Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2019

Στο τραίνο των δώδεκα.(Μέρος πρώτο)





Δύο άγνωστοι μέσα σε ένα τραίνο... έξι ώρες μέχρι να φτάσουν στον προορισμό τους... 
©Νεκταρία Μαρκάκη 2019
Μικρή ιστορία.


Ώρα πρώτη

Το τραίνο αναχωρούσε σε πέντε λεπτά κι εκείνος είχε αργοπορήσει για μία ακόμη φορά. Κακό συνήθειο. Δεν μπορούσε να το αποβάλλει. Τα έκανε όλα την τελευταία στιγμή γιατί δεν του άρεσε να αγχώνεται και να που τώρα έτρεχε στον άδειο σταθμό για να προλάβει το τραίνο των 23:55 για Θεσσαλονίκη. Τελευταία στιγμή αποφάσισε και να ταξιδέψει ως την πόλη με αυτό, αντί να πάρει κάποια πτήση που θα τον πήγαινε εκεί σε λιγότερο από μία ώρα. Δεν ήταν μία επίσκεψη που περίμενε με αγωνία. Όταν έφυγε από εκεί για να μετακομίσει στην Αθήνα για τις σπουδές του, συνειδητοποίησε πως δεν ήθελε να επιστρέψει κι ας ήταν εκεί όλη του η ζωή κι η οικογένειά του. Ήθελε να φτιάξει τη δική του ζωή, μόνος του, να τη ζήσει όπως εκείνος όριζε κι όχι όπως περίμεναν κάποιοι άλλοι να τη ζήσει. Για μία στιγμή πίστεψε πως θα μπορούσε να τα καταφέρει αλλά η μοίρα πρόσταζε να επιστρέψει πίσω για λίγο καιρό και έπειτα από πολλή σκέψη αποφάσισε πως μπορούσε να καθυστερήσει μερικές ώρες την επιστροφή του. Γι’ αυτό πήρε το τραίνο. Προτιμούσε τις έξι ώρες ταξιδιού από τη μία ώρα. Κέρδιζε πέντε ώρες ελευθερίας.


