13.
«2/6/2000
Ευάκι
μου…
Έχουν
περάσει τρεις ώρες από τη στιγμή που
έφτασα στη Αθήνα και μου φαίνεται ήδη
μια αιωνιότητα. Έχει καρφωθεί στο μυαλό
μου η εικόνα σου να απομακρύνεσαι από
κοντά μου στο αεροδρόμιο κι εγώ εκεί,
να μην μπορώ να σε σταματήσω. Δεν έχω
πονέσει ποτέ τόσο πολύ στη ζωή μου, ούτε
καν όταν εκείνος σήκωσε χέρι πάνω μου.
Σκέφτομαι πως ίσως έκανα βλακεία που
έφυγα. Όμως είμαι δειλός- φοβάμαι, όχι
μόνο για μένα και τη μητέρα μου αλλά και
για σένα γιατί ο πατέρας μου αγαπά την
εκδίκηση, κι αν έμενα και του πήγαινα
κόντρα, θα ξεσπούσε σε όλους εκείνους
που αγαπώ. Και σ’ αγαπώ Ευάκι μου, όσο
δε φαντάζεσαι. Γιατί από τη στιγμή που
σε γνώρισα, απέκτησε ένα νόημα η ύπαρξη
μου. Και τώρα θα κάνω τόσους μήνες να σε
δω και να σε αγγίξω και τρελαίνομαι. Μη
με ξεχάσεις, μη με διαγράψεις επειδή θα
είμαστε μακριά. Θα κάνουμε τα όνειρά
μας πραγματικότητα, θα το δεις, το θέλω
τόσο πολύ που θα παλέψω με όλο μου το
είναι για να το πετύχω. Μόνο μη με
ξεχάσεις, Ευάκι μου…»
«25/6/2000
Ευάκι
μου,
Είκοσι
μέρες μακριά σου. Δεν είμαι καλά… δεν
ξέρεις πόσες φορές κατέβηκα στο λιμάνι,
έτοιμος να μπω στο καράβι και να έρθω
κοντά σου. Με μισώ που δε το έκανα.
Φοβήθηκα. Το ξέρω πως αυτή τη στιγμή που
διαβάζεις αυτές τις γραμμές στριφογυρίζεις
τα μάτια σου γιατί σκέφτεσαι αυτό που
μου είπες πριν φύγω: δεν είναι φόβος,
είναι μηχανισμός επιβίωσης. Δε τα ξεχνώ
αυτά τα λόγια σου όμως μισώ να επιβιώνω
χωρίς εσένα. Μου δίνεις κουράγιο. Τα
γράμματά σου είναι ηλιαχτίδα φωτός στη
ζωή μου, μόνο αυτά βάζουν χαμόγελο στα
χείλη μου. Όταν πηγαίνω στο ταχυδρομείο
η καρδιά μου χτυπά σαν τρελή κι όταν
ανοίγω τη θυρίδα και βλέπω τα γράμματα
σου, ξαναζώ… ίσως θα έπρεπε να πάρουμε
από αυτά τα κινητά με τα οποία κυκλοφορούν
όλοι, να σε βρίσκω όποτε γουστάρω και
ν’ ακούω τη φωνή σου ανά πάσα ώρα και
στιγμή. Σ’ έχω πάρει τόσες φορές στο
σταθερό μα δε σε πετυχαίνω ποτέ. Μου χει
λείψει το γέλιο σου. Ο Γεράσιμος, ο
δικηγόρος της μητέρας μου, με συμβούλεψε
ακόμα να μην πω σε κανέναν που βρισκόμαστε.
Μόλις τακτοποιήσει τα πάντα και θα
είμαστε ασφαλείς από τον Ταγματάρχη,
θα σου στείλω τη διεύθυνσή μου.
Σ’
αγαπώ Ευάκι μου...»
«27/8/2000
Ευάκι
μου,
Έχω
νέα. Παρουσιάζομαι στις 13 Σεπτέμβρη
αλλά δεν είναι αυτό που θέλω να σου πω.
Αποφάσισα τι θέλω να κάνω με τη ζωή μου,
βρήκα τι θα σπουδάσω, επιτέλους. Ο γιος
του δικηγόρου της μητέρας μου είναι
γραφίστας και μου έδειξε λιγάκι τη
δουλειά. Μου αρέσει πολύ και σκέφτομαι
όταν τελειώσω με το στρατιωτικό, να
γραφτώ σε κάποιο δημόσιο ΙΕΚ για να μάθω
την τέχνη. Θα με βοηθήσει κι εκείνος.
Θέλω να σε κάνω περήφανη για μένα. Θα
κάνω ό, τι περνάει από το χέρι μου για
να έχουμε ένα όμορφο μέλλον… Μου λείπεις
τόσο πολύ!»