Τετάρτη 27 Μαΐου 2020

~16~ Κεφάλαια 40-41-42-43


40.

Μία βδομάδα αργότερα το σπίτι του Άγγελου ήταν έτοιμο, ζεστό και όμορφο, τόσο που η Εύα το ζήλευε και σπάνια έφευγε από εκεί. Ήταν εύκολο για εκείνη να γυρνάει σ’ εκείνο το σπιτικό αντί για το δικό της, παρέα πάντα με τον Φοίβο, με την δικαιολογία πως έπρεπε να τσεκάρει τον Άγγελο. Εκείνος σιγά-σιγά στεκόταν στα πόδια του κι είχε αρχίσει να προσέχει λίγο παραπάνω τον εαυτό του. Το τσιγάρο και το ποτό είχαν μπει σε δεύτερη μοίρα και είχε βρει το να μαγειρεύει για την Εύα και τον Φοίβο, ως την ωραιότερη ασχολία.
Με τον Πάνο περνούσε ώρες ατέλειωτες να μιλάνε για τα πάντα, ο φίλος του έδειχνε να είναι πιο ήρεμος τις μέρες που αποφάσιζε να κοιμηθεί στον καναπέ αντί να γυρίσει στο μικροσκοπικό του διαμέρισμα και δεν φάνηκε σε κανέναν περίεργο όταν ξάφνου ανακάλυψαν όλοι τους πως είχε, στην κυριολεξία, μετακομίσει με τον Άγγελο. Όταν εκείνος τον έπεισε να αφήσει τη τρύπα που αποκαλούσε σπίτι του για τα καλά και να μείνει στο άδειο δωμάτιο του διαμερίσματός του, οργάνωσαν έναν όμορφο δείπνο για να το γιορτάσουν. Όλα έδειχναν να μπαίνουν σε μια σειρά και για πρώτη φορά από τη μέρα που επέστρεψε η Εύα, μπόρεσε ν’ αναπνεύσει ελεύθερα. 
 
«Επίτηδες το έκανες ε;» ρώτησε τον Πάνο καθώς πλένανε μαζί τα πιάτα μετά το γλέντι τους.
Ο νεαρός τη κοίταξε δήθεν αθώα και κοκκίνισε ως τ’ αυτιά. «Λιγουλάκι», παραδέχτηκε. «Καιρός είναι κι εσύ να γυρίσεις στη ζωή σου. Ως πότε θα αισθάνεσαι υπεύθυνη για τον Άγγελο, μου λες;»
«Για μια ολόκληρη ζωή», δήλωσε μ’ έναν βαρύ αναστεναγμό κι έριξε μια ματιά πάνω από τον ώμο της προς το σαλόνι. Ο Άγγελος γελούσε με τη ψυχή του με κάτι που του έλεγε ο Φοίβος και η καρδιά της Εύας αναπήδησε άτακτα, μόνο που δεν κατάλαβε για ποιον από τους δύο χτυπούσε τελικά.
«Θα μπεις σε μεγάλους μπελάδες», άκουσε τον Πάνο να της λέει προβληματισμένος. «Λες τον Άγγελο αυτοκαταστροφικό αλλά κι εσύ δεν πας πίσω», συνέχισε και τίναξε τα χέρια του μέσα στο νεροχύτη. «Σοβαρά όμως, πώς το έκανες αυτό; Πώς προχώρησες παρακάτω;»
Η ερώτηση του την έφερε σε δύσκολη θέση και την ανάγκασε να χαμηλώσει το βλέμμα της αναρωτώμενη αν θα μπορούσε ποτέ να δώσει στον Πάνο ή στον Άγγελο να καταλάβουν πως προχώρησε γιατί το είχε τρομερή ανάγκη. Πως πέθαινε αργά μα σταθερά για τον Άγγελο και η μοίρα τους ήταν προδιαγεγραμμένη και μάλιστα με πολύ σαδιστικό τρόπο. Ως πότε θα πήγαινε κόντρα στο ρεύμα; Τις περισσότερες μέρες ένιωθε λες και δεν είχε δυνάμεις να σηκωθεί καν από το κρεβάτι. Πώς να τα έβαζε με τα γραμμένα; Ο Φοίβος την έκανε χαρούμενη και την πρόσεχε με όλη του τη ψυχή. Κι εκείνη τον αγαπούσε, της πήρε χρόνο αλλά όταν κοιτούσε το γλυκό πρόσωπο του κι αυτά τα μάτια γεμάτα ζωή, έβρισκε τη δύναμη που της έλειπε.
«Το πρόβλημα Πάνο μου είναι, πως στην ουσία δεν πας παρακάτω», απάντησε χαμηλόφωνα. «Απλά προσαρμόζεσαι και μαθαίνεις να χαμογελάς ακόμα κι όταν θες να ουρλιάξεις από θυμό».
«Θες να πεις πως ακόμα τον αγαπάς;»
«Δε θα πάψω ποτέ να τον αγαπώ».
«Και γιατί… αφού ξέρεις πως σε αγαπάει και θέλει να είστε μαζί, γιατί δεν αφήνεις τον Φοίβο;» ρώτησε αγανακτισμένος ο Πάνος, με τα μάτια ορθάνοιχτα από την απορία.
Η Εύα κράτησε την ανάσα της και μέτρησε ως το δέκα για να ηρεμήσει. «Φοβάμαι». Είπε, απλά. «Φοβάμαι μήπως κάνω χειρότερα τα πράγματα. Τρέμω μη τον απογοητεύσω πάλι και τον τσακίσω εντελώς γιατί είχε δίκιο όταν μου είπε πως είμαι τοξική και του κάνω κακό. Τουλάχιστον τώρα του δίνω μια ευκαιρία να κάνει κι εκείνος μια νέα αρχή όπως εγώ».
«Δεν σε καταλαβαίνω, σου ήταν τόσο εύκολο πριν ενάμιση χρόνο να του χαλάσεις τον γάμο αλλά δε σου είναι εύκολο να χαλάσεις μια σχέση για να είστε μαζί;»
«Δεν περιμένω να με καταλάβεις», τον διέκοψε εκείνη και έτριψε τα μάτια της. «Εδώ δε καταλαβαίνω καλά-καλά τον εαυτό μου, ρε Πάνο».
«Πιστεύεις πως υπάρχει η παραμικρή περίπτωση ο Άγγελος να προχωρήσει με τη ζωή του;»
«Το ελπίζω κι ελπίζω να είναι με κάποια που του αξίζει πραγματικά. Κάποια που δεν θα είναι σαν εμένα».
«Εύα, υποτιμάς τον εαυτό σου».
«Δεν μου αξίζει, όχι μετά απ’ όσα του έχω κάνει», επέμενε κι άφησε ένα τρυφερό φιλί στο μάγουλο του προβληματισμένου φίλου της, πριν πάει στο σαλόνι. Με το ζόρι σήκωσε τον Φοίβο από τον καναπέ για να φύγουν. Είχε αναπτύξει μια περίεργη σχέση στοργής με τον Άγγελο που ξάφνιαζε την Εύα πολλές φορές. Τον τράβηξε από το χέρι και μόλις βγήκαν από το διαμέρισμα, κρεμάστηκε πάνω του και τον φίλησε παθιασμένα. 
«Μμμμ, κάτι πρέπει να έκανα που σ’ ευχαρίστησε για να κερδίσω τέτοιο φιλί», αστειεύτηκε κι αναζήτησε πάλι τα χείλια της. «Είσαι πιο ήρεμη τώρα που ο Πάνος είναι εδώ;»
«Αρκετά, αλλά όχι τόσο όσο να τους αφήσω αυτούς τους δύο ελεύθερους να κάνουν ό, τι θέλουν εδώ μέσα», γέλασε και ακολούθησε τον Φοίβο ως το αμάξι του. Κάθισε στη θέση του συνοδηγού και άρχισε να ψάχνει μες τη τσάντα της για το κινητό της που χτυπούσε σαν τρελό. Χαμογέλασε διάπλατα μόλις είδε ότι τη καλούσαν οι γονείς της και απάντησε χαρούμενα όμως άκουσε τη λυπημένη φωνή της μητέρας της και μαγκώθηκε αμέσως.
«Τι έγινε μαμά, ο μπαμπάς είναι καλά;»
«Ναι μωρό μου, είμαστε όλοι καλά. Ο Άγγελος πως είναι;» Η μόνιμη έννοια της μητέρας της ήταν το αγγελούδι της. Θύμωσε πολύ γιατί επί ένα χρόνο της κρατούσαν μυστικό την άσχημη κατάσταση υγείας της Ματίνας κι έκλαψε σαν παιδί όταν η Εύα της είπε για το θάνατό της. Από εκείνη τη μέρα, τηλεφωνούσε δύο φορές τη μέρα για να μιλήσει στον Άγγελο που χαμογελούσε λες και είχε κερδίσει το λόττο μόλις άκουγε τη φωνή της.
«Καλά είναι, μετακόμισε ο Πάνος μαζί του, γιατί ρωτάς;»
Έπεσε σιωπή στην άλλη άκρη της γραμμής που τρόμαξε την Εύα. «Ο Ταγματάρχης», ψέλλισε η γυναίκα φοβισμένη. «Τον βρήκαν σπίτι του νεκρό στο σπίτι του. Λένε πως αυτοκτόνησε, πως τίναξε τα μυαλά του». Το κεφάλι της Εύας κόντεψε να σπάσει μόλις άκουσε τα νέα και το κινητό σχεδόν έπεσε από τα χέρια της. Ο Φοίβος ανήσυχος το έπιασε στον αέρα κι έριξε μια ματιά στο θλιμμένο πρόσωπο της κοπέλας πριν το φέρει το αυτί του.
«Μίνα, ο Φοίβος είμαι τι έγινε;» ρώτησε αναρωτώμενος γιατί η Εύα ήταν τόσο σοκαρισμένη. Άκουσε τη μητέρα της στην άλλη άκρη της γραμμής να του εξηγεί και άφησε μια μακρόσυρτη ανάσα να βρει από τα πνευμόνια του, μόλις την αποχαιρέτησε.