Μπήκε με φόρα στο άδειο βαγόνι μόλις ένα λεπτό πριν ο αμαξοστοιχία ξεκινήσει. Η ανάσα του είχε πιαστεί στο στέρνο του και η αδρεναλίνη του είχε χτυπήσει κόκκινο. Ήταν απόλυτα σίγουρος πως δεν θα κοιμόταν σε όλη τη διαδρομή αλλά δεν τον ένοιαξε και πολύ. Θα του έδινε μία δικαιολογία να κλειστεί στο παλιό του δωμάτιο και να αποφύγει τα πολλά πολλά με την οικογένειά του για μερικές ώρες. Άλλο ένα κέρδος από το ταξίδι με το τραίνο των δώδεκα. Το γεγονός πως το βαγόνι ήταν εντελώς άδειο τον εξέπληξε θετικά. Δεν θα είχε να αντιμετωπίσει κουτσομπόλες γυναίκες που θα του έκαναν ανάκριση για το που πήγαινε ή φασαριόζικα πιτσιρίκια που θα γκρίνιαζαν καθ’ όλη τη διαδρομή. Είχε ανάγκη από απόλυτη ησυχία. Επιπλέον, μπορούσε να καθίσει όπου ήθελε χωρίς τύψεις. Σήκωσε τον σάκο του στον ώμο και προχώρησε λιγάκι ώσπου να βρει ένα μέρος να τον εμπνέει, όταν η ματιά του στάθηκε πάνω της.
Δεν ήταν ολομόναχος όπως νόμιζε. Ήταν κι εκείνη μέσα στο βαγόνι, μία όμορφη νεράιδα με μακριά καστανά μαλλιά και μεγάλα μάτια. Πάγωσε στη θέα της. Η καρδιά του χτύπησε δυνατά μερικές φορές και μετά άρχισε να τρέχει σαν τρελή σαν σε αγώνα δρόμου. Ένιωσε τις πρώτες σταγόνες ιδρώτα να σχηματίζονται στο μέτωπό του. Έβρισε από μέσα του. Τι του συνέβαινε; Πρώτη φορά πάθαινε τέτοιον πανικό στη θέα μίας γυναίκας. Να την προσπερνούσε; Να καθόταν κοντά της; Τι να έκανε; Τινάχτηκε ολόκληρος όταν έστρεψε τα τεράστια καστανοπράσινα μάτια της πάνω του, γεμάτα περιέργεια για τον άγνωστο που στεκόταν μαρμαρωμένος και την κοιτούσε. Κατάπιε με δυσκολία και απέστρεψε αμέσως το βλέμμα του. Χωρίς να το σκεφτεί, άφησε το σάκο του στη θέση δίπλα του και βολεύτηκε εκεί, ευχαριστημένος που είχε την τέλεια οπτική επαφή μ’ εκείνη. Την παρατήρησε να φοράει τα ακουστικά της και να γέρνει το κεφάλι της πίσω στο κάθισμα. Τα μάτια του μετακινήθηκαν στον λευκό λαιμό της και μετά στα μισάνοιχτα χείλη της. Ο λαιμός του στέγνωσε για τα καλά. Ίσως θα έπρεπε να μετακινηθεί σε άλλο βαγόνι αλλά στη σκέψη και μόνο, τρελάθηκε. Δεν μπορούσε να αφήσει τη νεράιδά του. Δεν του έκανε καρδιά να αφήσει πίσω του τέτοια ομορφιά.
Κατάφερε να πείσει τον εαυτό του με μεγάλη δυσκολία να πάρει τα μάτια του από πάνω της και να στρέψει την προσοχή του στο βιβλίο του. Ήταν αδύνατον να συγκεντρωθεί στην αστυνομική ιστορία που διάβαζε. Σπούδαζε εγκληματολογία και θα έπρεπε να τον συναρπάζει περισσότερο από το άγνωστο κορίτσι που καθόταν στην απέναντι σειρά και έμοιαζε χαμένο μέσα στις νότες που χάιδευαν τα αυτιά του. Κι όμως, δεν μπορούσε να βρει τίποτα συναρπαστικότερο από εκείνη. Χαμήλωσε το βιβλίο του και προσπάθησε όσο πιο διακριτικά μπορούσε να τη χορτάσει και να αποτυπώσει κάθε μικρή λεπτομέρεια του προσώπου της.

