Πέμπτη 18 Ιουνίου 2020

~16~ Κεφάλαια 47-48-49-50


κεφάλαιο 47

Το πρώτο βράδυ με το μωρό ήταν εφιαλτικό για όλους. Η μικρή δεν είχε σταματήσει να κλαίει και κανείς τους δεν ήξερε πώς να αντιμετωπίσει αυτό που ενοχλούσε το μωρό, αφού δεν γνώριζαν τι μπορεί να ήταν. Της έδωσαν την ειδική φόρμουλα σε μια προσπάθεια να τη ταΐσουν μήπως και νιώσει καλύτερα, αλλά η μικρή αρνούνταν κατηγορηματικά να φάει. Ο Άγγελος απέφευγε να τη πλησιάσει όπως ο διάβολος το λιβάνι και η Εύα είχε ξεθεωθεί να πηγαινοέρχεται στο σπίτι με τη μικρή αγκαλιά, να τη κουνάει απαλά σε μια τελευταία απέλπιδα προσπάθεια να την κάνει να αποκοιμηθεί.
«Δεν αντέχω άλλο», γκρίνιαξε ο Άγγελος κι έκλεισε τ’ αυτά του για να μην ακούει το σπαραχτικό κλάμα.
«Τι άλλο να της κάνω; Την άλλαξα, τη τάισα, τη νανούρισα…»
«Ρεύτηκε;»
«Στα μούτρα μου και δεν ήταν καθόλου ωραίο», σχολίασε μ’ ένα θεαματικό κατσούφιασμα. «Σε παρακαλώ, κράτησε τη λίγο. Πονάνε τα χέρια μου».
«Όχι όχι», διαμαρτυρήθηκε εκείνος και έφυγε σχεδόν τρέχοντας από το δωμάτιο.


Η Εύα κλαψούρισε κι έριξε μια ματιά στο πρησμένο από το κλάμα, πρόσωπο της μικρής. «Ο πατέρας σου είσαι βλάκας», της είπε κι εκείνη κάρφωσε τα ματάκια της στης Εύας. «Φοβάται ένα άκακο μωρό», συνέχισε με παράπονο και έφερε το πρόσωπο της πιο κοντά στης Ελπίδας. «Λέω να σε χρησιμοποιώ κάθε φορά που θέλω να τον διώχνω από κοντά μου. Όχι ότι αυτό συμβαίνει συχνά αλλά τον έχεις δει αγουροξυπνημένο; Δεν παλεύεται μιλάμε». Η μικρή σταμάτησε να κλαίει και συνέχισε να κοιτάζει απορημένη την Εύα που επιτέλους, βρήκε την ευκαιρία να καθίσει λίγο στον καναπέ. «Που να τον δεις άρρωστο. Χειρότερα από σένα κάνει», χαχάνισε όταν είδε το μωρό να αλλάζει ύφος εντελώς. «Σου αρέσει να σου μιλάω για τον μπαμπά σου;»
«Σταμάτησε να κλαίει», άκουσε τον Άγγελο να λέει πίσω της.
Γύρισε ελαφρά το κεφάλι της για να τον αντικρίσει και χαμογέλασε απαλά. «Ο μπαμπάς σου που λες, είχε μια μανία για ένα διάστημα με τις κοτσίδες. Ναι, αγαπημένη του ασχολία ήταν να πλέκει τα μαλλιά μου κοτσίδα. Για μια στιγμή είχα ανησυχήσει αλλά μου άρεσε να μου αγγίζει τα μαλλιά και τον άφηνα γιατί του έδινε τόση ευχαρίστηση». Ο Άγγελος σάστισε γιατί η μικρή έδειχνε να αντιδρά θετικά στην ομιλία της Εύας. Δεν ήξερε αν ήταν η φωνή της ή αν το γεγονός πως μιλούσε για εκείνον έκανε τη διαφορά, αλλά το αχνό χαμόγελο στα χείλια της Ελπίδας, μαλάκωσε λίγο την ανταριασμένη ψυχή του. Δεν πήρε μακριά τον φόβο του όμως. Δεν μπορούσε να πλησιάσει άλλο αυτό το πλάσμα. Φοβόταν. Έτρεμε να δεθεί μαζί της γιατί ήξερε πως θα την απογοήτευε εντέλει, όπως ο πατέρας του είχε απογοητεύσει εκείνον. Πήρε μια βαθιά ανάσα και οπισθοχώρησε διστακτικά ενώ η Εύα συνέχισε να λέει ιστορίες στη μικρή.
Ξάπλωσε στο κρεβάτι και άφησε τα μάτια του να περιπλανηθούν στο δωμάτιο. Θα έπρεπε να κάνουν τόσες πολλές αλλαγές. Παντού. Κυρίως στις ζωές τους. Και καλά, εκείνου του άξιζε αφού έβαλε σε τέτοιους μπελάδες τον εαυτό του, αλλά η Εύα δεν έπρεπε να μπει τόσο βαθιά σε τέτοια κατάσταση χωρίς να φταίει. Ήθελε οικογένεια μαζί της, όχι όμως να της επιβάλει ένα μωρό στα καλά καθούμενα.
Ανασηκώθηκε λίγο μόλις εκείνη μπήκε στο δωμάτιο αγκαλιά με την Ελπίδα. Την ακούμπησε στο κρεβάτι ανάμεσα τους κι έπεσε κι εκείνη στο κρεβάτι, ξεφυσώντας ανακουφισμένη που ο πονοκέφαλος από το συνεχές κλάμα της μικρής, επιτέλους περνούσε.
«Τι εδώ θα κοιμηθεί;» ρώτησε εκείνος, και τραβήχτηκε μακριά.
«Σιγά ρε Άγγελε, κάνεις λες κι έχει λέπρα το μωρό. Και πού να το βάλω να κοιμηθεί, στο κρεβάτι του Μάιλο;» Δεν φαινόταν να πείθεται. Η Εύα αναστέναξε αγανακτισμένα και τύλιξε το χέρι της γύρω από το μωρό, ενώ το κοίταξε με τρυφεράδα που έπιασε τον Άγγελο εξαπίνης. «Να της πάρουμε ένα κρεβατάκι και θα χρειαστούμε πάνες και φόρμουλα. Ευτυχώς έχει αρκετά ρουχαλάκια αλλά έρχεται χειμώνας και φοβάμαι πως…» Δεν την άφησε να συνεχίσει. Της σφράγισε το στόμα μ’ ένα φιλί και συγκράτησε έναν λυγμό. «Μη της το κάνεις αυτό», ψιθύρισε η Εύα. «Μην της στερείς τον πατέρα της».
«Χρειάζομαι χρόνο».
«Εντάξει, αλλά μην αργήσεις να την πλησιάσεις. Θα χάσεις στιγμές μαζί της, που δεν θα ξανάρθουν και θα το μετανιώσεις», συμφώνησε εκείνη κι έκλεισε επιτέλους τα μάτια της για να ξεκουραστεί.
Εκείνος έμεινε ξύπνιος να κοιτάζει τα δύο αγγελικά πρόσωπα πάνω στο κρεβάτι του. Της Εύας ήταν κουρασμένο και το συνοφρύωμα έκανε τις φακίδες της στη μύτη και στα μάγουλα πιο έντονες ενώ της Ελπίδας ήταν επιτέλους ήρεμο, ήταν τόσο όμορφη. Ένα τέλειο δημιούργημα και ήταν δική του. Δεν το πίστευε. Δε μπορούσε να το χωνέψει πως η Νάντια του κράτησε κάτι τόσο σημαντικό, κρυφό. Αν είχε βάλει σκοπό να του κάνει τη ζωή άνω κάτω και να πληγώσει την Εύα, τότε τα είχε καταφέρει μια χαρά. Γιατί όσο κι αν εκείνη προσπαθούσε να δείξει άνετη με την όλη κατάσταση, η αλήθεια ήταν πως ο Άγγελος έβλεπε καθαρά στα μάτια της το γεγονός πως ευχόταν η μικρή να ήταν δικό τους δημιούργημα. Μπορεί να είχε δεχτεί να τη μεγαλώσει, αλλά πολύ φοβόταν πως ποτέ δεν θα ένιωθε ποτέ μέρος αυτή της οικογένειας.
Το κουδούνι που χτυπούσε σαν μανιακό τους ξύπνησε το πρωί. Εκείνος είχε περάσει σχεδόν όλο το βράδυ να παρακολουθεί τις ανάσες της Ελπίδας και της Εύας να βγαίνουν τόσο συντονισμένα που τελικά τον νανούρισαν κι εκείνον. Τινάχτηκε όρθιος πάνω που η μικρή άρχισε να βγάζει μικρές παραπονεμένες κραυγές ενώ ταυτόχρονα ξύπνησε και η Εύα, αναμαλλιασμένη και φανερά ταλαιπωρημένη. Έκανε μια γκριμάτσα δυσαρέσκειας όταν συνειδητοποίησε πως το μωρό ήταν λερωμένο και ακολούθησε τον Άγγελο στη πόρτα, κρατώντας τη αγκαλιά.
«Βρωμάς, ανυπομονώ να μεγαλώσεις να ξεσκατίζεσαι μόνη σου», σχολίασε, ελευθερώνοντας ένα μακρόσυρτο χασμουρητό.
«Πού είστε ρε ερωτευμένα, δεν είπαμε πως σήμερα θα πάμε για καφέ για να μας πείτε για…» άρχισε να λέει σαν σίφουνας ο Πάνος, μα κοκάλωσε μόλις είδε το μωρό στα χέρια της Εύας. «Τι στο διάολο; Πόσο καιρό λείψατε στη Νέα Υόρκη; Είμαι σίγουρος πως το μωρό δεν το είχατε μαζί σας στο αεροδρόμιο».
«Καλά θυμάσαι. Το μωρό είναι δώρο για την επιστροφή μας», αστειεύτηκε η Εύα και έδωσε τη μικρή στον Πάνο ενώ η Άννα ζητούσε εξηγήσεις με τα μάτια.
«Ωχ Θεέ μου, βρωμάει σαν βόθρος».
«Κράτα τη λίγο, θέλω να ρίξω νερό στο πρόσωπο μου».
«Πάω να βάλω καφέ να γίνεται. Κάτι μου λέει πως θα τον πιούμε εδώ», μουρμούρισε η Άννα και οι δυο γυναίκες εξαφανίστηκαν, αφήνοντας τα αγόρια μόνα τους.
«Πάρ’ το, μυρίζει τόσο άσχημα. Θα ξεράσω», γκρίνιαξε ο Πάνος.
«Κάνε μου τη χάρη, μη μου τη δίνεις, δεν μπορώ… δεν γίνεται…»
«Ρε Άγγελε, ποιανού είναι το μωρό;»
«Δικό μου», απάντησε ο Άγγελος και πέρασε τα χέρια του μέσα από τα μαλλιά του, ενώ γέλασε νευρικά.
«Πότε πρόλαβες να το κάνεις ρε;» φώναξε ο φίλος του ενώ κρατούσε μακριά του το μωρό, από τις μασχάλες. «Τι στο καλό; Με ποια το έκανες;»
«Με τη Νάντια», αποκάλυψε ο Άγγελος και εξιστόρησε τα γεγονότα στον Πάνο που άκουγε με τα μάτια ορθάνοιχτα ενώ η μικρή είχε αρχίσει ν’ αντιδράει με τον τρόπο που τη κρατούσε. «Λένε πως την υπογραφή σου και το πουλί σου να προσέχεις πού και πώς τα βάζεις κι έχουν δίκιο», τελείωσε μα ο Πάνος έμεινε ανέκφραστος για λίγο.
«Μάλιστα κι έλεγα πως μόνο η Εύα είχε ταλέντο στο να τα κάνει μαντάρα», σχολίασε τελικά, πάνω που εκείνη έβγαινε από το μπάνιο ανανεωμένη. «Πάρε τον βρομύλο από εδώ», είπε και πάσαρε το παιδί στην Εύα που γέλασε πριν πάει στο δωμάτιο να την αλλάξει. «Πολύ ήρεμη τη βρίσκω».
«Το ξέρω, εγώ στη θέση της θα έφριττα. Τι λέω, έχω ήδη φρίξει».
«Βρήκα τι δώρο θα σου κάνω τα Χριστούγεννα. Μια κούτα προφυλακτικά, βλάκα». Άρχισε να περπατάει πέρα δώθε μπροστά από τον Άγγελο, φανερά προβληματισμένος. «Το παρατράβηξε η Νάντια. Χαίρομαι πολύ που δεν είμαι στη θέση σου. Αλλά γιατί αποφεύγεις το παιδί;»
«Δεν θέλω να δεθώ», παραδέχτηκε ντροπιασμένος. «Φοβάμαι να δεθώ».
«Αίμα σου είναι ρε μαλάκα, τι φοβάσαι, μη στο πιει και μείνεις αμανάτι;»
«Δε ξέρω τι πατέρας θα γίνω, ρε Πάνο».
«Αν συνεχίσεις να αποφεύγεις το παιδί σου, σκατά πατέρας θα γίνεις, ηλίθιε. Λες πως δε θες ν’ ακολουθήσεις τα χνάρια του συγχωρεμένου, αλλά προς τα εκεί οδεύεις. Ξύπνα πριν είναι αργά».
Τα λόγια του Πάνου τον πλήγωσαν γιατί δυστυχώς ήταν αλήθειες που προσπαθούσε να παραβλέψει. Μέχρι στιγμής, είχε αποτύχει εντελώς σαν πατέρας. Κι όμως, ενώ ήθελε να δώσει ό, τι είχε και δεν είχε στην Ελπίδα, δεν μπορούσε με τίποτα να αφεθεί. Ήταν πραγματικά τρομοκρατημένος. Δεν ήξερε πώς να αντιμετωπίσει αυτή τη νέα πραγματικότητα κι ευχόταν να μην εξαντλούταν η υπομονή της Εύας σύντομα.
Μόλις ήπιαν τον καφέ τους, αποφάσισαν να πάνε για ψώνια αφού το μωρό χρειαζόταν ένα μέρος να κοιμάται. Η αδυναμία που ξαφνικά ένιωσε για τον Πάνο, ήταν εμφανής και σταματούσε να κλαίει μόνο όταν η Εύα την κρατούσε κοντά του, κάνοντας την Άννα να γελάει υστερικά κάθε φορά με τις γκριμάτσες του.
«Ότι θα έκανα και για ηρεμιστικό, για μωρά, δεν το είχα φανταστεί ποτέ», σχολίασε κι έτρεξε να προλάβει τον Άγγελο που είχε προπορευτεί. Δεν είχαν ούτε καν καροτσάκι κι η Εύα έπρεπε να τη κρατάει αγκαλιά. Είχε κουραστεί ήδη τρομερά κι ήταν μόλις η δεύτερη μέρα με το μωρό.
«Να τη κρατήσω λίγο;» ζήτησε καλοσυνάτα η Άννα, βλέποντας την αδυναμία της φίλης της.
«Ναι σε παρακαλώ». Της την έδωσε προσεχτικά και αναστέναξε από ανακούφιση. «Ο Άγγελος έχει σοκαριστεί τόσο πολύ, που δεν την πλησιάζει».
«Κι εσύ;»
«Εγώ έχω σοκαριστεί διπλά». Η ομολογία της δεν ξένισε την Άννα. Εδώ είχε ξαφνιαστεί εκείνη με τα νέα γεγονότα, δεν υπήρχε περίπτωση να είχαν αφήσει την Εύα ασυγκίνητη. «Ζηλεύω», συνέχισε τραβώντας τη προσοχή της κοπέλας. «Με κατατρώει η ζήλια».
«Πρέπει να είναι τρομερά δύσκολο, όμως Εύα μου, μπορεί να μην τη γέννησες την Ελπίδα αλλά άνετα μπορείς να την κάνεις δική σου. Ξέχνα από πού ήρθε. Ξέχασε πώς ήρθε στη ζωή σας. Απλά, αγάπησε τη, όπως αγαπάς τον Άγγελο. Μπορείς να το κάνεις. Σε χρειάζεται».
«Θέλω και να προσπαθήσω μα…»
«Θα δεις που σε λίγο καιρό δεν θα θυμάσαι πως αυτό το παιδί το παράτησε η Νάντια και θα την αποκαλείς δική σου. Μπορεί να γνωριζόμαστε λίγο καιρό, αλλά σε ξέρω». Η Άννα σταμάτησε να περπατάει και παρέδωσε την Ελπίδα στην Εύα που αμέσως χαμογέλασε μόλις τη πήρε στα χέρια της. Έμοιαζε τόσο πολύ με τον Άγγελο που της ήταν αδύνατον να μην την αγαπήσει. «Δεν είστε μόνοι σας. Ο Πάνος κι εγώ θα βοηθήσουμε. Και ίσως θα έπρεπε να ειδοποιήσετε και τη μητέρα σου».
«Ωχ η μητέρα μου, είναι ικανή να μετακομίσει εδώ για να προσέχει το εγγόνι».
«Είδες; Δεν έχετε να φοβάστε τίποτα. Και σύντομα ο Άγγελος θα νιώσει την αγάπη, θα πιστέψει στον εαυτό του και θ’ αφήσει τη καρδιά του ανοιχτή να μπει αυτό το πλάσμα». Χάιδεψε τη μύτη της μικρής κι εκείνη αυτομάτως φτερνίστηκε, προκαλώντας γέλιο στις γυναίκες. Η Εύα σκέφτηκε πως η Άννα είχε δίκιο. Τι κι αν δεν την έφερε στη ζωή τη μικρή, θα τη κρατούσε στη ζωή με νύχια και με δόντια γιατί ήταν μέρος του ανθρώπου που λάτρευε με όλη της τη καρδιά. Αυτό και μόνο αρκούσε.


Κεφάλαιο 48

Μέρες έψαχνε ο Άγγελος να βρει τη Νάντια αφού εκείνη είχε εξαφανιστεί λες και είχε εξαϋλωθεί. Πήγε παντού, στα παλιά της στέκια, στην παλιά της δουλειά, μέχρι και στη μητέρα της που του έκλεισε τη πόρτα στα μούτρα, μα εκείνη ήταν άφαντη. Αδυνατούσε να φανταστεί πως είχε κάνει τόσο μεγάλο λάθος εκείνο το βράδυ. Δε μπορούσε να χωνέψει πως έβαζε την Εύα σε τέτοια διαδικασία, να μεγαλώσει το παιδί της Νάντιας. Θέλησε να κάνει και τεστ DNA αλλά εκείνη τον κοίταξε με λυπητερό βλέμμα και του έδειξε το μωρό και μια φωτογραφία δική του από τότε που ήταν έξι μηνών. Ήταν τόσο ίδιοι, παρόλ’ αυτά πήγε κρυφά και έδωσε αίμα και ζήτησε την εξέταση, μόνο και μόνο για να σιγουρευτεί πως η Εύα δε μεγαλώνει παιδί άλλου. Πλήρωσε πολλά, μα μέσα σε μια βδομάδα ήξερε την αλήθεια και ήταν πια πεπεισμένος πως έπρεπε να αναλάβει τις ευθύνες του. Είχε παιδί, δεν μπορούσε να κάνει κάτι γι’ αυτό πέρα του να του προσφέρει ό, τι καλύτερο μπορούσε.
Μέσα σε δύο μέρες είχε ετοιμαστεί το δωμάτιο της Ελπίδας με τη φροντίδα του Άγγελου και του Πάνου, που έβγαλε όλο το καλλιτεχνικό του ταλέντο και γέμισε τους τοίχους με νεράιδες και ξωτικά. Η μητέρα της Εύας μόλις άκουσε πως βρέθηκαν μ’ ένα μωρό στα χέρια τους, πήρε το πρώτο καράβι και ανέβηκε για να βοηθήσει και σύντομα ακολούθησε και ο πατέρας της που πέθαινε να γνωρίσει το πρώτο του εγγόνι. Της φάνηκε περίεργο της Εύας που πήραν τόσο χαλαρά τα νέα, λες και δεν ήταν κάτι που άγγιζε ολοκληρωτικά τις ζωές τους σε σημείο να φέρνει τα πάνω κάτω. Ναι, οι γονείς της ήταν άνθρωποι με κατανόηση, αλλά περίμενε μια αντίδραση σαν τους αδερφού της. Όταν είπε στον Γιώργο για το μωρό της έβαλε τις φωνές που θα φυλάκιζε τον εαυτό της σε τέτοια σχέση, να μεγαλώνει το μωρό κάποιας άλλης. Αλλά δεν είχαν την ίδια αντίδραση και οι γονείς της.
Κοιτούσε τον πατέρα της να κρατά προσεχτικά στα τραχιά του χέρια την Ελπίδα και χαμογέλασε γιατί η μικρή έβρισκε τη μύτη του ενδιαφέρουσα.
«Μπαμπά», μίλησε διστακτικά και ο άντρας σήκωσε τα μάτια του πάνω της. «Είσαι θυμωμένος μαζί μου;»
Τη κοίταξε έκπληκτος και ακούμπησε τη μικρή στο καρότσι της. «Πώς σου ήρθε αυτό;»
«Δε ξέρω»
«Εύα μου, σου φαίνομαι θυμωμένος;»
«Ο Γιώργος δεν πήρε καλά την απόφαση μου να μεγαλώσω την Ελπίδα».
«Ο Γιώργος δεν ξέρει τι του γίνεται. Θα με απογοήτευες αν άφηνες τον Άγγελο μόνο του. Τώρα απλά σε θαυμάζω».
Κούνησε το κεφάλι της καταφατικά, χαμογελώντας ανακουφισμένη και αναζήτησε μια αγκαλιά από τον πατέρα της. «Για τον Άγγελο το κάνω. Έχει τρομάξει τόσο πολύ».
«Εγώ να δεις πόσο τρόμαξα όταν γεννήθηκες. Με τον Γιώργο δεν είχα τρομάξει τόσο γιατί από μωρό φαινόταν πως ήταν σκληρό καρύδι και πως δεν θα τον σταματούσε τίποτα. Αλλά εσύ…» σταμάτησε να μιλάει και χαμογέλασε στη Μίνα και τον Άγγελο που μόλις είχαν έρθει, κρατώντας κούπες με τσάι. Ο Άγγελος φίλησε απαλά την Εύα και κάθισε μαζί της στη πολυθρόνα. Πάντα μοιραζόντουσαν μια μεγάλη κούπα τσάι, από παιδιά, λες και δεν υπήρχε άλλος τρόπος να πιούνε. Όταν της είχε δείξει τη κούπα εκείνη που είχαν αγοράσει από το νησί, η Εύα είχε δακρύσει που ακόμα ήταν γερή μετά από τόσα χρόνια. Ήταν ένα από εκείνα τα μικρά πράγματα που τους έδεναν και μόνο εκείνοι καταλάβαιναν τη σημαντικότητα τους.
«Πώς ήταν η Εύα μωρό;» θέλησε να μάθει ο Άγγελος ενώ τη τραβούσε πάνω του.
«Ένα αγγελούδι, με κάτασπρη επιδερμίδα και με τεράστια μάτια όλο περιέργεια. Νόμιζα πως ήταν τόσο εύθραυστη που θα μου έσπαγε, αλλά έκανα λάθος. Δεν πήγαινα κοντά της από φόβο μη τη πληγώσω, ξέρεις», συνέχισε ο πατέρας της και αντίκρισε τον Άγγελο που δάγκωνε με μανία το κάτω χείλος του. «Το μετάνιωσα που επί ένα χρόνο από φόβο δεν την κράτησα ούτε μία φορά αγκαλιά. Έχασα πολλά, αλλά μόλις την έπιασα στα χέρια μου, μετά δεν μπορούσα να την αφήσω. Και ανέκαθεν ήταν τόσο μικροσκοπική και σκαρφάλωνε πάνω μου σαν μαϊμού». Γέλασαν και η Εύα έκρυψε ντροπιασμένη το πρόσωπο της στο λαιμό του Άγγελου. Εκείνος φίλησε τη κορυφή του κεφαλιού του κι έριξε μια φοβισμένη ματιά προς την Ελπίδα που τίναζε χέρια και πόδια για να τραβήξει τη προσοχή τους. Θα έπρεπε κι εκείνος να κάνει μια προσπάθεια, δεν ήθελε να ξυπνήσει μια μέρα και να έχει μεγαλώσει η Ελπίδα και να έχει χάσει όλα εκείνα που ήταν σημαντικά. Έπρεπε να το πάρει απόφαση πως η ζωή του από δω και πέρα θα έπρεπε να περιστρέφεται γύρω από αυτό το μωρό και την Εύα, κι έπρεπε να δέσει αυτή την οικογένεια γερά. Στο χέρι του ήταν.
Μία βδομάδα αργότερα έφυγαν οι γονείς της, μετά από εντατικά μαθήματα ως προς το πώς θα πρέπει να φροντίζουν τη μικρή. Η Εύα έπεσε με τα μούτρα και μόνο σημειώσεις που δεν κρατούσε, μα ο Άγγελος και πάλι κρατούσε τις αποστάσεις του. Είχε ζητήσει από τη δουλειά της  να της δώσουν λίγο χρόνο να δουλεύει από το σπίτι, μα ο χρόνος τελείωνε και δύο βδομάδες αφότου έφυγαν οι δικοί της, σηκώθηκε ένα πρωινό κι ετοιμάστηκε για να ξεκινήσει τη μέρα της. Θα μπορούσε η μετάβαση να γίνει πιο ομαλά αλλά η εμμονή του Άγγελου με το να μη πλησιάζει το μωρό, την είχε κάνει νευρική. Έπρεπε να το πάρει επιτέλους απόφαση πως η Ελπίδα ήταν μέρος της ζωής τους.
«Πού πας;» τη ρώτησε αγουροξυπνημένος, την ώρα που φορούσε το παλτό της.
«Στη δουλειά. Έχω ταΐσει τη μικρή και κοιμάται τώρα. Λογικά σε καμία ώρα θα ξυπνήσει. Δώσε της λίγο χαμομήλι για τον κολικό και να της τρίβεις τη κοιλίτσα για να κρατιέται ζεστή γιατί λέει ανακουφίζονται από τον πόνο».
«Δεν μπορείς να με αφήσεις μόνο μου με το μωρό».
«Μπορώ και θα το κάνω», απάντησε ήρεμα εκείνη και στάθηκε στις μύτες των ποδιών της για να του αφήσει ένα τρυφερό φιλί στα χείλια. «Έχω πίστη πως θα τα καταφέρετε», τον διαβεβαίωσε και έφυγε πριν τη σταματήσει.
Ο Άγγελος γούρλωσε τα μάτια και γύρισε το βλέμμα του προς το δωμάτιο της μικρής πάνω που εκείνη άρχισε να κλαίει, λες και είχε μυρίσει τον φόβο του και ήθελε να τον μεγεθύνει.
«Όχι, όχι… όχι ακόμα, έχεις ακόμα μια ώρα να κοιμηθείς», γκρίνιαξε ενώ έμπαινε με φόρα στο δωμάτιο. Έγειρε πάνω από τη κούνια και κοίταξε το κοκκινισμένο μουτράκι της και χαχάνισε με τον τρόπο που έτρεμε το κάτω χείλος της, παραπονιάρικα. «Μη μου το κάνεις αυτό ρε μικρή», παρακάλεσε και σούφρωσε τη μύτη του όταν μύρισε τον λόγο που είχε ξυπνήσει. «Σοβαρά τώρα, ρε Ελπίδα;» Τη σήκωσε από τη κούνια και με το ζόρι κράτησε την αηδία του. «Μάλιστα, πρέπει να σου αλλάξω πάνα, ωραία. Έχω δει την Εύα να το κάνει τόσες φορές. Πόσο δύσκολο μπορεί να είναι, ε;» ρώτησε τη μικρή ενώ την ακουμπούσε πάνω στην αλλαξιέρα. «Βγάζεις πάνα, καθαρίζεις το χάος, βάζεις πάνα, ναι;» Η μικρή κραυγή σαν γέλιο που άφησε η Ελπίδα τον έκανε να γελάσει από ευτυχία, ένα γέλιο που όμως κόπηκε μαχαίρι όταν άνοιξε τη πάνα και η άσχημη μυρωδιά του έκανε επίθεση. «Χριστέ μου, τι σε ταΐζουμε;» φώναξε, σχεδόν κλαίγοντας από απόγνωση. «Έλα Άγγελε, έζησες τόσα χρόνια με τον Ταγματάρχη, έζησες απογοητεύσεις και επέζησες από μια ζωή χωρίς την Εύα κι από ένα ατύχημα που παραλίγο να σου κοστίσει τη ζωή. Το ‘χεις, μια πάνα είναι.  Δεν θα με νικήσει μια πάνα».
Με αποφασιστικότητα έβγαλε τη βρώμικη πάνα της μικρής και την καθάρισε προσεχτικά. Χρησιμοποίησε και τη κρέμα όπως του είχε δείξει η Εύα και μετά κοίταξε με απορία τη νέα. Την άνοιξε και την άπλωσε πάνω στο έπιπλο, κοιτώντας το λες και ήταν ένα δύσκολο παζλ. «Είναι άδικο που οι άντρες δεν γεννιούνται με μητρικό ένστικτο», σχολίασε ενώ σήκωνε τη μικρή και την ακουμπούσε πάνω στη πάνα. Εκείνη τον κοίταξε απορημένη και ο Άγγελος αναστέναξε δυνατά. «Για να δούμε τι κάναμε». Διστακτικά σήκωσε την Ελπίδα αλλά η πάνα δεν έμεινε στη θέση της, απογοητεύοντας τον. «Φτου και χάρηκα για μια στιγμή», γκρίνιαξε. «Θα χρειαστούμε βοήθεια», αποφάσισε και έβγαλε το κινητό από τη τσέπη της φόρμας του.
Μισή ώρα αργότερα, ο Πάνος έκανε την εμφάνιση του, νευριασμένος που ήταν εκεί αντί για τη δουλειά του. Μπήκε με φορά μες το σπίτι κι έψαξε για την Εύα αμέσως τρομάζοντας όταν δεν τη βρήκε εκεί.
«Τι της έκανες; Πού πήγε το κορίτσι;» φώναξε αλαφιασμένος.
«Σκάσε, μη φωνάζεις και κοιμάται το μωρό», τον μάλωσε. «Στη δουλειά πήγε γιατί της είπαν θα την απολύσουν αν συνεχίσει να μην πηγαίνει στο γραφείο. Χρειάζομαι βοήθεια».
«Με τι; ‘Έφυγα σαν το τρελό από το βιβλιοπωλείο, τρομαγμένος, τι βοήθεια θες;»
Τον τράβηξε από το χέρι μες στο δωμάτιο της Ελπίδας και του έδειξε το μωρό που γκρίνιαζε από την κούνια, αφού μόλις είχε ξυπνήσει και πάλι. «Κοίτα τη».
«Τη κοιτάω, όμορφη είναι, τι άλλο θες;»
«Σήκωσε τη».
Ο Πάνος παραιτημένος, έκανε ό, τι του είπε ο Άγγελος και ξέσπασε σε δυνατά γέλια όταν συνειδητοποίησε πως η πάνα είχε κλειστεί με σελοτέιπ γύρω από το μωρό.  «Ρε Άγγελε, πάνα άλλαζες δεν αμπαλάριζες δώρο», σχολίασε κι αγκάλιασε την Ελπίδα που αμέσως έχωσε τα χαράκια της στα μαλλιά του. «Ο πατέρας σου είναι άχρηστος κορίτσι μου. Ευτυχώς που είναι ο νονός εδώ να σώσει τη κατάσταση».
«Ρε Πάνο, δε ξέρω πώς να σ’ ευχαριστήσω».
«Κοίτα πώς να αλλάζεις την πάνα και άσε τις ευχαριστίες».
«Πού τα ξέρεις όλα αυτά; Σε βλέπω να φέρεσαι τόσο άνετα με τη μικρή».
Μόλις του έδωσε την Ελπίδα, ο Πάνος σκούπισε τα χέρια του μ’ ένα υγρό μαντηλάκι και ξεφύσησε προβληματισμένος. «Σου είπα ποτέ γιατί χώρισα με την πρώην μου;»
«Ποτέ».
«Όταν γνωριστήκαμε ήμουν δεκάξι χρονών. Ερωτευτήκαμε και τα φτιάξαμε σχεδόν αμέσως. Λίγους μήνες αργότερα η αδερφή μου γέννησε το πρώτο της παιδί, ένα αγοράκι, όμως ήταν μόνη της κι έπρεπε να γυρίσει στη δουλειά σχεδόν αμέσως. Επί τρία χρόνια μεγάλωνα εγώ τον Τίμο και η Μαρίνα απλά δεν μπορούσε να το δεχτεί».
«Μου είχες πει πως της άρεσαν τα παιδιά».
«Ποτέ δεν της άρεσαν, άσχετα με τι έλεγε, Άγγελε. Μισούσε ανέκαθεν να μην είναι στο επίκεντρο κι ένα παιδί σίγουρα θα τη παραγκώνιζε. Μου θύμιζε πολύ τη Νάντια. Η Μαρίνα όπως και η Νάντια μπορεί ν’ αγαπάνε δυνατά, αλλά αγαπάνε όσο νιώθουν πως τις αγαπάνε αποκλειστικά. Δεν θα σου το κρύψω, όταν γνώρισα τη Νάντια, σε λυπήθηκα. Και δεν θα σου κρύψω πως όταν ακύρωσες τον γάμο, χάρηκα».
«Και γιατί δε μου είπες πιο πριν κάτι;»
«Ξέρω ‘γω, είχα αυτή τη πολιτική να μην μπλέκομαι στις ζωές των άλλων, μέχρι που γνώρισα εσένα και την τρελή την Εύα». Σταμάτησε στη πόρτα και κοίταξε βαθιά στα μάτια τον φίλο του και την βαφτιστήρα του. «Είσαι καλύτερα χωρίς αυτή. Και η μικρή είναι καλύτερα χωρίς αυτή. Πίστεψέ με, άτομα σαν τη Νάντια είναι ανίκανα ν’ αγαπήσουν ολοκληρωτικά».
«Απορώ πως δεν είδα ποια ήταν πραγματικά».
«Ήθελες να πιαστείς από κάπου», γέλασε νευρικά και φίλησε το κούτελο της Ελπίδας. «Ήταν λογικό να πιστέψεις πως η Νάντια μπορούσε να σε βγάλει από το συναισθηματικό αδιέξοδο που σε είχε ρίξει η Εύα. Μόνο που η Εύα το έκανε άθελά της ενώ η Νάντια απέδειξε πως είναι ικανή για εκδίκηση. Λοιπόν φεύγω. Προσπάθησε να κρατήσεις ζωντανή τη βαφτιστήρα μου σε παρακαλώ».
Η υπόλοιπη μέρα ήταν ένα μαρτύριο αφού η Ελπίδα είχε βαλθεί να κάνει τη ζωή του μίζερη, λες κι έπαιρνε το αίμα της πίσω που αρνούνταν να τη πλησιάσει. Έφτυνε το γάλα της, λέρωνε τη πάνα της συνέχεια και με το που την άφηνε κάτω, τσίριζε με όλη της τη δύναμη, τρομάζοντας τον. Μέχρι να έρθει το μεσημέρι, ο Άγγελος είχε ξεθεωθεί κι αναρωτιόταν πώς η Εύα το έκανε να μοιάζει τόσο εύκολο. Κατά τις τέσσερις δεν άντεξε άλλο. Ξάπλωσε στον καναπέ, απίθωσε μπρούμυτα τη μικρή πάνω στο στέρνο του κι αναστέναξε κουρασμένα. «Κοιμήσου, σε παρακαλώ», μουρμούρισε ικετευτικά. «Τι σου τραγουδάει η Εύα… να με προσέχεις, γιατί έχω πέσει χαμηλά, έχω πέσει χαμηλά, μάτια μου γλυκιά, να με αντέχεις…»
Έτσι αγκαλιά στον καναπέ τους βρήκε η Εύα μία ώρα αργότερα. Στάθηκε από πάνω τους και χαμογέλασε διάπλατα, ένα χαμόγελο που έσταζε από αγάπη. Έριξε μία κουβέρτα πάνω τους κι έκανε να φύγει μα ένιωσε το χέρι του Άγγελου να τυλίγεται γύρω από το δικό της και σταμάτησε.
«Τα κατάφερα», της είπε νυσταγμένος με μάτια μισάνοιχτα. «Σ’ αγαπώ», συνέχισε με βαθιά ανάσα κι αποκοιμήθηκε με τη κόρη του να κρέμεται πάνω του.

Κεφάλαιο 49

«Πες μπαμπά… μπα-μπα…»
«Εύα».
Ο Άγγελος έκανε μια γκριμάτσα δυσαρέσκειας και κοίταξε απειλητικά την Εύα που γελούσε με τη ψυχή της. Ήταν μερικές μέρες που είχε ξεκινήσει να λέει λεξούλες η Ελπίδα και ο Άγγελος πάλευε να τη κάνει να πει την πολυπόθητη λέξη αλλά εκείνη αρνούνταν κατηγορηματικά. Είχε τόση τρομερή αδυναμία στην Εύα που όταν έφευγε από το δωμάτιο, τη φώναζε δυνατά μέχρι να γυρίσει πίσω. Μπορεί εκείνος να έδειχνε δυσαρέσκεια, αλλά κατά βάθος το στέρνο του φούσκωνε από αγάπη για τις δύο γυναίκες της ζωής του.
«Μπα-μπα!» δοκίμασε άλλη μία φορά.
«Όσι», πείσμωσε η μικρή και γέλασε όταν εκείνος την ξάπλωσε στον καναπέ κι άρχισε να φιλάει τη κοιλιά της ανελέητα ώσπου η Ελπίδα δε μπορούσε να πάρει ανάσα από τα γέλια.
«Σταματήστε κι ελάτε να με βοηθήσετε να στρώσουμε τραπέζι», τους έβαλε τις φωνές η Εύα από την κουζίνα. Ο Μάιλο έτρεξε πρώτος, κουνώντας την ουρά του σαν τρελός κι ακολούθησε ο Άγγελος που κρατούσε σαν σακί από πατάτες τη μικρή στον ώμο του.
«Τι καλό έχεις μαγειρέψει για εμάς, Ευάκι;» Έχωσε τη μούρη του μες τη κατσαρόλα με τον πουρέ πατάτας και χαμογέλασε πονηρά. Έκλεψε ένα φιλί από τα χείλη της και έβαλε την Ελπίδα στη καρέκλα της. Αν αγαπούσε κάτι τα δύο χρόνια που είχαν περάσει από τη στιγμή που μπήκε στη ζωή τους η Ελπίδα, ήταν τα Σαββατοκύριακα που περνούσαν οι τρεις τους, μερικές φορές παρέα με τον Πάνο και την Άννα, αλλά και τον πατριό του τον Γεράσιμο που είχε πάρει το ρόλο του ως παππούς πολύ σοβαρά. Τους έλειπαν οι ξέγνοιαστες στιγμές, εκείνες οι τρέλες που κάνανε όπως να γυρίσουν έτσι άξαφνα την Ελλάδα επειδή βαρεθήκανε, μα τώρα η ζωή είχε άλλες χαρές. Μπορεί να ένιωθαν και οι δύο στάσιμοι, κολλημένη στο ίδιο σημείο για δύο χρόνια, αλλά αυτή η οικογένεια που είχαν χτίσει με κόπο και μετά από πολλές ανατροπές, γέμιζε κάθε κενό που ένιωθαν.
Είχαν παντρευτεί στη Σάμο την ίδια μέρα που βάφτισαν την Ελπίδα, πριν ενάμιση χρόνο. Δεν είχαν λόγο να περιμένουν άλλο. Ήταν μία απόφαση της στιγμής αλλά δεν την μετάνιωσαν ποτέ. Ήταν η φυσική εξέλιξη της σχέσης τους. Ήταν οι δυο τους, οι γονείς της, ο Πάνος με την Άννα και ο Γεράσιμος μόνο μαζί τους. Όσοι δηλαδή είχαν σημασία για εκείνους, όσοι τους είχαν σταθεί στα καλά και τα άσχημα. Και η ευτυχία τους δεν κρυβόταν εύκολα, χαμογελούσαν συνέχεια ενώ ο έρωτάς τους για την κόρη τους, μεγάλωνε ολοένα και περισσότερο μέρα με τη μέρα.
Η Εύα χαμογέλασε πάνω από τον ώμο της στον Άγγελο και παραξενεύτηκε ευχάριστα που ακόμα και τώρα η καρδιά της έπαιζε ταμπούρλο σε κάθε του βλέμμα και χαμόγελο. Δίψαγε τόσο πολύ για τα φιλιά του, όσο όταν τον πρωτογνώρισε. Τον αγάπησε ακόμα περισσότερο μετά την εμφάνιση της Ελπίδας. Όταν εκείνος χαλάρωσε κι άφησε τη μικρή να λιώσει κάθε αμφιβολία που είχε για το αν θα γινόταν καλός πατέρας, είδε έναν άλλον Άγγελο. Πάντα ήταν τρυφερός αλλά και πάντα εξαιτίας των τόσων φορών που είχε πληγωθεί, κρατιόταν πίσω. Αρκετές φορές δεν φανέρωνε τα συναισθήματά του και κάθε του βήμα ήταν προσεχτικό και διστακτικό. Όχι όμως πια. Άλλαξε εντελώς, δεν σταμάταγε να εκδηλώνεται και να χαμογελάει και η Εύα ένιωθε να τον αγαπάει όλο και περισσότερο κάθε μέρα.
Άφησε ένα φιλί στο μουτράκι της Ελπίδας και το πιάτο της με τον πουρέ μπροστά της και η μικρή αμέσως έχωσε χαρούμενη τα χέρια της μέσα στο μπολ. Πριν προλάβει να σώσει τη κατάσταση ο Άγγελος, είχε καλύψει το πρόσωπο της με  φαγητό και γελούσε με τη καρδιά της ενώ φώναζε την Εύα που τη κοιτούσε αποσβολωμένη.
«Μάσκα προσώπου, κάτι θα ξέρει η μικρή», σχολίασε και βάλθηκε να την καθαρίζει. «Μίλησες με τον Πάνο καθόλου;» ρώτησε τον Άγγελο.
«Από ώρα σε ώρα θα έρθουν. Τα παλαβά, παντρεύτηκαν χωρίς να ειδοποιήσουν κανέναν».
Γκρίνιαξε όταν της ήρθε μια φούχτα πουρές στο πρόσωπο κι αγριοκοίταξε τον Άγγελο που ρουθούνιζε στη προσπάθεια του να μη γελάσει. Εκείνος έτρεξε ν’ ανοίξει την πόρτα όταν ακούστηκε το κουδούνι και η Εύα έτριψε το βρώμικο πρόσωπο της πάνω στης Ελπίδας που γελούσε υστερικά. «Είσαι μια σουπιά εσύ», σχολίασε.
«Θουπιά», επανέλαβε εκείνη.
«Πες μπαμπά», τη προέτρεψε παιχνιδιάρικα.
«Νονός», τσίριξε η μικρή, κάνοντας την Εύα να τιναχτεί όρθια και να γυρίσει προς τη πόρτα πάνω που έμπαινε με φόρα ο Πάνος. Την παραγκώνισε και πήγε κατευθείαν στη μικρή που τράβηξε τα μαλλιά του με δύναμη ενώ η Άννα έλαμπε από χαρά στη πόρτα.
«Ρε φιλενάδα, ωραίους τρόπους έχει ο άντρας σου», την πείραξε ενώ την έκλεινε στην αγκαλιά της.
«Δεν έχει σταματήσει να μιλάει για την Ελπίδα εδώ και μέρες», απάντησε εκείνη.
«Θα μείνετε για φαγητό ε;» Δε περίμενε απάντηση. Έβαλε δύο πιάτα στο τραπέζι και σύντομα έτρωγαν όλοι μαζί, ενώ μοιράζονταν τα νέα τους.
«Έχουμε και κάτι σημαντικό να σας πούμε», ανέφερε διστακτικά η Άννα. Κοίταξε με την άκρη του ματιού της την Εύα και σχεδόν απολογητικά την αντίκρισε κι έφερε το χέρι της στη κοιλιά της. «Περιμένω παιδί. Γι’ αυτό παντρευτήκαμε γρήγορα».
Τα μάγουλα της Εύας κοκκίνισαν αυτόματα γιατί ένιωσε ένα σφίξιμο στο στομάχι. Δεν ήταν ζήλια, χαιρόταν τρομερά για τη φίλη της και ο Πάνος έμοιαζε να είναι τόσο χαρούμενος που δεν μπόρεσε να μη χαμογελάσει διάπλατα. Μπορεί μέσα της να πονούσε γιατί δύο χρόνια τώρα ονειρευόταν μόνο ένα πράγμα, ένα παιδί από τον Άγγελο, αλλά η χαρά της για την ευτυχία τους ήταν αληθινή.
«Δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι, Άννα μου», είπε με βραχνή φωνή και αγκάλιασε τη φίλη της προσεχτικά. «Πάνο μου θα γίνεις τόσο καλός μπαμπάς».
«Μπα-μπα!» πετάχτηκε η Ελπίδα και πριν προλάβουν να πουν κουβέντα, ο Άγγελος είχε πηδήξει όρθιος και πανηγύριζε, κάνοντας τους όλους να ξεσπάσουν σε δυνατά γέλια.
Μόλις τελείωσαν το φαγητό, οι άντρες μεταφέρθηκαν στη κρεβατοκάμαρα της Ελπίδας για να την αλλάξουν και η Εύα με την Άννα άρχισαν να πλένουν τα πιάτα αμίλητες. Δεν ήταν δύσκολο για την Άννα να καταλάβει πως τα νέα της έτρωγαν την Εύα. Ήξερε τον πόθο της για ένα παιδί και τι μάχη έδινε καθημερινά με το να υπενθυμίζει στον εαυτό της πως η Ελπίδα δεν ήταν απλά το παιδί της Νάντιας, αλλά ένα κομμάτι του Άγγελου μα και δικό της. Την θαύμαζε που μεγάλωνε το παιδί του, εκείνη σίγουρα δεν θα είχε τέτοιο απόθεμα ψυχής.
«Σε τάραξα», ψιθύρισε στεναχωρημένα.
«Τι λες κορίτσι μου; Δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι για σένα», βιάστηκε η Εύα να την διαβεβαιώσει.
«Θα έρθει κι εσένα η σειρά σου. Είστε ακόμα στην αρχή με τον Άγγελο».
«Ναι», χαμογέλασε πικραμένη. «Το θέμα είναι πως έχουμε παραμείνει στην αρχή», σχολίασε ενώ σκούπιζε τα χέρια της. «Δεν έχουμε κάνει βήμα μπρος».
«Θα έλεγα πως έχετε κάνει πολλά», τη διόρθωσε η Άννα γελώντας.
«Ναι, από αρραβωνιασμένοι μέσα σε μία μέρα βρεθήκαμε με παιδί και μια οικογένεια, παντρεμένοι στα ξαφνικά και δεν χαρήκαμε τη διαδικασία». Έτριψε τα μάτια της και κοίταξε πονεμένα τη κοιλιά της Άννας, που σε λίγους μήνες θα φούσκωνε και μια ψυχή θα μεγάλωνε μέσα της. «Δεν περίμενα έτσι τη ζωή μου με τον Άγγελο. Αγαπώ την Ελπίδα, μη με παρεξηγείς, αλλά…»
«Δε μπορείς να δεχτείς πως δεν είναι ολοκληρωτικά δική σου;»
«Είναι χαζό γιατί αυτό το μωρό δεν έχει γνωρίσει άλλη μάνα αλλά αναρωτιέμαι αν ποτέ θα ζήσω αυτή την εμπειρία. Όλη μας η ζωή γυρνά γύρω της. Και θα γυρνά για πολύ ακόμη». Γέλασε νευρικά και συγκράτησε τα δάκρυα της. «Κοίτα με, κάνω σαν ζηλιάρα γκόμενα. Το αγαπάω αυτό το παιδί αλλά πότε θα αποκτήσω δικό μου;»
«Δε το έχετε συζητήσει;»
«Ούτε καν. Βρισκόμαστε σε ένα αδιέξοδο, δεν κάνουμε σχέδια, δεν κάνουμε όνειρα, ζει για την Ελπίδα και ναι, τον λατρεύω γι’ αυτό μα μερικές φορές αισθάνομαι πως με ξεχνάει».
«Αν αισθάνεσαι έτσι θα πρέπει να του το πεις, Εύα», προσπάθησε να τη λογικέψει η Άννα μα εκείνη κούνησε το κεφάλι της αρνητικά.
«Είναι τόσο χαρούμενος. Δε μπορώ να του το χαλάσω».
«Μην αφήσεις όμως αυτό που σε τρώει να σας απομακρύνει. Ο Άγγελος είναι χαρούμενος μόνο με σένα στο πλευρό του. Αυτό το ξέρεις πιο καλά απ’ όλους μας».
«Κι εγώ μόνο στο πλευρό του είμαι χαρούμενη. Έχω δώσει μια υπόσχεση, να σιγουρεύομαι πάντα πως είναι ευτυχισμένος κι αυτό θα κάνω. Μπορώ να περιμένω», χαμογέλασε με σιγουριά αν και μέσα της αργοπέθαινε και αγκάλιασε πάλι την Άννα σφιχτά. «Θα γίνω νονά», πανηγύρισε κι άφησε ένα τρυφερό φιλί στη κοιλιά της φίλης της.
Αποκοιμήθηκε στο καναπέ μόλις έφυγαν ο Πάνος με την Άννα και ξύπνησε από τη τσιρίδα της Ελπίδας που τη τρόμαξε. Τινάχτηκε όρθια κι έτρεξε στο μπάνιο, μα ξαφνιάστηκε όταν ένιωσε να πατάει σε νερά. Σήκωσε το βλέμμα της και ήρθε αντιμέτωπη με το πιο γελοίο θέαμα, τον Άγγελο να κάθεται μέσα στη μπανιέρα με το μποξεράκι και μάσκα με αναπνευστήρα στο πρόσωπο και τη μικρή όρθια να πετάει νερό πάνω του. Δεν κρατήθηκε και ξέσπασε σε δυνατά γέλια που της έφεραν δάκρυα στα μάτια, μα σύντομα το γέλιο έγινε παράπονο και με το ζόρι κρατήθηκε να μη κλάψει.
«Συγγνώμη ματάκια μου, θα καθαρίσω μόλις τελειώσω με το τέρας», τη διαβεβαίωσε και προσπάθησε να δαγκώσει το μπράτσο της Ελπίδας που φώναζε την Εύα. Εκείνη αντί να πάει κοντά τους, γύρισε τη πλάτη της και προχώρησε σέρνοντας τον βήμα της, ως τη κρεβατοκάμαρα. Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού κι αναρωτήθηκε γιατί την είχε ρίξει ψυχολογικά τόσο πολύ η όλη κατάσταση. Αγαπούσε την Ελπίδα. Λάτρευε τον Άγγελο. Είχαν μαζί μια πανέμορφη οικογένεια. Δεν της έλειπε τίποτα. Κι όμως αισθανόταν πως ήταν μισή. Συνειδητοποίησε πως δεν ζήλευε το γεγονός πως ο Άγγελος είχε παιδί με άλλη. Όχι, δεν ήταν αυτό. Ήταν το γεγονός πως η Ελπίδα ήρθε στη ζωή από μια γυναίκα σαν τη Νάντια. Δεν άξιζε να ζήσει αυτούς τους εννέα μήνες εκείνη, δεν έπρεπε να νιώθει τη ζωή να μεγαλώνει μέσα της, όχι όταν δεν ήθελε να κρατήσει αυτό το μωρό. Αυτό τη δηλητηρίαζε, η γνώση πως αυτή η αναίσθητη γυναίκα είχε αυτή την υπέροχη εμπειρία κι εκείνη που το ήθελε τόσο…
«Έχεις χαθεί στις σκέψεις σου και με φοβίζει τόσο πολύ το βλέμμα σου».
Η απαλή φωνή του Άγγελου την τράβηξε από τις σκέψεις της απότομα. Είχε αλλάξει μα τα μαλλιά του ήταν ακόμα βρεγμένα και ήταν πιο όμορφος από ποτέ. Σκούπισε τα μάτια της, ανήμπορη να συγκρατήσει την ολοκληρωτική αγάπη που ένιωθε γι’ αυτόν κι αυτόματα εκείνος βρέθηκε κοντά της και γονάτισε για να ρίξει μια ματιά στο κόκκινο πρόσωπο της.
«Η μικρή;»
«Κοιμάται. Ευάκι μου, τι έχεις;»
Ήταν φανερά ανήσυχος κι εκείνη ένιωσε άσχημα για την άσχημη ψυχολογία της. «Πού πάμε, Άγγελε;» ρώτησε χαμηλόφωνα, η φωνή της σχεδόν σαν ψίθυρος. «Πού πάει αυτή η σχέση;»
«Τι εννοείς;» Κάθισε στο πλευρό της και χάιδεψε τα μαλλιά της.
«Το μέλλον μας, ποιο είναι Άγγελε;»
Την αντίκρισε μπερδεμένος. «Γιατί ρωτάς; Εσύ δε βλέπεις μέλλον;»
«Βλέπω αλλά δεν το ζω». Έκρυψε το πρόσωπο της στις παλάμες της και γρύλισε νευριασμένα που άρχισε τέτοια συζήτηση.
«Ευάκι, το ξέρω πως είναι δύσκολα τα πράγματα, το κατανοώ πως δεν είναι εύκολο να μεγαλώνεις το παιδί μου».
«Την αγαπώ. Δε με πειράζει που τη μεγαλώνω. Εγώ το ήθελα».
«Ναι, αλλά ακόμα και η τόση αγάπη που έχεις για εκείνη, δεν το κάνει εύκολο». Την ανάγκασε να τον κοιτάξει και η Εύα με το ζόρι έπνιξε έναν λυγμό όταν είδε τα βουρκωμένα μάτια του. «Νομίζεις δεν βλέπω πως θες περισσότερα; Νομίζεις εγώ δε θέλω; Θες να μάθεις για το μέλλον μας; Κάνω σχέδια κάθε μέρα, αγάπη μου. Κάθε μέρα φτιάχνω και ένα πλάνο στο μυαλό μου για να μας κάνω χαρούμενους και μερικές φορές στεναχωριέμαι όταν συνειδητοποιώ πως έχουμε μείνει στάσιμοι εξαιτίας μου». Προσπάθησε να τον διακόψει αλλά δεν την άφησε να διαμαρτυρηθεί. «Είναι άδικο για σένα. Έπρεπε να είχαμε τη δική μας οικογένεια τώρα. Τα δικά μας παιδιά».
«Θέλω τόσο πολύ να κάνω ένα παιδί μαζί σου».
«Και θα γίνει. Κάνε λίγο υπομονή. Με το ζόρι τα βγάζουμε πέρα με ένα». Σταμάτησε να μιλάει και ένιωσε τη πίκρα στο λαιμό του. Αναγκάστηκε να δουλεύει λιγότερο για να προσέχει την Ελπίδα που ήταν απαιτητικό παιδί και τα έξοδα ήταν πολλά και δυστυχώς οι μισθοί τους δεν έφταναν. «Να τη βάλουμε στο παιδικό από τον Σεπτέμβρη, να βρω κι άλλες δουλειές. Ίσως ν’ ανοίξω ένα γραφείο. Θα βρω κεφάλαιο, θα πάρει χρόνο στην αρχή και χρήμα αλλά κάτι θα κάνω».
Μετανιωμένη για το ξέσπασμά της, κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Όχι, η μικρή σε χρειάζεται και δεν θέλω να τη στείλω σε παιδικό σταθμό από τα τρία της χρόνια. Θέλω να τη χορτάσουμε. Μη μου δίνεις σημασία. Είμαι απλά ανυπόμονη». Του χαμογέλασε καθησυχαστικά με εκείνος δεν έδειξε να πείθεται. Την έκλεισε στην αγκαλιά του και την έσφιξε πάνω στο στέρνο του. Φίλησε τα μαλλιά της κι έφερε στο νου όλα τα σχέδια που κάνανε εκείνο το απόγευμα στον Σέντραλ Παρκ αφού πέρασε το δαχτυλίδι στο δάχτυλό της. Τόσα όνειρα… τόσα σχέδια… και είχαν μπει μέσα σ’ ένα κουτί που είχε θαφτεί βαθιά στην άμμο, γιατί σταμάτησε να σκέφτεται κι άφησε τον πόνο να τον οδηγήσει εκείνο το βράδυ, αντί για τη λογική. Δεν είχε μισήσει άνθρωπο, πέρα από τον Ταγματάρχη κι εκείνη τη στιγμή το μίσος του για τον εαυτό του και τη Νάντια, παραλίγο να τον πνίξει.

Κεφάλαιο 50

«Ελπίδα μη χαζεύεις κι άσε τον Μάιλο να κοιμηθεί».
Δύο χρόνια μετά η Ελπίδα ήταν έτοιμη για τη πρώτη της μέρα στον παιδικό σταθμό. Είχε διαλέξει μόνη της τα ρούχα της, ένα όμορφο φορεματάκι που της είχε αγοράσει η Άννα και τα αγαπημένα της παπουτσάκια τύπου all star σαν του μπαμπά της, ενώ είχε αφήσει την Εύα να της σηκώσει τα μαλλιά πάνω σε μια αλογοουρά. Τα μαλλιά της ήταν τόσο ατίθασα, σαν του πατέρα της, που η Εύα δεινοπαθούσε κάθε φορά να τη χτενίσει. Η Ελπίδα είχε αποφασίσει πως θα έκανε κακή κομμώτρια κι άφηνε μόνο τον Άγγελο να της αγγίξει τα μαλλιά. Εκείνος, με όλη την υπομονή του κόσμου, περνούσε ώρες να τη χτενίζει και η Εύα τους παρακολουθούσε σχεδόν χαζεύοντας από αγάπη. Είχε ξεπεράσει το γεγονός πως δεν είχε κάνει παιδί με τον Άγγελο. Ίσως να ήταν ακόμη νωρίς. Είχε χρόνο ακόμα και υποσχέθηκε να χορτάσει και τους δύο όσο περισσότερο γινόταν πριν δημιουργήσει μια νέα ζωή μαζί του.
«Εύα, ο Μάιλο είναι γέρος», αποφάσισε η Ελπίδα.
«Δεν είναι γέρος αγάπη μου, τεμπέλης είναι», απάντησε εκείνη και της έδωσε το χέρι της για να φύγουν. Η μικρή το κράτησε σφιχτά και σιγοτραγουδώντας προχώρησαν προς τη πόρτα όταν κοντοστάθηκε και ελευθερώθηκε από τη λαβή της. Έτρεξε στη κρεβατοκάμαρα κι έπεσε με φόρα πάνω στον Άγγελο που ξεκουραζόταν μετά από μια μακριά βραδιά με πολύ δουλειά και φίλησε με μανία το μάγουλό του.
«Ξύπνα, πάω σχολείο», του φώναξε σχεδόν τσιριχτά.
«Κορόιδο», της έδειξε τη γλώσσα του εκείνος.
«Γλώσσα», γέλασε με τη ψυχή της η μικρή και γύρισε τρέχοντας στην Εύα, ενώ τη κυνηγούσε ο Άγγελος να τη πιάσει. Κρύφτηκε πίσω της μα εκείνος δεν είχε μάτια παρά μόνο για την Εύα του που είχε κόψει τόσο κοντά τα μαλλιά της, αγορίστικα, κι έμοιαζε με ξωτικό.
«Δε μπορώ να σε χορτάσω», ψιθύρισε στο αυτί της και τη φίλησε παθιασμένα, κάνοντας τη να ξεχάσει τον κόσμο γύρω της και το γεγονός πως είχε αργήσει να πάει τη μικρή στο σχολείο. «Λέω το βράδυ ν’ αφήσουμε την Ελπίδα στους νονούς της και να περάσουμε λίγο καλά».
«Λέω πως συμφωνώ απόλυτα», κοκκίνισε εκείνη και έγλειψε με προσμονή τα χείλια της.
Περνούσε μια τυπική μέρα στο γραφείο της να διορθώνει κείμενα σαν μανιακή όταν άκουσε ένα χτύπο στη πόρτα. Σήκωσε το κεφάλι της κι έβγαλε τα βοηθητικά γυαλιά της πάνω που άνοιξε η πόρτα. Κράτησε την ανάσα της όταν είδε τον Φοίβο να τη κοιτά μ’ ένα στραβό χαμόγελο.
«Με γελούν τα μάτια μου;» ψέλλισε ενώ σηκωνόταν όρθια. Εκείνος άνοιξε τα χέρια ορθάνοιχτα και της χάρισε μια μεγάλη αγκαλιά, μόλις τον πλησίασε. Ένιωσε τη ζεστασιά του κορμιού του σαν βάλσαμο και συνειδητοποίησε πως τέσσερα χρόνια μακριά ο ένας από τον άλλον, ήταν πολλά. Μπορεί να μην έτρεφε κανένα συναίσθημα πέρα από φιλικό για εκείνον, αλλά της είχαν λείψει οι ατέλειωτες συζητήσεις τους και το χιούμορ του. Της είχε λείψει ο φίλος της Φοίβος.
«Ευάκι μου, είσαι μια οπτασία», τη χαιρέτησε εκείνος. «Πώς κι έκοψες τα μαλλιά σου; Θυμάμαι είχες κόλλημα μαζί τους».
«Δεν άντεχα άλλο τον πόνο όταν μου τα τραβούσε η κόρη μου». Δεν αποτελείωσε τη φράση της γιατί είδε τα μάτια του Φοίβου γουρλωμένα από έκπληξη. «Ναι, τέσσερα χρόνια στο Λονδίνο έχασες πολλά».
«Έχεις παιδί;»
«Όχι εγώ, ο Άγγελος», γέλασε νευρικά εκείνη.
Ο Φοίβος έξυσε το κεφάλι του και της έδειξε προς τη πόρτα. «Πάμε για έναν καφέ; Κάτι μου λέει πως έχουμε πολλά να πούμε».
Την κοιτούσε μες την απορία καθώς εκείνη του εξιστορούσε τι είχε συμβεί από την ώρα που έφυγε εκείνο το βράδυ που χώρισαν από το σπίτι. Πολλές λεπτομέρειες του ατυχήματος τις ήξερε, αλλά η Εύα δεν τον είχε δει και δεν γνώριζε πως εκείνος είχε βρει τον Άγγελο και του πρόσφερε τη δουλειά. Του είχε ζητήσει να κρατήσει τη λεπτομέρεια κρυφή και προφανώς εκείνος είχε σεβαστεί την επιθυμία του. Όμως ένιωθε άσχημα γιατί εξαιτίας του ο Άγγελος είχε μπλέξει και η Εύα ζούσε μια ζωή που δεν την είχε διαλέξει εντελώς. Ένιωθε υπαίτιος γιατί ήξερε καλά την αγάπη του νεαρού για την Εύα- δεν ήταν χαζός, ούτε τυφλός. Αμέτρητες φορές τον είχε πιάσει στα πράσα να τη χαζεύει όταν νόμιζε πως κανείς τους δεν τον έβλεπε. Ήταν σίγουρος πως η αντίδραση του στην πρόταση προς την Εύα, θα ήταν άσχημη, κι όμως επέμεινε να τη κάνει μπροστά του από εγωισμό. Δεν του έφταιγε ο Άγγελος, μα ένιωθε την υπέρτατη ανάγκη να τον πληγώσει, όπως τον πλήγωνε το γεγονός πως η Εύα τον αγαπούσε περισσότερο από όσο αγαπούσε εκείνον.
«Λυπάμαι πολύ για την απόφαση μου εκείνο το βράδυ», μουρμούρισε κι έκανε νόημα στην Εύα να μη μιλήσει όταν πήγε να διαμαρτυρηθεί. «Το σκεφτόμουν συχνά στο Λονδίνο. Ήταν λάθος μου αλλά με είχε εκνευρίσει το ότι πέρασες έναν τέλειο μήνα μακριά μου, χωρίς να σου λείψω στην ουσία».
«Μα μου είχες λείψει», τον διαβεβαίωσε. «Δεν φταις εσύ. Αν κάποιος έκανε λάθος επιλογές, ήμουν εγώ, Φοίβο. Τώρα όλα είναι περασμένα-ξεχασμένα».
«Μα, είσαι ευτυχισμένη, Εύα;»
Το έντονο πάθος στη φωνή του όταν της έκανε την ερώτηση, της έπιασε εξαπίνης. «Σου φαίνομαι δυστυχισμένη;» τόλμησε να ρωτήσει με τη σειρά της.
«Δεν ξέρω, χαμογελάς αλλά τα μάτια σου παραμένουν ανέκφραστα».
«Είναι από φόβο», της ξέφυγε και κράτησε την ανάσα της γιατί πρώτη φορά παραδεχόταν τη φοβία της δυνατά. «Μου έχει καρφωθεί η ιδέα πως κάποιος θα μου αρπάξει αυτή την ευτυχία μέσα από τα χέρια και δε μπορώ ν’ αφήσω τον εαυτό μου ελεύθερο να χαρεί ολοκληρωτικά. Είναι τρελό, το ξέρω».
«Δεν το βρίσκω τρελό. Λογικότατο μου φαίνεται, ιδιαίτερα μετά από τον τρόπο που ξαφνικά βρέθηκες μ’ ένα παιδί που σου στέρησε τα όνειρά σου».
«Μα μου έδωσε νέα όνειρα, και νέους λόγος ν’ αγαπώ. Θα τη λατρέψεις όταν τη γνωρίσεις», του χαμογέλασε, μ’ ένα χαμόγελο που έσταζε αγάπη για τη μικρή της πριγκίπισσα.
Ο Φοίβος δεν την είχε ξαναδεί τόσο όμορφη την Εύα. Ήταν πραγματικά μια οπτασία και ένιωσε ένα τσίμπημα ζήλιας που δε κατάφερε ν’ αποκτήσει μαζί της όσα ονειρευόταν. Αλλά είχε προχωρήσει παρακάτω και έπρεπε να σβήσει το παρελθόν που τον τυράννησε τόσο πολύ. Καιρός ήταν πια να πάψει να κλαίγεται και να χτίσει μια ζωή όπως την ήθελε, χωρίς την Εύα. Εκείνη είχε βρει την ευτυχία που της άξιζε.
Χώρισαν μετά από μία ώρα και η Εύα ξεκίνησε να γυρίσει στο σπίτι της. Ο Άγγελος της έστειλε μήνυμα πως η Ελπίδα θα περνούσε τη μέρα με την Άννα και το μωρό της κι ένα χαμόγελο κόσμησε το πρόσωπο της όταν διάβασε τα πονηρά λόγια του στο τέλος του μηνύματος. Ήταν αρκετό για να τη κάνει ν’ ανοίξει το βήμα της για να φτάσει νωρίτερα στη στάση του λεωφορείου που θα τη πήγαινε σ’ εκείνον. Ήταν τόσο ανυπόμονη να τον δει και να τον κρατήσει γυμνό στην αγκαλιά της. Με τη μικρή να χώνεται στο κρεβάτι τους το βράδυ, ήταν δύσκολο πολλές φορές να περάσουν μια βραδιά της προκοπής μαζί χωρίς να πιαστούν στα πράσα και να τους διακόψει. Μισοκοιμισμένη σκαρφάλωνε στο κρεβάτι και χωνόταν μεταξύ τους, με αποτέλεσμα να έχουν περάσει μήνες από τη τελευταία φορά που η Εύα είχε νιώσει τ’ άγγιγμα του.
Μπήκε με φόρα στο σπίτι και τον βρήκε να κάθεται στη καρέκλα του, μπροστά από το γραφείο και να δουλεύει. Πέταξε τη τσάντα της και με ταχύ βήμα, τον πλησίασε και πριν προλάβει εκείνος ν’ αντιδράσει, σφράγισε τα χείλια του με τα δικά της και τον ανάγκασε να σηκωθεί.
«Να σώσω τη δουλειά μου;» ρώτησε πνιχτά εκείνος μα η Εύα δεν μπορούσε να περιμένει. Πάτησε η ίδια save και τον τράβηξε από τη μπλούζα ως τη κρεβατοκάμαρα. «Νομίζω θα καθιερώσω μια μέρα τη βδομάδα αυτό το ραντεβού».
«Σκάσε και φίλα με, Άγγελε», τον μάλωσε εκείνη κι ο Άγγελος χαχάνισε ενώ έκλεινε το πρόσωπο της στα χέρια του και τη φιλούσε παθιασμένα. Δε τους πήρε πολύ ώρα να ξεφορτωθούν τα ρούχα τους. Μόλις τον ένιωσε να κινείτε πιο γρήγορα, ψαχούλεψε στο κομοδίνο για προφυλακτικό αλλά ο Άγγελος το πήρε και με μια απότομη κίνηση, το πέταξε στην άλλη άκρη του δωματίου. Άνοιξε τα μάτια της διάπλατα και χαμογέλασε αχνά, όταν εκείνος φίλησε την άκρη της μύτης της. Η Εύα ανατρίχιαζε σε κάθε άγγιγμά του από προσμονή και κράτησε την ανάσα της όταν τον ένιωσε να βυθίζεται μέσα της. Έχωσε τα νύχια της στο δέρμα του και τον τράβηξε ακόμα πιο κοντά της.
«Θέλω οικογένεια μαζί σου, τα δικά μας παιδιά και θα ξεκινήσουμε  άμεσα», τη διέταξε κι εκείνη πλημμύρισε από χαρά κι έρωτα αφού η στιγμή που περίμενε τόσο καιρό, έπαυε να είναι ένα όνειρο κι ετοιμαζόταν να γίνει πραγματικότητα.
Πολλά άλλαξαν από εκείνη τη βραδιά. Η Εύα ξαναβρήκε τη χαμένη της καλή διάθεση και με κάθε ευκαιρία που έβρισκε, γινόταν εκδηλωτική απέναντι στον Άγγελο που δεν τη χόρταινε με τίποτα. Μέχρι και η Ελπίδα άρχισε να συνεργάζεται μαζί τους. Σταμάτησε να χώνεται στο κρεβάτι τους, φτάνει να έμενε μαζί της τα βράδια ο Μάιλο, που τη λάτρευε. Είχαν ξαναγίνει εκείνο το ζευγάρι που δεν σταματούσε να σχεδιάζει και να ονειρεύεται, κάτι που γέμιζε την Εύα με ελπίδα πως σύντομα θα ζούσε τ’ όνειρό της και η οικογένεια τους θα μεγάλωνε.
Άρχισαν να βγαίνουν ραντεβού πάλι. Πολλές βραδιές γυρνούσε από τη δουλειά ξεθεωμένη κι έβρισκε δείπνο έτοιμο, μ’ ένα κερί στο κέντρο του τραπεζιού να καίει και τον Άγγελο να της χαμογελάει τρυφερά. Δεν σταματούσε να τη περιποιείται και να τη φροντίζει και μέσα σ’ ένα χρόνο, από εκείνη τη βραδιά, είχε μαζέψει τόση αγάπη από εκείνον που της ερχόταν να σκάσει από ευτυχία. Κι όμως, κάτι τη βασάνιζε στο πίσω μέρος του μυαλού της, που της έβαζε φρένο κάθε φορά που έτρεχε ανεξέλεγκτα ενθουσιασμένη. Ένα χρόνο ολόκληρο προσπαθούσαν να κάνουν ένα παιδί και δε τα κατάφερναν. Πολλές φορές την έπιανε το παράπονο όταν ερχόταν η περίοδος κι έκλαιγε από τα νεύρα της στο μπάνιο, χωρίς όμως ποτέ να δείξει την απογοήτευση της στον Άγγελο. Δεν θα του το έκανε αυτό. Έπρεπε να μάθει να κάνει υπομονή, για εκείνον, γιατί άξιζε αυτή την ήρεμη ζωή που είχαν χτίσει μαζί και δε θα του τη στερούσε με τίποτα.

5 σχόλια:

  1. ηταν υπεροχα αυτα τα κεφαλαια ποτε θα ξαναβαλεις

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Πες μου οτι θα εχει καλο τέλος πόσο ακόμα θα του βασανίζεις. Εισαι φοβερή. 💋💋💋💋

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Πότε θα κάνουν ένα μωρό.. Δικο τους??? ΝΑ ηρεμήσει η Ευα μας💕💕💕

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Πότε με το καλό το επόμενο κεφάλαιο; ❤️

    ΑπάντησηΔιαγραφή