«Είναι γελοίο», φώναξε εκείνη και χτύπησε με δύναμη το χέρι της στο ταμπλό του αυτοκινήτου. «Γιατί να συμβαίνουν όλα αυτά στον Άγγελο;» συνέχισε θυμωμένη. «Γιατί να μην μπορεί να αναπνεύσει ελεύθερα, που να πάρει;»
«Το ξέρω πως είσαι θυμωμένη αλλά δεν βγάζεις τίποτα με το ν’ αντιδράς έτσι», προσπάθησε να την ηρεμήσει ο Φοίβος αλλά δεν ήταν αυτό που ήθελε να της πει. Ήξερε πολύ καλά πως η Εύα ένιωθε άπειρες ενοχές για τον τρόπο που είχε φερθεί στον Άγγελο, ήξερε καλά πως αμφιταλαντευόταν επικίνδυνα ανάμεσα σε μια νέα ζωή μαζί του και στην επιστροφή στην αγκαλιά του άντρα που ακόμα και τώρα λάτρευε. «Με τον εαυτό σου τα έχεις», τόλμησε να πει τελικά, εκπλήσσοντας της. «Ό, τι έγινε, έγινε ρε συ Εύα. Πήρες μια απόφαση πριν τόσους μήνες, μπορεί λανθασμένη αλλά τη πήρες. Γιατί την αφήνεις να σε καθορίζει;»
«Τι εννοείς;»
«Έχεις κάνει αποστολή της ζωής σου να προσέχεις τον Άγγελο λες και θα σπάσει χωρίς εσένα με αποτέλεσμα να μη μπορεί να λειτουργήσει δευτερόλεπτο μακριά σου. Δεν τον αφήνεις…»
«Δεν μπορώ να τον αφήσω», τον διέκοψε, εκλιπαρώντας τον με τα μάτια να μη της ξαναζητήσει κάτι τέτοιο. «Τ’ ορκίστηκα στη Ματίνα, του το χρωστάω ρε Φοίβο. Πέρασε μια κόλαση μόνος του κι εν μέρει φταίω κι εγώ».
«Καταλαβαίνω απλά…» δίστασε να συνεχίσει τη σκέψη του. Έγειρε κοντά της και τη φίλησε απαλά, ενώ της άνοιγε τη πόρτα για να βγει έξω. «Προφανώς θα θες να μείνεις μαζί του απόψε, μετά από αυτά τα νέα».
Μόλις τότε, όταν κοίταξε τα μελαγχολικά μάτια του, η Εύα συνειδητοποίησε πόσο κακό έκανε στον Φοίβο και τη σχέση τους. Της το είχε πει πως φοβόταν την αντίδραση της μόλις έβλεπε τον Άγγελο, ήταν ίσως ο μόνος που ήξερε και είχε καταλάβει πως τα συναισθήματα της για εκείνον ήταν εκεί, δυνατά και δεν θα έσβηναν με ευκολία.
«Φοίβο, συγνώμη», ψέλλισε αποφεύγοντας να τον κοιτάξει.
«Μη ζητάς συγνώμη, καταλαβαίνω. Όχι εντελώς, αλλά δεν μπορώ να πάω και κόντρα στο τι αισθάνεσαι για εκείνον. Με τρομοκρατεί η αγάπη σας γιατί δεν θέλω να σε χάσω αλλά από την άλλη να ξέρεις πως δε πρόκειται και ποτέ να σε βάλω να διαλέξεις ανάμεσα μας».
«Ευχαριστώ».
«Όχι. Δε θα σε βάλω να διαλέξεις γιατί είμαι σίγουρος πως θα διαλέξεις εκείνον».
Σοκαρίστηκε με τα λόγια του όμως δυστυχώς, ο Φοίβος δεν είχε άδικο καθόλου. Τη φίλησε βαθιά και της έκανε νόημα να βγει από το αμάξι, χαρίζοντάς της κι ένα μεθυστικό χαμόγελο που την ανάγκασε να σκύψει προς το μέρος του για να ρουφήξει ένα ακόμη φιλί.
Ανέβηκε τα σκαλιά ως τη πόρτα του Άγγελου με το ζόρι από τη ξαφνική κούραση που ένιωσε. Πώς τα είχε κάνει έτσι, ακόμα και τώρα συνέχιζε να απογοητεύει τους γύρω της και να φέρεται τόσο εγωιστικά. Κι όμως, για όλους τους άλλους νοιαζόταν και κατέληγε με λάθος επιλογές να τους πληγώνει ανεπανόρθωτα. Δεν άντεχε τον εαυτό της πια. Δεν άντεχε την ανάγκη της για τον Άγγελο. Δεν άντεχε που απογοήτευε τον Φοίβο και που τον γέμιζε με αμφιβολίες. Δεν το έκανε επίτηδες όμως. Μπορεί να είχε δώσει υπόσχεση στη Ματίνα να μην αφήσει τον Άγγελο στιγμή μόνο του μα το θέμα ήταν πως τώρα που τον ξαναβρήκε και της έδωσε μια ακόμα ευκαιρία, δεν ήθελε να τον αφήσει, όχι λόγω της υπόσχεσης, μα εξαιτίας του πόσο πολύ της είχε λείψει.
Χτύπησε το κουδούνι και περίμενε υπομονετικά κάποιον να ανοίξει. Ο Άγγελος ξαφνιάστηκε όταν την είδε να στέκεται περίλυπη στον διάδρομο και της έκανε νόημα να περάσει μέσα. «Τι έπαθες; Πού είναι ο Φοίβος;»
«Μπορούμε να μιλήσουμε μόνοι μας;»
Χωρίς να το σκεφτεί δεύτερη φορά, την οδήγησε στο δωμάτιο του και έκλεισε τη πόρτα πίσω του. Ο Πάνος έκανε μπάνιο κι έτσι απέφυγαν τις ερωτήσεις του για λίγο, αλλά και η δική του περιέργεια είχε χτυπήσει κόκκινο έτσι όπως έβλεπε την Εύα να περπατάει νευρικά στο δωμάτιο.
«Θ’ ανοίξεις τρύπα στο πάτωμα», την πείραξε μα εκείνη παρέμεινε σοβαρή.
«Με πήρε τηλέφωνο η μητέρα μου», ξεκίνησε να του λέει και τα μάτια του στένεψαν αυτομάτως. «Ο πατέρας σου, αυτοκτόνησε…»
Δεν κατάλαβε αν τον πείραξε αυτό που άκουσε. Τη κοιτούσε ανέκφραστος λες και του είπε το δελτίο καιρού αντί για κάτι τόσο τραγικό. Σίγουρα η έλλειψη αντίδρασης από μέρους του δεν της άρεσε καθόλου γι’ αυτό και τον πλησίασε αμέσως και τσίμπησε γερά το μπράτσο του.
«Ρε Εύα, τι στο διάολο σ’ έπιασε;» της έβαλε τις φωνές κι έτριψε το πονεμένο δέρμα του.
«Ξέρω ‘γω, πάγωσες στη θέση σου και τρόμαξα. Δεν θα πεις κάτι για τα νέα που σου έφερα;»
«Τι να πω, στα τσακίδια, ένα κάθαρμα λιγότερο στον κόσμο», απάντησε στεγνά εκείνος αλλά η Εύα μπόρεσε να δει βαθιά μέσα του κι αυτό που αντίκρισε τη φόβισε λίγο. «Δεν θα μου λείψει, θα μπορώ ν’ αναπνέω και πιο ελεύθερα χωρίς αυτόν», συνέχισε και έτριψε το πρόσωπο του. Έμοιαζε να εννοεί τα λόγια του, αλλά κάτι τον έτρωγε. «Θεέ μου», είπε και η φωνή του έσπασε ενώ καθόταν στο κρεβάτι του κι έκρυβε το πρόσωπο του στις παλάμες των χεριών του. «Θεέ μου, του πήρα τις αυτοκτονικές τάσεις έτσι δεν είναι, αυτή είναι η κληρονομιά του, το άρρωστο μυαλό του;» τσίριξε κι αναζήτησε το σοκαρισμένο βλέμμα της. Γονάτισε μπροστά του και χάιδεψε το μάγουλο του ενθυμούμενη εκείνο το βράδυ που τον βρήκε με το ξυραφάκι στο χέρι, έτοιμος να το ακουμπήσει στη φλέβα του.
«Εκείνο το βράδυ ήταν μια άτυχη στιγμή, ήσουν στεναχωρημένος».
«Δεν ήταν η πρώτη φορά που το σκέφτηκα, Εύα», παραδέχτηκε και κατάπιε το σάλιο του με δυσκολία γιατί είχε στεγνώσει εντελώς ο λαιμός του. «Δεν έχεις ιδέα πόσες φορές το είχα σκεφτεί. Τη μέρα που σε γνώρισα ερχόμουν από εκείνο το ύψωμα που σου άρεσε να πηγαίνουμε.  Καθόμουν μια ώρα ολόκληρη και ζύγιαζα τις επιπτώσεις μιας αυτοκτονίας μου».
«Χαίρομαι που δε το έκανες,» του χαμογέλασε με κατανόηση.
«Δείλιασα».
«Ευτυχώς». Τον αγκάλιασε σφιχτά κι έκλεισε γερά τα μάτια της όταν ένιωσε τα χέρια του γύρω της.
«Κι αν την επόμενη φορά δεν κάνω πίσω;» τόλμησε να ρωτήσει. Αμέσως το στομάχι της σφίχτηκε και ζαλίστηκε στην ιδέα και μόνο να τον έχανε για πάντα. Τώρα πια της φαινόταν εντελώς αδύνατον ακόμα και να το σκεφτεί.
«Δεν θα υπάρξει άλλη φορά, δεν θα αφήσω να υπάρξει άλλη φορά», του δήλωσε και τον έκλεισε και πάλι στην αγκαλιά της.