Ώρα δεύτερη

Να είχε φύγει από το σπίτι της; Τι να ήταν αυτό που να την είχε κάνει να πάρει το τραίνο για τη Θεσσαλονίκη τέτοια ώρα; Θα μπορούσε να είχε ξεφύγει από κάποια προσωπική φυλακή και να προσπαθούσε να πετάξει όσο πιο μακριά μπορούσε για να ζήσει ξανά από την αρχή, χωρίς αλυσίδες και χειροπέδες. Φαινόταν μελαγχολική. Ίσως να είχε δίκιο. Οι μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια της φανέρωναν την κούρασή της. Ήταν και αρκετά πρησμένα που σήμαινε πως μπορεί να είχε κλάψει λίγο πριν μπει στο βαγόνι. Τα ρούχα της ήταν απλά· φορούσε ένα σχισμένο τζιν και ένα φούτερ με κουκούλα ενώ τα παπούτσια της ήταν βρώμικα και χιλιοφορεμένα. Σε λίγο καιρό δεν θα μπορούσε να τα φοράει γιατί θα άρχιζαν να αποσυνθέτονται σιγά σιγά. Να είχε χρήματα να αγοράσει άλλα; Δεν ήθελε να σκέφτεται πως μπορεί να μην ήταν σε θέση να φροντίσει τον εαυτό της.
Γέλασε με τον εαυτό του γιατί θυμήθηκε έναν καθηγητή του που του έλεγε πάντα πως η φαντασία του έτρεχε με χίλια. Την άφηνε να πατάει γκάζι κι έκανε ένα σωρό σενάρια επιστημονικής φαντασίας που δεν έβγαζαν νόημα. Κάτι βέβαια που στις σπουδές του τον είχαν βοηθήσει γιατί εκεί, το τρελό, έβγαζε νόημα. Όμως να είχε δίκιο στην περίπτωσή της; Κοίταξε λιγάκι πιο προσεκτικά προς το μέρος της. Πρώτα τα χέρια της. Τα νύχια της ήταν περιποιημένα και βαμμένα μαύρα. Δεν ήταν φαγωμένα που σήμαινε πως τουλάχιστον γι’ αυτά είχε χρήματα... μαύρα νύχια, ντύσιμο απλό... αγαπούσε τη ροκ μουσική. Ήταν σίγουρος γι’ αυτό γιατί την άκουσε να ψιθυρίζει ένα τραγούδι των Deep Purple. Ένιωσε να φανατίζεται λιγάκι περισσότερο μαζί της γιατί κι εκείνος με ροκ μεγάλωσε και με τη ροκ πορευόταν. Θα μπορούσαν να περάσουν καλά μαζί. Όμως, ήθελε να μάθει κι άλλα για εκείνη.
Τράβηξε τα μάτια του από πάνω της και τα άφησε πάνω στην τσάντα δίπλα της. Ήταν πάνινη και είχε πάνω της ένα σωρό καρφίτσες από διάφορες πόλεις και χώρες. Θα μπορούσε να είχε επισκεφτεί όλα αυτά τα μέρη; Προσπάθησε να διαβάσει τις περισσότερες. Νέα Υόρκη, Σαν Φρανσίσκο, Λονδίνο, Μαδρίτη, Βαρκελώνη, Βερολίνο, Άμστερνταμ, Όσλο, Ρώμη και Αθήνα. Αυτές κατάφερε να διακρίνει. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως μπορεί και να είχε δει όλα αυτά τα μέρη ενώ εκείνος πέρα από τη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα, δεν είχε δει τίποτα. Δεν έφευγε από την πόλη μεγαλώνοντας γιατί ο πατέρας του τον ανάγκαζε να δουλεύει στην οικογενειακή επιχείρηση στερώντας του τις διακοπές. Το έκανε για τη μητέρα του και ποτέ δεν είχε παραπονεθεί γι’ αυτό αλλά τώρα έπιασε τον εαυτό του να ζηλεύει στην προοπτική να είχε δει εκείνη, όλα όσα ήθελε να δει κι αυτός.
Η περιέργειά του ολοένα και μεγάλωνε. Δάγκωσε το κάτω χείλος του δυνατά ενώ προσπαθούσε να λύσει το μυστήριο της. Μέσα από την τσάντα της διακρινόταν ένα βιβλίο που του πήρε ώρα για να αναγνωρίσει. Της άρεσε κι εκείνης να διαβάζει αστυνομικά μυθιστορήματα. Χαμογέλασε διακριτικά. Παρατήρησε πως το βιβλίο ήταν στα αγγλικά και δεν μπόρεσε να μην αναρωτηθεί αν οι σπουδές της την ανάγκαζαν να τα διαβάζει σε μια ξένη γλώσσα ή απλά της άρεσε το πρωτότυπο κείμενο που ίσως να μην έχανε κομμάτι από τη γοητεία του, εξαιτίας της μετάφρασης του. Το είχε διαβάσει αυτό το βιβλίο. Θα μπορούσε να μιλήσει μαζί της γι’ αυτό αλλά δεν είχε ιδέα πως θα μπορούσε να την πλησιάσει. Δεν ήταν κάτι δύσκολο. Θα μπορούσε να σηκωθεί από τη θέση του και να της ζητήσει να καθίσουν μαζί και να ενώσουν τις μοναξιές τους. Αν του έλεγε όχι, θα άλλαζε βαγόνι. Όμως δεν ήθελε ν’ ακούσει αυτό το όχι με τίποτα. Γι’ αυτό δεν τολμούσε να σηκωθεί και να πάει να της μιλήσει γιατί η απόρριψη θα ήταν μαχαίρι στην καρδιά. Όμως δεν ήθελε και να περάσει όλη την υπόλοιπη διαδρομή ως τη Θεσσαλονίκη απλά να την κοιτάζει. Είχαν κοντά τέσσερις ώρες μπροστά τους κι εκείνος χασομερούσε.
Σηκώθηκε απότομα όρθιος από τη θέση του αποφασισμένος να της μιλήσει αλλά κατάφερε να της τραβήξει την προσοχή. Στράφηκε προς το μέρος του και ένιωσε τα γόνατά του να κόβονται. Αντί να πάει κοντά της την προσπέρασε και με την καρδιά να τρέμει σαν φύλλο στον άνεμο, κατευθύνθηκε προς το επόμενο βαγόνι όπου βρισκόταν το κυλικείο. Αφού δεν μπορούσε να βρει το θάρρος να της μιλήσει, τουλάχιστον ας έτρωγε κάτι για να μπορέσει να ηρεμήσει το στομάχι του.

