναμη το να
διαβάζει τα πρόσωπα και τα μάτια
οποιουδήποτε είχε απέναντί της και
σίγουρα ο Άγγελος Πριοβόλου απείχε πολύ
από την εικόνα του κακού παιδιού.
Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2020
~16~ Κεφάλαιο 3
Μπορούσε
ν’ ακούσει την καρδιά της να χτυπά σαν
τρελή ενώ πλησίαζε το κτήριο όπου
στεγαζόταν το λύκειο στο οποίο φοίτησε.
Αν την χαρακτήριζε κάτι ήταν η
αποφασιστικότητα αλλά και η δυναμικότητά
της. Ήταν πολύ λίγες οι στιγμές που
ένιωθε χαμένη κι αυτή ήταν σίγουρα μία
από αυτές. Της πήρε πάνω από δύο ώρες
ώσπου να πάρει την απόφαση. Έκανε βόλτες
μέσα στην μικρή πόλη ώσπου έφτασε ως το
λιμάνι, ενώ μετά βρέθηκε σε μία από τις
παραλίες να δροσίζει τα πόδια της στην
ανταριασμένη θάλασσα. Θυμήθηκε τα λόγια
του πατέρα της προτού φύγει από το σπίτι.
“Δεν θα είναι το τέλος του κόσμου αν
δεν περάσεις”, της είχε πει. Έπρεπε να
βρει έναν τρόπο να πείσει τον εαυτό της
πως είχε δίκιο. Δεν ήταν το καλύτερο το
να περάσει τις πύλες του λυκείου με
τέτοια ηττοπάθεια. Αν δεν είχε περάσει,
είχε έναν ολόκληρο χειμώνα να διαβάσει
για να ξαναγράψει και την επόμενη φορά
θα τα πήγαινε καλύτερα. Θα έκανε το
όνειρό της πραγματικότητα με το έτσι
θέλω γιατί το άξιζε.
Με
αυτή τη σκέψη πέρασε στην αυλή του
σχολείου και κατευθύνθηκε με αργό βήμα
προς τον τοίχο όπου στέκονταν μπροστά,
ήδη αρκετοί συμμαθητές της. Ανακουφίστηκε
όταν είδε τη Ρένα και τον Φίλιππο, τους
δύο μοναδικούς φίλους που είχε στο νησί,
να είναι εκεί και να την περιμένουν.
Έτρεξε προς το μέρος τους με κρατημένη
ανάσα από το άγχος που δεν έλεγε να
καταλαγιάσει.
Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2020
~16~ Κεφάλαιο 2
Ο
πόνος από την κλωτσιά στο πρόσωπο δεν
συγκρινόταν με τίποτα με εκείνον που
ένιωσε όταν του είπαν πως έπρεπε για
μία ακόμη φορά να μαζέψει τα πράγματά
του, ώστε να μετακομίσει σε ένα νέο
μέρος. Πάλι από την αρχή... νέο σπίτι,
νέες φιλίες, νέο σχολείο. Είχε βαρεθεί.
Του είχε λείψει η σταθερότητα αλλά
τίποτα στη ζωή του δεν ήταν στο χέρι
του. Όλα κρίνονταν από τον πατέρα του
κι εκείνος έπρεπε να
βαράει προσοχή κάθε φορά, λες
και ήταν ένας από τους φαντάρους του.
Ήταν αποφασισμένος να μισήσει τη Σάμο
περισσότερο γιατί την αγαπούσε εκείνος.
Από εκεί ήταν ο παππούς του, από ένα
χωριό στο Μαραθόκαμπο και ο πατέρας του
πάντα μιλούσε με τα καλύτερα λόγια για
το νησί. Χρόνια προσπαθούσε να πάρει
μετάθεση εκεί και επιτέλους τα κατάφερε.
Δυστυχώς για εκείνον που έπρεπε να
αφήσει πίσω ανθρώπους και καταστάσεις
που είχε μάθει να αγαπάει. Όμως κάτι του
έλεγε πως τα πράγματα δεν θα ήταν τόσο
τραγικά. Όχι όσο υπήρχαν νεράιδες σαν
αυτή που του είχε σπάσει τη μύτη, στο
Πυθαγόρειο.
Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2020
~16~ Κεφάλαιο 1
Σάμος καλοκαίρι 1999.