Κάθισαν για λίγο παρέα στο κρεβάτι μέχρι που ο Άγγελος αποκοιμήθηκε. Εκείνη πήγε να βρει τον Πάνο και του εξήγησε όλα όσα είχαν συμβεί από τη στιγμή που βγήκαν από τη πόρτα με τον Φοίβο. Ο φίλος της την άκουσε προσεχτικά και έξυσε το πηγούνι του προβληματισμένος.
«Δεν είναι φυσιολογική η αντίδραση του», αγανάκτησε. «Τίποτα δεν είναι φυσιολογικό με αυτόν τον άνθρωπο. Ή που θα γελάει ή που θα κοιτάζει το υπερπέραν αφηρημένα. Δε ξέρω τι να τον κάνω. Έχει πέσει σε κατάθλιψη και δεν ξέρω πώς να τον βοηθήσω».
«Μη φωνάζεις», τον μάλωσε η Εύα, σκεπτόμενη τα λόγια του. Δεν είχε κι άδικο ο Πάνος. Ο Άγγελος ήταν εντελώς ασταθής και έπρεπε να βρει τρόπο να ξεσπάσει πριν όλη η θλίψη και ο θυμός που τον έτρωγε, τον οδηγούσε σε μονοπάτια που κανείς τους δε θα μπορούσε να τον συμμαζέψει.
«Τι να κάνω; Να μαζέψω κάθε τι επικίνδυνο από το σπίτι σε περίπτωση που του τη βαρέσει καμιά ώρα;»
«Όχι, άφησε το πάνω μου».
Προχώρησε με σταθερά βήματα στο δωμάτιο του Άγγελου αγνοώντας τον Πάνο που μουρμούραγε πως δεν άντεχε άλλο δράμα και άνοιξε τη πόρτα με προσοχή. Εκείνος κοιμόταν γαλήνια αν και η Εύα ήξερε πολύ καλά πως η όψη του δεν είχε καμία σχέση με το τι γινόταν μέσα του. Στάθηκε από πάνω του για λίγο κοιτώντας το όμορφο πρόσωπο του, και μετά, πέταξε τα παπούτσια της και χώθηκε μες το κρεβάτι του και τη ζεστή αγκαλιά του.
«Εγώ θα σε προσέχω. Πάντα», ψιθύρισε και πήρε μια βαθιά ανάσα αφήνοντας τον άρωμα του να τη ζαλίσει και την ήρεμη αναπνοή του να την αποκοιμίσει. 

41.

Όταν ξύπνησε το πρωί και τη βρήκε χωμένη μες την αγκαλιά του, ένιωσε την απόλυτη ευτυχία. Ξέχασε και το γεγονός πως το προηγούμενο βράδυ είχε μάθει για τον πατέρα του και τον θάνατο του. Ξέχασε πως είχε χάσει τη μητέρα του, ξέχασε πως η ζωή του ήταν διαλυμένη εντελώς και πως θα έπρεπε να τη κολλήσει από την αρχή. Τίποτα δεν τον ένοιαζε γιατί το άρωμα της και η ανάσα της να του χαϊδεύει το πρόσωπο, ήταν αρκετά. Δε χρειαζόταν τίποτ’ άλλο. Μπορεί να ήταν τυραννία να μη μπορεί να τη κάνει δική του μα ακόμα κι αυτό ήταν διατεθειμένος να το ξεπεράσει. Τα λόγια του Γεράσιμου κολυμπούσαν στο μυαλό του καθημερινά από τη μέρα που χάθηκε η μητέρα του. Είχε δίκιο ο πατριός του. Ο χρόνος ήταν αμείλικτος και ήθελε να ευχαριστηθεί κάθε δευτερόλεπτο με την Εύα χωρίς κακίες και μελαγχολίες.
«Ξύπνα αγάπη μου, η νύχτα τέλειωσε, τ’ αστέρια χάθηκαν πρέπει να φύγεις», σιγοτραγούδησε κι αυτομάτως ένα αχνό χαμόγελο εμφανίστηκε στα χείλια της.
«Θυμάσαι», μουρμούρισε ευχαριστημένη.
«Όλα τα θυμάμαι, ότι με ξύπναγες τα πρωινά με αυτό το τραγούδι για να φύγω πριν μας δει ο πατέρας σου, ότι μια τέλεια μέρα για σένα ήταν να κάθεσαι στον καναπέ με μια σοκολάτα κι ένα βιβλίο…»
«Κι εσένα να μου ζεσταίνεις τα πόδια», γέλασε απαλά.
«Ακόμα και τώρα έχεις κρύα πόδια», αναστέναξε αυτός και η Εύα τόλμησε επιτέλους ν’ ανοίξει τα μάτια της. Δεν είχε δει πιο όμορφο θέαμα από τον αγουροξυπνημένο Άγγελο. «Αλλά μην ανησυχείς, θα στα ζεσταίνω εγώ», την πείραξε και φίλησε το μέτωπο της.
Κοιτάχτηκαν για λίγο σιωπηλοί ώσπου ο ήχος του κουδουνιού τους ανάγκασε να σηκωθούν από το κρεβάτι. Ήταν ήδη δέκα και ο Πάνος είχε φύγει για τη δουλειά του. Κανονικά κι εκείνη θα έπρεπε να περάσει από τον εκδοτικό για να παραδώσει ένα διορθωμένο χειρόγραφο, αλλά ήλπιζε πως ο Φοίβος θα είχε αναλάβει να την καλύψει. Ο Άγγελος άνοιξε τη πόρτα και παρέλαβε ένα συστημένο γράμμα για εκείνον. Γύρισε προς το μέρος της και της το έδειξε, απορημένος.
«Δεν έχει αποστολέα», σχολίασε. Της το έδωσε να το ανοίξει κι εκείνη δεν δίστασε. Κοκάλωσε όταν είδε πως ήταν ένα γράμμα από τον πατέρα του και για μια στιγμή πέρασε η ιδέα από το μυαλό της να του το κρύψει, αλλά αντί γι’ αυτό, του το έδωσε και στάθηκε στο πλευρό του για να το διαβάσει. Ήταν ένα γράμμα τριών σελίδων γεμάτο απολογίες και ικετεύσεις για συγχώρεση. Τρεις φορές αναγκάστηκε να σταματήσει να διαβάζει το γράμμα ενώ η Εύα δακρυσμένη, τον κρατούσε αγκαλιά. Δε βρήκε τίποτα να του πει. Δεν υπήρχαν λέξεις για να περιγράψει αυτό που ζούσαν τη δεδομένη στιγμή. Ο Άγγελος με σιγουριά, άνοιξε το συρτάρι του γραφείου του, κι έριξε μέσα το γράμμα. Σκούπισε τα μάτια του και χαμογέλασε στην Εύα που τον κοιτούσε λες και φοβόταν μη καταρρεύσει.
«Πάει, έκλεισε κι αυτός ο κύκλος, Εύα», είπε χαμηλόφωνα και ξέσπασε σε δυνατά γέλια. Μπορεί να τον είχε πειράξει λίγο ο θάνατος του πατέρα του, αλλά η Εύα μπορούσε να δει καθαρά πως επιτέλους ο Άγγελος δε φοβόταν να ζήσει.

Ένα χρόνο μετά…

«Γρήγορα, θ’ αργήσουμε!»
Ήταν η τρίτη φορά που αναγκάστηκε η Εύα να τραβήξει τον Άγγελο από το πόδι για να τον σηκώσει από το κρεβάτι αλλά εκείνος αδιαφορούσε εντελώς αν θα προλάβαιναν ή όχι το καράβι για τον Πειραιά. Αναστέναξε δυνατά και γρύλισε νευριασμένη, αδυνατώντας να τα παρατήσει. Το είχε βάλει σκοπό να μη περάσει το δικό του αλλά εκεί που τον τραβούσε για ν’ αφήσει το κρεβάτι του, ξαφνικά βρέθηκε ξαπλωμένη στο στρώμα με τον Άγγελο από πάνω της να της φιλάει ανελέητα το πρόσωπο βγάζοντας μικρές κραυγές ευχαρίστησης που την έκαναν να ξεσπάσει σε δυνατά γέλια.
«Κάτσε ρε τρελέ», τον μάλωσε και τον έσπρωξε από πάνω της. «Σαν τον Μάιλο κάνεις». Πριν καν προλάβει να τελειώσει τη φράση της ο σκύλος τους, ένα κόκερ με τεράστια αυτιά, μπήκε με φόρα στο δωμάτιο τους και πήδηξε χωρίς δεύτερη σκέψη στο κρεβάτι γλύφοντας και τους δύο στο πρόσωπο. Ήταν στιγμές ευτυχίας από εκείνες που ζούσαν συνέχεια τον τελευταίο χρόνο.
Οι ζωές τους είχαν πάρει μια ανεξήγητη στροφή προς το καλύτερο από εκείνο το πρωινό που έλαβε ο Άγγελος το γράμμα του νεκρού πατέρα του. Ήρθαν ακόμα πιο κοντά. Πλέον δεν χρειάζονταν να μιλήσουν για να καταλάβουν ο ένας τον άλλον, μια ματιά ή ένα χαμόγελο έφτανε. Ο Άγγελος αδυνατούσε να κάνει σχέση με άλλη γυναίκα. Έκανε σεξ περιστασιακά μα ποτέ του δεν ένιωσε την ανάγκη να δεθεί με άλλη γιατί γνώριζε καλά πως καμία δε θα τον καταλάβαινε τόσο όσο η Εύα του. Μπορεί εκείνη να ήταν ακόμα σε μια όμορφη σχέση με τον Φοίβο, την οποία δέχτηκε με τη σκέψη πως της άξιζε η σιγουριά που της χάριζε απλόχερα, αλλά είχε υποσχεθεί στον εαυτό του πως αν δεν έβρισκε μία σαν εκείνη δε θα έκανε τον κόπο να αγαπήσει.
