Κυριακή 28 Ιουνίου 2020

~16~ κεφάλαια 51 ως 55(τέλος)


Κεφάλαιο 51.

Το 2015 τους βρήκε όλους στη Σάμο. Σε μια απόφαση της τελευταίας στιγμής, μάζεψαν τα πράγματα τους και μπήκαν στο πρώτο πλοίο για το νησί, ακολουθούμενοι από τον Μάιλο που έδειχνε ενθουσιασμένος για την εκδρομή. Οι γονείς της Εύας τρελάθηκαν από τη χαρά τους όταν τους είδαν να κατηφορίζουν στο μονοπάτι προς το σπίτι τους. Η Ελπίδα ξέφυγε από τον Άγγελο και έτρεξε στον παππού της, που του είχε τρομερή αδυναμία και σκαρφάλωσε στην αγκαλιά του, φωνάζοντας με όλη της τη δύναμη πως τον αγαπάει.
«Τι έκπληξη είναι αυτή;» Η κυρά Μίνα σκούπισε συγκινημένη τα μάτια της και έριξε μια ματιά στο πρόσωπο της κόρης της. Το χαμόγελο της έσβησε αλλά η Εύα σχεδόν την παρακάλεσε να μην πει κουβέντα. Ανέκαθεν η μάνα της τη γνώριζε τόσο καλά που δεν χρειαζόταν να ακούσει κουβέντα από το παιδί της. Ήξερε από πριν τι είχε. «Πάμε μέσα, έχουμε πολλά να πούμε», σχολίασε καλοσυνάτα μόνο και τους έδειξε τον δρόμο. 

Πέμπτη 18 Ιουνίου 2020

~16~ Κεφάλαια 47-48-49-50


κεφάλαιο 47

Το πρώτο βράδυ με το μωρό ήταν εφιαλτικό για όλους. Η μικρή δεν είχε σταματήσει να κλαίει και κανείς τους δεν ήξερε πώς να αντιμετωπίσει αυτό που ενοχλούσε το μωρό, αφού δεν γνώριζαν τι μπορεί να ήταν. Της έδωσαν την ειδική φόρμουλα σε μια προσπάθεια να τη ταΐσουν μήπως και νιώσει καλύτερα, αλλά η μικρή αρνούνταν κατηγορηματικά να φάει. Ο Άγγελος απέφευγε να τη πλησιάσει όπως ο διάβολος το λιβάνι και η Εύα είχε ξεθεωθεί να πηγαινοέρχεται στο σπίτι με τη μικρή αγκαλιά, να τη κουνάει απαλά σε μια τελευταία απέλπιδα προσπάθεια να την κάνει να αποκοιμηθεί.
«Δεν αντέχω άλλο», γκρίνιαξε ο Άγγελος κι έκλεισε τ’ αυτά του για να μην ακούει το σπαραχτικό κλάμα.
«Τι άλλο να της κάνω; Την άλλαξα, τη τάισα, τη νανούρισα…»
«Ρεύτηκε;»
«Στα μούτρα μου και δεν ήταν καθόλου ωραίο», σχολίασε μ’ ένα θεαματικό κατσούφιασμα. «Σε παρακαλώ, κράτησε τη λίγο. Πονάνε τα χέρια μου».
«Όχι όχι», διαμαρτυρήθηκε εκείνος και έφυγε σχεδόν τρέχοντας από το δωμάτιο.

Δευτέρα 8 Ιουνίου 2020

~16~ Κεφάλαια 44-45-46-47


44.

Τρεις μέρες αφότου γύρισαν σπίτι, η Εύα μάζεψε τα πράγματα της από το διαμέρισμά της και μετακόμισε με τον Άγγελο γιατί δεν ήθελε να μείνει μακριά του ούτε δευτερόλεπτο. Όλα έγιναν γρήγορα, πράγμα που δυσαρέστησε τρομερά τον Πάνο που έπρεπε να δουλέψει σκληρά για να μεταφέρουν όσα έπιπλα δε θα πουλούσε, στο διαμέρισμα του Άγγελου. Η μητέρα της έμεινε πίσω να τον βοηθάει και να του κρατά παρέα αφού ακόμα δεν έδειχνε έτοιμος να πατήσει στα πόδια του, και το έκανε με περίσσια χαρά. Κάθε φορά που περνούσε το χέρι της μέσα από τα μαλλιά του ή άφηνε ένα φιλί στο κούτελό του, εκείνος έλιωνε από αγάπη γιατί μπορεί να είχε χάσει τη μητέρα του, αλλά η Μίνα ήταν άξια αντικαταστάτρια. Μπορεί να είχε γεμίσει η ψυχή του μ’ έναν παράλογο φόβο που δεν μπορούσε να πολεμήσει, αλλά είχε την Εύα του, είχε την οικογένεια του και τους φίλους του και όλα τ’ άλλα θα έφτιαχναν.
«Μισώ την ώρα και τη στιγμή που σε γνώρισα», άκουσε τον Πάνο να ουρλιάζει στην Εύα που τον κυνηγούσε στο σπίτι και βγήκε απότομα από τις σκέψεις του. Γέλασε γιατί εδώ και μισή ώρα προσπαθούσαν να διακοσμήσουν την άδεια κρεβατοκάμαρα με αποτέλεσμα η αναποφασιστικότητα της Εύας να κάνει τα νεύρα του Πάνου να χτυπήσει κόκκινο.