“Όχι
γαμώτο αυτό δεν έπρεπε να γίνει… όχι,
όχι, όχι…”
Ο
Άγγελος ακολούθησε τον πατέρα του χωρίς
να φέρει αντίρρηση. Ήλπιζε πως η Εύα θα
άλλαζε γνώμη και θα αρνιόταν την πρόσκλησή
του. Δεν ήθελε να δει τι του έκανε ο
πατέρας του, πόσο αβοήθητος γινόταν
κοντά του. Δεν ήθελε να δει πόσο δειλός
ήταν. Μακάρι να μπορούσε να βρει τρόπο
να την ειδοποιήσει πως για δικό της
καλό, θα έπρεπε να μείνει μακριά του.
Γύρισε το κεφάλι του για να κοιτάξει
προς το μέρος της πάνω από τον ώμο του
και την είδε να στέκεται στο ίδιο σημείο
να τους παρακολουθεί που απομακρύνονταν.
Φαινόταν ξεκάθαρα πως φοβόταν για
εκείνον, ειδικά όταν εκείνη τη στιγμή
το χέρι του Ταγματάρχη ακούμπησε
απειλητικά στο σβέρκο του, σφίγγοντάς
το. Ο Άγγελος ένιωσε το σώμα του να
γίνεται δύσκαμπτο. Ένα πράγμα φοβόταν
μόνο κι αυτό δεν ήταν μην πάθει κάτι
εκείνος. Δεν έπρεπε να γνωρίσει την Εύα
του. Δεν έπρεπε να έρθει σε επαφή μαζί
της και να τη μολύνει κι εκείνη. Όχι την
αθώα
και γλυκιά
νεράιδά
του
που ήταν ικανή μόνο για αγάπη.