16.
Άνοιξε
το βήμα της για να απομακρυνθεί βρίζοντας
την ώρα και τη στιγμή που μπήκε στο
βιβλιοπωλείο. Εξαιτίας του είχε χάσει
τον ύπνο της, κάθε ίχνος λογικής για
πολύ καιρό και τώρα, μία δουλειά που
ήθελε και θα αγαπούσε. Τα μάτια της
βούρκωσαν γιατί ακόμα και τώρα η καρδιά
της φώναζε το όνομά του, παρότι την είχε
πληγώσει ανεπανόρθωτα. Προσπάθησε να
περάσει το δρόμο ώστε να χαθεί από το
οπτικό του πεδίο μόλις τον άκουσε να
την καλεί πάλι, αλλά την τελευταία στιγμή
ένα χέρι τη σταμάτησε, πάνω που πάτησε
το πόδι της στο οδόστρωμα. Ένα αυτοκίνητο
πέρασε ξυστά από δίπλα της. Τρομοκρατήθηκε
στη σκέψη πως αν είχε κατέβει από το
πεζοδρόμιο μπορεί και να την είχε
χτυπήσει. Άφησε έναν πνιχτό λυγμό φόβου
και άθελά της, στράφηκε προς τον Άγγελο
που στεκόταν πίσω της. Έκλεισε τα μάτια
και αφέθηκε στην αγκαλιά του ·εκεί
πάντοτε όλα ήταν καλά, όμορφα και ασφαλή.
«Είσαι
καλά; Δεν χτύπησες;» ρώτησε εκείνος,
τρελαμένος από το φόβο. Την απομάκρυνε
από κοντά του για να ρίξει μια ματιά στο
πρόσωπό της αλλά και το σώμα της, ψάχνοντας
σημάδια από πληγές. Δεν μπόρεσε να πάρει
στιγμή το βλέμμα της από πάνω του. Κοίταξε
τα μάτια του που είχαν σκουρύνει από
ανησυχία, τις λεπτές ρυτίδες γύρω από
τα μάτια του, τις ανασηκωμένες άκρες
των χειλιών του ενώ χαμογελούσε
ανακουφισμένος που ήταν καλά και παραλίγο
να βάλει τα κλάματα.
«Πώς
είναι δυνατόν να είσαι εδώ;» ρώτησε
τρέμοντας. Σήκωσε τα μάτια του πάνω της,
απορημένος με την ερώτησή του. «Δεν
μπορώ να το πιστέψω...»
«Ούτε
εγώ, Ευάκι», γέλασε κοφτά εκείνος.
«Μη
με λες Ευάκι», άρχισε να ωρύεται εκείνη.
Έκανε λες και βγήκε από λήθαργο. Τον
έσπρωξε μακριά της κι άρχισε να
απομακρύνεται, αλλά ο Άγγελος δεν είχε
σκοπό να την αφήσει να φύγει αυτή τη
φορά.
«Περίμενε,
έτσι θα φύγεις;» τη ρώτησε αυστηρά καθώς
της έκλεινε το δρόμο. «Θα χαθείς πάλι
έτσι ξαφνικά όπως πριν τρία χρόνια;»
την κατηγόρησε κι αυτό ήταν αρκετό για
να την κάνει να σταματήσει να περπατάει.
Τον αντίκρισε με απορία και θυμό. Πώς
μπορούσε να της λέει κάτι τέτοιο και
μάλιστα με τόση φυσικότητα όταν ήταν
εκείνος που χάθηκε;
«Έχεις
πολύ θράσος», απάντησε ανήμπορη να
κρύψει το θυμό της. «Μιλάς εσύ; Τρία
χρόνια αναρωτιόμουν αν ζούσες ή αν είχες
πεθάνει».
«Σ’
ένοιαζε, τελικά; Γιατί πίστευα πως δεν
έδινες δεκάρα», συνέχισε εκείνος. Η Εύα
ένιωσε να βράζει μέσα της. Αν συνέχιζε
έτσι, θα εκρήγνυνταν και η λάβα θα τους
κατάκαιγε και τους δύο.
«Εγώ
δεν νοιαζόμουν; Σου έδωσα ό, τι είχα και
δεν είχα κι εσύ με την πρώτη ευκαιρία
με ξέχασες», μουρμούρισε πληγωμένη.
«Χαίρομαι που είσαι καλά, χαίρομαι που
ζεις μα άφησέ με να φύγω», τον παρακάλεσε
όταν εκείνος άρπαξε το μπράτσο της για
να μην απομακρυνθεί ξανά.
«Δεν
σε ξέχασα ποτέ, Εύα». Η φωνή του έτρεμε
γιατί δεν μπορούσε να πιστέψει πως τον
κατηγορούσε για κάτι τέτοιο. «Εσύ
χάθηκες...»
«Κάνεις
λάθος, εσύ σταμάτησες να γράφεις!»
Ξεκίνησε ν’ απομακρύνεται πάλι. Το
στέρνο της είχε ένα βάρος που δεν την
άφηνε να αναπνεύσει. Ήθελε να φωνάξει
με όλη της τη δύναμη. Απόρησε με τον
εαυτό της που κατάφερε να συγκρατηθεί
όταν μέσα της το αίμα της έβραζε.
«Εύα,
σου έγραφα ένα γράμμα τη βδομάδα μέχρι
που απολύθηκα από τον στρατό», έβαλε
τις φωνές αγανακτισμένος εκείνος. Αμέσως
σταμάτησε να περπατάει. Ένα πράγμα
εκτιμούσε πάντα στον Άγγελο κι αυτό
ήταν πως ποτέ του δεν της είχε πει ψέματα.
Καταλάβαινε από τον τόνο της φωνής του
που έτρεμε πως της έλεγε την αλήθεια.
Όμως, δεν μπορούσε να πιστέψει πως τόσο
καιρό της έγραφε αφού εκείνη δεν είχε
λάβει γράμμα του. Στράφηκε προς το μέρος
του Άγγελου και σάστισε με το ικετευτικό
βλέμμα με το οποίο την κοιτούσε. «Νομίζω
πως πρέπει να μιλήσουμε», είπε τελικά.
Δεν μπορούσε να διαφωνήσει με αυτό.
Είχαν πολλά να πουν. «Πάμε να σε κεράσω
έναν καφέ, το γραφείο μου είναι δίπλα
στο βιβλιοπωλείο».
Συμφώνησε
με ένα ανεπαίσθητο κούνημα του κεφαλιού
της και τον ακολούθησε πειθήνια. Της
φαινόταν παράξενο που περπατούσε πάλι
στο πλευρό του χωρίς όμως να είναι
κρυμμένη στην αγκαλιά του. Δεν είχε
τυλίξει το χέρι του γύρω της όπως έκανε
πάντα στις βόλτες τους στη Σάμο. Δεν
μιλούσε, δεν της έλεγε μυστικά κι όνειρα.
Ήταν λες και είχε έναν ξένο δίπλα της
που θα έπρεπε να γνωρίσει από την αρχή.
Κι όμως, κάθε φορά που έστρεφε τα μάτια
του πάνω της, αναγνώριζε εκείνο το
δεκαεννιάχρονο αγόρι που είχε αγαπήσει
με όλη της την καρδιά. Ήταν εκείνος, το
αγγελούδι της, μόνο που αυτή τη φορά δεν
ήταν κομματιασμένος και φαινόταν
ξεκάθαρα πως δεν την χρειαζόταν για να
σταθεί στα πόδια του.