Ο αέρας λυσσομανούσε εδώ και μέρες αναγκάζοντας το τεράστιο δέντρο στην αυλή να χορεύει ασταμάτητα στο ρυθμό του. Τα γέρικα κλαδιά του που έφταναν ως τον τοίχο έξω από το δωμάτιό της χτύπησαν ξανά πάνω στο τζάμι του παραθύρου της. Ήταν τόσο δυνατό το χτύπημα λες και προσπαθούσαν να το σπάσουν για να μπουν μέσα στο δωμάτιο. Ανατρίχιασε. Γύρισε πλευρό με δυσκολία για να ρίξει μια ματιά προς τα εκεί. Μπορεί να το αγαπούσε αφού κοντά του είχε περάσει υπέροχες στιγμές, όμως εκείνη τη στιγμή ήθελε να πάρει ένα πριόνι για να το κόψει. Διέκοπτε τον ήδη ανήσυχο ύπνο της κι είχε τρομερή ανάγκη για ξεκούραση εφόσον είχε μείνει άυπνη περισσότερο από τέσσερις μέρες. Άγχος, στρες και καλή διάθεση είχαν γίνει μέσα της ένα κουβάρι με αποτέλεσμα το μυαλό της να δουλεύει συνέχεια και να μην ξεκουράζεται καθόλου. Ήταν γεμάτο με σκέψεις και όνειρα που αναρωτιόταν αν ποτέ θα τα έβλεπε να παίρνουν σάρκα και οστά. Δεν έτρεφε αυταπάτες, ήξερε πως δεν θα κατάφερνε να πραγματοποιήσει τα περισσότερα αλλά εκείνο, το ένα που θα την έπαιρνε μακριά, ήταν αυτό που τη βασάνιζε περισσότερο. Προσπάθησε να κλείσει τα μάτια αλλά ήταν μάταιο. Κάθε φορά που το έκανε έβλεπε τον εαυτό της αγκαλιά με μια βαλίτσα να ικανοποιεί τις τάσεις φυγής της κι αυτό της δημιουργούσε μία παράλογη φοβία πως ο διακαής πόθος της... θα έμενε απλά πόθος.
Πέμπτη 2 Ιανουαρίου 2020
Χριστούγεννα Χωρίς Χάρτη
Σημείωση:
Η μικρή αυτή ιστορία λαμβάνει χώρα πριν τα γεγονότα του βιβλίου Χωρίς Χάρτη.
Το Χωρίς Χάρτη μπορείτε να το βρείτε διαθέσιμο στην Amazon σε έντυπη μορφή.
****
Δεν ξέρω τι βρίσκω
πιο εκνευριστικό σε αυτή τη ζωή, την
σιωπή που βγάζει εκνευρισμό προς τα έξω
ή τον ήχο που συνήθως τη διακόπτει. Κάπως
έτσι νιώθω αυτή τη στιγμή που προσπαθώ
να αποφασίσω τι μου προκαλεί μεγαλύτερη
αναστάτωση. Οι γονείς μου είναι αμίλητοι
και με κοιτάζουν με μισό μάτι λες και
είναι δικό μου φταίξιμο που έμεινα χωρίς
δουλειά, ενώ τα κουτάλια που χτυπάνε
πάνω στα πιάτα μου προκαλούν νευρικό
κλονισμό. Ο πατέρας μου ρουφάει τη σούπα
κάνοντας τη μάνα μου να αναστενάζει
αγανακτισμένα ανά δευτερόλεπτο ενώ
εμένα τα μάτια μου σταματάνε σε κάθε
γωνιά του δωματίου που είναι πιο
αποστειρωμένο κι από δωμάτιο νοσοκομείου.
Οι γονείς μου δεν έχουν πάρει είδηση
ακόμα πως σε πέντε μέρες έχουμε
Χριστούγεννα κι ενώ προσπαθώ από παιδί
να μην κολλήσω τα ελαττώματά τους, αυτό
δυστυχώς το πήρα. Ούτε το δικό μου σπίτι
είναι διακοσμημένο λες και δεν υπάρχει
αυτή η γιορτή. Και τώρα που το σκέφτομαι,
θλίβομαι, γιατί πριν χρόνια είχα δώσει
υπόσχεση στον εαυτό μου πως όταν θα
έφευγα από το σπίτι των γονιών μου, θα
έκανα ό,τι περνούσε από το χέρι μου για
να γιορτάζω αυτή τη μαγική γιορτή που
στερήθηκα μεγαλώνοντας. Και να που
ξέχασα την υπόσχεση, όπως πάντα, όπως
τόσες που είχα δώσει στον εαυτό μου.
«Αλεξάνδρα, μην
καμπουριάζεις».
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)