Ώρα τρίτη

Το μυαλό του πετούσε αλλού, προς το μέρος της, όλη την ώρα που στεκόταν στο κυλικείο κι έτρωγε το σάντουιτς που είχε παραγγείλει. Δεν ήθελε να φάει μπροστά της γιατί ήταν τρομερά άτσαλος. Το μεγάλο του ελάττωμα, από τα πολλά που είχε, ήταν πως ακόμα και τώρα στα είκοσι-εφτά του έτρωγε σαν παιδί. Απολάμβανε το φαγητό όσο το σεξ κι ας ήταν τόσο αδύνατος που όλοι νόμιζαν πως δεν έτρωγε. Ήταν το παρουσιαστικό του τέτοιο, από παιδί ήταν μακρόστενος όπως συνήθιζε να σχολιάζει η γιαγιά του και δεν μπορούσε να βάλει κρέας στα κόκαλά του. Αλλά ποτέ του δεν στερήθηκε φαγητό. Του είχε φερθεί με αγάπη το DNA του και τον άφηνε να απολαμβάνει ό,τι έβαζε ο νους του χωρίς ενοχές. Ευτυχώς, γιατί γενικά στη ζωή του είχε αρκετές και δεν ήθελε περισσότερες.
Κατάπιε την τελευταία μπουκιά του με δυσκολία και ήπιε μία γουλιά από το αναψυκτικό του για να πάει κάτω. Χαιρέτησε τον άντρα πίσω από τον πάγκο αφού αποφάσισε να επιστρέψει επιτέλους στη θέση του. Ήλπιζε να την έβρισκε εκεί, να μην είχε πάρει τα πράγματά της για να εξαφανιστεί εξαιτίας του. Μπορεί να τον είχε πάρει είδηση πως την κοιτούσε έντονα με πολλή περιέργεια και να τη φρίκαρε. Τρόμαξε στην ιδέα πως μπορεί να τον πήρε για κανέναν ανώμαλο που μπορεί να την κατασκόπευε. Το ήξερε πως μερικές φορές καρφωνόταν αλλά το επάγγελμα που είχε διαλέξει τον είχε κάνει ακόμα πιο περίεργο από όσο ήταν στην πραγματικότητα. Θύμωσε με τον εαυτό του. Δεν έπρεπε να είχε φερθεί έτσι. Άνοιξε το βήμα του ώστε να φτάσει γρηγορότερα στη θέση του. Είδε το κεφάλι της από μακριά και άφησε την ανάσα του να βγει αργά. Ήταν ακόμα εκεί. Προχώρησε αφηρημένα με το βήμα αργό. Δεν παρατήρησε πως η κοπέλα είχε μετακινηθεί από τη θέση της, ούτε είδε πως σηκωνόταν πάνω που εκείνος έφτανε κοντά της. Όλα έγιναν γρήγορα, τόσο που δεν πρόλαβε ν’ αντιδράσει. Λίγο το κούνημα του τραίνου και λίγο η αφηρημάδα του ήταν αρκετά για να γίνει η ζημιά. Η κοπέλα στράφηκε απότομα προς το μέρος του και το αναψυκτικό του έπεσε πάνω της αφού δεν πρόλαβε να το κρατήσει γερά και να το απομακρύνει από κοντά της.