Περίμενε
μέχρι να ξεκλειδώσει το χώρο δίπλα από
το βιβλιοπωλείο, ανυπόμονα. Δεν ήταν
απόλυτα σίγουρη πως θα έπρεπε να βρίσκεται
εκεί τελικά αλλά ονειρευόταν αυτή τη
στιγμή για καιρό, γι’ αυτό τελικά δεν
μπόρεσε να φύγει. Ο Άγγελος της έκανε
νόημα να περάσει μέσα κι έτρεξε να ανάψει
τα φώτα. Της πρόσφερε μία καρέκλα μπροστά
από το γραφείο του και χάθηκε σ’ ένα
δωμάτιο στο πίσω μέρος, δίνοντάς της
την ευκαιρία να εξετάσει το χώρο. Ήταν
γεμάτος με μηχανήματα, υπολογιστές και
εκτυπωτές τελευταίας τεχνολογίας αλλά
και με βιβλία γραφιστικής, όπως και με
δείγματα δουλειάς του Άγγελου.
«Δεν
ήξερα πως ήθελες να ασχοληθείς με αυτόν
τον τομέα», του είπε μόλις γύρισε για
να της δώσει μια κούπα με ελληνικό καφέ.
Δεν μπόρεσε να μη χαμογελάσει όταν είδε
πως ο δικός της ήταν σε μία από τη Σάμο.
Προσπαθούσε να την κάνει να αισθανθεί
σαν στο σπίτι της και το εκτίμησε πολύ.
«Στο
είχα γράψει σ’ ένα από τα γράμματά μου»,
απάντησε καθώς καθόταν στη θέση του
πίσω από το γραφείο.
«Είσαι
θυμωμένος μαζί μου», διαπίστωσε εκείνη,
απογοητευμένη. «Δεν έχω ιδέα τι έχει
συμβεί αλλά σου ορκίζομαι πως το τελευταίο
γράμμα που έλαβα από σένα ήταν στα μέσα
του Ιούλη. Σου έγραφα κάθε βδομάδα,
Άγγελε, μα όταν σταμάτησα να λαμβάνω
γράμματά σου...». Έκανε μία παύση για να
μπορέσει να βρει την αυτοσυγκέντρωσή
της και πάλι. «Σταμάτησα να γράφω όταν
έφυγα για την Αθήνα γιατί μου φάνηκε
ανούσιο να προσπαθώ να σε πείσω να μου
γράψεις. Δεν ήθελες. Είχες χαθεί».
«Μα
δεν είχα χαθεί», ψιθύρισε εκείνος. Η
θλίψη του γέμισε τα μάτια του με δάκρυα
που όμως δεν άφησε να κυλήσουν. Χαμήλωσε
το κεφάλι του για μία στιγμή και κάρφωσε
τα μάτια του στον καφέ του, λες κι εκεί
θα έβρισκε τις απαντήσεις σε αυτό το
μυστήριο. «Σ’ αγαπούσα, Εύα», της είπε
και ο παρελθοντικός χρόνος που
χρησιμοποίησε, την έκαψε περισσότερο
κι από τη γουλιά καφέ που ήπιε για να
καλύψει τη συγκίνησή της. «Έκανα όνειρα
για εμάς κι όταν σταμάτησα να λαμβάνω
γράμματά σου, κόντεψα να πεθάνω. Το
τελευταίο που έλαβα ήταν τον Αύγουστο
του 2000». Κοιτάχτηκαν βαθιά στα μάτια
όπως έκαναν τότε αλλά εκείνη ήταν η
πρώτη που τράβηξε το βλέμμα μακριά. Δεν
γινόταν να χαθεί στα γκριζογάλανα μάτια
του που έμοιαζαν με ανταριασμένες
θάλασσες πάλι. «Προσπάθησα άπειρες
φορές να σου τηλεφωνήσω», συνέχισε.
«Έπιασε
μεγάλη φωτιά στο νησί και οι γραμμές
καταστράφηκαν. Μείναμε χωρίς ρεύμα και
τηλέφωνο για καιρό κι ενώ το ρεύμα
αποκαταστάθηκε σύντομα, με τις τηλεφωνικές
γραμμές είχαμε ένα θέμα. Μετά αλλάξαμε
τηλέφωνο και κάπου εκεί έγινε η ζημιά»,
χαμογέλασε πικραμένη. «Αλήθεια έγραφες
μέχρι που απολύθηκες;»
«Ναι,
δεν μπορούσα να σταματήσω να ελπίζω πως
θα απαντούσες σε κάποιο από τα γράμματά
μου».
«Αν
τα είχα λάβει, θα το είχα κάνει», έσπευσε
να απαντήσει εκείνη για να τον διαβεβαιώσει
πως δεν τον εγκατέλειψε ποτέ. Δεν θα
μπορούσε να του κάνει τέτοιο κακό. Τον
αγαπούσε. Ονειρευόταν ένα μέλλον μαζί
του, πίστευε πως οι δυο τους θα κατακτούσαν
παρέα τα όνειρά τους. Πώς να τον εγκατέλειπε
όταν κοντά του ανέπνεε και ζούσε;
«Σταμάτησα να υπάρχω για λίγο, όταν δεν
έρχονταν τα γράμματά σου», είπε διστακτικά,
αποφεύγοντας να τον κοιτάξει. «Ήταν σαν
να μου ξερίζωσε κάποιος την καρδιά και
την όρεξη για ζωή».
Μείνανε
σιωπηλοί για αρκετή ώρα να κοιτάζονται
λες και δεν πίστευαν πως βρίσκονταν ο
ένας απέναντι στον άλλο. Η Εύα έσπασε
τη σιωπή όταν ξάφνου έβαλε τα γέλια.
Στην αρχή ήταν πνιχτά μα έγιναν δυνατά
κι έφεραν δάκρυα θλίψης στα μάτια της.
Ο Άγγελος σηκώθηκε από τη θέση του για
να πάει κοντά της. Δεν μπορούσε να τη
βλέπει να κλαίει εξαιτίας του. Την
αγκάλιασε σφιχτά κι άφησε ένα φιλί στην
κορυφή του κεφαλιού της, ενώ εκείνη
γαντζωνόταν πάνω του φοβούμενη μην τον
χάσει ξανά. Ήταν τόσο παράξενο που ένιωσε
λες και είχε βρει εκείνο το κομμάτι που
έλειπε από τη ζωή της για χρόνια. Ήταν
και πάλι ολοκληρωμένος άνθρωπος μ’
εκείνον παρών στη ζωή της. Τίποτα δεν
είχε αλλάξει, μα τίποτα δεν ήταν όπως
παλιά. Όμως δεν την πείραζε καθόλου
αυτό.
«Δεν
έχεις ιδέα πόσο πολύ σε σκεφτόμουν»,
άκουσε τον Άγγελο να της λέει καθώς την
απελευθέρωνε από τα μεγάλα χέρια του.
Έκλεισε το πρόσωπό της στις παλάμες του
για να μπορέσει να την κοιτάξει καλύτερα.
«Πόσο όμορφη είσαι», γέλασε κοφτά.
«Κι
εγώ δεν έπαψα ποτέ να σε σκέφτομαι. Δεν
ξέρεις πόσο ανακουφίστηκα μόλις σε
είδα. Νόμιζα πως σου είχε συμβεί κάτι
κακό».
«Έχουμε
να πούμε τόσα πολλά, Ευάκι. Έχεις κινητό;»
Του το έδωσε κι εκείνος πέρασε το νούμερό
του αμέσως στη μνήμη. Κάλεσε το δικό του
και αποθήκευσε τον αριθμό της, κοιτώντας
τη πονηρά. «Τώρα δεν θα μου ξεφύγεις
ξανά», την πείραξε. «Και μην τολμήσεις
να αλλάξεις νούμερο χωρίς να μου το
πεις». Άλλη μία παύση. Αυτή η σιωπή που
έπεφτε ανάμεσά τους έκρυβε τόση λαχτάρα
που η Εύα πίστεψε πως θα πνιγεί εξαιτίας
της. «Τώρα που σε βρήκα θα φροντίσω να
μη σε χάσω ξανά», τον άκουσε να ψιθυρίζει
και συμφώνησε με ένα χαμόγελο.
Η
πόρτα που άνοιξε απότομα τους ανάγκασε
να σταματήσουν αυτόν τον διαγωνισμό
κοιτάγματος. Ο Πάνος μπήκε μέσα με φόρα
αλλά άφησε την ανάσα του να βγει αργά,
μόλις τους είδε.
«Α,
τέλεια, είστε και οι δύο ζωντανοί»,
αστειεύτηκε προκαλώντας τους γέλιο.
«Συγγνώμη για τη διακοπή αλλά Εύα, έχω
ένα ραντεβού για συνέντευξη σε μία ώρα.
Να τη δεχτώ την κοπέλα ή να της πω πως
καλύφθηκε η θέση;»
«Έχω
πολλούς λόγους να θέλω να δουλέψω μαζί
σου», απάντησε εκείνη μ’ ένα αστραφτερό
χαμόγελο. «Αν όντως με θες, είμαι δική
σου».
«Μην
του λες τέτοια γιατί μπορεί να πάρει
θάρρος», αστειεύτηκε ο Άγγελος και η
Εύα κοκκίνισε όταν κατάλαβε τι είχε
πει.
«Μην
λες τέτοια μπροστά του γιατί ήδη με
ζηλεύει αρκετά», πέρασε στην αντεπίθεση
ο Πάνος. «Οπότε... πότε ξεκινάς; Χρειάζομαι
βοήθεια άμεσα όπως καταλαβαίνεις».
«Σήμερα
κιόλας, αν θες», απάντησε ενθουσιασμένη
εκείνη. «Δεν έχω σχολή, μπορώ να μείνω
όσο θες».
Ο
Πάνος έφυγε μακαρίζοντας την καλή του
τύχη, αφήνοντάς τους πάλι μόνους. Εκείνη
ήπιε τον καφέ της με ευχαρίστηση, κυρίως
γιατί ο Άγγελος ακόμα θυμόταν πως τον
ήθελε. Σηκώθηκε από τη θέση της χωρίς
να θέλει στην πραγματικότητα να τον
αφήσει, αλλά στη σκέψη πως θα τον είχε
δίπλα της κάθε μέρα, ηρέμησε και έπεισε
τον εαυτό της να συνεχίσει τη μέρα και
τη ζωή της. Με νέα δεδομένα. Με την
επιστροφή του στο μυαλό, να της ζεσταίνει
την καρδιά.
«Λοιπόν,
πρέπει να πάω για δουλειά», ξεφύσησε.
«Όποτε
θες να βρεθούμε, να τα πούμε λίγο...»
«Θα
το κανονίσουμε, έτσι κι αλλιώς, θα
βλεπόμαστε καθημερινά από εδώ και πέρα».
Χαμογέλασε
διάπλατα στη σκέψη αυτή. Άνοιξε τα χέρια
του και η Εύα δεν δίστασε να χωθεί στην
αγκαλιά του. Δεν μπορούσε να τον χορτάσει,
δεν ήθελε να τον αφήσει αλλά το έκανε
με την ελπίδα πως δε θα ήταν η τελευταία
φορά.
17.
Η
χαρά που πλημμύρισε την καρδιά του ήταν
δύσκολο να περιγραφεί. Την άφησε να βγει
από το γραφείο του παρότι είχε ανάγκη
την παρέα της λίγο ακόμη και κάθισε στη
θέση του, ανήμπορος να πάρει ανάσα. Το
Ευάκι ήταν ξανά μέρος της ζωής του, όσο
ξαφνικά την είχε χάσει, τόσο αναπάντεχα
εμφανίστηκε από το πουθενά μπροστά του.
Τελικά, υπάρχει Θεός, σκέφτηκε ενώ
κοιτούσε προς τη βιτρίνα και το κομμάτι
ουρανού που ξεχώριζε ανάμεσα από τα
κτήρια. Ίσως να υπήρχε και να τον αγαπούσε
και λιγάκι, μπορεί επιτέλους να του
επέστρεφε τις χαρές με τόκο, μετά από
τόσες λύπες που τον είχε κεράσει. Όπως
και να είχε, ένα ήταν το θέμα. Την είχε
πάλι κοντά του. Από την πρώτη στιγμή που
τη γνώρισε, με την Εύα στο πλευρό του
είχε την πεποίθηση πως μπορούσε να
κατακτήσει τον κόσμο, πως τίποτα και
κανείς δεν θα τον πείραζε. Τρία χρόνια
αισθανόταν αβοήθητος και το κατάλαβε
μόλις έριξε μια ματιά στο πρόσωπό της.
Έτριψε
το πηγούνι του σκεπτόμενος πως θα έπρεπε
να ξεκινήσει να εργάζεται αλλά δεν είχε
τρόπο για να συγκεντρωθεί. Θα μπορούσε
να τακτοποιήσει λίγο το χώρο και μετά
να ρίξει μια ματιά στη δουλειά του. Ο
νους του ξεστράτιζε στο βιβλιοπωλείο
και το γεγονός πως ήταν εκείνη εκεί. Του
΄ρθε να πάει να βρει τον Πάνο και να τον
φιλήσει γιατί αν δεν ήταν αυτός, μπορεί
να μην την έβλεπε ποτέ ξανά.
Πάνω
στην ώρα έκανε την εμφάνισή του και ο
φίλος του με ένα πονηρό χαμόγελο που
τον έκανε να βάλει τα γέλια.
«Ρε,
η κοπελιά από τη Σάμο είναι;» τον ρώτησε
δύσπιστος.
«Πάνο,
θα σου χρωστάω μία ολόκληρη ζωή γι’
αυτό το καλό που έκανες, έστω κι άθελά
σου».
«Τι
τρελό... πιο πάνω μένει, το ξέρεις;» Του
φαινόταν απίστευτα τα παιχνίδια της
μοίρας. Τα άκουγε από άλλους αλλά δεν
πίστευε ποτέ πως θα του έκανε κι εκείνου
τέτοια τερτίπια. «Το χαστούκι που έφαγες,
περί τίνος επρόκειτο;»
«Λόγω
μιας παρεξήγησης, δεν έχει σημασία»,
απάντησε ξύνοντας το κεφάλι του. «Δεν
θα δουλέψω σήμερα», κάγχασε παραιτημένος.
«Αν
θες μπορώ να της πω να φύγει, να πάτε
καμιά βόλτα να τα πείτε», πρότεινε
εκείνος αλλά ο Άγγελος διαφώνησε μ’
ένα κοφτό νεύμα.
«Θα
με καλέσει εκείνη όταν νιώσει έτοιμη
να μιλήσουμε», αρκέστηκε να πει. Ο Πάνος
χαμογέλασε με κατανόηση και γύρισε στη
δουλειά του, αφήνοντάς τον μόνο να
αναρωτιέται από πού να ξεκινήσει τη
μετακόμιση στο γραφείο του.
Το
μεσημέρι εκείνη έκανε την εμφάνισή της
δειλά, για να του ανακοινώσει την
αναχώρησή της. Το βιβλιοπωλείο έκλεινε
κι έπρεπε να επιστρέψει στο σπίτι της,
του είπε, μα ο Άγγελος ήθελε να της
ζητήσει να μην το κάνει. Τον έζωσε ένας
παράλογος φόβος πως δεν θα την έβλεπε
ξανά. Έφταιγε αυτή η κακοτυχία που τους
είχε χτυπήσει και τους είχε χωρίσει. Μα
δεν τόλμησε να της ζητήσει κάτι τέτοιο.
Ήξερε πως η Εύα, αν ήθελε πραγματικά να
μείνει στη ζωή του, θα το έκανε από μόνη
της. Μπορούσε να δει ξεκάθαρα τη χαρά
της που τον είχε μπροστά της μα δεν του
ξέφυγε και ο δισταγμός της να αφεθεί
ολοκληρωτικά. Δεν ήξερε τι περνούσε από
το μυαλό της αλλά θα το μάθαινε σύντομα.
Είχε τον τρόπο του να ξεκλειδώνει τις
σκέψεις και τα συναισθήματά της.
«Καλή
ξεκούραση», του ευχήθηκε ενώ εκείνος
ετοίμαζε τη μηχανή του για να επιστρέψει
σπίτι του.
«Επίσης,
Ευάκι. Αύριο δουλεύεις;»
«Απόγευμα»,
του είπε χαμογελώντας. «Το πρωί έχω
σχολή».
«Πέρνα
να σε δω», την παρακάλεσε κοιτώντας την
κατάματα. Συμφώνησε μ’ ένα κούνημα του
κεφαλιού και άρχισε να οπισθοχωρεί,
χωρίς να τολμάει να πάρει τα μάτια της
από πάνω του. Δεν πρόσεξε και σύντομα η
πλάτη της βρέθηκε ενάντια σ’ ένα δέντρο.
Ο Άγγελος τρόμαξε μα έβαλαν κι οι δύο
τα γέλια, όταν εκείνη άφησε μια άκομψη
βρισιά να βγει από τα ντελικάτα χείλη
της. «Συνεχίζεις να βρίζεις σαν
λιμενεργάτης», την πείραξε με μία δόση
περηφάνιας στον τόνο του.
«Μερικά
πράγματα δεν αλλάζουν, όσα χρόνια κι αν
περάσουν», αστειεύτηκε με τη σειρά της
και κράτησε ελάχιστα την ανάσα της.
«Αντίο... για τώρα...»
«Μισώ
αυτή τη λέξη», τη μάλωσε με απόλυτη
σοβαρότητα. «Καλό απόγευμα».
Η
Εύα του γύρισε την πλάτη και συνέχισε
το δρόμο της παλεύοντας με τον εαυτό
της. Δεν ήθελε να γυρίσει να τον κοιτάξει
πάλι γιατί τότε θα επέστρεφε σ’ εκείνον
και δεν μπορούσε να το κάνει αυτό. Όχι
όταν την περίμενε στο σπίτι ο Φίλιππος.
Αναρωτήθηκε αν θα έπρεπε να του πει για
την τόσο αναπάντεχη συνάντησή της με
τον Άγγελο. Ήταν σίγουρη πως θα τον
έπιαναν πάλι οι ανασφάλειές του όπως
κάθε φορά που τολμούσε να αναφέρει το
όνομά του, από τη στιγμή που έγιναν
ζευγάρι. Πάντα πίστευε πως έπρεπε να
ξεπεράσει στα πάντα εκείνο το φάντασμα
του παρελθόντος που είχε κλέψει την
καρδιά της. Δεν ήταν δίκαιο, το ήξερε
καλά, ειδικά από τη στιγμή που ο Φίλιππος
ήταν μοναδικός. Την πρόσεχε, την αγαπούσε,
πάντα έβαζε τη δική της ευτυχία πάνω
απ’ όλα. Καλύτερα να μην του έλεγε κάτι
ακόμα, όχι τουλάχιστον πριν σιγουρευόταν
πως ο Άγγελος δεν ήταν ένα αποκύημα της
φαντασίας της και πως όντως είχε
επιστρέψει στη ζωή της.
Γέλασε
λιγάκι με τον εαυτό της γιατί δεν θα
κρατούσε τη συνάντησή της μαζί του
μυστική, για χάρη του Φίλιππου. Για
εκείνη θα το έκανε, γιατί ήθελε να τον
χορτάσει όσο περισσότερο γινόταν. Να
ρουφήξει μερικές στιγμές χωρίς σκηνές
ζηλοτυπίας και φωνές, αλλά και χωρίς να
πρέπει να βρίσκει τρόπους για να ανυψώσει
το ηθικό του Φίλιππου. Δεν θα μιλούσε
ακόμα. Για δικό της καλό.
Μπήκε
στο σπίτι και τον έψαξε αμέσως. Τον βρήκε
μπροστά από τη ντουλάπα του να ψάχνει
για ρούχα. Τον παρατήρησε λιγάκι σιωπηλή.
Φορούσε μόνο ένα μποξεράκι. Η πανέμορφη
πλάτη του και τα πόδια του ήταν εκτεθειμένα.
Ο Φίλιππος ήταν όμορφος, μπορεί να του
έλειπε το σκέρτσο του Άγγελου αλλά ήταν
όμορφος με τον δικό του γλυκό τρόπο.
Έκανε την καρδιά της περίεργα να χτυπάει
στη θέα του. Αν μη τι άλλο, τον είχε
ερωτευτεί για όλα εκείνα τα μικρά
πράγματα που τον έκαναν μοναδικό.
«Ετοιμάζεσαι
για κάπου;» τον ρώτησε. Τινάχτηκε
ολόκληρος μόλις άκουσε τη φωνή της, αφού
πίστευε πως ήταν μόνος στο σπίτι.
«Πού
είσαι ρε μωρό μου τόσες ώρες; Από το πρωί
που έστειλες μήνυμα, εξαφανίστηκες»,
της έβαλε τις φωνές, τρομαγμένος αλλά
και ανακουφισμένος που την έβλεπε. «Σε
πήρα δέκα φορές τηλέφωνο».
Πήγε
κοντά της να την παρατηρήσει καλύτερα.
Για μια στιγμή ένιωσε ενοχές που ήθελε
να κρατήσει μυστική τη συνάντησή της
αλλά γνωρίζοντας τον καλά, δεν θα άντεχε
μια σκηνή ζηλοτυπίας εκείνη τη στιγμή.
«Συγγνώμη
καρδιά μου, έπιασα δουλειά απευθείας
στο βιβλιοπωλείο και ξεχάστηκα. Πέρασαν
οι ώρες χωρίς να το καταλάβω». Τύλιξε
τα χέρια της γύρω από τον κορμό του και
κόλλησε πάνω του ολόκληρη. Όταν όμως
έκλεισε τα μάτια, η μορφή του Άγγελου
της έκανε επίθεση. Ένιωσε νέες ενοχές
να την πνίγουν, αναγκάζοντάς τη να
τραβηχτεί από την αγκαλιά του Φίλιππου
αμέσως. «Έλεγα να βγούμε το βράδυ, να
γιορτάσουμε για τη νέα μου δουλειά»,
πρότεινε αλλά το ύφος του έλεγε πως είχε
ήδη άλλα σχέδια.
«Θα
βγω με τα παιδιά», απολογήθηκε. «Είναι
τα γενέθλια του Δημήτρη σήμερα. Δεν
έρχεσαι κι εσύ μαζί μας;»
«Δεν
είσαι σοβαρός», κάγχασε μέσα στην
αγανάκτηση. «Ο φίλος σου είναι τόσο
γλοιώδης που θα νομίσει πως με πήρες
μαζί σου για να με δώσεις ως δώρο
γενεθλίων». Πέταξε τα πράγματά της στο
κρεβάτι και άρχισε να βγάζει τα παπούτσια
της μουτρωμένη. «Θα παραγγείλω κάτι να
φάω εδώ», πέταξε απογοητευμένη που δεν
θα περνούσε το βράδυ μαζί του.
«Να
το ακυρώσω;»
Την
εκνεύριζε όταν το έκανε αυτό. Πάντα της
έριχνε το μπαλάκι, της έβαζε ένα δίλημμα
που θα έπρεπε να είναι δικό του.
«Μην
το κάνεις αυτό, αν ήθελες να το ακυρώσεις,
θα είχες σηκώσει ήδη το κινητό και θα
το έκανες αντί να με ρωτάς. Δεν θα γίνω
η κακιά της υπόθεσης».
«Γιατί
είσαι τόσο νευριασμένη τώρα;» πέρασε
εκείνος στην αντεπίθεση. «Ας με είχες
ειδοποιήσει νωρίτερα ρε Εύα, να μην
κανόνιζα...» Σηκώθηκε από τη θέση της
απότομα, διακόπτοντάς τον. Πήγε με μεγάλο
βήμα ως το μπάνιο όπου κλείστηκε απορώντας
πώς γινόταν κάθε συζήτησή του τον
τελευταίο καιρό, να καταλήγει σε καυγά.
Ακούμπησε τα χέρια της στο νιπτήρα και
όλο της το σώμα έγινε άκαμπτο όταν
εκείνος άνοιξε απότομα την πόρτα και
πέρασε μέσα. Στάθηκε πίσω της με τα
ρουθούνια να τρεμοπαίζουν από το θυμό
αλλά αντί να της βάλει τις φωνές, έσκυψε
κι άφησε ένα φιλί στη βάση του λαιμού
της. Ήξερε πολύ καλά πώς να την ηρεμεί
και να την κάνει να τον συγχωρεί. Την
έστρεψε προς το μέρος του για να δει
εκείνο το στραβό, πονηρό χαμόγελο του,
να κάνει την εμφάνισή του αργά. Η καρδιά
της πετάρισε για μία στιγμή. Σήκωσε τα
μάτια ψηλά πάνω που ο Φίλιππος τη σήκωνε
στα χέρια του. Τύλιξε τα πόδια της γύρω
και τον φίλησε με πάθος ενώ την οδηγούσε
στο κρεβάτι τους. Έτσι έλυναν τους
καυγάδες τους λες και οι λέξεις τους
ήταν ικανές να κάνουν μόνο ζημιά.
«Θα
σε βγάλω αύριο βόλτα», της υποσχέθηκε
αρκετή ώρα αργότερα. Άρχισε να ντύνεται
ενώ εκείνη έμεινε στο κρεβάτι να προσπαθεί
να βολευτεί και να κρύψει το γεγονός
πως παρότι μόλις είχε κάνει έρωτα με
τον άντρα που ήταν ερωτευμένη, ένιωθε
άδεια.
«Θα
αργήσεις να γυρίσεις;»
«Πιθανόν.
Δεν έχω μάθημα αύριο».
Αυτά
ήταν τα μόνα λόγια που αντάλλαξαν μέχρι
που έφυγε εκείνος. Τότε μόνο σηκώθηκε
από το κρεβάτι. Φόρεσε τις πυτζάμες της
και έσυρε το βήμα ως την κουζίνα για να
φτιάξει κάτι να φάει, όταν άκουσε το
κινητό της να χτυπάει. Έτρεξε να απαντήσει
χωρίς να κοιτάξει καν ποιος καλούσε.
«Γιατί
είσαι αλαφιασμένη;»
Χαμογέλασε
διάπλατα όταν άκουσε τη φωνή του Άγγελου
στην άλλη άκρη της γραμμής.
«Έψαχνα
να βρω το κινητό».
«Ενοχλώ;»
«Ποτέ»,
έσπευσε να απαντήσει. Ήταν η καλύτερη
συντροφιά που θα μπορούσε να ζητήσει
εκείνη τη στιγμή που ένιωθε τόσο μόνη.
«Αναρωτιέμαι τι να φάω για βραδινό»,
του είπε αναστενάζοντας δραματικά.
«Βασικά,
γι’ αυτό σε καλώ. Έλεγα αν ήθελες να σε
βγάλω έξω να γιορτάσουμε το γεγονός πως
βρήκες δουλειά αλλά και κυρίως πως η
μοίρα μας έφερε πάλι κοντά».
Δεν
μπόρεσε να μη σκεφτεί πως ακόμα και
τώρα, τρία χρόνια μετά, ήταν σαν να
διάβαζε τις σκέψεις και τα συναισθήματά
της. Κι ας είχαν να βρεθούν τόσο καιρό.
«Σε
πόση ώρα να είμαι έτοιμη;»
Το
γλυκό γέλιο του προκάλεσε αυτό το φοβερό
φαινόμενο των πεταλούδων στο στομάχι
της που έκαναν μία φρενήρη πτήση εκείνη
τη στιγμή. Μόνο εκείνος είχε καταφέρει
κάτι τέτοιο, μόνο το γέλιο του.
«Στείλε
μου μήνυμα με τη διεύθυνσή σου και σε
μισή ώρα θα περάσω να σε πάρω», της
απάντησε. «Δεν ξέρεις πόσο καιρό το
ονειρευόμουν αυτό ρε Ευάκι», συμπλήρωσε
χαμηλόφωνα και τον άκουσε ν’ αναστενάζει
αμέσως μετά.
«Κι
εγώ. Έχουμε να πούμε πάρα πολλά. Σε μισή
ώρα... σου στέλνω μήνυμα αμέσως αλλά τώρα
πρέπει να κλείσω».
«Ή
μπορείς να μου πεις τη διεύθυνση και να
μιλάμε όσο ντύνεσαι», της πρότεινε. «Με
τη μηχανή θα έρθω, μόλις κλείσουμε, μετά
από πέντε λεπτά θα είμαι από κάτω».
Δεν
μπόρεσε να του αρνηθεί. Μήπως εκείνη
την ίδια ανάγκη να τον ακούει, δεν είχε;
Τρία χρόνια μακριά του, της είχε λείψει
η φωνή του υπερβολικά. Έβαλε το κινητό
σε ανοιχτή ακρόαση και δεν το έκλεισε
μέχρι που εκείνος ανέβηκε πάνω στη
μηχανή για να πάει να τη βρει.
18.
Οδηγούσε
ανυπόμονα για να πάει κοντά της. Ήθελε
να της πει τόσα πολλά. Ένιωσε ενοχές
όταν χάρηκε που η Νάντια δεν θα έμενε
σπίτι εκείνο το βράδυ. Παρότι είχαν
κάνει σχέδια να βγουν, του ανακοίνωσε
πως έπρεπε να δουλέψει το βράδυ γιατί
το καφέ-μπαρ θα φιλοξενούσε ένα
bachelorette
party.
Έφερε στο νου του το ύφος της κάθε φορά
που πετούσε μοντέρνες ξένες λέξεις και
αναρωτήθηκε πότε έγινε τόσο δήθεν.
Κάποτε γελούσε κατάμουτρα σε όσους ήταν
τόσο εξεζητημένοι μέχρι που έγινε κι
εκείνη μία από αυτούς.
Παρότι
είδε πως ήταν νευρικός και χαμένος στις
σκέψεις του, δεν έκανε τον κόπο να τον
ρωτήσει τι είχε. Χάρηκε γι’ αυτό γιατί
δεν θα μπορούσε να της πει ψέματα και η
αλήθεια ήταν πως δεν ήταν έτοιμος να
της μιλήσει για την Εύα. Δεν είχε ιδέα
για εκείνη αλλά ούτε για τη Σάμο. Δεν
της είχε πει για το παρελθόν του, τον
πατέρα του και τη συμπεριφορά του, μα
ούτε για τη μητέρα του. Τα είχε κρατήσει
όλα για εκείνον γιατί του ήταν ευκολότερο
να μη μιλάει σε τρίτους γι’ αυτά. Μόνο
η Εύα τον καταλάβαινε, έτσι πίστευε. Η
Νάντια ήταν της επίθεσης και ήταν απόλυτα
σίγουρος πως δεν θα κατανοούσε τους
λόγους που έμενε πίσω και υπόμενε όλα
εκείνα τα βασανιστήρια. Σχεδόν μπορούσε
να την ακούσει να λέει με το επιτηδευμένο
ύφος της πως αν ήταν στη θέση του, θα
είχε φύγει προτού τα πράγματα σοβαρέψουν.
Μα δεν ήταν τόσο εύκολο. Το τελευταίο
πράγμα που χρειαζόταν ήταν ν’ ακούσει
πόσο λάθος μπορεί να είχε χειριστεί
τότε την κατάσταση. Μόνο η Εύα καταλάβαινε.
Γι’ αυτό την είχε αγαπήσει τόσο, ποτέ
της δεν τον έκρινε, μόνο στεκόταν στο
πλευρό του και τον στήριζε δίνοντάς του
όση αγάπη μπορούσε.
Σταμάτησε
τη μηχανή στο δρόμο που βρισκόταν το
διαμέρισμά της και πήρε μερικές ανάσες
πριν της κάνει κλήση για να κατέβει.
Αγαπούσε τη Νάντια, δεν έπρεπε να πέφτει
στην παγίδα να τη συγκρίνει με την Εύα.
Πολλά μπορεί να είχαν αλλάξει από τον
καιρό που πέρασε στη Σάμο, μπορεί η ίδια
να είχε αλλάξει. Δεν ήταν δίκαιο για την
κοπέλα του που τον είχε στηρίξει κι ας
μην είχε ιδέα τι του συνέβαινε. Δεν
αντιδρούσε στις μεταπτώσεις της
ψυχολογίας του, τις υπόμενε. Δεν έλεγε
τίποτα όταν ξυπνούσε από εφιάλτες, μόνο
τον κρατούσε αγκαλιά. Δεν σχολίαζε τα
νεύρα του που μερικές φορές τον έκαναν
να τρέμει γιατί έμοιαζε με τον Ταγματάρχη.
Χωρίς να ξέρει γιατί ξεσπούσε έτσι,
τόσο έντονα, προσπαθούσε να τον ηρεμήσει
με ένα χάδι κι ένα χαμόγελο. Ήταν εκείνη
που τον κράτησε στην επιφάνεια και δεν
πνίγηκε, τόσο καιρό. Ήταν άδικο να ξεχνάει
όσα έκανε εξαιτίας της εμφάνισης της
Εύας.
Η
καρδιά του έχασε έναν χτύπο όταν την
είδε να βγαίνει από την πολυκατοικία
απέναντί του. Είχε τα μαλλιά σηκωμένα
ψηλά ενώ μερικά τσουλούφια πετούσαν
ανυπότακτα. Φορούσε ένα κολλητό μπλουζάκι
και ένα υφασμάτινο παντελόνι και έδειχνε
ομορφότερη από ποτέ. Τα μάγουλά της
είχαν κοκκινίσει καθώς πλησίαζε
χαμογελώντας ντροπαλά.
«Δεν
άργησα;» ρώτησε αφήνοντας ένα κοφτό
γελάκι που φανέρωνε τη νευρικότητά της.
«Για
χατίρι σου να περίμενα κι ώρες. Εδώ
περίμενα τρία χρόνια, εκεί θα κολλούσα;»
Η
απάντησή του την άφησε να τον κοιτάζει
με μελαγχολία. Δεν ήθελε να της προκαλέσει
τέτοιο συναίσθημα. Ίσως θα έπρεπε να
μάθει να φιλτράρει τα λόγια του από εκεί
κι έπειτα. Της έδωσε ένα κράνος κι αφού
τη βοήθησε να το φορέσει, την περίμενε
να βολευτεί πάνω στη μηχανή. Ανατρίχιασε
όταν ένιωσε τα χέρια της γύρω από τη
μέση του. Πώς γινόταν να τον επηρεάζει
τόσο εύκολα το άγγιγμά της. Έβαλε μπροστά
τη μηχανή και αφού άφησε αργά την ανάσα
του να βγει, την έβγαλε στο δρόμο.
Ήξερε
από την πρώτη στιγμή πού θα την πάει
αφού εκεί κατέφευγε όταν ήθελε να μείνει
μόνος, στην όμορφη Πάχη. Είχε βρεθεί
εκεί κατά τύχη κάποια στιγμή που οδηγούσε
χωρίς προορισμό και κατέληξε να πηγαίνει
συχνά. Του θύμιζε λιγάκι ένα κομμάτι
από τη Σάμο. Μάλλον γι’ αυτό το είχε
αγαπήσει το μέρος, γιατί εκεί επέστρεφε
σ’ εκείνες τις ανέμελες στιγμές με την
Εύα, τότε που η ευτυχία ερχόταν χωρίς
κόπο όταν ήταν κοντά της.
Μία
ώρα αργότερα κατέβαιναν από τη μηχανή
και περπατούσαν κατά μήκους του λιμανιού,
χωρίς ν’ ανταλλάσουν ούτε κουβέντα.
Ακόμα και τώρα δεν μπορούσαν να πιστέψουν
πως δεν ονειρεύονταν. Ο Άγγελος ακούμπησε
προστατευτικά το χέρι του στην πλάτη
της για να την καθοδηγήσει προς μία
όμορφη ταβέρνα. Είδε στα μάτια της την
έκπληξη να ζωγραφίζεται αφού θύμιζε
πολύ εκείνη στη Σάμο όπου πήγαιναν συχνά
για φαγητό. Στους λευκούς τοίχους της
στην αυλή κρέμονταν κομμάτια από δίχτυα
αλλά και φανάρια από εκείνα που είχαν
οι ψαράδες στις βάρκες τους. Κάθισαν σ’
ένα τραπέζι έξω και κοιτάχτηκαν με το
ίδιο μελαγχολικό χαμόγελο.
«Είναι
πανέμορφο», μουρμούρισε εκείνη αφηρημένα,
ενώ κοιτούσε γύρω της.
«Έρχομαι
συχνά μόνος μου εδώ. Μου θυμίζει το νησί
κι εσένα αυτό το μέρος».
Στράφηκε
αμέσως προς το μέρος του. Το πηγούνι της
έτρεμε λιγάκι αλλά κατάφερε να μασκαρέψει
τη θλίψη της πίσω από ένα όμορφο μειδίαμα.
«Θέλω
να μου πεις τα πάντα για σένα», τον
ικέτευσε. «Μου έλειψες τρομερά».
Δεν
είχε ιδέα από πού ν’ αρχίσει αφού είχε
να της πει τόσα πολλά. Τα μάζευε μέσα
στο μυαλό του εδώ και τρία χρόνια μα
τώρα που του δινόταν η ευκαιρία να της
πει τα πάντα, δεν μπορούσε να βάλει τις
σκέψεις σε μια σειρά.
«Ήταν
τρομερά δύσκολα στην αρχή», ξεκίνησε
να της λέει μετά από μερικές στιγμές
σιωπής. «Στη σκέψη πως μπορεί να με
ξέχασες...»
«Δεν
σε ξέχασα ποτέ», τον διέκοψε αμέσως. Η
φωνή της ήταν χαμηλή και με το ζόρι
έβγαινε αφού ο λαιμός της είχε κλείσει.
Τα μάτια της βούρκωσαν κι εκείνος θέλησε
να τα φιλήσει για να μην αφήσει τα δάκρυά
της να κυλήσουν. «Δεν σταμάτησα ποτέ να
ελπίζω πως θα φανείς ξανά. Είχα τόσο
καιρό να λάβω γράμμα σου... ήθελα να
συνεχίσω να σου γράφω αλλά ο Φίλιππος
με ανάγκασε να σταματήσω γιατί έκανα
κακό στον εαυτό μου».
«Ο
Φίλιππος;» κάγχασε εκείνος λιγάκι
απορημένος.
«Μου
στάθηκε όσο κανείς άλλος», του εξήγησε
με απολογητικό ύφος. «Ήταν εκεί όταν
λάμβανα γράμματά σου αλλά κι όταν τα
έστελνα. Ήταν εκεί όταν αγωνιούσα. Νομίζω
αν δεν ήταν εκείνος να με στηρίξει, θα
είχα πέσει και δεν θα είχα σηκωθεί ξανά».
Ένιωσε
ένα τσίμπημα ζήλιας στο στομάχι. Εκείνος
θα έπρεπε να είναι το στήριγμά της.
Κανείς άλλος.
«Είστε
ζευγάρι;» τη ρώτησε διστακτικά.
«Εδώ
και καιρό», του απάντησε ειλικρινά. «Δεν
πίστευα πως θα σε ξαναδώ. Ήθελα να ψάξω
να σε βρω αλλά δεν είχα ιδέα από πού ν’
αρχίσω».
«Εγώ
σ’ έψαξα», είπε εκείνος με δυσκολία.
«Ερχόμουν στη σχολή σου σχεδόν καθημερινά
για αρκετό καιρό, μήπως και σε πετύχω.
Δεν τόλμησα ποτέ να ρωτήσω κάποιον αν
σε ξέρει γιατί φοβόμουν πως δεν ήθελες
να με δεις. Νόμιζα πως εγκατέλειψες
εμάς, τα όνειρά μας, τη σχέση μας. Γι’
αυτό σταμάτησα να σε ψάχνω».
Η
Εύα έκλεισε τα μάτια της σε μια προσπάθεια
να καταλαγιάσει την καταιγίδα που
μαινόταν μέσα της.
«Δεν
μπορώ να καταλάβω τι έγινε», μονολόγησε.
«Πώς είναι δυνατόν να χάθηκαν τόσα
γράμματα;»
«Δεν
έχει σημασία πια», χαμογέλασε καθησυχαστικά
παρότι δεν το εννοούσε αυτό. Φυσικά και
είχε σημασία. Τα πράγματα θα ήταν τόσο
διαφορετικά αν δεν είχαν χαθεί αυτά τα
γράμματα, αν δεν είχαν εγκαταλείψει και
οι δύο τους με τόση ευκολία. «Είμαστε
κι οι δύο εδώ, ευτυχισμένοι στις σχέσεις
μας».
Δεν
ήθελε να της πει για τη Νάντια έτσι όμως
άφησε τη ζήλια του να πάρει το πάνω χέρι.
Ένιωσε τόσο μικρός εκείνη τη στιγμή.
Δεν καταλάβαινε τον εαυτό του, τι κέρδιζε
με το να της τρίβει στα μούτρα με τέτοιον
τρόπο πως κι εκείνος συνέχισε τη ζωή
του, ότι δεν πέρασε τα χρόνια του να
κλαίει που την έχασε. Μετάνιωσε όμως
αμέσως τον τρόπο του κι έκανε να
απολογηθεί, μα η Εύα τον σταμάτησε
αμέσως.
«Χαίρομαι
πραγματικά που είσαι ευτυχισμένος»,
του είπε αφήνοντας ένα αχνό χαμόγελο
να κάνει την εμφάνισή του. Σήκωσε το
χέρι της για να καλύψει το δικό του κι
αμέσως τα δάχτυλά τους μπλέχτηκαν. Το
άγγιγμά τους ήταν σχεδόν ηλεκτροφόρο
αλλά κανείς δεν τόλμησε να πάρει το χέρι
του μακριά.
«Περίμενα
καιρό», ψιθύρισε θλιμμένα. «Ώσπου έχασα
κάθε ελπίδα. Είχα ανάγκη να αγαπήσω και
να αγαπηθώ πάλι».
«Κι
εγώ το ίδιο». Δεν θα μπορούσε ποτέ να
του θυμώσει γι’ αυτό. Ο βίαιος χωρισμός
τους είχε δημιουργήσει και στους δύο
τις ίδιες ανασφάλειες και για να τις
ξεπεράσουν, επιβαλλόταν να πάνε παρακάτω,
να ξεκινήσουν από την αρχή με άλλους
στο πλευρό τους.
«Και
τώρα;» ρώτησε ξαφνιάζοντάς τη.
«Τώρα
τα δεδομένα έχουν αλλάξει αλλά αυτό δεν
σημαίνει πως εγώ κι εσύ δεν μπορούμε να
κάνουμε μία νέα αρχή σαν φίλοι».
Δεν
θα ήταν εύκολο αλλά από το τίποτα, αυτή
ήταν η καλύτερη λύση. Φίλοι. Πόσο παράξενο
της φαινόταν που έπρεπε να θυσιάσει
κάθε συναίσθημα που της ξυπνούσε, με
τόση ευκολία. Όμως είχε δίκιο όταν έλεγε
πως τα δεδομένα είχαν αλλάξει και μάλιστα
πολύ. Δεν ήταν οι ίδιοι άνθρωποι που
είχαν αγαπηθεί στη Σάμο, πια. Τράβηξε
πρώτη το χέρι της κι αμέσως ένιωσε ένα
κύμα ψύχους να την τυλίγει. Δεν το έδειξε.
Επικεντρώθηκε στην τσάντα της απ’ όπου
έβγαλε δύο βιβλία που έδωσε στον
παραξενεμένο Άγγελο.
«Έχει
γενέθλια η μητέρα σου σε δύο μέρες», του
είπε κρατώντας τον τόνο της ανάλαφρο.
«Το
θυμάσαι;»
«Δεν
ξεχνώ τόσο εύκολα», απάντησε χωρίς να
τον κοιτάξει. «Μου είπε ο Πάνος πως
έψαχνες κάτι να της πάρεις. Διάλεξα εγώ
ένα από σένα κι ένα από μένα», συνέχισε
δείχνοντάς του το βιβλίο που είχε
ξεχωρίσει. “Κάθε χρόνο τον Μάη” λεγόταν.
Του έκανε εντύπωση ο τίτλος αλλά και
περίληψη στο οπισθόφυλλο. «Νομίζω θα
της αρέσουν».
«Γιατί
δεν κανονίζεις να έρθεις μαζί μου, να
της το δώσεις εσύ;» πρότεινε. «Θα χαρεί
πολύ να σε δει».
«Ίσως
να έρθω. Πες μου όμως για εκείνη. Πως
είναι;»
«Ευτυχισμένη.
Παντρεμένη ξανά μ’ έναν άντρα που τη
λατρεύει και της συμπεριφέρεται όπως
της αξίζει».
Δεν
της ξέφυγε η μελαγχολία στη φωνή του.
Κατάλαβε αμέσως τι τον βασάνιζε και
λυπήθηκε πολύ.
«Κι
εσύ; Πως τα πας μαζί του;» ρώτησε κι
αμέσως τα μάτια του στράφηκαν πάνω της.
Χαμογέλασε στραβά κι η καρδιά της
αναπήδησε μία φορά. «Υποθέτω πως δεν
είναι σαν εκείνον, αυτός ο άντρας»,
ψιθύρισε.
«Δεν
είναι. Ο Γεράσιμος είναι ωραίος τύπος,
δυναμικός με άλλον τρόπο, όχι σαν τον
Ταγματάρχη. Είναι γεννημένος πατέρας».
«Αλλά;»
«Δεν
μπορώ να αφεθώ», παραπονέθηκε σπάζοντας
την καρδιά της σε χίλια κομμάτια.
«Προσπαθώ μα δεν τα καταφέρνω κι είναι
άδικο γιατί με αγαπάει σαν πραγματικό
παιδί του».
«Λυπάμαι
πολύ που το ακούω αυτό αλλά κάποια στιγμή
θα πρέπει να αφήσεις πίσω σου το παρελθόν».
«Το
ξέρω μα με κατατρώει σαν σαράκι ακόμα
και τώρα». Έκανε μία παύση διστάζοντας
να ρωτήσει αυτό που είχε στο νου τόσο
καιρό. «Τον έχεις δει καθόλου από τότε;»
ζήτησε να μάθει.
Η
Εύα δεν περίμενε κάτι λιγότερο από
εκείνον. Η καρδιά του ήταν αγνή και ικανή
μόνο για καλό. Παρότι ο πατέρας του είχε
προσπαθήσει να τον εξουσιάσει, ακόμα
και που τον έκανε δυστυχισμένο, ο Άγγελος
νοιαζόταν για εκείνον κι ας προσποιούταν
πως ρωτούσε από απλή περιέργεια.
«Ναι,
αρκετές φορές από απόσταση. Πάντα ήταν
μόνος και χαμένος στις σκέψεις του.
Κανείς στην πόλη δεν τον πλησιάζει.
Βλέπεις, τίποτα δεν μένει κρυφό για πολύ
στο νησί κι όλοι έμαθαν τι κουμάσι ήταν
στην πραγματικότητα. Η τιμωρία του ήταν
να του συμπεριφέρονται σαν εγκληματία
που δεν του αξίζει δεύτερη ευκαιρία»,
κάγχασε και ο Άγγελος μειδίασε θλιμμένα.
«Υποθέτω
πως όλοι παίρνουν αυτό που τους αξίζει
σ’ αυτή τη ζωή», είπε μ’ έναν αναστεναγμό.
«Πάντα
στο τέλος έτσι γίνεται», συμφώνησε
εκείνη αλλά δεν μπόρεσε να μη σκεφτεί
πως μερικές φορές η ζωή ήταν λιγάκι
άδικη γιατί έδινε ό, τι ήθελε εκείνη,
στερώντας με βίαιο τρόπο τα δικά τους
θέλω.
Κοιτάχτηκαν
αμίλητοι για αρκετή ώρα ενώ οι άκρες
των δαχτύλων τους αγγίζονταν πάνω στο
τραπέζι. Είχαν τόσα πολλά να πουν ο ένας
στον άλλον κι όμως οι λέξεις αρνούνταν
να βγουν. Όσα κι αν έλεγαν δεν θα έπαιρνε
μακριά το γεγονός πως είχαν χάσει τρία
χρόνια από τις ζωές τους ν’ αναρωτιούνται
τι συνέβη. Η μοίρα ή ανθρώπου χέρι τους
είχε χωρίσει; Όποιο κι αν ίσχυε, ήταν
σκληρό και η ποινή που τους είχε επιβληθεί
ήταν άδικη.
Ο
Άγγελος ένιωθε το στέρνο του να φουσκώνει
από θυμό για την αδικία. Το μυαλό του
άδειασε ξάφνου, δεν όριζε καν τις σκέψεις
του. Δεν έπρεπε να αποφασίσει κανείς
άλλος το αν θα έπρεπε να ήταν μαζί της,
ούτε άνθρωπος μα ούτε μοίρα. Δική τους
έπρεπε να ήταν η απόφαση. Μετακινήθηκε
στο πλευρό της και πριν καλά-καλά σκεφτεί
τι πήγαινε να κάνει, την έστρεψε προς
το μέρος του και έκανε αυτό που ονειρευόταν
από την πρώτη στιγμή που την είδε. Τη
φίλησε με τη δίψα ανθρώπου που βρήκε
νερό στην έρημο και η καρδιά του αγρίεψε
λιγάκι παραπάνω όταν εκείνη ανταπέδωσε
το φιλί με την ίδια μανία.
αχ τι αγαπη ειναι αυτη ποτε θα βαλεις ξανα Λιακαδα μου
ΑπάντησηΔιαγραφήθα βάλω από βδομάδα αγάπη μου!
ΔιαγραφήΤέτοιες αγάπες δεν χάνονται 💕💕Τους Λατρευω 💕💕💕Πρέπει να ναι μαζι💕💕
ΑπάντησηΔιαγραφή