Ο Μάιλο έγινε μέρος της ζωής τους πρόσφατα, αλλά ήδη ήταν λες και τον είχαν χρόνια. Πριν ένα μήνα, αφού ο Φοίβος αναγκάστηκε να φύγει για το Λονδίνο για λίγο καιρό για δουλειές του εκδοτικού, η Εύα και ο Άγγελος αποφάσισαν να κάνουν τις διακοπές της ζωής τους. Πακετάρισαν μερικά ρούχα σε δύο σάκους και αφού γέμισαν το αμάξι του Φοίβου με βενζίνη, ξεκίνησαν για να κάνουν τον γύρο της Ελλάδας. Ήταν απόφαση της στιγμής, χωρίς να το καλοσκεφτούν, από εκείνες τις αποφάσεις που έπαιρναν συχνά όταν έψαχναν να βρουν κάτι να τους κάνει τη ζωή πιο ενδιαφέρουσα. Γύρισαν όλη τη Πελοπόννησο, ανέβηκαν προς Πρέβεζα και Πάργα, πέρασαν από Ιωάννινα και συνέχισαν τη πορεία τους σταματώντας στα μέρη που τους άρεσαν για ύπνο και φαγητό, ώσπου έφτασαν Θεσσαλονίκη και Καβάλα. Από εκεί πήραν το καράβι για Σάμο: τρεις βδομάδες στο δρόμο και μία ολόκληρη στο νησί ήταν βάλσαμο για τις καρδιές τους και ικανό να τους γεμίσει τις μπαταρίες. Κάπου στο Αγρίνιο είχαν βρει τον Μάιλο δεμένο έξω από ένα καφενείο, ξεχασμένο από τον ιδιοκτήτη του. Η Εύα τον αγάπησε αμέσως. Χωρίς δεύτερη σκέψη τον υιοθέτησαν κι έγινε το μωρό τους.
«Έλα και οι δύο, γρήγορα», τους φώναξε και τινάχτηκε όρθια. «Αύριο επιστρέφει ο Φοίβος και θέλω να είμαι σπίτι να τον υποδεχτώ».
«Πω πω γκρίνια», σχολίασε ο Άγγελος ενώ ο Μάιλο τον έγλυφε σαν τρελός. «Πάμε γιατί η μάνα σου θα μας βγάλει ξινές τις διακοπές».
Αποχαιρέτησαν τους γονείς της Εύας και μπήκαν στο αμάξι, ενώ εκείνος τεντωνόταν νωχελικά, ανήμπορος να μπορεί να σβήσει το χαμόγελο από τα χείλια του. «Σήμερα είμαι πιο ευτυχισμένος από χθες», δήλωσε και χαμογέλασε διάπλατα στην Εύα. Αυτά ήταν τα λόγια που επαναλάμβανε τον τελευταίο χρόνο, που την έλεγε συχνά αν και όχι κάθε μέρα αφού οι διακυμάνσεις της διάθεσης του μερικές φορές ήταν τόσο έντονες που ήταν δύσκολο να τις χειριστεί και ο ίδιος. Όμως, κάθε φορά που η Εύα την άκουγε, χαιρόταν κι ήξερε πως κι εκείνη θα είχε καλή μέρα.
Γύρισαν στον Πειραιά νωρίς το πρωί της επόμενης μέρας και πήγαν κατευθείαν στο διαμέρισμα του. Ο Πάνος είχε βρει δικό του μέρος πια αφού βεβαιώθηκε πως ο Άγγελος είχε πολλούς περισσότερους λόγους να ζήσει από το να αφαιρέσει τη ζωή του. Αστειευόταν πως δεν άντεχε να ζει και με την Εύα αφού ήταν μια μικρή δικτάτορας αλλά μάλλον το έκανε για να τους δίνει όσο περισσότερο χώρο γινόταν. Η αλήθεια ήταν πως ο Άγγελος ήταν ο εαυτός του μόνο όταν ήταν εκείνη κοντά του.
«Να σε πάω σπίτι σου;» τη ρώτησε όταν ξεφόρτωσαν τα πράγματα του και έδειξαν στον Μάιλο το νέο του σπίτι.
«Όχι, θα πάω να τον πάρω από το αεροδρόμιο και θα έρθουμε από δω».
«Να σε πάω ως εκεί», προσφέρθηκε και έμοιαζε τόσο ενεργητικός και χαρούμενος που δεν μπόρεσε να του αρνηθεί, έτσι μισή ώρα αργότερα, ξεκίνησαν για το αεροδρόμιο.
Έπεσε με φόρα στα χέρια του Φοίβου μόλις τον είδε να έρχεται προς το μέρος του και τον φίλησε βαθιά. Της είχε λείψει αν και ο Άγγελος κατάφερνε τις περισσότερες ώρες της μέρας να της αποσπά τη προσοχή.
«Μου έλειψες ρε μωρό μου, δεν γίνεται να φεύγω για τόσο μεγάλα διαστήματα χωρίς εσένα», ψιθύρισε στο αυτί της και τη ξαναφίλησε δυνατά. Χαιρέτησε τον Άγγελο που περίμενε υπομονετικά λίγο πιο κάτω και ξανακοίταξε την Εύα λες και την έβλεπε πρώτη φορά. «Πάμε και θέλω να μιλήσουμε σοβαρά για κάτι», της είπε κι έκλεισε πονηρά το μάτι του, κάνοντας τη να ψάξει το πρόσωπο του Άγγελου αυτόματα. Στεκόταν στη θέση του σοβαρός λες και είχε παγώσει ενώ την κοιτούσε σχεδόν ικετευτικά. Τι στο καλό ήθελε να της πει ο Φοίβος;
Σε μια απόπειρα να αποφύγει τη σοβαρή συζήτηση μαζί του, αντί για το σπίτι τους, πήγαν όλοι μαζί στου Άγγελου. Παρήγγειλαν φαγητό απ’ έξω και του είπαν λεπτομερώς για το ταξίδι τους, ώσπου άρχισε να πέφτει το σκοτάδι. Κάθε φορά που ο Φοίβος προσπαθούσε ν’ ανοίξει κουβέντα, η Εύα άλλαζε θέμα ώσπου κάποια στιγμή δεν άντεξε και η υπομονή του εξαντλήθηκε εντελώς.
«Εύα, θέλω να μιλήσουμε», φώναξε για δεύτερη φορά, αναγκάζοντας τη να σταματήσει να μιλάει.
«Εγώ λέω να σας αφήσω», είπε αυτόματα ο Άγγελος.
«Δεν χρειάζεται», τον διέκοψε ο Φοίβος και χαμογέλασε στη κοπέλα που έμοιαζε νευρική, σαν να ήθελε ν’ ανοίξει η γη να τη καταπιεί. «Ο εκδοτικός μας θ’ ανοίξει φτερά και στο εξωτερικό. Ο πατέρας μου είναι χρόνια φίλος με τον ιδιοκτήτη του εκδοτικού που θα συνεργαστούμε και μου πρότειναν ν’ αναλάβω τα γραφεία στο Λονδίνο. Θέλω να έρθεις μαζί μου, είμαστε μαζί δυόμισι  χρόνια, ίσως ήρθε η ώρα να αρραβωνιαστούμε…»
Ο Άγγελος δεν έμεινε εκεί ν’ ακούσει περισσότερα. Άρπαξε τα κλειδιά της μηχανής και έκανε νόημα στη σοκαρισμένη Εύα πως έφευγε. Χρειαζόταν κάτι να πιει οπωσδήποτε γιατί στη σκέψη και μόνο πως η Εύα θα έλεγε ναι στη πρόταση του Φοίβου, τρελαινόταν. Ανέβηκε στη μηχανή και οδήγησε ως το κοντινότερο μπαρ όπου άρχισε να πίνει σαν τρελός, ενώ άναβε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο, αγνοώντας τα βλέμματα θαυμασμού από τις γυναίκες τριγύρω του. Καμία δεν τον ένοιαζε. Καμία τους δεν ήταν ικανή να τον κάνει να ξεπεράσει αυτόν τον τρόμο που είχε δύο χρόνια να νιώσει. Την έχανε πάλι; Πώς μπορούσε να τη κρατήσει κοντά του… δεν γινόταν να της το ζητήσει γιατί είχε κάθε δικαίωμα να φτιάξει τη ζωή της. Μπορεί εκείνος να είχε δηλώσει πως δεν θα έκανε βήμα μπρος αλλά δε μπορούσε να το στερήσει αυτό από εκείνη. Όμως ζήλευε τραγικά που έκανε βήματα μπρος, με άλλον.
Έχασε κάθε επαφή με το περιβάλλον για λίγο και δεν ήξερε πια πόση ώρα έπινε, όμως αποφάσισε πως είχε έρθει η ώρα να γυρίσει σπίτι και κατέβηκε από το σκαμπό του μπαρ, όταν έπεσε πάνω του μια γυναίκα, που κατά λάθος έριξε πάνω του το ποτό της. Νευριασμένος σήκωσε το βλέμμα κι αναζήτησε το πρόσωπο της μα ξαφνιάστηκε όταν είδε τη Νάντια μπροστά του να τον κοιτά το ίδιο σοκαρισμένη. Ασυναίσθητα χαμογέλασε διάπλατα ταυτόχρονα μ’ εκείνη, και γέλασε.
«Δε ξέρεις πόσο χαίρομαι που σε βλέπω».
«Κι εγώ χαίρομαι, πώς είσαι;» ζήτησε εκείνη να μάθει. Κάθισαν σ’ ένα τραπέζι παρέα και κοιτάχτηκαν για λίγο, γελώντας νευρικά. Τόσα χρόνια μακριά. Εκείνη δεν είχε αλλάξει καθόλου και ο Άγγελος αναρωτήθηκε αν πίστευε κι εκείνη το ίδιο για εκείνον. «Πες μου τα νέα σου», τον προέτρεψε.
«Από πού ν’ αρχίσω, η μητέρα μου πέθανε», είπε και είδε θλίψη να χρωματίζουν τα μάτια της. «Και γύρισε η Εύα», πρόσθεσε. Το πηγούνι της αμέσως συσπάστηκε και ο Άγγελος ένιωσε άσχημα που όλα πήραν τόσο άσχημη τροπή μεταξύ τους. «Το ξέρω πως σε πλήγωσα...»
«Με απογοήτευσες, έχει μεγάλη διαφορά», τον διέκοψε με αυστηρότητα. «Ας μη μιλήσουμε γι’ αυτήν απόψε. Χαίρομαι τόσο πολύ που σε βλέπω, Άγγελε. Μου έλειψες πραγματικά, περισσότερο απ’ όσο ήθελα να παραδεχτώ».
Εκείνος συνειδητοποίησε πως τελικά η Νάντια δεν του είχε λείψει τόσο πολύ όσο νόμιζε. Μπορεί να ένιωθε ανακουφισμένος που την έβλεπε ξανά, που έδειχνε να είναι καλά, μα σίγουρα δεν του έλειπαν οι στιγμές μαζί της. Δεν κατάλαβε ποτέ γιατί δέχτηκε να την πάει σπίτι μετά από μία ώρα συζήτησης. Ήθελε να φύγει, μα την ακολούθησε ως το διαμέρισμα της. Είχε ανάγκη να γυρίσει στην Εύα, μα αντί να φύγει, κατέληξε στο κρεβάτι με την Νάντια γιατί μόνο εκείνη θα μπορούσε να σβήσει τη δίψα που του είχε αφήσει η Εύα. Μόνο εκείνη μπορούσε να τον κάνει να ξεχάσει, έστω για λίγο, το γεγονός πως την έχανε για μία ακόμη φορά.
Άνοιξε τα μάτια του και πήρε μια βαθιά ανάσα. Η Νάντια κοιμόταν γυμνή δίπλα του. Είχαν συμφωνήσει να περάσουν τη βραδιά μαζί και μετά εκείνος να φύγει και να μη ξαναβρεθούν. Αν η Εύα ήταν το δικό του απωθημένο, προφανώς εκείνος ήταν της Νάντιας. Ντύθηκε προσπαθώντας να μη κάνει φασαρία και βγήκε από το σπίτι. Ευτυχώς δε ζαλιζόταν πια αν και είχε ένα παγωμένο αίσθημα στο στομάχι, λες και ήταν εντελώς άδειος, λες και ήταν νεκρός συναισθηματικά. Έπρεπε να το πάρει απόφαση πως η Εύα μπορεί και να έφευγε. Έπρεπε να το χωνέψει. Έβαλε μπρος τη μηχανή και ξεκίνησε για το διαμέρισμά του, μα σε κάθε φανάρι χανόταν στις σκέψεις του μέχρι που τελικά, συνέχισε να οδηγεί αφηρημένα. Δε κατάλαβε πώς πέρασε εκείνο το κόκκινο φανάρι. Το τελευταίο πράγμα που είδε ήταν ένα ασημί αμάξι και μετά, σκοτάδι.

42.

Η σιωπή που είχε πέσει ανάμεσα στον Φοίβο και την Εύα ήταν αβάσταχτη. Εκείνη προσπαθούσε να επεξεργαστεί τα λόγια του και να καταλάβει τι ακριβώς ένιωθε κι εκείνος με κάθε λεπτό που περνούσε και η Εύα δεν έβγαζε κουβέντα, ένιωθε να χάνει το παιχνίδι.
«Δεν καταλαβαίνω την αντίδραση σου», της παραπονέθηκε μετά από αρκετές στιγμές. «Πίστευα πως θα χαιρόσουν».
«Δεν είναι αυτό, χαίρομαι και σ’ ευχαριστώ αλλά…»
«Αλλά τι;» ρώτησε με απαιτητικό τρόπο εκείνος. Πρώτη φορά τον άκουγε να της μιλάει τόσο απότομα και τον λυπήθηκε γιατί, για μία ακόμη φορά, ετοιμαζόταν να πληγώσει κάποιον που την αγαπούσε πραγματικά. «Αλλά δεν είμαι ο Άγγελος», συνέχισε ωμά εκείνος και η Εύα ανατρίχιασε ολόκληρη. Πού να ήταν ο Άγγελος; Δεν της άρεσε το ύφος του όταν έφυγε, καθόλου. «Σου μιλάω, δεν είμαι ο Άγγελος, γι’ αυτό το σκέφτεσαι να μου πεις το ναι;» ύψωσε τη φωνή του και η Εύα τινάχτηκε τρομαγμένη. «Πραγματικά, ήξερα σε τι έμπαινα. Όταν μου μίλησες γι’ αυτόν στο Λονδίνο, ήξερα πως τα πράγματα θα ήταν ζόρικα αλλά έχεις συνειδητοποιήσει τι αρρωστημένη εξάρτηση έχετε ο ένας με τον άλλον;» Σηκώθηκε όρθιος κι άρχισε να περπατάει νευρικά στο σαλόνι τρίβοντας το πηγούνι του, ενώ τις έριχνε κοφτές ματιές που εκδήλωναν τον θυμό του. «Σου είπα κάποτε πως δεν θα έβαζα ποτέ να διαλέξεις ανάμεσα μας μα εσύ είχες διαλέξει από τη μέρα που γυρίσαμε πίσω. Κι απορώ γιατί με κρατούσες κι εμένα αφού η καρδιά σου ανήκει μόνο σε αυτόν. Γιατί με άφηνες να σ’ ερωτεύομαι όλο και περισσότερο;»
«Μα, σε αγάπησα», παραπονέθηκε χαμηλόφωνα κι εκείνος σταμάτησε να περπατάει και τη κοίταξε μ’ ελπίδα.
«Τότε έλα μαζί μου στο Λονδίνο, να ξεκινήσουμε εκεί τη ζωή μας».
«Υποσχέθηκα να μη τον αφήσω ποτέ», του εξήγησε και ο Φοίβος κάγχασε αγανακτισμένα. «Τ’ ορκίστηκα στη Ματίνα πριν πεθάνει».
«Σοβαρά;» σάρκασε εκείνος, πληγώνοντας την άθελα του. «Και για τη Ματίνα κοιμάσαι εδώ σχεδόν κάθε βράδυ; Επειδή στο ζήτησε εκείνη έχει γίνει ο Άγγελος το μόνο πράγμα που σκέφτεσαι όλη μέρα; Δεν σε ανάγκασε κανείς να είσαι μαζί του 24 ώρες το 24ωρο, Εύα. Μόνη σου το ζήτησες και ειλικρινά… γιατί για μια φορά δεν παραδέχεσαι την αλήθεια;» της έβαλε τις φωνές, ανήμπορος πια να συγκρατήσει τον θυμό του. «Παραδέξου πως τον αγαπάς, πως θες να είσαι μαζί του και πως το σκέφτεσαι αυτή τη στιγμή να με χωρίσεις, για να τελειώνουμε».
«Λυπάμαι», δάγκωσε το κάτω χείλος της και τράβηξε το βλέμμα της από πάνω του. «Έχεις δίκιο. Τόσο καιρό κοροϊδεύω τον εαυτό μου». Πήρε μια βαθιά ανάσα και χαμογέλασε πικραμένη. «Δεν ξέρω γιατί προσπαθούσα να με πείσω πως ήμουν ευτυχισμένη χωρίς τον Άγγελο, όταν χωρίς αυτόν δεν αναπνέω. Είναι λες και δεν έχει νόημα η ζωή αν δεν είναι στο πλευρό μου. Όταν γελάει, είναι λες κι ακούω το ωραιότερο τραγούδι». Κάρφωσε τα μάτια της στο θλιμμένο πρόσωπο του Φοίβου και έπνιξε έναν λυγμό γιατί, για μία ακόμη φορά συμπεριφερόταν εγωιστικά και πλήγωνε κάποιον που αγαπούσε. «Δεν μπορώ να έρθω μαζί σου γιατί δεν μπορώ να αποχωριστώ τον Άγγελο. Αν τον αφήσω, θα είναι σαν να αφήνω πίσω την καρδιά μου ολάκερη. Συγγνώμη για όσα έκανα, αλήθεια σε αγάπησα αλλά…»
«Όχι τόσο όσο να σπάσουν τα μάγια του από πάνω σου», αποτελείωσε εκείνος τη φράση του. «Κι εδώ τελειώνει το παραμύθι μας. Δεν θα σου πω πόσο κορόιδο νιώθω ότι πιάστηκα γιατί εξ’ αρχής μου είχες πει την αλήθεια, απλά εγώ τη παράφρασα ως κάτι διαφορετικό. Νόμιζα πως θα μπορούσα να σε κάνω να ξεχάσεις αλλά εσύ δεν ήθελες, έτσι;»
«Όχι, δεν ήθελα».
«Πολύ καιρό σου πήρε όμως, ρε Εύα, να παραδεχτείς τα αισθήματα σου. Κι όλο αυτό τον καιρό έπαιζες με τα δικά μου και τυραννούσες κι αυτόν τον ηλίθιο που σε αγαπάει ολόψυχα. Δεν μπορώ να σε καταλάβω, ειλικρινά δε μπορώ να χωνέψω πόσο εγωιστικά συμπεριφέρθηκες».
«Ούτε εγώ μπορώ να με καταλάβω», παραδέχτηκε λυπημένα εκείνη και κάθισε στον καναπέ, αναστενάζοντας κουρασμένα.
«Ξέρεις, δεν σου αξίζει ο Άγγελος», της είπε ψυχρά. Έκλεισε τα μάτια της και ένιωσε τα δάκρυα της να κυλάνε στα μάγουλά της.