Κράτησε την ανάσα του όσο εκείνη άφηνε έναν μακρόσυρτο αναστεναγμό που φανέρωνε το πόσο θυμωμένη ήταν. Έβρισε στα αγγλικά και τον προσπέρασε, μονολογώντας για τον χαμό που είχε δημιουργηθεί. Η μπλούζα της ήταν μούσκεμα. Προχώρησε προς την τουαλέτα ενώ ταυτόχρονα την έβγαζε αλλά εκείνος έμεινε εκεί μαγεμένος να κοιτάζει τη στιγματισμένη πλάτη της κάτω από το λευκό φανελάκι που φορούσε. Ένα τεράστιο τατουάζ ενός αγγέλου κοσμούσε το δέρμα της. Τα φτερά του άνοιγαν στις ωμοπλάτες της αλλά δεν μπορούσε να διακρίνει λεπτομέρειες. Ήταν ό,τι πιο μεγαλοπρεπές είχε δει ποτέ του κι ας μην είχε καταφέρει να δει όλη την εικόνα. Επέστρεψε στην πραγματικότητα όταν εκείνη χάθηκε από το οπτικό του πεδίο. Ήταν απογοητευμένος με την απροσεξία του γιατί τώρα αποκλείεται να τον πλησίαζε.
Έκλεισε τα μάτια του μήπως και μπορέσει να ηρεμήσει λιγάκι. Δεν κατάλαβε πόση ώρα πέρασε αλλά τραντάχτηκε όταν ένιωσε ένα χέρι να ακουμπάει στο μπράτσο του. Άνοιξε τα μάτια απότομα τρομαγμένος αφού είχε καταφέρει σε δευτερόλεπτα να λαγοκοιμηθεί, για να έρθει αντιμέτωπος μ’ εκείνη. Πίστεψε πως θα του έβαζε τις φωνές αλλά αντί γι’ αυτό του χαμογέλασε και του έδωσε ένα νέο αναψυκτικό.
«Με συγχωρείς για πριν, έπρεπε να κοιτάξω πίσω μου πριν σηκωθώ» του είπε στα ελληνικά. Η φωνή της ήταν μελωδική και τον εξέπληξε το πόσο ευγένεια είχε. Τελικά ήταν Ελληνίδα κι ας είχε βρίσει στα αγγλικά πριν λίγο.
«Εγώ πρέπει να ζητήσω συγγνώμη, ήμουν εντελώς αφηρημένος» είπε πριν επιστρέψει εκείνη στη θέση της. Ήταν η τέλεια ευκαιρία να της πιάσει κουβέντα. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως η απροσεξία του είχε βγει σε καλό εντέλει. Έπρεπε να εκμεταλλευτεί την κατάσταση όσο ήταν καιρός, πριν το μετανιώσει. «Πέτρος» συστήθηκε με την ελπίδα πως θα μάθαινε το όνομά της.
«Ζωή» του είπε και στράφηκε προς το μέρος του αντί να συνεχίσει προς τη θέση της. «Να καθίσω παρέα σου;» τον παρακάλεσε. Το μυαλό του δεν έλεγε να συνεργαστεί με την καρδιά του αφού και τα δύο έκαναν ό,τι ήθελαν. «Το ταξίδι είναι μεγάλο και βαριέμαι» συμπλήρωσε απολογητικά.
«Παρακαλώ, κάθισε, χάρη μου κάνεις γιατί κι εγώ βαριόμουν» απάντησε και προσπάθησε να συγκρατήσει το χαμόγελό του όσο εκείνη βολευόταν στη θέση απέναντί του.

6 σχόλια: