44.
Τρεις
μέρες αφότου γύρισαν σπίτι, η Εύα μάζεψε τα πράγματα της από το διαμέρισμά της
και μετακόμισε με τον Άγγελο γιατί δεν ήθελε να μείνει μακριά του ούτε
δευτερόλεπτο. Όλα έγιναν γρήγορα, πράγμα που δυσαρέστησε τρομερά τον Πάνο που
έπρεπε να δουλέψει σκληρά για να μεταφέρουν όσα έπιπλα δε θα πουλούσε, στο
διαμέρισμα του Άγγελου. Η μητέρα της έμεινε πίσω να τον βοηθάει και να του
κρατά παρέα αφού ακόμα δεν έδειχνε έτοιμος να πατήσει στα πόδια του, και το
έκανε με περίσσια χαρά. Κάθε φορά που περνούσε το χέρι της μέσα από τα μαλλιά
του ή άφηνε ένα φιλί στο κούτελό του, εκείνος έλιωνε από αγάπη γιατί μπορεί να
είχε χάσει τη μητέρα του, αλλά η Μίνα ήταν άξια αντικαταστάτρια. Μπορεί να είχε
γεμίσει η ψυχή του μ’ έναν παράλογο φόβο που δεν μπορούσε να πολεμήσει, αλλά
είχε την Εύα του, είχε την οικογένεια του και τους φίλους του και όλα τ’ άλλα
θα έφτιαχναν.
«Μισώ
την ώρα και τη στιγμή που σε γνώρισα», άκουσε τον Πάνο να ουρλιάζει στην Εύα
που τον κυνηγούσε στο σπίτι και βγήκε απότομα από τις σκέψεις του. Γέλασε γιατί
εδώ και μισή ώρα προσπαθούσαν να διακοσμήσουν την άδεια κρεβατοκάμαρα με
αποτέλεσμα η αναποφασιστικότητα της Εύας να κάνει τα νεύρα του Πάνου να
χτυπήσει κόκκινο.
«Πανούλη
μη φεύγεις», παρακάλεσε εκείνη κι αγριοκοίταξε τον Άγγελο πάνω στο καροτσάκι
του, που τη χάζευε μ’ ένα τρυφερό χαμόγελο. «Εσύ ως πότε θα κάθεσαι ρε
τεμπέλη;» τον μάλωσε και το χαμόγελο του Άγγελου έσβησε σχεδόν αμέσως. Εκείνη
στεναχωρήθηκε με την αντίδραση του και κάθισε προσεχτικά στα πόδια του. Έκρυψε
το πρόσωπο της στο λαιμό του κι άφησε ένα τρυφερό φιλί πάνω στο ζεστό δέρμα
του. «Πονάς;» τον ρώτησε χαμηλόφωνα.
«Δε ξέρω
τι αισθάνομαι ακριβώς», παραδέχτηκε κρατώντας κι εκείνος χαμηλά τη φωνή του ενώ
την έσφιγγε πάνω του. «Θέλω να σηκωθώ αλλά…»
«Εντάξει,
μην αγχώνεσαι. Ο γιατρός είπε πως είναι όλα στο μυαλό και πως μόλις ηρεμήσεις
θα φτιάξουν όλα». Έκλεισε το πρόσωπο του στα χέρια της και φίλησε τα χείλια του
που είχαν γεύση βουτύρου, από τις καραμέλες που του άρεσε να πιπιλάει. Όλα είναι στο μυαλό μου, σκέφτηκε
εκείνος ενώ ευχαριστιόταν το φιλί της που του το έδινε με όλη της τη ψυχή. Πολύ
φοβόταν όμως πως το μυαλό του έπαιζε περίεργα παιχνίδια ξαφνικά. Ήθελε να
σηκωθεί, γιατί δεν τον άφηνε;
Δύο
βδομάδες μετά ο Άγγελος ακόμα κυκλοφορούσε σχεδόν όλη τη μέρα με το καροτσάκι.
Έκανε μερικά βήματα και ούρλιαζε σχεδόν από τον πόνο, κάνοντας την Εύα να
κλαίει στα κρυφά από τον φόβο της. Πήγαν σ’ έναν σωρό γιατρούς μα όλοι είπαν το
ίδιο πράγμα. Δεν είχε τίποτα. Ήταν υγιής. Όλα ήταν στο μυαλό του. Εκείνη όμως
δε παραπονέθηκε ποτέ, έκανε υπομονή κυρίως τις μέρες που δεν την άφηνε να τον
πλησιάσει, ούτε καν να τον αγγίξει. Της φώναζε να τον αφήσει, να φύγει… γινόταν
εκείνος ο Άγγελος που τον κέρδιζε η ηττοπάθεια και η απέχθεια για τον εαυτό του
γιατί δεν μπορούσε να δώσει μια απλή εντολή στο ίδιο του το σώμα. Εκείνες τις
μέρες ήταν που η Εύα τον αγαπούσε πιο πολύ και δεν τον άφηνε στιγμή μόνο του.
Κι εκείνες τις μέρες ήταν που εκείνος ένιωθε ανακούφιση που δεν τον άκουγε.
Είχε
μπει για τα καλά ο Οκτώβρης όταν γύρισε η Εύα από μια βόλτα με τον Μάιλο. Την
είχε πιάσει βροχή στον δρόμο και είχε γίνει μούσκεμα. Είχε βαρεθεί να βγαίνει μόνη
της βόλτες χωρίς τον Άγγελο στο πλευρό της, μ’ ένα σκυλί που λάτρευε να
κυνηγάει πεταλούδες και να μπαίνει σε μπελάδες. Ήθελε τον Άγγελο της και πάλι,
τον είχε ανάγκη. Ήθελε να χορέψει μαζί του και να κάνουν έρωτα, ήθελε να
μπορούν να τρέξουν και πάλι μαζί και να πηγαίνουν ατέλειωτες βόλτες. Ήθελε να
του δώσει έναν λόγο να σηκωθεί επιτέλους από αυτή τη μισητή καρέκλα.
Τη
κοίταξε ανήσυχος που έσταζε και άφησε μια μακρόσυρτη ανάσα να βγει από τα
πνευμόνια του. «Ρε Μάιλο, πάνω στη μάνα σου κατούρησες;» τη πείραξε και έξυσε
τ’ αυτιά του σκυλιού που έγλυφε το πρόσωπο του. «Όχι ότι δεν είσαι λαχταριστή
έτσι αλλά δεν πας ν’ αλλάξεις πριν κρυώσεις;»
Σταύρωσε
τα χέρια της γύρω από το στομάχι και τον αγριοκοίταξε. «Σήκω…»
«Εύα…»
τη παρακάλεσε αλλά εκείνη δεν είχε σκοπό να σταματήσει.
«Σήκω»,
σιγοτραγούδησε κι άρχισε να ξεκουμπώνει ένα προς ένα τα κουμπιά του πουκάμισου
της.
«Τι
κάνεις;;». Έδειχνε να διασκεδάζει με τα παιχνίδια της αλλά δεν έκανε κίνηση να
κουνηθεί.
Η Εύα
αφαίρεσε το πουκάμισο και έμεινε με το φανελάκι της που είχε κολλήσει πάνω στο
σώμα της. Δε φορούσε στηθόδεσμο και ο Άγγελος ένιωσε να ζηλεύει ακόμα και το
ύφασμα πάνω της. Συνέχισε να βγάζει τα ρούχα της ενώ πήγαινε ως τη
κρεβατοκάμαρα, κρατώντας τα μάτια της πάνω του. Πρώτα πέταξε το τζιν και τις
κάλτσες της και του έκανε νόημα να πλησιάσει.
«Όχι με
την καρέκλα, θα περπατήσεις».
«Με
τυραννάς», γκρίνιαξε εκείνος.
«Κι εσύ
εμένα, τόσες βδομάδες και δεν μπορώ να κάνω έρωτα με το αγόρι μου. Σε θέλω, με
θέλεις, κάνε μου έρωτα», τον προκάλεσε και δάγκωσε ερωτικά το κάτω χείλος της
ενώ έμπαινε στο δωμάτιο, βγάζοντας αργά το μπλουζάκι της, για να του δώσει έναν
ακόμα λόγο να σηκωθεί. Χαμογέλασε αχνά όταν τον είδε να πιάνει τις λαβές της
καρέκλας με όλη του τη δύναμη, τόσο που οι αρθρώσεις του άσπρισαν και με μια
απότομη κίνηση, έβγαλε τη μπλούζα και στάθηκε μπροστά του λες και αψηφούσε κάθε
στάλα πόνου που αισθανόταν ενώ σηκωνόταν με τεράστια δυσκολία.
«Είσαι
αμείλικτη», σχολίασε ενώ έκανε μια γκριμάτσα πόνου με το πρώτο βήμα που πήρε.
«Κι εσύ
τεμπέλης», τον κορόιδεψε και γέλασε όταν την αγριοκοίταξε. «Μερικά βήματα
ακόμα», τον προέτρεψε όταν σταμάτησε για μια στιγμή. «Τρία βήματα το πολύ»,
τραγούδησε. Ο Άγγελος πήρε μια βαθιά ανάσα και προχώρησε αργά προς το μέρος
της. Μόλις στάθηκε μπροστά της και έκλεισε τα πρόσωπο της στις παλάμες του,
ένιωσε όλο του το κορμί να χαλαρώνει λες και
πήραν από πάνω του το βάρος όλου του κόσμου. Τη φίλησε διψασμένα και την
άφησε να τον γδύσει ενώ απολάμβανε της αύξηση των παλμών της καρδιάς του,
περισσότερο και από τα χάδια της.
«Είσαι
πανούργα», ψιθύρισε στο αυτί της και δάγκωσε τον λοβό της απαλά.
«Αυτό
χρειαζόσουνα για να κάνεις ένα βήμα, στριπτίζ;» απάντησε εκείνη και ο Άγγελος
την έσπρωξε με δύναμη στο κρεβάτι. Δυσκολεύτηκε λίγο να ανέβει αφού οι
αρθρώσεις του είχαν σκουριάσει από την απραξία, αλλά είχε σκοπό να μην
απογοητεύσει την Εύα αυτή τη φορά. Εκείνη τύλιξε τα πόδια της γύρω του και
ανασήκωσε τον κορμό της για να του κλέψει ακόμα ένα φιλί. «Πόσο μου έλειψες»,
είπε ξέπνοη ενώ εκείνος φιλούσε με λαχτάρα τον λαιμό της, συνεχίζοντας αργά
προς το στήθος της και το στομάχι της. Φίλησε χαμηλά τη κοιλιά της και της
έβγαλε το εσώρουχο πάνω που εκείνη άφηνε έναν δυνατό αναστεναγμό ευχαρίστησης.
Είχε ξεχάσει εντελώς τον πόνο του. Είχε ξεχάσει γιατί δεν ήθελε να σηκωθεί από
τη καρέκλα. Δε θυμόταν τον παράλογο φόβο που τον κρατούσε καθηλωμένο σχεδόν
γιατί αποκτούσε ξανά αυτό που ήθελε τόσο πολύ, το κορμί της. Σχεδόν δε το
πίστευε ότι την έκανε δική του ξανά, χωρίς κανένας τους να έχει ενοχές. Ήταν
αυτός κι εκείνη μόνο, κανείς άλλος. Ήταν δική του και για χάρη της θα πάλευε
όλους τους δαίμονες του.
Ξάπλωσε ξέπνοος
δίπλα της και κάρφωσε τα μάτια στο ταβάνι ενώ προσπαθούσε να βρει ξανά τον
ρυθμό της αναπνοής του. Η Εύα χαχάνισε και ακούμπησε το κεφάλι της στο στέρνο
του. Άφησε ένα φιλί εκεί και τον κοίταξε, δαγκώνοντας το κάτω χείλος της
προκλητικά, λες και του ζητούσε και συνέχεια.
«Ήρεμα
αχόρταγη, μισό-παράλυτος άνθρωπος ήμουν», γέλασε με τη καρδιά του.
«Είδες
τι έχανες; Εγώ λέω να κάνουμε κάτι να καλύψουμε τα χαμένα χρόνια».
«Να πάρω
μια ανάσα πρώτα», είπε ικετευτικά και γέλασε ξανά. «Σήμερα είμαι πιο
ευτυχισμένος από χθες», είπε σοβαρός καθώς χάιδευε τα μαλλιά της.
«Κι
αύριο θα είσαι ακόμα πιο ευτυχισμένος από σήμερα», συνέχισε εκείνη και άφησε
μια κραυγή απόλαυσης με το δυνατό φιλί που της έδωσε. «Πονάς;» τον ρώτησε
ανήσυχη.
«Λιγότερο
απ’ ότι νόμιζα».
«Γιατί
φοβόσουν να σηκωθείς;»
Γύρισε
το κεφάλι του από την άλλη πλευρά για να μη δει στα μάτια του την αλήθεια, μα η
Εύα δεν ήταν διατεθειμένη να τον αφήσει να της ξεφύγει τόσο εύκολα. «Μη με
πιέζεις να σου πω», την παρακάλεσε.
«Θέλω να
ξέρω τα πάντα, κάθε σου σκέψη, Άγγελε». Τον ανάγκασε να τη κοιτάξει και πέρασε
τις άκρες των δαχτύλων της πάνω από τις γραμμές του προσώπου του. «Τι σε φόβισε
ματάκια μου;» ρώτησε τρυφερά.
«Δε θες
να μάθεις, Εύα».
«Σε
ρωτάω, οπότε ναι, θέλω να μάθω», ύψωσε τη φωνή της ικετευτικά. Εκείνος σηκώθηκε
προσεκτικά από το κρεβάτι και φόρεσε τη φόρμα του. Κάθισε για λίγο με το
πρόσωπο του κρυμμένο μες τις παλάμες του ενώ εκείνη φορούσε στεγνά ρούχα.
«Εσύ»,
τον άκουσε να λέει ξαφνικά και κοκάλωσε. «Εσύ με φόβισες, τρόμαξα στη σκέψη πως
αν γινόμουν καλά, θα με άφηνες πάλι και σχεδόν πίεζα τον εαυτό μου να μη
περπατήσει. Αρρωστημένο, το ξέρω».
Η Εύα
προσπάθησε να συγκρατηθεί αλλά είχε σοκαριστεί τόσο πολύ από τα λόγια του, που
δεν άντεξε και ξέσπασε σε λυγμούς που τρόμαξαν τον Άγγελο. Τρανταζόταν ολόκληρη
και τον κοιτούσε με παράπονο, αναγκάζοντας τον να σηκωθεί και να τη πλησιάσει
με προσοχή.
«Είμαι
τόσο ηλίθια», έκλαψε και του έκανε νόημα να μη τη πλησιάσει. «Σε κατέστρεψα
εντελώς. Τι σου ‘χω κάνει, Θεέ μου;»
«Εύα, τι
λες τώρα;»
«Μη,
μείνε μακριά μου, μόνο κακό σου κάνω», συνέχισε και τρέμοντας έβαλε τη μπλούζα
της και βγήκε από το δωμάτιο, καταπίνοντας έναν προς έναν τους λυγμούς της. Ο
Άγγελος την ακολούθησε με δυσκολία, και κατάφερε να τη φτάσει πριν πάει προς τη
πόρτα.
«Ευάκι
μου, μην ακούς τις μαλακίες που λέω, σε παρακαλώ».
«Δεν
είναι μαλακίες», είπε σοβαρή εκείνη. «Δε πρόκειται ποτέ να ξεπεράσουμε το
γεγονός πως όταν με χρειαζόσουν περισσότερο, εγώ δεν ήμουν εκεί, πάντα έφευγα
με κάποιο τρόπο- μία με τα γράμματα, μετά με το σκηνικό πριν τον γάμο σου και
πάντα θα φοβάσαι πως θα βρίσκω λόγο για να φύγω».
«Θα
βρίσκεις;» τη ρώτησε απότομα, ξαφνιάζοντας τη.
«Όχι
βέβαια, είμαι εδώ γιατί το θέλω και δεν σκοπεύω να πάω πουθενά. Βρίσκω λόγους
για να μείνω, κάθε μέρα κι από ένα νέο, αλλά αυτό δε παύει να σε κάνει να μη μ’
εμπιστεύεσαι και πονάει πολύ. Δεν μπορώ να στο περιγράψω πόσο πονάει».
«Έχεις
δίκιο», τη διέκοψε περίλυπος. «Πάντα θα φοβάμαι μη φύγεις. Πάντα», συνέχισε και
τη πλησίασε με σταθερό βήμα. «Γιατί σ’ αγαπώ πολύ».
«Με
αμφισβητείς».
«Αμφισβητώ
τον εαυτό μου και αυτή τη στιγμή και την ίδια μου τη νοημοσύνη, αμφισβητώ τη
γαμημένη τη μοίρα μας που μας έχει μαυρίσει τις ψυχές. Αμφισβητώ κι εσένα, ναι,
γιατί φοβάμαι όσο δεν μπορείς να φανταστείς τη μοναξιά που μπορεί να μου
προκαλέσει μια νέα έξοδός σου από τη ζωή μου».
«Δεν έχω
σκοπό να πάω πουθενά».
«Αμφισβητώ
τα πάντα, Εύα, εκτός από ένα πράγμα», συνέχισε εκείνος και ακούμπησε το κούτελό
του στο δικό της.
«Ποιο
είναι αυτό το ένα πράγμα;» ρώτησε ξέπνοη εκείνη.
«Το ότι
εσύ κι εγώ, μπορούμε μαζί να βρούμε την ευτυχία που μας αξίζει…»
Από τη
μέρα που ο Άγγελος σηκώθηκε από τη καρέκλα αποφάσισε να κάνει ό, τι περνούσε
από τα χέρια του για ν’ αλλάξει τη ζωή του. Η καθημερινότητα του άλλαξε προς το
καλύτερο. Η Εύα γύρισε στη δουλειά της όπως όφειλε αφού πλέον ήταν ικανός να
μείνει μόνος του. Τα πρωινά του ήταν άδεια, όμως μια απρόσμενη επίσκεψη από το
τελευταίο άτομο που περίμενε να δει, ήρθε να του τα γεμίσει. Ετοιμαζόταν να
βγει βόλτα με τον Μάιλο όταν χτύπησε το κουδούνι. Όταν άνοιξε και ήρθε πρόσωπο
με πρόσωπο με τον Φοίβο, πάγωσε. Δεν είχε τίποτα ενάντια σε αυτόν τον άνθρωπο,
το αντίθετο, τον συμπαθούσε πολύ, τόσο που ντράπηκε να τον αντικρίσει. Εξαιτίας
του τον είχε αφήσει η Εύα… ναι, το ονειρευόταν δύο χρόνια αυτό, αλλά και πάλι
έβαλε στη θέση του τον εαυτό του και πόνεσε.
«Χαίρομαι
που σε βλέπω καλά», άφησε μια μακρόσυρτη ανάσα ο Φοίβος, φανερά ανακουφισμένος.
«Συγνώμη που δεν ήρθα νωρίτερα. Ήμουν στο Λονδίνο, τώρα το έμαθα πως είχες
ατύχημα».
Ο
Άγγελος του έκανε νόημα να περάσει και έτριψε το πρόσωπο του. «Εγώ στη θέση σου
δε θα νοιαζόμουν καν», ομολόγησε.
«Δεν μου
είναι εύκολο, όπως φαντάζομαι δεν σου ήταν εύκολο δύο χρόνια να με βλέπεις με
την Εύα. Αισθάνομαι λίγο άσχημα για εκείνο το βράδυ. Ήξερα καλά τα αισθήματα
σου για εκείνη και φέρθηκα σαν μαλάκας, είμαστε πάτσι, λοιπόν», γέλασε νευρικά.
«Πώς αισθάνεσαι;»
«Στέκομαι
στα πόδια μου ξανά. Νιώθω σαν να βρίσκω τον εαυτό μου και μπορώ να πω πως μετά
από πολλά χρόνια, αισθάνομαι ευτυχισμένος».
Κοιτάχτηκαν
αμίλητοι ώσπου ο Άγγελος καθάρισε δυνατά το λαιμό του, για να σπάσει αυτή την
αβάσταχτη σιωπή. «Χαίρομαι πολύ για σένα. Βασικά, δεν ήρθα μόνο γι’ αυτό εδώ.
Έχω να σου κάνω μια επαγγελματική πρόταση. Ψάχνουμε έναν καλό γραφίστα για να
φτιάχνει εξώφυλλα και να στήνει τα βιβλία και σκέφτηκα εσένα. Είχα δει δουλειά
σου και είσαι καλός», η φωνή του έσβησε πριν τελειώσει η φράση του.
«Σοβαρά
μιλάς;» μουρμούρισε ο Άγγελος, γεμάτος ελπίδα πως επιτέλους όλα έμπαιναν σε σειρά, τα πάντα πήγαιναν προς
το καλύτερο.
«Αν το
θες».
«Ναι, το
συζητάς;» τον διέκοψε και έσφιξε το χέρι του. «Δεν ξέρω πώς να σ’ ευχαριστήσω.
Είσαι πραγματικά καλή ψυχή».
«Μπα,
κοιτάζω το συμφέρον μου και εσύ θα βοηθήσεις τη καριέρα μου. Να φεύγω τώρα. Θα
σου στείλω τα συμβόλαια στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο σου να τα δεις και να
ξεκινήσουμε άμεσα», συμπλήρωσε καθώς προχωρούσε προς την έξοδο. Μόλις βγήκε έξω
και έκλεισε τη πόρτα πίσω του, ο Άγγελος γέλασε και σκέφτηκε πως ο άνθρωπος
αυτός ήταν σίγουρα από τους πιο παράξενους που είχε γνωρίσει.
Γιόρτασαν
με την Εύα, τον Πάνο και την Άννα τη πρόσληψή του έξω, σ’ ένα όμορφο
εστιατόριο, δίνοντας την υπόσχεση να διαγράψουν εντελώς το παρελθόν και τις
πικρίες που τους χάρισε, να ξεχάσουν φόβους και πόνους και ν’ αρχίσουν από την
αρχή μαζί. Κι έτσι έκαναν. Τα πρωινά χώριζαν με την Εύα για τις δουλειές τους
μα τ’ απογεύματα τα περνούσαν μαζί να κάνουν μεγάλους περιπάτους με τον Μάιλο,
για να δυναμώσει ο Άγγελος. Μετά από ένα μήνα, ξεκίνησαν και τρέξιμο και μέχρι
να έρθουν τα Χριστούγεννα, είχε κόψει το τσιγάρο εντελώς, δεν είχε πιει σταγόνα
αλκοόλ και είχε πάρει μερικά κιλά που είχαν μετατραπεί με μύες που τον έκαναν
να μοιάζει πιο υγιής από ποτέ. Όλα έμοιαζαν να είναι τέλεια. Αγαπούσε κι
αγαπιόταν ολόψυχα, ζούσε, δημιουργούσε, δεν ήθελε τίποτ’ άλλο.
Η
ατμόσφαιρα κατά τη διάρκεια των γιορτών ήταν μαγική μέσα στο σπίτι τους, αν και
η Εύα τον τρέλαινε με τη μανία της ν’ ακούει χριστουγεννιάτικα τραγούδια όταν
καθάριζε, ή όταν στόλιζε, όταν μαγείρευε, ακόμα κι όταν έκανε μπάνιο. Αλλά το
να τη βλέπει τόσο χαρούμενη τον έκανε ευτυχισμένο και δεν γκρίνιαξε ούτε μια
φορά. Ούτε καν όταν αποφάσισε μερικές μέρες πριν τα Χριστούγεννα πως το δέντρο
τους ήταν παλιό κι έπρεπε να αγοράσουν καινούριο άσχετα αν ήδη είχε στολίσει
από του Αϊ Νικόλα. Την ακολούθησε ως το κοντινότερο μαγαζί και υπόμεινε τον
πυρετό των Χριστουγέννων ώσπου βρήκε το ωραιότερο έλατο και η τυραννία του
έλαβε τέλος.
«Δεν
είναι πανέμορφο;» τσίριξε άλλη μία φορά.
«Ναι βρε
ματάκια μου, δεν θα το παντρευτούμε κιόλας».
«Μα θα
το έχουμε χρόνια», συνέχισε να χαίρεται μόνη της εκείνη ώσπου το τηλέφωνο του
που χτύπησε, τον έσωσε από τη παράνοια της. Τον φίλησε τρυφερά πριν βγει έξω να
μιλήσει και αναστέναξε δυνατά. Ήταν τυχερή που της δόθηκε μια δεύτερη ευκαιρία
με τον Άγγελο. Δεν πίστευε ποτέ πως θα ζούσε την απόλυτη ευτυχία. Μπορεί να μη
την άξιζε αλλά είχε βάλει σκοπό να κάνει ό, τι περνούσε από το χέρι της για να
τον κάνει ευτυχισμένο. Ήταν η προτεραιότητα της.
Αποφάσισε
να ρίξει μια ματιά γύρω της για μερικά διακοσμητικά, σιγοτραγουδώντας ένα
χριστουγεννιάτικο κομμάτι, όταν έπιασε με την άκρη του ματιού της μια γνωστή
φιγούρα. Γύρισε απότομα προς τα εκεί και κοκάλωσε όταν είδε τη Νάντια να τη
κοιτάζει το ίδιο σοκαρισμένη. Τα ‘χασε και δεν ήξερε τι να κάνει, αλλά μετά από
μερικά λεπτά δισταγμού, αποφάσισε να τη πλησιάσει. Ίσως είχε έρθει η ώρα να της
ζητήσει συγνώμη…
«Εύα,»
πρόφερε τ’ όνομα της με αυστηρότητα που έκανε την Εύα να ανατριχιάσει
δυσάρεστα.
«Νάντια,
χαίρομαι που σε βλέπω». Αυτομάτως το χέρι της κοπέλας πήγε στη κοιλιά της και η
Εύα ακολούθησε τη κίνηση με το χέρι της. Χαμογέλασε όταν είδε το φούσκωμα που
πρόδιδε την εγκυμοσύνη της. «Περιμένεις παιδί;» ρώτησε ενθουσιασμένη.
«Ναι»,
είπε ξερά λες και η εγκυμοσύνη δεν την άγγιζε καθόλου. «Εσύ, με τον Άγγελο τι
γίνεται;»
«Με τον
Άγγελο είμαστε πλέον μαζί μετά από πολλές ανατροπές και κακές αποφάσεις». Έψαξε
να τον βρει με τα μάτια της και παρατήρησε τη Νάντια να γίνεται νευρική. «Είχε
ένα τρομερό ατύχημα τον περασμένο Αύγουστο αλλά τώρα είναι καλά. Είναι κάπου
εδώ, να τον φωνάξω;»
«Όχι!»
τη σταμάτησε και έσφιξε το χέρι της γύρω από το μπράτσο της Εύας. «Προτιμώ να
μη τον δω αν δε σε πειράζει. Πρέπει να φύγω…»
«Νάντια,
θέλω να σου ζητήσω συγνώμη», τη σταμάτησε η Εύα μα η κοπέλα την αγριοκοίταξε.
«Ρόδα
είναι και γυρίζει, Εύα. Όπως με κατέστρεψες συναισθηματικά εσύ τότε, θα βρεθεί
κάποιος να σε καταστρέψει κι εσένα, να είσαι σίγουρη γι’ αυτό».
«Τι
εννοείς;»
«Νομίζεις
πως θα μείνεις ατιμώρητη για ότι έγινε πριν χρόνια; Λυπάμαι που στο λέω, αλλά
όχι. Γι’ αυτό φρόντισε να χαρείς τις λίγες στιγμές ευτυχίας με τον Άγγελο γιατί
δε θα κρατήσουν για πάντα, γλυκιά μου. Να ʼσαι σίγουρη γι’ αυτό», της είπε
μελιστάλαχτα.
Τα λόγια
της έκαναν την Εύα να παγώσει στη θέση της. Τα γόνατα της έτρεμαν τόσο που
αναγκάστηκε να πιαστεί από έναν πάγκο για να μη σωριαστεί. Παρακολούθησε τη
Νάντια να πλησιάζει έναν άντρα λίγο πιο κάτω και να φεύγει μαζί του. Της ήρθε
να βάλει τα κλάματα γιατί δυστυχώς η κοπέλα είχε δίκιο. Όλα στη ζωή πληρώνονταν
κάποια στιγμή. Η ευτυχία που χάριζες ξεπληρώνονταν με περισσότερα καλά και η
δυστυχία που πρόσφερες σου επιστρεφόταν εις διπλούν κι εξαιτίας της είχαν
δυστυχήσει πολλοί.
«Ευάκι
μου, τι έπαθες ματάκια μου;» άκουσε να τη ρωτάει τρυφερά ο Άγγελος. Κρύφτηκε
στην αγκαλιά του κι ανέπνευσε το άρωμα του που την ηρέμησε αμέσως.
«Τίποτα,
η πολύ Χριστουγεννιάτικη χαρά μου έκανε κακό. Πάμε σπιτάκι μας;»
«Αν
είναι να σταματήσεις να ακούς χριστουγεννιάτικα, θα σε πάω και στο φεγγάρι». Τη
φίλησε παθιασμένα στη μέση του μαγαζιού, καταφέρνοντας να τη κάνει να ξεχάσει
τη Νάντια και τη προειδοποίηση της για μια στιγμή που χάθηκε στο υπέροχο φιλί
του.
Για
μέρες σκεφτόταν αυτή τη συνάντηση. Ακόμα κι όταν ήρθαν ο Πάνος με την Άννα για
να στολίσουν το δέντρο, εκείνη είχε το νου της στα λόγια της Νάντιας που της
τρυπούσαν τον μυαλό. Είχε γίνει νευρική και δεν ευχαριστιόταν τίποτα. Τα χέρια
της έτρεμαν- ήταν τόσο χαμένη στις σκέψεις της που δεν άκουσε τον Άγγελο να της
μιλάει και όταν εκείνος τη ταρακούνησε, η γυάλινη μπάλα που κρατούσε έπεσε στο
πάτωμα κι έσπασε τρομάζοντας την αλλά και τον Μάιλο που έτρεξε να κρυφτεί.
«Ευάκι»,
είπε γλυκά το όνομα της. «Τι σ’ έχει πιάσει;»
«Τίποτα»,
είπε ψέματα εκείνη κι έψαξε με τα μάτια βοήθεια, που ήρθε από την Άννα που
έτρεξε κοντά της μόλις διάβασε την απόγνωση στο βλέμμα της.
«Πάμε να
φτιάξουμε κάτι να φάμε; Αγόρια, αναλαμβάνετε χρέη διακοσμητή», διέταξε και
τράβηξε μαζί της την Εύα. «Και μη σκοτωθείτε», τους προειδοποίησε όταν τους
είδε να σπρώχνονται σαν παιδιά.
Η Εύα
άρχισε να περπατάει νευρικά στη κουζίνα και να βγάζει πράγματα από τα ντουλάπια
και το ψυγείο μονολογώντας πως ρόδα είναι και γυρίζει, ξανά και ξανά,
προβληματίζοντας τη μελαχρινή κοπέλα που τη παρατηρούσε από απόσταση.
«Είμαι
τόσο ηλίθια», έκλαψε τελικά κι έριξε το σώμα της σε μια καρέκλα. «Υπήρξα τόσο
εγωίστρια κι άδικη στη ζωή μου, θα το πληρώσω μια μέρα έτσι;»
«Τι λες
βρε κορίτσι μου;» Η Άννα κάθισε απέναντι της κι έκλεισε το χέρι της Εύας στα
δικά της. «Τι σ’ έπιασε τώρα μου λες;»
«Δεν
θέλω να τον χάσω πάλι».
«Τον Άγγελο;»
Η κοπέλα έμοιαζε εντελώς χαμένη με το ξαφνικό ξέσπασμα της Εύας και την κοίταξε
προβληματισμένη αφού εκείνη της εξιστόρησε τη συνάντηση της με τη Νάντια.
«Καλά, κόλλησες κι εσύ σε μια κούφια απειλή;» γέλασε καλοσυνάτα η Άννα. «Αυτά
ισχύουν για εκείνους που δεν μετανιώνουν για τα λάθη του παρελθόντος. Εσύ όχι
μόνο έχεις μετανιώσει, αλλά έχεις πληρώσει γι’ αυτά κι από τότε έχεις κάνει
χίλια καλά βρε κορίτσι μου. Δεν έχεις να φοβάσαι τίποτα».
«Κι
όμως, αυτή η απόλυτη ευτυχία που νιώθω με τρομοκρατεί. Παραλίγο να τη κρατήσω
τόσες φορές στα χέρια μου και πάντα την έχανα, συνήθως από δική μου βλακεία.
Φοβάμαι μη μου ξανατύχει τέτοια ατυχία. Με τρομάζει».
«Λογικό,
εμένα να δεις», μουρμούρισε το κορίτσι και κοκκίνισε όλο της το πρόσωπο. «Έχετε
μια απίστευτη ευκαιρία να τα κάνετε όλα από την αρχή και μάλιστα σωστά. Θα δεις
πως τίποτα δεν θα σας χωρίσει. Ο Άγγελος σε λατρεύει και δεν πρόκειται να σε
αφήσει ποτέ».
«Καλά
σου λέει», άκουσαν τον Άγγελο να λέει ενώ έμπαινε στη κουζίνα. τη κοίταξε
θλιμμένος και η Άννα τους άφησε διακριτικά μόνους του. «Πώς σου πέρασε από το
μυαλό πως θα σε αφήσω; Αλλάξαμε θέσεις; Γιατί τελευταία φορά που μας τσέκαρα, η
παράνοια αυτή άνηκε αποκλειστικά σε μένα».
Δεν
μπορούσε να του μιλήσει για τη Νάντια. Τι να του έλεγε άλλωστε; «Μη μου δίνεις
σημασία», είπε τελικά παρακλητικά. «Φταίνε τα Χριστούγεννα».
«Μη μου
λες χαζομάρες, αγαπάς τα Χριστούγεννα σαν τρελή», γονάτισε μπροστά της και
χάιδεψε το πρόσωπο της τρυφερά. «Μίλα μου ρε ματάκια μου».
«Ρόδα
είναι και γυρίζει…»
«Ναι,
γυρίζει ο τροχός και… τι κάνει ο φτωχός, δεν θυμάμαι ακριβώς. Μου ‘ρχεται μόνο
κάτι πολύ ακατάλληλο δια ανηλίκους που θα ήθελα να κάνω εγώ σε σένα», την
πείραξε και η καρδιά της χοροπήδησε όταν οι γωνίες των χειλιών του γύρισαν προς
τα πάνω, σχηματίζοντας ένα λαχταριστό χαμόγελο όλο αγάπη. «Έλα ρε ματάκια μου,
μη σε πιάνει απαισιοδοξία. Αφού το ξέρεις πως μόνο για τη Μόνικα Μπελούτσι θα
σε παράταγα».
«Γι’
αυτή θα σε παράταγα ξανά κι εγώ», γέλασε εκείνη ενώ τύλιγε τα χέρια της γύρω
από το λαιμό του. «Σ’ αγαπώ Άγγελε. Σε λατρεύω».
«Το ξέρω
ψυχή μου». Τη φίλησε βαθιά, καταφέρνοντας να τη κάνει να ξεχάσει τα πάντα.
Ήταν ένα φιλί που
πήρε μακριά για λίγο κάθε αμφιβολία και κάθε φόβο.
46.
Μήνες
ήρθαν και πέρασαν, όλοι ευτυχισμένοι, χωρίς κανένα σύννεφο πάνω από τα κεφάλια
τους που να τους θυμίζει το παρελθόν. Η Εύα είχε ξεχάσει ήδη τη συνάντηση της
με τη Νάντια, περισσότερο γιατί κατάφερε να πείσει πως αν εκείνη και ο Άγγελος
ήθελαν, θα κρατούσαν μακριά τους κάθε τι που θα τους κατέστρεφε την ευτυχία.
Ήταν και οι δύο πεπεισμένοι να προστατέψουν αυτό που είχαν χτίσει, με νύχια και
με δόντια. Και το είχαν καταφέρει. Είχαν φτιάξει έναν μικρόκοσμο με τους δύο
τους και μόνο μερικά άτομα εμπιστοσύνης μέσα- δεν χρειάζονταν περισσότερα, μόνο
τον Πάνο και την Άννα να τους κρατάνε συντροφιά και τους γονείς της Εύας να
τους στηρίζουν. Ο Μάιλο έμοιαζε τρισευτυχισμένος και το ίδιο και ο Άγγελος που
δούλευε πυρετωδώς εκτός από τον εκδοτικό οίκο, κι άλλες δουλειές, με αποτέλεσμα
να περνά ώρες ατέλειωτες μπροστά από τον υπολογιστή και να χρειαστεί γυαλιά. Η
Εύα τρελάθηκε στην ιδέα γιατί τον έβρισκε άκρως γοητευτικό αν κι εκείνος δε
ξετρελάθηκε και άρχισε να γκρινιάζει πως έμοιαζε με σπασικλάκι.
«Τα
σπασικλάκια είναι σέξι», διαμαρτυρήθηκε εκείνη και τον ανάγκασε να φορέσει και
πάλι τα γυαλιά του. «Κι εξάλλου, εσύ φταις. Δουλεύεις σαν τρελός όλα αυτά τα
πρότζεκτ ταυτόχρονα. Μένουμε στο ίδιο σπίτι και με το ζόρι σε βλέπω».
«Ήθελα
να μαζέψω λεφτά, ρε ματάκια μου».
«Γιατί
βρε ψυχή μου; Αρκετά έχουμε, μια χαρά ζούμε».
Χαμογέλασε
πονηρά και σηκώθηκε από τη καρέκλα του. Εξαφανίστηκε για μερικά λεπτά στο
δωμάτιο τους και γύρισε μ’ ένα φάκελο το οποίο της έδωσε. «Ήθελα να μαζέψω
λεφτά για τις διακοπές μας τον Σεπτέμβρη», της εξήγησε κι έκανε νόημα με τα
μάτια ν’ ανοίξει το φάκελο.
«Ο
Σεπτέμβρης είναι σε τρεις μήνες», γέλασε εκείνη.
«Ναι
αλλά τώρα τα βρήκα όλα φτηνά, και έπρεπε να προλάβω τις προσφορές. Άνοιξε το,
να μου πεις αν σου αρέσει», της έβαλε τις φωνές κι εκείνη υπάκουσε
χαμογελώντας.
Έβγαλε
μια κραυγή χαράς όταν είδε δύο εισιτήρια για Νέα Υόρκη. Δεν πίστευε στα μάτια
της κι αναγκάστηκε να ζητήσει εξηγήσεις με τα μάτια από τον Άγγελο που γελούσε
με την αντίδραση της.
«Πού…
πώς… λατρεύω τη Νέα Υόρκη», τσίριξε εκστασιασμένη.
«Έλα,
σοβαρά; Κι εγώ νόμιζα πως από τύχη έχεις γεμίσει το σπίτι όλο με παζλ και κάδρα
από το μέρος».
Πήδηξε
στην αγκαλιά του και έψαξε τα χείλια μου, για να του κλέψει ένα φιλί με μανία.
«Πότε φεύγουμε;»
«Πρώτη
Σεπτέμβρη και γυρνάμε έξι μέρες μετά, πάμε να βγάλουμε διαβατήρια;»
Δεν
χρειάστηκε να της το πει δεύτερη φορά. Τινάχτηκε όρθια και ντύθηκε μέσα σε
μερικά λεπτά μιλώντας ασταμάτητα για όσα ήθελε να κάνουν στην αγαπημένη της
πόλη, κάνοντας τον Άγγελο να δαγκώσει τα χείλια του μ’ ευχαρίστηση που κατάφερε
για μία ακόμη φορά να τη κάνει τόσο ευτυχισμένη.
Ο χρόνος
πέρασε γρήγορα και ήρθε επιτέλους η μέρα που θα έφευγαν για τις διακοπές τους.
Ο Πάνος με την Άννα ανέλαβαν να προσέχουν τον Μάιλο που δεν χαιρόταν ιδιαίτερα
για τις βαλίτσες δίπλα στη πόρτα και πέρασαν το βράδυ πριν το ταξίδι μαζί, να
πειράζονται όπως πάντα.
Ο
Άγγελος έκανε νόημα στον φίλο του να τον ακολουθήσει και κράτησε την ανάσα του
ενώ έτριβε τα χέρια του, νευρικά. «Το έφερες;»
«Ναι ρε,
με ζάλισες δύο μέρες τώρα».
«Μη μου
φωνάζεις, είμαι νευρικός». Άνοιξε τη παλάμη του και ο Πάνος ακούμπησε πάνω ένα
μικρό κουτάκι. Ο Άγγελος το άνοιξε και χαμογέλασε ανακουφισμένος μόλις
αντίκρισε το περιεχόμενο. «Ωραίο δεν είναι;»
«Τι να
σου πω, με τα δαχτυλίδια δεν τα πήγαινα ποτέ καλά αλλά γιατί επέμενες να
φτιάξεις αυτό το συγκεκριμένο και δεν πήρες καινούριο για να της κάνεις πρόταση
γάμου;»
«Γιατί
αυτό το δαχτυλίδι το φορούσε όσο ήμασταν μαζί, όταν πρωτογνωριστήκαμε. Ήταν της
γιαγιάς της και το έβγαλε μόνο όταν έφυγαν οι πετρούλες », άρχισε να λέει
αφηρημένα αλλά ο Πάνος δεν έμοιαζε να συγκινείται ιδιαίτερα.
«Είσαι
τσιγκούνης, έπρεπε να αγοράσεις νέο».
«Δεν την
ξέρεις την Εύα, να δεις που θα τρελαθεί από τη…» δε πρόλαβε να τελειώσει τη
φράση του όταν μπήκε στη κουζίνα η Εύα γελώντας. Έκρυψε το κουτί στη τσέπη του
γρήγορα και κρύφτηκε πίσω από τον Πάνο που έβριζε μέσα από τα δόντια του επειδή
τρόμαξε.
«Τι
κάνετε πιτσουνάκια μου εδώ;» ρώτησε η κοπέλα, απορημένη για το ενοχικό τους
ύφος.
«Εδώ,
αποκαλύπτουμε τον έρωτα μας ο ένας για τον άλλο», χαχάνισε ο Πάνος, ενώ ο
Άγγελος του σφαλιάριζε το πίσω μέρος του κεφαλιού.
«Μωρό
μου δεν πιστεύω να με πηγαίνεις Νέα Υόρκη για να με παρατήσεις σε όμορφο
σκηνικό, για τον Πανούλη; Αν είναι πες μου το τώρα, να πάρω την Άννα μαζί μου
αντί για σένα».
«Είπαμε
βρε ματάκια μου, μόνο για τη Μπελούτσι», γέλασε εκείνος και τη φίλησε γλυκά ενώ
έχωνε το κουτί με το δαχτυλίδι στα χέρια του Πάνου ξανά.
Ήταν
τρομερά δύσκολο για την Εύα να χαλιναγωγήσει τη χαρά που ένιωσε από τη πρώτη
στιγμή που πάτησε στη πόλη που δε κοιμάται ποτέ. Ξέχασε τις δεκαπέντε βαρετές
ώρες ταξιδιού και παρότι ήταν τόσο ταλαιπωρημένη, αποφάσισε πως η μέρα ήταν
μεγάλη και πως θα έπρεπε να κάνουν μια αναγνωριστική βόλτα στη πανέμορφη Νέα
Υόρκη. Κοιτούσε γύρω της σαν παιδί σε λούνα παρκ, στεκόταν μπροστά από τις
όμορφα διακοσμημένες βιτρίνες και μύριζε τον αέρα λαίμαργα. Τους είχε κοστίσει
μια ολόκληρη περιουσία αυτό το ταξίδι, αλλά κρίνοντας από όσα έβλεπε, άξιζε τον
κόπο.
Πέρασαν
τις μέρες τους να γνωρίζουν κάθε γωνιά, κάθε μουσείο, κάθε πάρκο και κάθε
κτήριο. Γέμισαν τις φωτογραφικές τους μηχανές με αναμνήσεις και τις καρδιές
τους με χαρά κι αγάπη. Χόρευαν στη μέση του δρόμου όπου συναντούσαν κάποιον
ταλαντούχο μουσικό που χάριζε απλόχερα το ταλέντο του και δοκίμαζαν νέες
γεύσεις που έκαναν τα στομάχια τους να χαίρονται. Η ζωή έμοιαζε ιδανική εκεί.
Ίσως να έφταιγε το γεγονός πως κανείς δεν τους ήξερε, δεν υπήρχε κανένας
κίνδυνος να τους αρπάξει κάποιος αυτή την ευτυχία. Ήταν μόνο εκείνος κι εκείνη,
δύο καρδιές που χτυπούσαν στον ίδιο ρυθμό, δύο ψυχές που η μία απλά δεν υπήρχε
χωρίς την άλλη.
Τη
τελευταία τους μέρα στη Νέα Υόρκη την πέρασαν στο Σέντραλ Παρκ να κάνουν βόλτες
κάτω από τα υπέροχα, τεράστια δέντρα που έριχναν τη σκιά τους πάνω από τα
μονοπάτια στα οποία πατούσαν. Παντού υπήρχε κόσμος που απολάμβανε τη ζεστή μέρα
και η Εύα ένιωσε μια ξαφνική θλίψη που έπρεπε ν’ αφήσει πίσω τόση ομορφιά και
να γυρίσει στην αληθινή ζωή.
«Μισώ
την πραγματικότητα», σχολίασε κοιτώντας τρυφερά ένα ζευγάρι που καθόταν στο
γρασίδι και φιλιόταν.
«Κι εδώ
μια πραγματικότητα ζούμε, απλά λίγο πιο ωραιοποιημένη», απάντησε νωχελικά ο
Άγγελος και τη τράβηξε προς το μέρος του. Άφησε ένα φιλί στη κορυφή του
κεφαλιού της κι αναστέναξε. «Μπορούμε να βρίσκουμε τρόπους και στην Αθήνα να
ξεχνάμε την πραγματικότητα».
«Δεν
είναι τόσο άσχημη μαζί σου», τον διαβεβαίωσε εκείνη. «Όλα είναι πιο εύκολα με
σένα δίπλα μου».
«Αλήθεια
το λες αυτό;» Σταμάτησε να περπατάει και στάθηκε μπροστά της, σοβαρός, σχεδόν
ανέκφραστος να τη κοιτά βαθιά στα μάτια.
«Αυτό το
ταξίδι ήταν πραγματικά παραμυθένιο. Η ζωή μαζί σου είναι παραμυθένια… εντάξει,
λίγο εφιαλτική σε μερικά σημεία, αλλά παραμυθένια».
Ο
Άγγελος δίστασε λίγο αλλά σκέφτηκε πως δεν θα έβρισκε άλλη ευκαιρία, τόσο καλή,
σε τόσο όμορφο περιβάλλον για να της ζητήσει ίσως το πιο σημαντικό πράγμα που
είχε να της ζητήσει ποτέ. Έχωσε το χέρι του στη τσάντα τύπου ταχυδρόμου που
κουβαλούσε μαζί του και έπιασε το κουτάκι με το δαχτυλίδι.
«Ευάκι,
ξέρεις τι αδυναμία σου έχω και πόσο σε αγαπώ, σωστά;»
«Ναι,
ξέρω, ευτυχώς», γέλασε δυνατά εκείνη.
«Σκεφτόμουν
πως αυτοί οι μήνες από τότε που επιτέλους βρήκαμε τα κότσια να είμαστε μαζί,
ήταν ιδανικοί και θέλω να ζήσω κι άλλους τέτοιους μήνες μαζί σου… μήνες,
χρόνια… πολλά… και…» έχασε τα λόγια του για λίγο. Καθάρισε το λαιμό του κι
έβρισε σχεδόν άηχα ενώ της έδινε το κουτί, αφού ήταν τόσο νευρικός που δε
μπορούσε να μιλήσει πια. Η Εύα γούρλωσε τα μάτια όταν είδε τι είχε μέσα και τον
κοίταξε με δυσπιστία. «Θέλω να περάσω μια ολόκληρη ζωή μαζί σου, να κάνουμε
όνειρα, να δημιουργούμε αναμνήσεις, να τσακωνόμαστε και να τα βρίσκουμε
κάνοντας έρωτα, θέλω να αραδιάσουμε όσα περισσότερα κουτσούβελα μπορούμε και να
τα μεγαλώσουμε να γίνουν δυναμικά κι έξυπνα σαν εσένα. Θέλω να γεράσω μαζί σου,
Εύα...»
«Ναι»,
τον διέκοψε, σαστισμένη κι εκείνος άφησε ένα κοφτό γέλιο ανακούφισης. «Δεν θα
μπορούσα να σου πω ποτέ όχι». Έβαλε το δαχτυλίδι στο δάχτυλό της και το κοίταξε
συγκινημένη. «Κι εγώ θέλω να ζήσω πολλά χρόνια ακόμα μαζί σου, οπότε ναι, θα σε
παντρευτώ».
Ο
Άγγελος έκλεισε τα μάτια και την έσφιξε πάνω του. Η καρδιά του κόντευε να
σπάσει. Δεν ήξερε ποιον να ευχαριστήσει γι’ αυτή την απόλυτη ευτυχία που
ένιωθε. Σήκωσε τα μάτια στον ουρανό και χαμογέλασε αχνά στη μητέρα του, μάλλον
εκείνη έφταιγε που τον είχε αναγκάσει να μη τα παρατήσει όταν εκείνος ήταν
έτοιμος να φύγει από τη ζωή. Εξαιτίας της ζούσε την χαρά…
Το
δαχτυλίδι στο δάχτυλό της, της τραβούσε συνέχεια τη προσοχή και η Εύα δεν
μπορούσε να σταματήσει να χαμογελάει. Δεν έβλεπε την ώρα να πάρει τηλέφωνο τη
μητέρα της και να της πει τα νέα. Με βάση τα λεγόμενα του Άγγελου, ο Πάνος και
η Άννα το ήξεραν ήδη και προφανώς ο Μάιλο είχε χαρεί διπλά. Κι εκείνη είχε
χαρεί, στη σκέψη και μόνο πως με τον Άγγελο θα έφτιαχναν τη δική τους
οικογένεια, ανατρίχιαζε ευχάριστα ολόκληρη. Ήθελε τα παιδιά του και πρώτη φορά
κι εκείνος δεν έδειχνε να τρομάζει με την ιδέα, όπως πριν μερικά χρόνια. Έκανε
ένα σωρό όνειρα, όμως όταν έφτασαν στην Αθήνα και μπήκαν στο αμάξι του Πάνου
που είχε έρθει να τους παραλάβει από το αεροδρόμιο, η καρδιά της σταμάτησε για
μια στιγμή και χωρίς να το περιμένει, τα λόγια που της είχε πει πριν καιρό η
Νάντια, άρχισαν να κολυμπάνε στο μυαλό της. Προσπάθησε να τα διαγράψει αλλά
δυστυχώς τίποτα δε λειτουργούσε κι είχε αρχίσει να τρομάζει τον ίδιο της τον
εαυτό.
«Άντε,
ξεκουραστείτε και τα λέμε αύριο, ελπίζω να μου φέρατε πολλά δώρα», τους
αποχαιρέτησε ο Πάνος και αποχώρησε με την Άννα που μόλις είχε φέρει τον Μάιλο.
Αποφάσισαν να πέσουν κατευθείαν για ύπνο αφού μάλλον χρειάζονταν ξεκούραση από
αυτές τις διακοπές. Η Εύα χώθηκε στην αγκαλιά του κι έκλεισε τα μάτια της, για
ν’ απολαύσει μία ακόμη φορά τη ζεστασιά του κορμιού του και το άρωμα του που τη
ταξίδευε. Είχε έναν ανήσυχο ύπνο που της άφησε έναν απαίσιο πονοκέφαλο στο
ξύπνημα. Δε καταλάβαινε τι φοβόταν ακριβώς, μα όταν χτύπησε η πόρτα περίπου
στις εννέα και μισή το πρωί, ήξερε πως δεν ήταν για καλό. Προχώρησε προς τα
εκεί διστακτικά και με τρεμάμενο χέρι, άνοιξε τη πόρτα. Κράτησε την ανάσα της
όταν είδε τη Νάντια να στέκεται στον διάδρομο, αγκαλιά μ’ ένα μωρό.
«Πρέπει
να μιλήσω στον Άγγελο, είναι σημαντικό», είπε ξερά εκείνη χωρίς ίχνος
συναισθήματος και η Εύα ένιωσε να χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια της.
Κοκαλωμένη η Εύα, ένιωσε τον Άγγελο να στέκεται πίσω της
και να ρωτάει τι συμβαίνει. Είχε χάσει κάθε επικοινωνία με το περιβάλλον. Δεν
καταλάβαινε και πολλά. Ο Άγγελος έδειχνε προβληματισμένος που η Νάντια
βρισκόταν στη πόρτα του αγκαλιά μ’ ένα μωρό. Εκείνη απλά δεν μπορούσε να
λειτουργήσει ενώ η Νάντια με τη σειρά της, τη κοιτούσε αψηφώντας κάθε
συναίσθημα τρόμου και πόνου που ζωγραφίζονταν στο πρόσωπο της Εύας.
«Μπορώ να μπω;» ρώτησε απότομα τελικά και χωρίς να
περιμένει απάντηση, πέρασε το κατώφλι του σπιτιού τους.
«Μπορείς να μου εξηγήσεις τι κάνεις εδώ;» απαίτησε ο
Άγγελος και πέρασε το χέρι του γύρω από τους ώμους της Εύας, κοιτώντας
προειδοποιητικά τη Νάντια που χαμογελούσε στραβά, μ’ έντονη δόση ειρωνείας.
«Ήρθα να σου συστήσω τη κόρη σου», πέταξε χωρίς ίχνος
συναισθήματος. Εκείνος ξέσπασε σε γέλια, προφανώς αρνούμενος να πιστέψει τα
λόγια της, που του ακούστηκαν τόσο γελοία. Για μια ακόμη φορά η Νάντια δεν
έδειξε το παραμικρό συναίσθημα και το γέλιο του κόπηκε μαχαίρι. «Είναι τεσσάρων
μηνών, γεννήθηκε δέκα Μάιου και είναι δική σου», συνέχισε μιλώντας τόσο
ρομποτικά, που ο Άγγελος ένιωσε να εκνευρίζεται. Το στομάχι του ανακατεύτηκε
όταν θυμήθηκε εκείνη τη βραδιά πριν το ατύχημα του, τότε που την είχε
συναντήσει τυχαία και είχε αφήσει τη θλίψη του να τον παρασύρει σε μια βραδιά
μαζί της. Κοίταξε το μωρό που κοιμόταν στα χέρια της μητέρας του και κατευθείαν
ο λαιμός του στέγνωσε. Αναγνώρισε αμέσως τον εαυτό του στα μάτια της.
«Χριστέ μου, τι έκανα…» ψιθύρισε κι αυτομάτως αναζήτησε
τη ματιά της Εύας.
«Θα σας αφήσω να τα πείτε», ψέλλισε εκείνη με δυσκολία
αλλά ο Άγγελος δεν την άφησε να φύγει από το σαλόνι.
«Μείνε, σε παρακαλώ. Να σου εξηγήσω…»
«Δε χρειάζεται», χαμογέλασε με κατανόηση εκείνη αν κι
ήθελε να φωνάξει από θυμό έως ότου να κλείσει η φωνή της.
«Ήταν πριν το ατύχημα, εκείνο το βράδυ συγκεκριμένα»,
ξεκίνησε να της λέει μα η Εύα δεν τον άφησε να ολοκληρώσει. Σήκωσε τα χέρια της
στο πρόσωπο του και προσπάθησε να τον καθησυχάσει.
«Άγγελε, δεν έχει σημασία πότε έγινε και γιατί, σημασία
έχει το αποτέλεσμα». Η φωνή της έτρεμε και τα μάτια τη ταξίδευαν από το πρόσωπο
του ως το πρόσωπο της μικρογραφίας του που ακόμα κοιμόταν. «Έχεις παιδί», είπε
σχεδόν ψιθυριστά και δεν μπόρεσε να αγνοήσει την ευχαρίστηση που έβλεπε στο
πρόσωπο της Νάντιας ενώ βούρκωνε.
«Ναι, έχει και ήρθε η ώρα ν’ αναλάβει τις ευθύνες του»,
πετάχτηκε εκείνη και γύρισε προς τον Άγγελο που στεκόταν σοκαρισμένος. «Φεύγω
από την Ελλάδα. Μου δίνεται η ευκαιρία να ξεκινήσω μια καριέρα στο εξωτερικό
που θα μου χαρίσει μια όμορφη ζωή, έτσι όπως τη φανταζόμουν πάντα, κι αυτό το
παιδί είναι εμπόδιο».
«Τι σκατά μου λες;» ύψωσε τη φωνή του εκείνος,
αγανακτισμένος από τη ψυχρότητα στο πρόσωπο και τον τόνο της. «Τι σκοπεύεις να
κάνεις;»
«Να στην αφήσω, εγώ δε την ήθελα καν».
«Είσαι τρελή, πρώτα δεν μου λες για την εγκυμοσύνη σου
λες και δε με αφορούσε και τώρα μου πασάρεις ένα παιδί που δεν ξέρω κιόλας
σίγουρα ότι είναι δικό μου;»
«Κάνε τεστ DNA αν θες, δεν μ’ ενδιαφέρει. Το παιδί είναι
δικό σου, σου αρέσει δεν σου αρέσει», απάντησε νευριασμένα η Νάντια. «Δεν το
ήθελα, δυστυχώς όταν συνειδητοποίησα πως ήμουν έγκυος ήταν αργά να κάνω κάτι
και βρέθηκα να κουβαλάω ένα παιδί που με κρατούσε πίσω, το παιδί ενός άντρα που
δε με αγάπησε ποτέ». Όσο μιλούσε τόσο δυνάμωνε ο τόνος της με αποτέλεσμα να
ξυπνήσει το μωρό και ν’ αρχίσει να κλαίει παραπονιάρικα. «Γαμώτο, όλο αυτό
κάνει, όλο κλαίει. Δεν το αντέχω άλλο. Δεν ήθελα έτσι να κάνω παιδιά, όχι με
αυτό τον τρόπο, που να πάρει. Κάνε τη να σταματήσει».
Ο Άγγελος είχε μαρμαρώσει αδυνατώντας να χωνέψει ότι του
έλεγε η Νάντια αλλά η Εύα δεν άντεξε ν’ ακούει άλλο τη μικρή να κλαίει
σπαραχτικά. Χωρίς να το σκεφτεί την πήρε από την αγκαλιά της γυναίκας που τη
θεωρούσε περιττό βάρος και άρχισε να τη κουνάει απαλά ενώ χάιδευε με τον δείκτη
του χεριού της το απαλό προσωπάκι της. Άραγε καταλάβαινε το μωρό το μίσος της
μητέρας της; Το ένιωθε; Γι’ αυτό έκλαιγε τόσο παραπονιάρικα;
«Έλα μωρό μου, μην κλαις», την παρακάλεσε ενώ κινήθηκε
γρήγορα προς τη κρεβατοκάμαρα μήπως και σταματούσε να νιώθει τον τόσο αρνητισμό
και από τους δύο της γονείς. Και οι δύο με τον τρόπο τους την απέρριπταν, η
Νάντια γιατί δε την ήθελε στη ζωή της και ο Άγγελος γιατί δε μπορούσε να
χωνέψει πως υπήρχε. «Μην κλαις γλυκιά μου. Ο Άγγελος έχει απλά σοκαριστεί.
Μεταξύ μας κι εγώ σοκαρισμένη είμαι, τόσο που μου ‘ρχεται να ξεράσω, αλλά θα το
ξεπεράσουμε, σωστά;» Κοίταξε τα κόκκινα μάτια του μωρού κι έπνιξε έναν λυγμό
ενώ φωνές και βρισιές ακουγόταν από το σαλόνι μιας κι είχε ξεσπάσει δυνατός
καυγάς μεταξύ της Νάντιας και του Άγγελου. «Μην ακούς εσύ καρδούλα μου, εμένα
κοίτα», μουρμούρισε. Κάθισε στο κρεβάτι με τα πόδια λυγισμένα και την ακούμπησε
προσεχτικά εκεί, στην φωλιά που δημιουργούσε το σώμα της. «Έλα κοντά, μη κάνεις
πίσω, το χέρι κράτα μου στα σκοτεινά. Έλα κοντά να σου μιλήσω γι’ αυτά που μέσα
δε χωράνε πια. Να με προσέχεις, γιατί έχω πέσει χαμηλά…» άρχισε να
σιγοτραγουδάει, και χαμογέλασε όταν η μικρή άρχισε να ηρεμεί και να κλείνει και
πάλι τα μάτια της. «Ορίστε, ίδια ο μπαμπάς σου. Κι εκείνος έτσι αποκοιμόταν
όταν ήμασταν παιδιά, στην αγκαλιά μου ενώ του τραγουδούσα αυτό το τραγούδι»,
σχολίασε συγκινημένη.
Άκουσε τη εξώπορτα να κλείνει και βήματα να πλησιάζουν
και σήκωσε το βλέμμα της μόλις ο Άγγελος φάνηκε στη πόρτα της κρεβατοκάμαρας,
ζαλισμένος και παραδομένος αμαχητί στη χαμένη μάχη με τη Νάντια.
«Δεν…» προσπάθησε να πει αλλά η πίκρα του και ο τρόμος
που ένιωθε ξαφνικά που έμαθε πως είχε παιδί, δεν τον άφησε να αρθρώσει
κουβέντα.
«Μη μιλάς δυνατά, μόλις τη κοίμισα», τον μάλωσε η Εύα και όσο
πιο προσεκτικά μπορούσε, ακούμπησε το μωρό τη μέση του κρεβατιού και βάλθηκε να
φτιάχνει μια φωλιά από μαξιλάρια γύρω της για να μη πέσει. Εκείνος τη
παρακολουθούσε σαστισμένος να φροντίζει αυτή την ψυχή και δάκρυσε άθελα του.
«Εύα», ψιθύρισε τ’ όνομα της κι εκείνη γύρισε να τον
αντικρίσει αμέσως. «Λυπάμαι…»
Τον τράβηξε έξω από το δωμάτιο και έριξε μια ματιά προς
τα πράγματα που είχε αφήσει η Νάντια φεύγοντας. Δεν την καταλάβαινε. Δεν
μπορούσε να διανοηθεί πως της ήταν τόσο εύκολο ν’ αφήσει το παιδί της. Οι
εκδικητικές της τάσεις της είχαν σίγουρα θολώσει τη κρίση. Δεν μπορούσε να
σκεφτεί κάτι άλλο.
«Με είχε προειδοποιήσει», του είπε μόλις έφτασαν στο
σαλόνι. «Μου το είχε πει…»
«Δεν σε καταλαβαίνω».
«Την είχα συναντήσει τα Χριστούγεννα, τη μέρα που
αγοράσαμε το δέντρο και μου είχε πει πως ρόδα είναι και γυρίζει, πως θα καταστραφεί κι εμένα η ζωή μου, όπως
κατέστρεψα κι εγώ τη δική της», γέλασε νευρικά μα ο Άγγελος δεν έδειχνε να
καταλαβαίνει και πολλά. «Όλα προμελετημένα τα είχε, ήξερε εξαρχής, από τη μέρα
που έμαθε την εγκυμοσύνη πως θα καταλήγαμε εδώ. Δεν θα της δώσω όμως την
ευχαρίστηση να μας διαλύσει. Δεν θα μας χωρίσει το παιδί σας», τον διέταξε
σχεδόν και αγκάλιασε τον κορμό του. «Δεν θα τη παρατήσεις. Είναι αίμα σου κι
όσο κι αν με πονάει που δεν σου έδωσα εγώ αυτό το δώρο πρώτη, θα κάνω ότι
περνάει από το χέρι μου για να μεγαλώσει με αγάπη αυτό το παιδί».
«Το δέχεσαι έτσι εύκολα; Πως μπορείς; Εγώ και δεν μπορώ
να το δεχτώ, ρε Εύα», διαμαρτυρήθηκε εκείνος και την έσπρωξε απαλά μακριά του
για να κοιτάξει τα μάτια της. «Έχω παιδί με άλλη κι αντί να είσαι θυμωμένη, μου
το παίζεις μητέρα Τερέζα;»
«Εσύ τι προτείνεις;» απάντησε με σκληρό τόνο, που τον
φόβισε λίγο.
«Δε ξέρω τι θέλω να κάνω. Δέκα λεπτά πριν έκανα όνειρα
για οικογένεια μαζί σου, σε πέντε χρόνια ίσως, αφού σε είχα χορτάσει αρκετά και
ξαφνικά βρέθηκα μ’ ένα μωρό στο χέρι».
«Τι θες να κάνεις ακριβώς με ένα μωρό που δεν το θέλει η
μάνα του και που είναι και δικό σου; Θες να το αφήσεις στη τύχη του ή να το
μεγαλώσεις όσο καλύτερα μπορείς; Γιατί εγώ αρνούμαι κατηγορηματικά να το αφήσω.
Είναι παιδί σου. Του αξίζει ένας πατέρας».
«Δεν έχω ιδέα από μωρά».
«Μήπως έχω εγώ ρε Άγγελε;» κλαψούρισε εκείνη. «Ναι μεν
ήθελα να κάνω ένα σωρό μαζί σου, αλλά όχι τώρα, δεν είμαστε έτοιμοι γι’ αυτό.
Μας έπιασε εξαπίνης αλλά πρέπει ν’ αναλάβουμε τις ευθύνες μας».
«Δεν μπορώ», ψέλλισε εκείνος και κάθισε στον καναπέ,
αναστενάζοντας κουρασμένος.
«Κάποτε μου είχες πει πως φοβόσουν μη γίνεις σαν τον
πατέρα σου», του είπε εκείνη και κατάφερε να του τραβήξει άμεσα τη προσοχή.
«Ήρθε η στιγμή ν’ αποδείξεις πως δεν είσαι εκείνος. Ήρθε η στιγμή και οι δύο
μας ν’ αποδείξουμε πως είμαστε πολύ καλύτεροι άνθρωποι απ’ ότι μας νομίζει η
Νάντια και η κάθε Νάντια εκεί έξω». Γονάτισε μπροστά του και έκλεισε το πρόσωπο
του στα χέρια της, δίνοντας του ένα ικετευτικό βλέμμα που τον παρέλυσε εντελώς.
«Μη την απογοητεύσεις όπως σε απογοήτευσε εκείνος».
«Πως θα τα βγάλουμε πέρα, ρε Εύα…»
«Δεν θα μάθουμε αν δε το παλέψουμε».
«Δεν ξέρω πως μπορείς να μου συγχωρείς κάτι τέτοιο».
«Ρε ματάκια μου», τον ανάγκασε να τη κοιτάξει. «Δεν
υπάρχει κάτι να σου συγχωρήσω», τον διαβεβαίωσε. «Το μόνο που υπάρχει τώρα πια,
είναι αυτή η ψυχή εκεί μέσα που σε χρειάζεται». Τον σήκωσε και μαζί πήγαν στη
κρεβατοκάμαρα. Δεν ήθελε να του πει πόσο πολύ ζήλευε, πόσο τη πονούσε που άλλη
του είχε δώσει το μεγαλύτερο δώρο. Γι’ αυτό μάλωσε τον εαυτό της και καταπίεσε
τη ζήλια της ενώ έσκυβε πάνω από το γλυκό πλασματάκι που κουνούσε τις γροθιές
του στον ύπνο της, λες και πολεμούσε με κάποιον αόρατο εχθρό. «Είναι
πανέμορφη», μουρμούρισε και το εννοούσε από τα βάθη της καρδιά της. «Τι όνομα
της έχει δώσει;»
«Δεν την έχει ονομάσει», ψιθύρισε εκείνος ανήμπορος να
κρύψει τη συγκίνηση και τον φόβο του για την ευθύνη που αναλάμβανε ξαφνικά.
«Δε γίνεται να μη της βρούμε όνομα».
«Δε ξέρω…»
«Άγγελε, θα βρεις όνομα στο παιδί σου», τον μάλωσε
παιχνιδιάρικα και πέρασε το δάχτυλό της πάνω από τη ντελικάτη μύτη του μωρού.
«Θα μπορούσαμε να την πούμε Σταματίνα, σαν τη μαμά σου».
«Όχι, μισούσε τ’ όνομα της και μ’ είχε βάλει να υποσχεθώ
να μην ονομάσω το παιδί μου έτσι. Τι θα έλεγες γι’ Ασημίνα, σαν τη δική σου
μαμά;»
«Όχι, προτιμώ το όνομα να το φυλάξουμε για το δικό μας παιδί»,
του χαμογέλασε και τράβηξε το χέρι του για να το φέρει κοντά στο μωρό. Εκείνος
αντέδρασε στην αρχή αλλά όταν η μικρή έπιασε το δάχτυλό του μέσα στον ύπνο της,
βούρκωσε και χαμήλωσε το κεφάλι του ντροπιασμένος που για μια στιγμή σκέφτηκε
να τη παρατήσει.
«Ελπίδα, θα τη λέμε Ελπίδα,» αποφάσισε επιτόπου και
ξέσπασε σε λυγμούς μέσα στην αγκαλιά της Εύας.
to latreyv ayto to biblio
ΑπάντησηΔιαγραφήΤι ανατροπές Χριστέ Μου 😱😱😱Πολύ σκύλα η Ναντια😠😠καλά έκανα που δεν την χωνευα😠Άφησε το παιδί της😠😠
ΑπάντησηΔιαγραφή