«Το ξέρω», παραδέχτηκε θλιμμένη. «Πάλεψα για να προχωρήσω και να φτιάξω μια ζωή χωρίς αυτόν αλλά τελικά οι ζωές μας και οι ψυχές μας είναι συνδεδεμένες. Μπορεί η Ματίνα να μου ζήτησε να μείνω κοντά του αλλά την απόφαση την είχα πάρει από τη στιγμή που τον ξαναείδα στο νοσοκομείο, όχι από οίκτο αλλά από ολοκληρωτική αγάπη. Είναι το πεπρωμένο μου. Πώς να  παλέψω ενάντια στη μοίρα;»
Δεν πήρε απάντηση από τον Φοίβο. Το μόνο που άκουσε ήταν ο ήχος της πόρτας που έκλεισε πίσω του όταν αποφάσισε πως δεν είχε τίποτ’ άλλο να πει. Εκείνη αντί να νιώσει θλίψη που έχασε από τη ζωή της έναν γλυκό άνθρωπο που της είχε σταθεί, ένιωσε ανακούφιση γιατί επιτέλους μετά από τόσα χρόνια θα έβρισκε τα κότσια να κάνει αυτό που ήθελε από τη πρώτη στιγμή, να είναι με τον Άγγελο της. Φέρθηκε τόσες φορές τόσο εγωιστικά, και πλήγωσε τόσες πολλές ψυχές, αλλά έδωσε μια υπόσχεση στον εαυτό της πως από δω και πέρα προτεραιότητα της θα ήταν εκείνος… τα δικά του θέλω και οι δικές του ανάγκες… και μετά όλα τ’ άλλα.
Περίμενε για ώρες τον Άγγελο να γυρίσει για να του πει τα καλά νέα, να του ζητήσει να της δώσει την ευκαιρία να τον κάνει ευτυχισμένο, αλλά εκείνος δεν έλεγε να φανεί. Είχε αφήσει το κινητό του πίσω και δεν μπορούσε να τον βρει πουθενά. Κάπως έπρεπε να απασχολήσει τον εαυτό της γι’ αυτό περίπου τα μεσάνυχτα, έβγαλε βόλτα τον Μάιλο που χοροπηδούσε σαν τρελός από τη χαρά του. Μία ώρα περπατούσαν στους άδειους δρόμους. Ακόμα ο κόσμος δεν είχε γυρίσει από τις διακοπές και η πόλη ήταν περίεργα ήρεμη, λες και δεν υπήρξε ποτέ ψυχή τριγύρω. Της άρεσε αυτή τη ησυχία πολύ γιατί μπορούσε επιτέλους να ακούσει τη σκέψη της. Μπορούσε να ακούσει τη καρδιά της και το τραγούδι που έπαιζε στο ρυθμό του ονόματος και του γέλιου του Άγγελου, την έκανε τρισευτυχισμένη. Δεν ήθελε να παραδεχτεί πως τόσον καιρό τον εαυτό της μόνο τιμωρούσε, αλλά έτσι ήταν. Ήθελε να πληρώσει για τον εγωισμό και τα λάθη της με το να κρατάει τον εαυτό της μακριά από τον μοναδικό άνθρωπο που αγαπούσε, μα δεν άντεχε άλλο. Δεν άντεχε να τιμωρεί τον εαυτό της και να τον στεναχωρεί κι εκείνον.
Γύρισε σπίτι κατά τη μία και ένιωσε την ανησυχία να τη πνίγει αφού εκείνος δεν είχε γυρίσει ακόμα. Έριξε μια ματιά στο κινητό της και πάνω που ετοιμαζόταν να γκρινιάξει, χτύπησε τρομάζοντας τη. Κοίταξε την οθόνη και τον άγνωστο αριθμό και απάντησε, έχοντας ένα άσχημο προαίσθημα ξαφνικά.
«Η Εύα;» άκουσε μια άγνωστη γυναικεία φωνή να τη ρωτάει.
«Ναι ποιος είναι;»
«Λέγομαι Άννα, ξέρεις κάποιον Άγγελο;» Η κοπέλα ακουγόταν σαν να έκλαιγε αυξάνοντας τον φόβο που ήδη περιτριγύριζε την Εύα.
«Ναι, πού τον ξέρεις εσύ τον Άγγελο;» τόλμησε να ρωτήσει.
«Πριν μισή ώρα έβγαινα με το αμάξι μου από ένα στενό, και τον χτύπησα, πέρασε με κόκκινο και δεν πρόβαλα να σταματήσω». Η κοπέλα έμπηξε τα κλάματα και η Εύα ένιωσε να χάνει τον κόσμο  κάτω από τα πόδια της. «Είμαστε στο Γενικό Κρατικό. Σε ζητούσε, είπε το όνομα σου και τον αριθμό αυτό πριν… πριν τον πάνε χειρουργείο…»
Δε χρειάστηκε ν’ ακούσει άλλα. Έκλεισε το κινητό και με τρεμάμενα χέρια κάλεσε τον Πάνο. Δε μπορούσε να το περάσει αυτό μόνη της, δεν ήξερε σε τι κατάσταση καν βρισκόταν ο Άγγελος. Χρειαζόταν βοήθεια και ο Πάνος έτρεξε κοντά της χωρίς δεύτερη σκέψη. Οδήγησε νευρικά μέχρι το νοσοκομείο και έτρεξαν μαζί ως τα επείγοντα ψάχνοντας σημάδια για τον Άγγελο.
«Κάθισε εδώ, θα πάω στις πληροφορίες να ρωτήσω».
«Θα είχε τη ταυτότητα του μαζί; Δε ξέρω, αν δεν ξέρουν ποιος είναι;»
«Εύα, ηρέμησε σε παρακαλώ!»
«Δε μπορώ, θα έρθω μαζί σου».
Προχώρησαν μαζί ως εκεί και ζήτησαν να μάθουν αν είχαν φέρει κάποιον από ατύχημα με μηχανή. Η γυναίκα που έμοιαζε τρομερά κουρασμένη, κοίταξε τα χαρτιά της μα πριν τους απαντήσει, η Εύα ένιωσε ένα χέρι στον ώμο της. Γύρισε αμέσως και ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με μια νεαρή γυναίκα, λίγο μεγαλύτερη σε ηλικία από εκείνη, που έκλαιγε.
«Τον Άγγελο ψάχνεις;» ρώτησε με τρεμάμενη φωνή. «Η Εύα είσαι;»
«Ναι, η Άννα;»
Η κοπέλα την αγκάλιασε σφιχτά και ξέσπασε σε λυγμούς. «Λυπάμαι τόσο πολύ, δεν ξέρω πώς πετάχτηκε μπροστά μου έτσι».
«Πώς είναι, πού τον έχουν;» ρώτησε ο Πάνος, τρομοκρατημένος.
«Στο χειρουργείο με ρήξη σπλήνας». Η κοπέλα ρούφηξε τη μύτη της πάνω που ο πατέρας της, της έφερε έναν καφέ. «Θα σας πάω ως εκεί, ζητάνε στοιχεία του αλλά δεν ήξερα τι να τους πω. Κατάφερε να μου πει το όνομα του στο ασθενοφόρο και το δικό σου, αλλά μετά λιποθύμησε».
Τους οδήγησε έξω από το χειρουργείο, στην αίθουσα αναμονής, όπου ο Πάνος έφυγε για να κανονίσει τα διαδικαστικά. Η Εύα του έδωσε τα κλειδιά του σπιτιού του Άγγελου για να βρει τα απαραίτητα χαρτιά κι έριξε μια ματιά στο ρολόι της. Ήταν ήδη δυόμιση και η νύχτα προβλεπόταν μεγάλη.
Μία ώρα αργότερα ένας γιατρός έκανε την εμφάνιση του και πλησίασε την Άννα. «Βρήκατε κάποιον συγγενή του;» τη ρώτησε και η κοπέλα έδειξε προς την Εύα που έτρεμε ολόκληρη. «Είστε συγγενής του;»
«Δεν έχει κανέναν, μόνο εμένα… είμαι… είμαι…»
«Η κοπέλα του είναι», πετάχτηκε η Άννα και της χαμογέλασε τρυφερά.
«Ναι, μόνο εμένα έχει, πώς είναι;»
«Αφαιρέσαμε τη σπλήνα. Μέχρι στιγμής ανταποκρίνεται καλά. Δεν έχει άλλα εσωτερικά τραύματα αλλά αν δεν ξυπνήσει, δε θα ξέρουμε πολλά». Της μιλούσε αλλά τα μισά από αυτά που της έλεγε, δεν τα καταλάβαινε. Σταμάτησε να τον ακούει και σωριάστηκε σε μια καρέκλα φοβισμένη μα και ανακουφισμένη που δεν τον είχε χάσει. Ο γιατρός κάτι τη ρώτησε μα δεν του έδωσε σημασία κι ευτυχώς, εκείνη την στιγμή εμφανίστηκε ο Πάνος που για μία ακόμη φορά, ανέλαβε τα πάντα. Ένιωσε τόσο κουρασμένη κι αβοήθητη και παρέλυε στη σκέψη πως τα πράγματα θα μπορούσε να είχαν πάρει άλλη τροπή. Τι τον έπιασε; Ο γιατρός είπε πως είχε πιει αρκετά. Η Άννα είπε πως έτρεχε,  τι περνούσε από το κεφάλι του; Πάγωσε γιατί θυμήθηκε πως έφυγε από το σπίτι μόλις ο Φοίβος της είχε κάνει τη πρόταση του. Ήταν χαζή, έπρεπε να τον είχε σταματήσει, να του είχε πει πως δεν θα πήγαινε πουθενά. Εξαιτίας της έτρεχε. Για εκείνη είχε πιει. Για μία ακόμη φορά, έστω κι άθελα της, τον είχε πληγώσει.
«Θες να τον δεις;» άκουσε μια φωνή να τη ρωτάει. Επανήλθε στη πραγματικότητα και συνειδητοποίησε πως ο Πάνος στεκόταν μπροστά της και την παρακολουθούσε ανήσυχος. «Τον πήγαν σε δωμάτιο, αν θες μπορείς να τον δεις», επανέλαβε διστακτικά.
«Ναι…» μουρμούρισε εκείνη και ξέσπασε σε δυνατούς λυγμούς που τρόμαξαν τον Πάνο ακόμα περισσότερο. «Παραλίγο να τον σκοτώσω», τσίριξε κι εκείνος τη κοίταξε μ’ ένα μείγμα απορίας και έκπληξης. «Έφυγε γιατί μου έκανε πρόταση γάμου ο Φοίβος, παραλίγο να τον σκοτώσω».
«Γαμώ την τύχη μου μέσα με ‘σας τους δύο», γκρίνιαξε ο Πάνος και τη σήκωσε από τη καρέκλα με το ζόρι. «Καλά, δεν του έβαλες το ποτό στο χέρι, ούτε τον έβαλες πάνω στη μηχανή με το ζόρι, ρε Εύα».
«Μα έφυγε σαν το κλέφτη μόλις άκουσε τη πρόταση».
«Ας έμενε εκεί να σε πείσει να πεις όχι, αντί να φύγει ηττημένος», είπε μέσα από τα δόντια του και σκούπισε τα μάτια της. «Δε σας αντέχω, μ’ έχετε κάνει νευρικό, σας σκέφτομαι και μου ‘ρχεται να πιω μια κάβα ολόκληρη μόνος μου. Και τι στο διάολο, είπες ναι στον Φοίβο αφού αγαπάς τον Άγγελο;» της έβαλε τις φωνές.
«Τι λες ρε Πάνο;» γκρίνιαξε εκείνη. «Χώρισα για χάρη του κι αυτός πήγε και γκρεμοτσακίστηκε».
Το γέλιο του Πάνου την έκανε να σταματήσει τα κλάματα. Ρουθούνισε σε μια προσπάθεια να συγκρατήσει το νευρικό της γέλιο και αγκάλιασε σφιχτά τον φίλο της που για μία ακόμη φορά μεταμφίεσε τον τρόμο που ένιωθε σε χιούμορ, για να τη στηρίξει. «Άντε ηλίθια, μπες μέσα να τον δεις, την τύχη μου μέσα με αυτόν ελεεινό συγχρονισμό σας».
 Την έσπρωξε απαλά προς το δωμάτιο και χαμογέλασε τρυφερά καθώς η Εύα πλησίαζε το κρεβάτι του Άγγελου, τρέμοντας ολόκληρη. Δεν της άρεσε η εικόνα του με τον ορό και τα φάρμακα να μπαίνουν στον οργανισμό του από τις βελόνες που τρυπούσαν τις φλέβες του. Είχε τα μάτια του σφιχτά κλειστά και το στέρνο του ανεβοκατέβαινε απαλά, ενώ η μάσκα οξυγόνου που κάλυπτε τη μύτη και το στόμα του, τον έκαναν να δείχνει χειρότερα απ’ ό, τι την είχε διαβεβαιώσει ο γιατρός πως ήταν. Κάθισε στο κρεβάτι προσεχτικά και κράτησε το χέρι του στο δικό της, προσέχοντας μην αφαιρέσει το παλμικό οξύμετρο στο δάχτυλό του, που μετρούσε τους παλμούς του και τους μετέφερε στο μηχάνημα δίπλα στο κρεβάτι.
 Έσκυψε κοντά του κι άφησε ένα φιλί το μέτωπό του. «Φτηνά τη γλίτωσες λένε… αχ ρε Άγγελε μου…» είπε με σταθερή φωνή. «Κοίτα να κοιμηθείς καλά απόψε, γιατί το πρωί που θα ξυπνήσεις, θα σου τα σούρω για τα καλά. Με τρόμαξες, πότε θα καταλάβεις πως αν πάθεις κάτι θα πεθάνω; Μη μου κάνεις τέτοια πράγματα ρε Άγγελε. Μη κάνεις τέτοιες βλακείες. Λυπήσου με. Αν θες να με ξεκάνεις και να πάρεις το αίμα σου πίσω για τις τόσες χαζομάρες που έχω κάνει, βρες άλλο τρόπο. Μη κάνεις κακό στον εαυτό σου ρε αγάπη μου». Κοίταξε το ήρεμο πρόσωπο του και ξεφύσησε απογοητευμένη που δεν αντιδρούσε. «Πώς με είπες;» συνέχισε να του λέει και χαμογέλασε. «Έλα, ξύπνα αγάπη μου να με ρωτήσεις… πώς με είπες;» Δεν αντέδρασε και της ήρθε να τον ταρακουνήσει. «Καλά, κοιμήσου, αλλά δεν θα κοιμάσαι για πάντα. Κάποια στιγμή θ’ ανοίξεις τα μάτια σου και θα με κοιτάξεις με απορία που θα σου πω πως σ’ αγαπώ». Άφησε πάλι ένα φιλί στο μέτωπο του και μετέφερε το κουρασμένο της σώμα στη καρέκλα. Δεν θα πήγαινε πουθενά. Δεν θα έφευγε από το πλευρό του, ούτε δευτερόλεπτο μέχρι να ξυπνήσει. Δε θα τον ξανάφηνε ποτέ μόνο… 

43.

«Ξύπνα αγάπη μου, η νύχτα πέρασε, τ’ αστέρια έσβησαν…»
«Εύα μου, μη το κάνεις αυτό».
Σκούπισε τα μάτια της μόλις άκουσε τη μητέρα της να μπαίνει στο δωμάτιο. Τρεις μέρες είχαν περάσει και ο Άγγελος δεν έλεγε ν’ ανοίξει τα μάτια του. Είχε τρομοκρατηθεί γιατί οι γιατροί τους διαβεβαίωναν πως δεν είχε τίποτα. Όλες οι εξετάσεις του ήταν καθαρές μα εκείνος ήταν λες και είχε πεισμώσει και δεν ήθελε να ξυπνήσει.
«Μαμά, δεν σε άκουσα», γέλασε νευρικά κι έριξε μια ματιά προς τον Άγγελο. «Γιατί δε ξυπνάει; Κάναμε κι άλλες εξετάσεις, είναι μια χαρά», παραπονέθηκε κι άφησε τη μητέρα της που είχε μπει στο πρώτο αεροπλάνο από τη Σάμο όταν έμαθε για το ατύχημα, να την κλείσει στην αγκαλιά της. Η γυναίκα κοίταξε κι αυτή με τη σειρά της το αγγελούδι της κι αναρωτήθηκε τι ήταν αυτό που κρατούσε τον Άγγελο από το γυρίσει κοντά τους.
«Ηρέμησε, το σώμα του πέρασε ένα μεγάλο σοκ και ίσως ακόμα δεν είναι έτοιμος να ξυπνήσει», προσπάθησε να τη καθησυχάσει αλλά η Εύα εδώ και τρεις μέρες έμοιαζε με άγριο ζώο, φυλακισμένο σε κλουβί. «Γιατί δε πας λίγο σπίτι;».
«Αποκλείεται», τη διέκοψε απότομα. «Θα πάω το βράδυ, όχι τώρα, τώρα μπορεί να ξυπνήσει και θέλω να είμαι εδώ όταν γίνει αυτό», συνέχισε μ’ απολογητικό τόνο.
Κάθισε πάνω στο κρεβάτι και ακούμπησε προσεχτικά το κεφάλι της στο στέρνο του, στο μέρος της καρδιάς του που χτυπούσε ρυθμικά χωρίς να χάνει χτύπο. Μερικά λεπτά αργότερα, σηκώθηκε και αναστέναξε δυνατά, ενώ πέρασε στο χέρι της πάνω από το αξύριστο πρόσωπο του. Βολεύτηκε λίγο και σήκωσε από το κομοδίνο το βιβλίο που του διάβαζε. Το είχε βρει μες τα πράγματα της μητέρας του. Ήταν το “Κάθε Χρόνο τον Μάη”, που είχε αγοράσει για εκείνη. Της μιλούσε συχνά γι’ αυτό το βιβλίο αφού το είχε αγαπήσει πολύ και σκέφτηκε πως ίσως να τον έκανε ν’ ανοίξει τα μάτια του. Το άνοιξε και βρήκε τη σελίδα στην οποία είχε σταματήσει τη προηγούμενη μέρα. Ξεκίνησε να διαβάζει και χάθηκε μέσα στις σελίδες, τόσο βαθιά και ολοκληρωτικά, που δεν είδε τον Άγγελο ν’ ανοίγει τα μάτια του και να τραβάει τη μάσκα από το πρόσωπο του.
«Αυτό το βιβλίο είναι τόσο καταθλιπτικό». Η φωνή του ήταν αδύναμη και με το ζόρι έφτασε στ’ αυτιά της Εύας. Χαμήλωσε με δυσπιστία το βιβλίο και γύρισε προς το μέρος του, παρακαλώντας να είναι αλήθεια το ότι της μίλησε και να μη το είχε φανταστεί. Όταν τον είδε να της χαμογελάει αχνά, τα ‘χασε εντελώς. Πέταξε το βιβλίο στην άκρη και έπεσε πάνω του άτσαλα, κάνοντας τον να βογκήξει πονεμένα. Του έκανε τέτοια επίθεση αγάπης που ξάφνου δεν τον ένοιαζε το γεγονός πως ο κορμός του πονούσε και πως ένιωθε τρομερή πίεση στη σπονδυλική στήλη που τον έκανε να αισθάνεται άβολα. Η Εύα φιλούσε όλο του το πρόσωπο, ενώ έκλαιγε σαν μωρό, ώσπου τελικά ακούμπησε τα χείλια της στα δικά του και τον φίλησε αχόρταγα, κλέβοντας του την ανάσα.
«Αγάπη μου, επιτέλους ξύπνησες», του είπε κι άνοιξε τα μάτια του διάπλατα.
«Πώς με είπες;» ρώτησε, κι εκείνη ξέσπασε αμέσως σε δυνατά γέλια. «Τι μέρα είναι; Πού βρίσκομαι, γιατί δε μπορώ να κουνηθώ;» Τόσες ερωτήσεις μαζεμένες πρώτη φορά έκανε μα η τελευταία ανησύχησε την Εύα περισσότερο απ’ όλες.
«Είχες ατύχημα πριν τέσσερις μέρες, είσαι ακόμα στο νοσοκομείο γιατί κοιμόσουν σαν βόδι», τον πείραξε και ακούμπησε το χέρι της στο πόδι του. «Τι εννοείς δε μπορείς να κουνηθείς;»
«Η μέση μου», γκρίνιαξε και έκανε έναν μορφασμό πόνου όταν προσπάθησε ανεπιτυχώς να κουνηθεί. «Πού πας;» ρώτησε τρομαγμένος όταν η Εύα σηκώθηκε από το κρεβάτι.
«Να φωνάξω έναν γιατρό, έρχομαι αμέσως».
Έφυγε τρέχοντας και γύρισε μετά από δέκα λεπτά με τον γιατρό που παρακολουθούσε τον Άγγελο. Η μητέρα της και ο Πάνος στέκονταν από πάνω του και του μιλούσαν και χαιρέτησαν τον γιατρό, αλλά η Εύα φοβήθηκε να πλησιάσει. Περίμενε υπομονετικά μέχρι εκείνος να τελειώσει την εξέταση του, τρώγοντας τα νύχια της, μια συνήθεια που απεχθανόταν τρομερά.
«Πώς είναι;» ρώτησε με λαχτάρα όταν επέστρεψε.
«Καλά πάει. Θα βγάλουμε πλάκες για τη μέση του και θα δούμε τι τον πιέζει». Δίστασε να συνεχίσει και η Εύα τον στραβοκοίταξε. «Ευελπιστώ πως δεν θα είναι τίποτα, είμαι αισιόδοξος. Πάω να κανονίσω την εξέταση για όσο πιο γρήγορα δυνατόν», είπε κι αφού χαμογέλασε καθησυχαστικά, έφυγε για τη δουλειά του. Εκείνη οπλίστηκε με δύναμη και ευχήθηκε ό, τι κι αν ένιωθε ο Άγγελος να περνούσε γρήγορα, ενώ γυρνούσε στο πλευρό του.
«Θα σας αφήσουμε να τα πείτε. Θα πάω την κυρά Μίνα σπίτι για κάνει ένα μπάνιο και ξαναρχόμαστε», είπε ο Πάνος και περίμενε υπομονετικά τη γυναίκα να χαιρετήσει το αγγελούδι της.
Μόλις μείνανε μόνοι, η Εύα ξαναφίλησε τον Άγγελο κι αναστέναξε ανακουφισμένη που έβλεπε το γαλαζοπράσινο των ματιών του και πάλι.
«Με φιλάς και με λες αγάπη σου», παρατήρησε εκείνος μ’ ένα στραβό χαμόγελο. Της είχε λείψει αυτή η γλυκιά νωχελικότητα στη φωνή του όταν μιλούσε. Της είχε λείψει ολόκληρος.
«Χαίρομαι που το ατύχημα δεν πείραξε τον εγκέφαλό σου», τον πείραξε.
«Θα μου εξηγήσεις; Όχι ότι δε μου αρέσει, απλά…» σταμάτησε να μιλάει όταν κόλλησε πάλι τα χείλη της στα δικά του. «Μμμμ, αμβροσία», σχολίασε.
«Ελπίζω να με συγχωρέσεις», του είπε εκείνη θλιμμένα.
«Για πιο πράγμα;»
«Για όλα, που έπρεπε να σε φιλάω όλη μου τη ζωή και δεν το έκανα. Που δεν ήμουν εκεί όταν με χρειαζόσουν. Που δε σου είπα ποτέ, από εκείνη τη μέρα στη Σάμο, πόσο πραγματικά σε αγαπώ και σ’ έχω ανάγκη». Τα μάτια του έλαμψαν και γέλασε, μα σταμάτησε όταν ένιωσε έναν οξύ πόνο στην τομή του. «Είσαι καλά;» τρόμαξε εκείνη.
«Πώς να μην είμαι», χαμογέλασε διάπλατα και τη τράβηξε κοντά του ξανά. «Σ’ αγαπώ, βάσανό μου», της είπε χωρίς ίχνος αστεϊσμού. «Σ’ αγαπώ και τρόμαξα τόσο πολύ πως μπορεί και να σε χάσω πάλι».
«Στ’ ορκίστηκα να μη σε αφήσω ποτέ ξανά. Πώς φαντάστηκες πως θα έσπαγα την υπόσχεση μου;» ρώτησε και έκανε μια γκριμάτσα όταν εκείνος την κοίταξε αψηφώντας ελαφρώς τα λόγια της. «Καλά, άσε μην απαντήσεις», τον παρακάλεσε. «Γίνε καλά, αγάπη μου, να γυρίσουμε σπίτι μας στο παιδί μας που σε ψάχνει και να συνεχίσουμε από εκεί που είχαμε σταματήσει τότε».
«Αλήθεια το λες;» Η φωνή του έτρεμε και το ίδιο κι εκείνη. Έσφιξε το χέρι του γερά κι άφησε ένα τρυφερό φιλί στο κρόταφο του. Κράτησε την ανάσα του και κάρφωσε τα μάτια του στο κομμάτι του ουρανού που έβλεπε από το παράθυρο του δωματίου του. Καλά του το έλεγε η μητέρα του, δεν ήταν η ώρα του να φύγει, του υποσχέθηκε αγάπη και ευτυχία και τον έσπρωξε πίσω στο σώμα του με το ζόρι. Προφανώς, εκείνη ήξερε καλά τι τον περίμενε και ο Άγγελος ένιωσε την καρδιά του να χτυπά δυνατά, από ευγνωμοσύνη.
Μερικές μέρες αργότερα ο γιατρός υπέγραψε το χαρτί που έδινε στον Άγγελο το δικαίωμα να γυρίσει σπίτι του. Ήταν καλά και πλέον δεν είχε καμία μελανιά ή γρατζουνιά πάνω του που να του υπενθυμίζει το ατύχημα, εκτός από τη τομή της εγχείρησης κι αυτόν τον πόνο στη μέση και τα πόδια που τον κρατούσε καθηλωμένο στη καρέκλα. Προσπάθησε να περπατήσει αλλά του φαινόταν αδύνατο να κάνει πάνω από μερικά βήματα. Οι εξετάσεις δεν έδειχναν να έχει πάθει ζημιά και ο γιατρός ορκιζόταν πως ήταν στο μυαλό του. Ναι, μπορεί να πονούσε εξαιτίας της πρόσκρουσης και της πτώσης, αλλά το μόνο πράγμα που τον εμπόδιζε να περπατήσει ήταν ο φόβος του.
Η Άννα ερχόταν συχνά να τον επισκεφτεί και κάθε φορά που έμπαινε μες το δωμάτιο, στο πρόσωπο του Άγγελου ζωγραφίζονταν μια απολογητική έκφραση ενώ εκείνο του Πάνου άστραφτε. Η κοπέλα που ακόμα είχε τύψεις, δεν σταματούσε να έρχεται στο νοσοκομείο μέχρι να βεβαιωθεί πως ο Άγγελος ήταν εντελώς καλά και η Εύα είχε βρει στο πρόσωπο της μια νέα φίλη. Ήταν συγκροτημένος άνθρωπος χωρίς εξάρσεις.
«Το ακριβώς αντίθετο από σένα», την πείραξε ο Πάνος όταν του το είπε. Δάγκωσε το κάτω χείλος της παιχνιδιάρικα όταν τον είδε να κοιτά την Άννα μ’ έντονο ενδιαφέρον και χαχάνισε για να του τραβήξει τη προσοχή.
«Γιατί δεν της ζητάς να πάτε για έναν καφέ;» τον προέτρεψε.
Ο Πάνος κοκκίνισε αμέσως. «Γυναίκες σαν αυτή δεν βγαίνουν με άντρες σαν εμένα», απάντησε νευρικά και τύλιξε τα χέρια του γύρω από τον κορμό του σαν να ήθελε να προστατευτεί.
«Σοβαρά, είσαι τόσο χαζός μερικές φορές», τον έσπρωξε με τον ώμο της. «Απορώ με σένα, που δεν βλέπεις τι υπέροχος άνθρωπος είσαι».
«Δεν… ξέρω…» τραύλισε. «Μετά την τελευταία σχέση μου, δεν ξέρω τι μου γίνεται».
«Το κατάλαβα», του απάντησε σοβαρά. «Καιρός είναι ν’ αφήσουμε πίσω το παρελθόν. Καιρός να κοιτάξεις το μέλλον σου. Ζήτα από την Άννα να πάτε για καφέ, αλλιώς θα το ζητήσω εγώ για σένα», τον προειδοποίησε και πήγε να πάρει το εξιτήριο του Άγγελου για να φύγουν επιτέλους από αυτή τη καταθλιπτική τρύπα.
Ο Πάνος έξυσε το κεφάλι του κι έριξε μια ματιά προς τον φίλο του που γελούσε με κάτι που του είπε η γλυκιά κοπέλα. Σκέφτηκε τι είχε περάσει εκείνος, μα και η Εύα και ανατρίχιασε. Μερικές φορές η μοίρα είναι αμείλικτη με κάποιους. Ναι μεν οι αποφάσεις τους εν μέρει τους είχαν φέρει ως εδώ, αλλά και η μοίρα έπαιξε τρομερό ρόλο. Κι όμως, τώρα είχαν την ευκαιρία τους να ευτυχίσουν. Τους δινόταν αυτή η πολυπόθητη δεύτερη ευκαιρία κι έδειχναν έτοιμοι να της αρπάξουν από τα μαλλιά. Ίσως αυτό θα έπρεπε να κάνει κι εκείνος. Και που είχε κολλήσει στο παρελθόν, δεν είχε κερδίσει τίποτα παρά μόνο πόνο και αμφισβήτηση για τον εαυτό του.
Κράτησε την ανάσα του και με σταθερό βήμα γεμάτο σιγουριά, προχώρησε προς τη κοπέλα που βοηθούσε τον Άγγελο να καθίσει στο κρεβάτι, και στάθηκε μπροστά της.
«Άννα, νομίζω πως τώρα που ο Άγγελος θα γυρίσει σπίτι του, πρέπει εγώ κι εσύ να βγούμε για καφέ», πέταξε χωρίς να το καλοσκεφτεί και κοκκίνισε όταν άκουσε τον Άγγελο να προσπαθεί μάταια να συγκρατήσει το γέλιο του. Η κοπέλα σάστισε για μια στιγμή και μετά χαμογέλασε διάπλατα.
«Πίστευα πως δεν θα το ζητούσες ποτέ!» απάντησε ευτυχισμένη και η καρδιά του Πάνου, αναπήδησε άτακτα από ευτυχία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου